Δικαστής που δίκασε την αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο ίδιος εκδίκασε και την υπόθεση μετ΄αναίρεση. Καταδίκη για μη αμεροληψία του δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ

Sacharuk κατά Λιθουανίας της 23.04.2024 (προσφ. αρ. 39300/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Καταδίκη του προσφεύγοντος για κατάχρηση εξουσίας και παράνομη χρήση επίσημου έγγραφου επειδή είχε χρησιμοποιήσει την ταυτότητα άλλου βουλευτή για να ψηφίσει στο Κοινοβούλιο για λογαριασμό του.

Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, βάσει του καταστατικού του Κοινοβουλίου της Λιθουανίας (Seimas), μοναδική κύρωση για μια τέτοια παράβαση θα πρέπει να αποτελεί η προειδοποίηση και ότι δεν υπήρχε νομική βάση για τις διαδικασίες αναφορικά με τέτοια παραπτώματα. Ισχυρίστηκε ότι η ψήφος εκ μέρους των απόντων βουλευτών από τον συνασπισμό κάποιου ή την πολιτική του ομάδα ήταν μια γενική πρακτική στο Seimas. Μόλις έληξε η θητεία του προσφεύγοντος και δεν είχε πλέον ασυλία, ασκήθηκε ποινική δίωξη. Αθωώθηκε, ωστόσο μετά από αναίρεση του Εισαγγελέα, η υπόθεση επανεξετάστηκε και ο προσφεύγων καταδικάστηκε. Στο τελευταίο δικαστήριο ζήτησε την εξαίρεση του Προεδρεύοντος δικαστή γιατί ο ίδιος προέδρευσε και σε προγενέστερο στάδιο στην ίδια υπόθεσή του. Η αίτηση εξαίρεσης απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο που επικύρωσε την καταδίκη του το 2018 δεν ήταν αμερόληπτο, αφού συμμετείχε στην τελική σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δικαστής που είχε συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία εναντίον του σε προγενέστερο στάδιο. Κατήγγειλε επίσης ότι ήταν ο πρώτος βουλευτής που είχε ποτέ καταδικαστεί επειδή ψήφισε στη θέση άλλου βουλευτή του Seimas, καθώς μέχρι τότε αυτό ήταν μια συνήθης πρακτική, και ότι δεν μπορούσε επομένως να προβλέψει ότι θα καταδικαστεί, κατά παράβαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εξετάσει την υπόθεση σε δύο στάδια, ένας δε δικαστής συμμετείχε και στις δύο συνθέσεις  του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κατά το Στρασβούργο, η ανησυχία του προσφεύγοντος, ότι ο δικαστής αυτός θα μπορούσε να είχε μια προκατειλημμένη άποψη για την ενοχή του, ήταν θεμιτή και οι αμφιβολίες του ως προς την αμεροληψία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν δικαιολογημένες. Επομένως, το αίτημά του για εξαίρεση του δικαστή από τη σύνθεση θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτό. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1) της Σύμβασης.

Αντίθετα, ο προσφεύγων θα μπορούσε να προβλέψει ότι οι πράξεις του θα αποτελούσαν αδίκημα σύμφωνα με το ισχύον τότε ποινικό δίκαιο. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 1,

Άρθρο 7

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Aleksandr Sacharuk, είναι υπήκοος Λιθουανίας που γεννήθηκε το 1977 και ζει στο Βίλνιους. Ήταν μέλος του Seimas (του Κοινοβουλίου της Λιθουανίας) από τον Νοέμβριο του 2008 έως τον Νοέμβριο 2012.

Τον Ιανουάριο του 2010, κατά τη διάρκεια μιας συνόδου του Seimas, ο προσφεύγων ψήφισε πολλές φορές για λογαριασμό συναδέλφου βουλευτή, ο οποίος βρισκόταν σε διακοπές στο εξωτερικό, χρησιμοποιώντας την ταυτότητα μέλους Seimas αυτού του βουλευτή, αν και σύμφωνα με το καταστατικό, τα μέλη έπρεπε να ψηφίσουν αυτοπροσώπως και το δικαίωμα σε ψήφο δεν ήταν μεταβιβάσιμο. Η Ειδική Ερευνητική Επιτροπή Seimas (SSIC), που συγκροτήθηκε για να εξετάσει εάν ο προσφεύγων και ο εν λόγω βουλευτής ήταν ένοχοι για το φερόμενο παράπτωμα, ζήτησε από τον Γενικό Εισαγγελέα να διενεργήσει προανάκριση τον Μάιο του 2010.

Όταν η Γενική Εισαγγελία ζήτησε από το Seimas να άρει την πολιτική ασυλία του κ. Sacharuk προκειμένου να μπορέσει να διεξάγει έρευνα, ο αριθμός των ψήφων υπέρ δεν ήταν επαρκής. Σε μεταγενέστερη απόφαση περί μη έναρξης προανάκρισης, σημειώθηκε ότι, βάσει πληροφοριών που παρέχεται από το SSIC, οι ενέργειες του προσφεύγοντος περιείχαν στοιχεία ποινικών αδικημάτων.

Στη συνέχεια ασκήθηκε ποινική δίωξη για σοβαρό παράπτωμα. Κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, βάσει του καταστατικού του Seimas, μοναδική κύρωση για μια τέτοια παράβαση θα πρέπει να αποτελεί η προειδοποίηση και ότι δεν υπήρχε νομική βάση για τις διαδικασίες αναφορικά με σοβαρά παραπτώματα. Ο δικηγόρος του επεσήμανε επίσης ότι η Επιτροπή Δεοντολογίας και Διαδικασιών του Seimas έχει ήδη εξετάσει παρόμοιες υποθέσεις, αλλά δεν είχε κινηθεί δίωξη για σοβαρό παράπτωμα για οποιαδήποτε από αυτές. Ισχυρίστηκε ότι η ψήφος εκ μέρους των απόντων βουλευτών από τον συνασπισμό κάποιου ή την πολιτική ομάδα ήταν μια γενική πρακτική στο Seimas.

Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο ο προσφεύγων όσο και ο εν λόγω βουλευτής είχαν παραβιάσει τον κοινοβουλευτικό τους όρκο και είχαν παραβιάσει κατάφωρα το Σύνταγμα, για αδικαιολόγητη απουσία στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας.

Ο προσφεύγων παρέμεινε μέλος του Seimas για όλη την τετραετή θητεία του. Μόλις έληξε η θητεία του και δεν είχε πλέον ασυλία, ασκήθηκε ποινική δίωξη. Το περιφερειακό δικαστήριο του Βίλνιους τον αθώωσε στις 20 Ιουλίου 2015 και η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Εφετείο τον Μάιο του 2016. Τα δικαστήρια αναγνώρισαν τα πορίσματα της Επιτροπής Δεοντολογίας και Διαδικασιών του Seimas ότι, από τις 27 Φεβρουαρίου 2001, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου μέλη του Seimas ψήφιζαν στη θέση άλλων μελών του ίδιου συνασπισμού ή της ίδιας πολιτικής ομάδας. Καταθέσεις μαρτύρων επιβεβαίωσαν ότι υπήρχε ένας άγραφος κανόνας για τα μέλη μιας πολιτικής ομάδας να ψηφίζουν ομόφωνα και καθιερώθηκε η πρακτική της ψηφοφορίας στη θέση άλλου βουλευτή.

Ωστόσο, ο Εισαγγελέας άσκησε  αναίρεση κατά της αθωωτικής απόφασης που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2016. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου και η υπόθεση εξετάστηκε εκ νέου. Τον Ιούνιο του 2017, το Ανώτατο Δικαστήριο κράτησε την υπόθεση, την εκδίκασε το ίδιο και καταδίκασε με τη σειρά του τον προσφεύγοντα για κατάχρηση εξουσίας και για παράνομη χρήση επίσημου εγγράφου. Του επιβλήθηκε χρηματική ποινή 1.882 ευρώ.

Μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αναίρεσε την δευτεροβάθμια απόφαση  τον Σεπτέμβριο του 2017, συγκροτήθηκε Τριμελές Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σχηματίστηκε για να εξετάσει την υπόθεση. Κατά την συζήτηση, ο προσφεύγων ζήτησε να αλλάξει η σύνθεση του δικαστηρίου με τον ισχυρισμό ότι ένας από τους δικαστές είχε ήδη εξετάσει την ποινική του υπόθεση στο Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου το προηγούμενο έτος. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε. Ο λόγος ήταν ότι το γεγονός και μόνο ότι ο εν λόγω δικαστής είχε συμμετάσχει στην προηγούμενη διαδικασία αναίρεσης δεν αποτελούσε νόμιμο λόγο για να εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του. Τον Φεβρουάριο του 2018 το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα επιχειρήματα ότι η ψήφος εκ μέρους των απόντων συναδέλφων στο Seimas συνιστούσαν «πάγια πρακτική» και δεν άξιζε την επιβολή της ποινικής κύρωσης ήταν αβάσιμα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων είχε ασκήσει το δικαίωμά του να ζητήσει από τον δικαστή D.B. να εξαιρεθεί από την σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην δεύτερη εκδίκαση μετ΄αναίρεση της υπόθεσής του γιατί είχε ήδη εξετάσει την ποινική του υπόθεση στη σύνθεση του ίδιου δικαστηρίου που έκανε δεκτή την αναίρεση του εισαγγελέα και αναίρεσε την απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Ωστόσο, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του με την αιτιολογία ότι δεν είχε υποβάλει συγκεκριμένα στοιχεία γιατί ο δικαστής D.Β. μπορούσε να ήταν προκατειλημμένος.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά το δεύτερη εκδίκαση της υπόθεσής του από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν παρουσιάστηκαν νέα στοιχεία που να ενισχύουν την αξιολόγηση των γεγονότων που έγιναν κατά την πρώτη εκδίκαση. Ως εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρώτη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιείχε κρίσεις που προδίκαζαν το ζήτημα της ενοχής του προσφεύγοντος στη μεταγενέστερη διαδικασία. Επιπλέον, η δεύτερη απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου περιείχε παρόμοιες διατυπώσεις με την πρώτη, δείχνοντας ότι αυτό το δικαστήριο, κυρίως, δεν προέβη σε νέα εξέταση της υπόθεσής του.

Παρόλα αυτά και παρότι και η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν λόγοι για την απαλλαγή του δικαστή D.B., το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 58 § 1 παρ. 4 του εγχώριου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο δικαστής μπορεί να απομακρυνθεί από μια υπόθεση εάν υπάρχουν οποιεσδήποτε περιστάσεις που θα μπορούσαν εύλογα να εγείρουν αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανησυχία του προσφεύγοντος ότι ο δικαστής D.B. μπορούσε να είχε προκατειλημμένη άποψη περί της ενοχής του ήταν θεμιτή και ότι οι αμφιβολίες του ως προς την αμεροληψία του Ανώτατου Δικαστηρίου, όσον αφορούσε το δικαστή D.Β. ως μέλους της σύνθεσης του Τμήματος για τη δεύτερη απόφαση, ήταν δικαιολογημένες. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Άρθρο 7

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο πυρήνας των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 7 συνίστατο πρώτον, στο ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν επεκτείνει αδικαιολόγητα το πεδίο εφαρμογής του ποινικού δικαίου στην υπόθεσή του, δεδομένου ότι οι πράξεις του όταν ψήφισε για τον συνάδελφό του βουλευτή ήταν συνεπείς με την «παράδοση» στο Seimas να ψηφίζουν άλλα μέλη της ίδιας πολιτικής ομάδας και, δεύτερον, στο ότι είχε υποστεί διακρίσεις επειδή η καταδίκη του ήταν αυθαίρετη.

Το Δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι η ποινική του υπόθεση δεν είχε δεδικασμένο, καθώς η Επιτροπή του Seimas δεν είχε ποτέ στο παρελθόν αποφασίσει να παραπέμψει το ζήτημα της παραβίασης της αρχής της ενιαίας ψήφου σε εισαγγελέα για έρευνα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Ωστόσο, διαπίστωσε ότι η άσκηση ποινικής δίωξης κατά του προσφεύγοντος δεν παραβίασε το άρθρο 7. Συμφώνησε επίσης ότι το επιχείρημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι, σε ποινικές διαδικασίες, ένα δικαστήριο έπρεπε να ακολουθήσει το νόμο, αντί για μια «παράνομη πρακτική ή προηγούμενα αντίθετη με το νόμο». Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να διακρίνει κάποια κατάφωρη μη τήρηση ή αυθαιρεσία κατά την εφαρμογή του εν λόγω νόμου. Ο προσφεύγων θα μπορούσε να προβλέψει ότι οι πράξεις του θα συνιστούσαν αδίκημα σύμφωνα με το ισχύον ποινικό δίκαιο. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 § 1 αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων. Επιπλέον, καθώς δεν είχε υποβάλει αξίωση για δικαστικά έξοδα, δεν επιδικάστηκε κανένα ποσό ως προς αυτά (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες