Προσωρινή κράτηση διεθνή δικαστή και έρευνα στην κατοικία του, παρά τη διπλωματική του ασυλία. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της προσωπικής ελευθερίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Aydın Sefa Akay κατά Tουρκίας της 23.04.2024 (αρ. προσφ. 59/17)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σύλληψη και προσωρινή κράτηση διεθνή δικαστή του Μηχανισμού Ποινικών Δικαστηρίων του ΟΗΕ καθώς και έρευνα στην κατοικία του, μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016, παρά τη διπλωματική ασυλία του. Παρά τα αιτήματά του για αποφυλάκιση και τερματισμό της ποινικής δίωξης εναντίον του, η προσωρινή του κράτηση παρατάθηκε και τελικά καταδικάστηκε αμετάκλητα για το αδίκημα της συμμετοχής σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση.

Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια όταν αυτά απέρριψαν το αίτημά του για διπλωματική ασυλία. Διαπίστωσε επίσης ότι ο προσφεύγων φαινόταν να δικαιούται πλήρη διπλωματική ασυλία, συμπεριλαμβανομένου του απαραβίαστου του προσώπου του και της κατοικίας του και προστασία από κάθε μορφή σύλληψης ή κράτησης, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η σύλληψή του, η προσωρινή κράτηση, η έρευνα της κατοικίας του και του προσώπου του ήταν παράνομες. Επιπλέον, τα δικαστήρια εξέτασαν για πρώτη φορά το ζήτημα της διπλωματικής ασυλίας του προσφεύγοντος μετά από οκτώ μήνες, καθιστώντας μάταιη κάθε προστασία που είχε ο προσφεύγων ως διεθνής δικαστής, και δεν το είχαν εξετάσει καθόλου σε σχέση με τις έρευνες στον ίδιο και στην κατοικία του.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 21.100 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5 παρ. 1,

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Aydın Sefa Akay, είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1950. Άρχισε να εργάζεται ως νοµικός σύµβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών το 1987 και έκτοτε έχει διατελέσει σε διάφορες θέσεις στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Τουρκίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου και εκπροσώπησε την Τουρκία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Αυτή τη στιγμή κρατείται στο Ρίζε (Τουρκία) μετά από την καταδίκη του το 2021 για συμμετοχή σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση. Λίγο μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκική Δημοκρατία της Τουρκίας το 2016, ξεκίνησε ποινική έρευνα εναντίον υπαλλήλων του υπουργείου Εξωτερικών που θεωρούνταν ύποπτοι για εμπλοκή «τρομοκρατική οργάνωση Φετουλαχίστας / παράλληλη κρατική δομή» (Fetullahçı Terör Örgütü / Paralel Devlet Yapılanması – «FETÖ/PDY»). Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, ο ηγέτης της FETÖ/PDY, κατηγορήθηκε για το πραξικόπημα. Πολλοί άνθρωποι που ήταν ύποπτοι ότι συμμετείχαν στην οργάνωση της FETÖ/PDY σε διάφορους δημόσιους, υγειονομικούς, εκπαιδευτικούς, εμπορικούς και δημοσιογραφικούς οργανισμούς συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό προσωρινή κράτηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, τον Σεπτέμβριο του 2016, ο προσφεύγων, τότε δικαστής του Μηχανισμού Ποινικών Δικαστηρίων του ΟΗΕ, που εργαζόταν εξ αποστάσεως από το σπίτι του στην Κωνσταντινούπολη, συνελήφθη. Τέθηκε υπό κράτηση και στη συνέχεια του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για συμμετοχή σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση. Το κατηγορητήριο αναφερόταν στη χρήση του Bylock από τον προσφεύγοντα, ενός κρυπτογραφημένου συστήματος ανταλλαγής μηνυμάτων, εφαρμογή που φέρεται να χρησιμοποιείται αποκλειστικά από μέλη της FETÖ/PDY, και δύο βιβλίων που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας στο σπίτι του από τον Φετουλάχ Γκιουλέν και ένα από τα ανώτερα στελέχη του.

Ο συνήγορος του προσφεύγοντος έθεσε το ζήτημα της διπλωματικής ασυλίας καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας σε πολλές αιτήσεις για την αποφυλάκισή του. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2016, υπέβαλε επιστολή του Προέδρου του Μηχανισμού των Ποινικών Δικαστηρίων του ΟΗΕ και ένα επίσημο προφορικό σημείωμα (note verbale) από το Γραφείο Νομικών Υποθέσεων του ΟΗΕ προς τη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Τουρκίας στον ΟΗΕ, επιβεβαιώνοντας ότι ο προσφεύγων είχε δικαίωμα διπλωματικής ασυλίας. Η note verbale, καθώς και μια μεταγενέστερη εντολή του Προέδρου του Μηχανισμού Ποινικών Δικαστηρίων του ΟΗΕ, ζητούσαν επίσης την άμεση αποφυλάκιση του προσφεύγοντος και τον τερματισμό όλων των νομικών διαδικασιών εναντίον του.

Ωστόσο, η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος παρατάθηκε με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχαν απτές αποδείξεις που τον καθιστούσαν ύποπτο ότι ήταν μέλος ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης και ότι υπήρχε κίνδυνος να διαφύγει ή να παραποιήσει τα αποδεικτικά στοιχεία.

Η υπόθεση παραπέμφθηκε σε ακροατήριο, με τον προσφεύγοντα να κηρύσσεται ένοχος σε πρώτο βαθμό τον Ιούνιο του 2017. Το δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του για διπλωματική ασυλία. Διαπίστωσε ότι είχε ασυλία για πράξεις που σχετίζονται με τα καθήκοντά του ως δικαστής του ΟΗΕ, αλλά όχι στη δικαιοδοσία της Τουρκίας. Καταδικάστηκε σε επτά έτη και έξι μήνες κάθειρξη και αφέθηκε αμέσως ελεύθερος με εγγύηση και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Οι επακόλουθες προσφυγές του προσφεύγοντος στα δικαστήρια ήταν ανεπιτυχείς. Η καταδίκη του επικυρώθηκε στο Φεβρουάριο του 2021 με αμετάκλητη απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου και άρχισε να εκτίει την ποινή του στην φυλακή Rize L-Type.

Εν τω μεταξύ, ο προσφεύγων είχε επίσης καταθέσει προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι μεταξύ άλλων τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση χωρίς σεβασμό των διπλωματικών εγγυήσεων. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε το 2019. Το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι η προσωρινή κράτησή του είχε νόμιμη βάση σύμφωνα με το Σύνταγμα, διότι, σύμφωνα με το σχετικό διεθνές δίκαιο, δεν μπορούσε να επικαλεστεί ασυλία στο κράτος που εκπροσωπούσε ή του οποίου ήταν υπήκοος. Το 2021 κατέθεσε ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου άλλη μία προσφυγή σχετικά με την καταδίκη του, η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

Επικαλούμενος το άρθρο 5 § 1 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) και το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και κατοικίας), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η σύλληψη, η κράτησή του και οι έρευνες στην κατοικία του και στο πρόσωπό του ήταν παράνομες, διότι αγνοούσαν τη διπλωματική του ασυλία. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε βάσει του άρθρου 5 § 1 (γ) την έλλειψη οποιασδήποτε εύλογης υποψίας που να δικαιολογεί την προσωρινή του κράτηση, η οποία βασίστηκε κυρίως στη χρήση της εφαρμογής ByLock για smartphone και, σύμφωνα με το άρθρο 5 § 4 (δικαίωμα να αποφανθεί ταχέως το δικαστήριο για τη νομιμότητα της κράτησης), ότι τα δικαστήρια παρέλειψαν να εξετάσουν τα επιχειρήματά του σχετικά με τη διπλωματική του ασυλία κατά την εξέταση των ενστάσεών του κατά της προσωρινής του κράτησης.

Τέλος, επικαλούμενος το άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση) της ΕΣΔΑ, ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να διατάξει επειγόντως την άμεση αποφυλάκισή του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 § 1

Το Δικαστήριο υπογράμμισε τον ιδιαίτερο ρόλο της δικαστικής εξουσίας στην κοινωνία ως εγγυητή της δικαιοσύνης και την ανάγκη διαφύλαξης της ανεξαρτησίας της, καθώς και την αυξανόμενη σημασία που αποδίδεται στη διάκριση των εξουσιών. Ενώ η σχετική νομολογία του αφορούσε την ανεξαρτησία της εγχώριας δικαστικής εξουσίας, οι αρχές που περιγράφονται σε αυτήν εφαρμόζονται mutatis mutandis όσον αφορά τους διεθνείς δικαστές και τα δικαστήρια, καθώς η ανεξαρτησία τους αποτελεί εξίσου conditio sine qua non για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος είχε νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο για τους σκοπούς του άρθρου 5 § 1. Αν και το Δικαστήριο δεν είχε αρμοδιότητα να αποφασίσει σχετικά με τη διπλωματική ασυλία του προσφεύγοντος ως τέτοια, έπρεπε να εξακριβώσει αν η στάση των εθνικών δικαστηρίων έναντι της ασυλίας αυτής – που του απονεμήθηκε δυνάμει της ιδιότητάς του ως δικαστή του Μηχανισμού του ΟΗΕ σύμφωνα με το άρθρο 29 § 2 του καταστατικού του – ήταν τέτοια ώστε η προσωρινή του κράτηση να μπορεί να θεωρηθεί προβλέψιμη και συμβατή με τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου θα μπορούσε να διακυβευθεί εάν τα εθνικά δικαστήρια εισήγαγαν στη νομολογία τους εξαιρέσεις που αντιβαίνουν στη διατύπωση των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων ή υιοθετούσαν μια εκτεταμένη ερμηνεία που αναιρούσε τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχει ο νόμος.

Πρώτον, αν και το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί γρήγορα και διεξοδικά, τα εθνικά δικαστήρια προέβησαν στην πρώτη λεπτομερή αξιολόγηση της διπλωματικής ασυλίας του προσφεύγοντος περισσότερο από 8,5 μήνες μετά τη σύλληψη και την προσωρινή του κράτηση και περισσότερο από 7,5 μήνες αφού ο συνήγορός του, με την υποστήριξη του Προέδρου του Μηχανισμού και του Γραφείου Νομικών Υποθέσεων του ΟΗΕ, είχε ζητήσει την αποφυλάκισή του για τον λόγο αυτό. Η καθυστέρηση αυτή ήταν ασυμβίβαστη με το άρθρο 5 § 1 και είχε καταστήσει μάταιη κάθε προστασία που του παρείχε η ασυλία του.

Δεύτερον, η ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με τη διπλωματική ασυλία του δεν ήταν ούτε προβλέψιμη, ούτε σύμφωνη με τις απαιτήσεις της αρχής της ασφάλειας δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1. Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι η προσωρινή του κράτηση είχε νομική βάση σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεδομένου ότι σύμφωνα με το σχετικό διεθνές δίκαιο (άρθρο 15 της Σύμβασης για τα προνόμια και τις ασυλίες των Ηνωμένων Εθνών – «η Γενική Σύμβαση»- και άρθρο 31 § 4 της Σύμβασης της Βιέννης για τις διπλωματικές σχέσεις – «η Διπλωματική Σύμβαση» -) δεν μπορούσε να επικαλεστεί ασυλία ενώπιον των αρχών του κράτους το οποίο εκπροσωπούσε ή του οποίου ήταν υπήκοος.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 105 §§ 2 και 3) και της Γενικής Σύμβασης (άρθρα IV, V, VI και τμήμα 19), υπήρχαν ισχυρά επιχειρήματα για το συμπέρασμα ότι ο δικαστής ενός διεθνούς δικαστηρίου δεν ήταν εκπρόσωπος κράτους μέλους σε όργανο των Ηνωμένων Εθνών – κάτι τέτοιο θα ήταν ασυμβίβαστο με την ίδια την ανεξαρτησία που ορίζει τον δικαστή και το δικαστικό σώμα, είτε είναι εθνικό είτε διεθνές. Οι δικαστές του Μηχανισμού δεν εκπροσωπούσαν τα κράτη που τους πρότειναν για εκλογή και σύμφωνα με το καταστατικό του και τον κώδικα επαγγελματικής συμπεριφοράς των δικαστών ήταν ανεξάρτητοι από κάθε εξωτερική εξουσία και επιρροή, συμπεριλαμβανομένου του κράτους της ιθαγένειάς τους.

Επιπλέον, το γεγονός ότι ο προσφεύγων απολάμβανε, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Καταστατικού, τα προνόμια και τις ασυλίες «που αναγνωρίζονται στους διπλωματικούς απεσταλμένους, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο» δεν σήμαινε ότι ήταν διπλωματικός απεσταλμένος. Το καθεστώς των δικαστών του Μηχανισμού και οι έννοιες που ορίζονται στο άρθρο 1 της Διπλωματικής Σύμβασης, όπως «αρχηγός αποστολής», «μέλη του διπλωματικού προσωπικού» και «διπλωματικός υπάλληλος», παρουσίαζαν θεμελιώδεις διαφορές. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις της Διπλωματικής Σύμβασης που επικαλέστηκε το Συνταγματικό Δικαστήριο, μολονότι ασφαλώς ήταν σχετικές, δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν πλήρως στην κατάσταση του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε επωφεληθεί από τα εν λόγω προνόμια και ασυλίες υπό την ιδιότητά του ως δικαστής του Μηχανισμού, με απώτερο στόχο την προστασία της ανεξαρτησίας των δικαστών, και ως εκ τούτου του δικαστηρίου, έναντι οποιουδήποτε κράτους.

Σε αντίθεση με τις διαπιστώσεις των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων φαίνεται να απολάμβανε πλήρη διπλωματική ασυλία, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του προσωπικού απαραβίαστου και του ότι δεν υπόκειτο σε καμία μορφή σύλληψης ή κράτησης κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δικαστής του Μηχανισμού, ακόμη και όταν εργαζόταν εξ αποστάσεως σύμφωνα με το πλαίσιο λειτουργίας του Μηχανισμού. Η ερμηνεία αυτή βασιζόταν στη συνήθη έννοια της διατύπωσης των σχετικών διεθνών κειμένων και επιβεβαιωνόταν από τη διαταγή που εξέδωσε ο πρόεδρος του Μηχανισμού προς την Κυβέρνηση της Τουρκίας και από τη note verbale του Γραφείου Νομικών Υποθέσεων του ΟΗΕ με την οποία ζητούσε την άμεση αποφυλάκισή του και τον τερματισμό όλων των νομικών διαδικασιών εναντίον του.

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 15 της Σύμβασης. Ειδικότερα, δεν πείστηκε ότι η καθυστέρηση των εθνικών δικαστηρίων να αξιολογήσουν τη διπλωματική ασυλία του προσφεύγοντος ήταν απολύτως αναγκαία λόγω της απόπειρας πραξικοπήματος που οδήγησε στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Περαιτέρω, η διαπίστωσή του σχετικά με την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος υπονοούσε ότι το εν λόγω μέτρο δεν ήταν σύμφωνο με τις «άλλες υποχρεώσεις της Τουρκίας βάσει του διεθνούς δικαίου» κατά την έννοια του άρθρου 15.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 1, λόγω του ότι η προσωρινή του κράτηση ήταν παράνομη.

Άρθρο 8

Η έρευνα στην κατοικία αλλά και στον ίδιο τον προσφεύγοντα είχε επιφέρει επέμβαση στα δικαιώματά του για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και της κατοικίας του.

Το πεδίο εφαρμογής της ασυλίας βάσει του άρθρου 29 § 2 του Καταστατικού του Μηχανισμού περιοριζόταν, σε κάποιο βαθμό, από τη Γενική Σύμβαση και τη Διπλωματική Σύμβαση, οι οποίες προέβλεπαν το απαραβίαστο του προσώπου και της ιδιωτικής κατοικίας ενός διπλωματικού υπαλλήλου. Δεδομένου ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο προσφεύγων εργαζόταν για τον Μηχανισμό εξ αποστάσεως από την πατρίδα του, όπως επέτρεπε το καταστατικό του Μηχανισμού, ο τόπος διαμονής του βρισκόταν σε ανάλογη θέση με εκείνη ενός γραφείου. Ως εκ τούτου, υπόκειτο σε αυξημένη προστασία, παρόμοια με την προστασία που παρέχεται στις έρευνες στο γραφείο ενός δικηγόρου κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 8. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει το ζήτημα του κατά πόσον είχε τηρηθεί η ασυλία του προσφεύγοντος σε σχέση με την έρευνα και ορισμένα κατασχεθέντα αντικείμενα είχαν χρησιμοποιηθεί αργότερα στην ποινική διαδικασία εναντίον του.

Επιπλέον, το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν επικαλέστηκε τη διπλωματική του ασυλία κατά τη διάρκεια των ερευνών είχε μικρή σημασία για το αν οι εγχώριες αρχές ενήργησαν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η ασυλία βάσει του άρθρου 29 § 2 του Καταστατικού δεν ανήκε στον ίδιο, αλλά στον ΟΗΕ (σύμφωνα με το άρθρο 20 της Γενικής Σύμβασης), ο οποίος είχε διεκδικήσει επίσημα την ασυλία του ενώπιον των τουρκικών αρχών. Με άλλα λόγια, δεν μπορούσε να άρει τη διπλωματική του ασυλία παραλείποντας να την εγείρει. Η Κυβέρνηση δεν είχε υποστηρίξει ότι οι εγχώριες αρχές είχαν λάβει από τον ΟΗΕ ρητώς την άρση της ασυλίας του, ούτε ο ΟΗΕ ή ο προσφεύγων είχαν συναινέσει εκ των υστέρων στις έρευνες.

Κατά συνέπεια, η επέμβαση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν «προβλεπόμενη από το νόμο» σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2 της ΕΣΔΑ.

Τέλος, οι εν λόγω έρευνες δεν δικαιολογούνταν βάσει του άρθρου 15, καθώς δεν ήταν σύμφωνες με τις «άλλες υποχρεώσεις της Τουρκίας βάσει του διεθνούς δικαίου» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε  παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 8.

Άρθρο 46

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημα του προσφεύγοντος να διατάξει την άμεση αποφυλάκισή του βάσει της διάταξης αυτής. Οι διαπιστώσεις του για παραβίαση βάσει του άρθρου 5 αφορούσαν την προσωρινή του κράτηση, η οποία είχε λήξει με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να τον αποφυλακίσει, και όχι την τρέχουσα στέρησή του, η οποία απορρέει από την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο. Παρά ταύτα, η ξεχωριστή παραβίαση του άρθρου 8 ήταν ένα άλλο θέμα που απαιτούσε από το εναγόμενο κράτος να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να ενεργήσει σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 46. Με τον τρόπο αυτό, το εναγόμενο κράτος παρέμεινε ελεύθερο να επιλέξει τα μέσα με τα οποία θα εκπλήρωνε τη νομική του υποχρέωση βάσει της εν λόγω διάταξης.

Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 21.100 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες