Γυναικείες φυλακές Ελεώνα Θηβών. Ικανοποιητικές οι συνθήκες κράτησης για πάσχουσες από HIV/AIDS. Καταδίκη για αναποτελεσματικά ένδικα μέσα

ΑΠΟΦΑΣΗ

Δικαίου κ.α. κατά Ελλάδας της 16.07.2020 (αρ. 77457/13)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Συνθήκες κράτησης έξι προσφευγουσών  που πάσχουν από HIV/AIDS, οι οποίες κρατούνταν στις γυναικείες φυλακές Ελεώνα Θήβας πριν ή μετά την αμετάκλητη καταδίκη τους. Έλλειψη αποτελεσματικών ένδικων μέσων με τα οποία θα μπορούσαν να καταγγείλουν τις εν λόγω συνθήκες.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι γενικές συνθήκες κράτησης των προσφευγουσών ήταν ικανοποιητικές. Έκρινε επίσης ότι η τοποθέτησή τους μαζί στο ίδιο κελί επιδίωκε θεμιτό σκοπό και δεν υποδήλωνε οποιαδήποτε πρόθεση εκ μέρους των αρχών να τις διαχωρίσουν. Τέλος, παρατήρησε ότι οι αρχές δεν είχαν παραλείψει το καθήκον τους να παρέχουν στις προσφεύγουσες ιατρική βοήθεια σύμφωνα με τις ανάγκες της υγείας τους.

Όσον αφορά τα ένδικα μέσα του ελληνικού δικαίου σχετικά με τις συνθήκες κράτησης, το Στρασβούργο αναφέρθηκε στην πάγια νομολογία του σε τέτοια θέματα, ιδίως όσον αφορά την Ελλάδα. Διαπίστωσε ότι ούτε το προληπτικό, ούτε το αντισταθμιστικό  ένδικο μέσο σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία ήταν αποτελεσματικό αναφορικά με την καταγγελία τους για τις συνθήκες κράτησης των προσφευγουσών. Το ΕΔΔΑ, τέλος, δεν διαπίστωσε καμία διαφοροποίηση στη μεταχείριση των κρατουμένων που κρατήθηκαν πριν και μετά την αμετάκλητη τους καταδίκη ως προς την ελληνική νομοθεσία που προβλέπει την αποφυλάκιση για λόγους υγείας.

Μη παράβαση του άρθρου 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης) αυτοτελώς και σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ.

Παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 3. Επιδίκαση ποσού 2.000 ευρώ σε για ηθική βλάβη για κάθε προσφεύγουσα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 13

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγουσες είναι τρεις Ελληνίδες υπήκοοι, μια υπήκοος Ρωσίας, μια Τανζανίας   και μια υπήκοος της Ρουάντα. Γεννήθηκαν μεταξύ 1966 και 1988. Κρατήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στη φυλακή του Ελεώνα Θηβών μεταξύ 2012 και 2015, πριν ή μετά την αμετάκλητη καταδίκη τους.

Τον Οκτώβριο του 2013 απευθύνθηκαν στον Εισαγγελέα επίβλεψης της φυλακής ισχυριζόμενες παραβίαση των δικαιωμάτων τους βάσει διαφόρων άρθρων της Σύμβασης και συγκεκριμένα λόγω των συνθηκών κράτησής τους ως φορείς HIV/AIDS. Παραπονέθηκαν για έλλειψη κατάλληλης ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης, ανεπαρκές ιατρικό προσωπικό και παρακολούθηση, καθώς και στιγματισμό τους ως αποτέλεσμα της τοποθέτησής τους στο ίδιο κελί. Παραπονέθηκαν επίσης για τις γενικές συνθήκες κράτησής τους όπως το ζήτημα της θέρμανσης, της παροχής ζεστού νερού και τρεχούμενου νερού, της σίτισης και της διάρκειας της υπαίθριας άσκησης. Οι προσφεύγουσες που φυλακίστηκαν πριν από την αμετάκλητη τους καταδίκη ισχυρίστηκαν ότι αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά επειδή δεν μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση να αφεθούν ελεύθερες για λόγους υγείας, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα (άρθρο 110Α), σε αντίθεση με τους πάσχοντες από HIV/AIDS που εξέτιαν την αμετάκλητη ποινή τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων): καταγγελίες σχετικά με τις συνθήκες κράτησης

Γενικές συνθήκες κράτησης: Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν αρκετό προσωπικό χώρο και ότι μετά την επιστολή τους προς τον εισαγγελέα, τους χορηγήθηκε  θερμοσίφωνας και ηλεκτρικό καλοριφέρ για την αντιστάθμιση της περιορισμένης κεντρικής θέρμανσης. Ήταν σε θέση να βγαίνουν έξω για άσκηση για δύο ώρες το πρωί και δύο ώρες το απόγευμα. Σε αντίθεση με τις κοινές γυναικείες φυλακές, λάμβαναν καλύτερα και υψηλότερης ποιότητας γεύματα, το δωμάτιό τους απολυμαίνονταν και τους παρείχαν  δωρεάν προϊόντα υγιεινής για όσες δεν μπορούσαν να τα προμηθευτούν. Συνεπώς οι γενικές συνθήκες κράτησης ήταν ικανοποιητικές.

Ως προς τη φερόμενη  «γκετοποίηση και στιγματισμό»: Το γεγονός ότι είχαν τοποθετηθεί οι προσφεύγουσες όλες μαζί σε ένα κελί δεν αποδείκνυε πρόθεση της διοίκησης των φυλακών να τις διαχωρίσουν. Η τοποθέτησή τους στο ίδιο συλλογικό κελί – σε μια πτέρυγα που στεγαζόταν επίσης και άλλες τρόφιμες – είχε αποφασιστεί για λόγους αποτελεσματικότητας στο χειρισμό του πληθυσμού των φυλακών και τη γενικότερη  διαχείριση των φυλακών. Δεδομένου ότι δύο από τις  προσφεύγουσες ήταν HIV-θετικοί και οι άλλες έπασχαν από AIDS, η διασπορά τους σε διαφορετικά κελιά θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του αισθήματος άγχους μεταξύ άλλων κρατουμένων, όπως ήταν λογικό σε ένα κλειστό μέρος σαν τη φυλακή. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να ασκηθούν ταυτόχρονα με τις άλλες κρατούμενες στην αυλή της φυλακής και μοιράζονταν μαζί τους τον κοινό καταψύκτη φυλακών, παρά τις διαμαρτυρίες που είχε προκαλέσει αυτή η ρύθμιση.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ομαδοποίηση των προσφευγουσών επιδίωκε νόμιμο σκοπό και ήταν λογικά ανάλογη με τον επιδιωκόμενο στόχο.

Ιατρική περίθαλψη: Η κυβέρνηση είχε σχηματίσει έναν ογκώδη φάκελο σχετικά με την κατάσταση των προσφευγουσών  που περιείχε μεγάλο αριθμό ιατρικών αναφορών, ιατρικών εξετάσεων και συνταγών, από τη στιγμή της φυλάκισης. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες απλώς ισχυρίστηκαν ότι, λόγω της ασθένειάς τους, η φυλακή δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για να βρίσκονται και ότι θα έπρεπε να μεταφερθούν σε νοσοκομείο ή να αφεθούν ελεύθερες σύμφωνα με το άρθρο 110Α του Ποινικού Κώδικα. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ούτε η ζωή, ούτε η υγεία των προσφευγουσών είχαν τεθεί σε κίνδυνο στη διάρκεια της κράτησής τους στη φυλακή Ελεώνα Θηβών και ότι οι αρχές δεν είχαν αποτύχει στο καθήκον τους να τους παράσχουν ιατρική βοήθεια σύμφωνα με τις ανάγκες τους σχετικά με την υγεία τους.

Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με το  άρθρο 14 της Σύμβασης σχετικά με τις συνθήκες κράτησης των προσφευγουσών.

Άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 3

Το Δικαστήριο εξήγησε ότι στην απόφαση Ulemek κατά Κροατίας  σχετικά με τις συνθήκες κράτησης απαιτούσε  τα προληπτικά ένδικα μέσα (για ανακούφιση και άμεση διακοπή της παραβίασης δικαιωμάτων) και αντισταθμιστικά ένδικα μέσα (για την αποκατάσταση της παραβίασης) έπρεπε να είναι διαθέσιμα παράλληλα, καθώς αυτά είναι αλληλοσυμπληρούμενα.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι σε ορισμένες υποθέσεις που αφορούσαν συνθήκες κράτησης στις ελληνικές φυλακές είχε παρατηρήσει ότι τα ένδικα μέσα στο εσωτερικό δίκαιο, ιδίως βάσει του άρθρου 572 του Ποινικού Κώδικα, ήταν αναποτελεσματικά. Εν προκειμένω, διαπίστωσε ότι ούτε τα προληπτικά ένδικα μέσα ούτε τα αντισταθμιστικά βάσει του ελληνικού δικαίου ήταν αποτελεσματικά, κατά την έννοια της απόφασης Ulemek.

Κατά συνέπεια, διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 13 της Σύμβασης.

Άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 3: καταγγελία ότι οι κρατούμενες που κρατήθηκαν πριν από την αμετάκλητη καταδίκη τους αντιμετωπίστηκαν διαφορετικά από εκείνες που εξέτιαν ποινή.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ελληνικό νομικό σύστημα προέβλεπε διαφορετική μεταχείριση ατόμων που έπασχαν από HIV/AIDS στο ποινικό σύστημα. Στην παρούσα υπόθεση το άρθρο 110Α του Ποινικού Κώδικα είχε εφαρμοστεί σε τρεις από τις προσφεύγουσες μετά την καταδίκη τους, οι οποίες είχαν ήδη διαγνωστεί με AIDS. Επιπλέον, δύο άλλες προσφεύγουσες οι οποίες εξέτιαν τη ποινή τους, αλλά ήταν θετικές στον HIV κατά τον σχετικό χρόνο, επίσης, αποφυλακίστηκαν,  βάσει του  άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα και σύμφωνα με το άρθρο 19 του Νόμου αρ. 4242/14 σχετικά με τους  φορείς του AIDS. Όσον αφορά αυτές τις πέντε προσφεύγουσες, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε επομένως καμία διαφορετική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 14.

Η τελευταία προσφεύγουσα, η οποία ήταν θετική στον ιό HIV και κρατήθηκε πριν από την αμετάκλητη καταδίκη της για περίπου ένα έτος, είχε αφεθεί ελεύθερη κατόπιν της καταδίκης της με ποινή με αναστολή από το Εφετείο. Η εν λόγω προσφεύγουσα, κατά το διάστημα που κρατούνταν και δεν είχε καταδικαστεί αμετακλήτως, είχε το δικαίωμα και θα μπορούσε να επικαλεστεί την κατάσταση της υγείας της και να ζητήσει, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής της, την αναστολή της κράτησης της, βάσει του άρθρου 282 του ΚΠΔ και της σχετικής νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων. Ωστόσο, δεν υπέβαλε τέτοια αίτηση.

Κατά συνέπεια, αυτό το μέρος της προσφυγής ήταν προδήλως αβάσιμο.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε σε κάθε προσφεύγουσα 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες