Επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε δικαστική λειτουργό, λόγω επικριτικών δημόσιων δηλώσεών της κατά δικαστών και κυβέρνησης. Παραβίαση του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Miroslava Todorova κατά Βουλγαρίας της 19.10.2021 (αρ. προσφ. 40072/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ελευθερία έκφρασης δικαστών. Επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων κατά της προσφεύγουσας, δικαστικής λειτουργού, ενώπιον του (SJC), εξαιτίας δημόσιων επικριτικών δηλώσεών της, κατά του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (SJC), ιδίως σε σχέση με ορισμένους διορισμούς Προέδρων δικαστηρίων, καθώς και κατά της πολιτικής της κυβέρνησης στα θέματα της δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι  η προσφεύγουσα, η οποία διετέλεσε και Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών, υπέστη μείωση αποδοχών κατά 15% για χρονική περίοδο δύο ετών με την αιτιολογία της καθυστέρησης έκδοσης αποφάσεων και εν συνεχεία στο πλαίσιο δεύτερης πειθαρχικής διαδικασίας, επιβλήθηκε σε αυτήν η πειθαρχική ποινή της απόλυσης, η οποία ακυρώθηκε μετά την έφεση της προσφεύγουσας  και αντικαταστάθηκε με την ποινή του υποβιβασμού της σε κατώτερης δικαιοδοσίας δικαστήριο για περίοδο δύο ετών και την περαιτέρω μείωση του μισθού της.

Σχετικά  με την έλλειψη αμεροληψίας που κατήγγειλε η προσφεύγουσα για κάποια από τα μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου (SJC), το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου περιελάμβανε μια σειρά από διαδικαστικές εγγυήσεις. Έτσι, η προσφεύγουσα γνώριζε τους ισχυρισμούς εναντίον της, παραστάθηκε  αυτοπροσώπως ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και προσκόμισε  αποδεικτικά στοιχεία προς υπεράσπισή της. Περαιτέρω διαπίστωσε ότι ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, G.K, για τον οποίο η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι ήταν προκατειλημμένος εναντίον της λόγω της κριτικής που του είχε ασκήσει,  δεν είχε συμπεριληφθεί στην σύνθεση που είχε αποφανθεί επί των υποθέσεών της. Επομένως, έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

Όσον αφορά την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και υπόληψης, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι στις διαδικασίες ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες ή ο τρόπος με τον οποίο είχαν αναφερθεί στα μέσα ενημέρωσης είχαν βλάψει την επαγγελματική της φήμη με τέτοιο τρόπο ώστε να παραβιάζεται το δικαίωμα αυτό της Σύμβασης και κατά συνέπεια έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Αντιθέτως το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ότι παρά του ότι οι κυρώσεις είχαν βασιστεί σε  σοβαρές παραβιάσεις του επαγγελματικού καθήκοντος, θεώρησε ωστόσο ότι η διαδικασία εναντίον της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τις δημόσιες δηλώσεις της. Έκρινε ότι η πειθαρχική δίωξη σε βάρος της προσφεύγουσας και οι κυρώσεις που της επιβλήθηκαν ισοδυναμούσαν με παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης, το οποίο δεν  ήταν «απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη των θεμιτών στόχων που επιδιώκει το άρθρο 10 της Σύμβασης.

Τέλος, επεσήμανε  ότι, ασκώντας τις δραστηριότητές της ως πρόεδρος της ένωσης δικαστών BUJ,  ασκούσε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και την ελευθερία της έκφρασης, και ότι δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι αυτές οι δραστηριότητες ήταν παράνομες ή ασυμβίβαστες με τον κώδικα δεοντολογίας δικαστικών λειτουργών. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι πειθαρχικές κυρώσεις που της επιβλήθηκαν είχαν ως σκοπό τον εκφοβισμό της και όχι την διασφάλιση της τήρησης των προθεσμιών, ως εκ τούτου έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 18 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 10.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6

Άρθρο 8

Άρθρο 10

Άρθρο 14

Άρθρο 18

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Miroslava Stefanova Todorova, είναι υπήκοος της Βουλγαρίας η οποία γεννήθηκε το 1972 και ζει στη Σόφια (Βουλγαρία). Είναι δικαστής από το 1999, και κατά τον κρίσιμο χρόνο εργαζόταν ως δικαστής στην Εισαγγελία του δημοτικού δικαστηρίου της Σόφιας.

Τον Οκτώβριο του 2009 η κα Todorova εξελέγη Πρόεδρος της κύριας επαγγελματικής ένωσης δικαστών, τη Βουλγαρική Ένωση Δικαστών (BUJ). Με αυτήν την ιδιότητα έκανε δημόσιες δηλώσεις, επικρίνοντας τη δράση του SJC, ιδίως σε σχέση με ορισμένους διορισμούς Προέδρων δικαστηρίων, καθώς και την πολιτική της κυβέρνησης στα θέματα της δικαιοσύνης. Τους τελευταίους μήνες του 2009 και στη συνέχεια το 2010, η BUJ, με τη μεσολάβηση του Προέδρου της, έκανε αρκετές δημόσιες δηλώσεις καταγγέλλοντας σχόλια που έκανε στον Τύπο ο τότε Υπουργός Εσωτερικών.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2010, ο Πρόεδρος του Εφετείου της Σόφιας απέστειλε στον Γενικό Επιθεωρητή της SJC μια επιστολή που καθόριζε έναν κατάλογο εκκρεμών υποθέσεων που είχαν εκδώσει αποφάσεις, η αιτιολογία των οποίων δεν είχε ακόμα δημοσιευθεί, τρεις  μήνες μετά τη δημοσίευσή τους, με αποτέλεσμα να μην μπορεί το Εφετείο να τις εξετάσει. Ο Γενικός Επιθεωρητής SJC διέταξε έλεγχο της Εισαγγελίας του Δημοτικού Δικαστηρίου της Σόφιας.

Τον Νοέμβριο του 2010 η BUJ επέκρινε δημόσια τη διαδικασία διορισμού βάσει της οποίας είχε προταθεί ο G.K. για Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Τον Ιούνιο του 2011, επί  της διαδικασίας διορισμού για τον Πρόεδρο του Δημοτικού Δικαστηρίου της Σόφιας, η κ. Todorova και ένας μεγάλος αριθμός άλλων δικαστών αντιτάχθηκαν στην υποψηφιότητα του V.Y., ενός γνωστού δικαστή, στενού φίλου του Υπουργού Εσωτερικών, και εξέφρασαν την προτίμησή τους για έναν διαφορετικό υποψήφιο.

Στις 26 Ιουλίου 2011, ο Γενικός Επιθεωρητής SJC υπέβαλε στο SJC μια πρόταση για την επιβολή πειθαρχικών διαδικασιών κατά δικαστών με μεγάλη συσσώρευση υποθέσεων. Το πειθαρχικό συμβούλιο σημείωσε ότι η κα Todorova είχε καθυστερήσει την έκδοση δικαστικών αποφάσεων ή την αιτιολογία σε 57 αποφάσεις, οι οποίες ισοδυναμούσαν με  «συστηματική αδυναμία τήρησης προθεσμιών» για τους σκοπούς του άρθρου 307 (4) (1) του δικαστικού νόμου. Το συμβούλιο πρότεινε στο SJC να διατάξει μείωση του μισθού της κατά 15% για δύο χρόνια ως πειθαρχική κύρωση. Στις 19 Ιανουαρίου 2012 το SJC ενέκρινε την πρόταση με 18 ψήφους έναντι μίας που δήλωσε αποχή.  Η κ. Todorova προσέφυγε στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απόφασης SJC.

Στη συνέχεια, έχοντας επισημάνει ότι η κα Todorova ήταν υπεύθυνη για σημαντικές καθυστερήσεις σε τρεις υποθέσεις και ότι είχε δώσει οδηγίες για την εισαγωγή εσφαλμένων δεδομένων στο ηλεκτρονικό μητρώο του δικαστηρίου, το πειθαρχικό συμβούλιο πρότεινε στο SJC να επιβάλει τη βαρύτερη δυνατή πειθαρχική κύρωση σε αυτήν, δηλαδή την απόλυση. Στις 12 Ιουλίου 2012 το SJC αποφάσισε με πλειοψηφία 19 ψήφων έναντι 3 υπέρ και με 2 αποχές, να την απαλλάξει από τα καθήκοντά της. Η προσφεύγουσα προσέφυγε στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο με σκοπό να ακυρωθεί η απόφαση αυτή.

Η έφεση της κ. Todorova κατά της απόφασης της SJC να μειώσει τον μισθό της ως πειθαρχική κύρωση εξετάστηκε πρωτοδίκως από τριμελή σύνθεση του Αρείου Πάγου, η οποία αποφάσισε να ακυρώσει την απόφαση του SJC. Το SJC άσκησε αναίρεση ενώπιον  του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου. Στις 18 Δεκεμβρίου 2012 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, συνεδρίασε σε πενταμελή σύνθεση, αναίρεσε την απόφαση και απέρριψε την έφεση. Η μείωση του μισθού της κατά 15%. για περίοδο δύο ετών έγινε αμετάκλητη και επιβλήθηκε.

Σε έφεσή της κατά της απόφασης του SJC με την οποία διατάχθηκε η απόλυσή της, η κα Todorova είχε επικαλεστεί την έλλειψη αμεροληψίας του SJC και το ασυμβίβαστο αυτής της απόφασης με το ουσιαστικό και το δικονομικό δίκαιο και με το γράμμα του νόμου. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή της. Η κα Todorova άσκησε αναίρεση. Με απόφαση της 16ης Ιουλίου 2013 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, αποφασίζοντας  με πενταμελή σύνθεση, έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε θεωρηθεί υπεύθυνη για τις καθυστερήσεις που σημειώθηκαν σε δύο υποθέσεις, αλλά διέταξε την παραπομπή της δικογραφίας στο SJC για επανεξέταση της επιβληθείσας κύρωσης. Η κ. Todorova ανέλαβε εκ νέου τις αρμοδιότητές της στις 18 Ιουλίου 2013.

Μετά την παραπομπή από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, το πειθαρχικό συμβούλιο πρότεινε το SJC να επιβάλλει στην προσφεύγουσα ποινή μείωσης αποδοχών κατά 25% για δύο χρόνια. Το SJC εξέτασε την υπόθεση στις 27 Μαρτίου 2014, και η κα Todorova υποβιβάστηκε σε δικαστήριο κατώτερης δικαιοδοσίας (Επαρχιακό Δικαστήριο Σόφιας) για χρονικό διάστημα δύο ετών.

Η κα Todorova προσέφυγε στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο για να ακυρώσει αυτή την απόφαση και ζήτησε την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής, υποστηρίζοντας ότι ήταν προς το δημόσιο συμφέρον να της επιτραπεί να ολοκληρώσει την εξέταση των εκκρεμών υποθέσεών της. Σε τριμελή σύνθεση το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση για την ακύρωση της απόφασης και την έκανε δεκτή εν μέρει.

Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, σε τριμελή σύνθεση, έκρινε ότι ο υποβιβασμός αποτελούσε κατάλληλη κύρωση, αλλά η διάρκειά της έπρεπε να μειωθεί σε ένα έτος. Η προσφεύγουσα και το SJC άσκησαν αναίρεση. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση της προσφεύγουσας και επικύρωσε τη διετή ποινή υποβιβασμού.

Στηριζόμενη στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για διάφορες πτυχές του δίκαιου χαρακτήρα της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον της. Σύμφωνα με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), υποστήριξε ότι οι πειθαρχικές κυρώσεις και η δημοσιότητα που δόθηκε στην πειθαρχική διαδικασία είχαν παραβιάσει το δικαίωμά της στην προστασία της ιδιωτικής της ζωής και της φήμης της. Με βάση το άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης), υποστήριξε ότι η πειθαρχική δίωξη σε βάρος της αποτελούσε συγκαλυμμένη ποινή για τις δημοσίως εκφρασθείσες απόψεις της με τις οποίες επέκρινε το έργο του SJC και την επανειλημμένη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας σε εκκρεμείς υποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 10, υποστήριξε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης συνιστούσε διάκριση. Βασιζόμενη στο άρθρο 18 (περιορισμός χρήσης των περιορισμών στα δικαιώματα), ισχυρίστηκε ότι η πειθαρχική διαδικασία είχε απώτερο σκοπό.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (SJC) ήταν ένα όργανο το οποίο συστάθηκε από το νόμο και το οποίο, κατά την εξέταση πειθαρχικών υποθέσεων, είχε πλήρη δικαιοδοσία να εκτιμήσει τα επίμαχα γεγονότα και να καθορίσει  την ευθύνη της κατηγορούμενης δικαστικής λειτουργού μετά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, όπως όριζε ο νόμος.

Θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ως δικαστικό όργανο με πλήρη δικαιοδοσία στην οποία ίσχυαν οι διασφαλίσεις που ορίζονται στο άρθρο 6.

Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι η πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του CSM περιελάμβανε μια σειρά από διαδικαστικές εγγυήσεις. Έτσι, η προσφεύγουσα γνώριζε τους ισχυρισμούς εναντίον της και μπόρεσε να εμφανιστεί αυτοπροσώπως ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου για να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προς υπεράσπισή της. Η ίδια γνώριζε το προτεινόμενο συμπέρασμα του συμβουλίου και ήταν σε θέση να παρουσιάσει έγγραφες παρατηρήσεις ενώπιον της ολομέλειας SJC.

Ωστόσο, η προσφεύγουσα είχε παραπονεθεί για την έλλειψη αμεροληψίας από την πλευρά ορισμένων μελών του SJC. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν έκρινε απαραίτητο να καθορίσει εάν οι  διαδικασίες ενώπιον του SJC ήταν συμβατές με το άρθρο 6 της Σύμβασης όσον αφορά τα πορίσματα σχετικά με τη συμμόρφωση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου με τις απαιτήσεις της εν λόγω διάταξης  και το εύρος του ελέγχου του εν λόγω δικαστηρίου.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει οποιαδήποτε πραγματικά περιστατικά έκρινε συναφή, καθώς και τον νομικό χαρακτηρισμό ως πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία αποδόθηκαν στις πράξεις ή παραλείψεις της προσφεύγουσας. Φαίνεται λοιπόν ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είχε επαρκώς ευρεία δικαιοδοσία και οι διαδικαστικές ελλείψεις τις οποίες κατήγγειλε η προσφεύγουσα ενώπιον του SJC υπόκεινται σε διόρθωση, κατά περίπτωση, στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών.

Όσον αφορά την αμεροληψία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η έφεση της προσφεύγουσας κατά της απόφασης του SJC για την απόλυσή της είχε ανατεθεί στο έκτο τμήμα του Αρείου Πάγου μετά από αλλαγή στον επιμερισμό διαφορετικής φύσης υποθέσεων μεταξύ των τμημάτων του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο είχε αποφασίσει ο Πρόεδρος του εν λόγω δικαστηρίου τον Μάρτιο 2012. Αυτή η αλλαγή είχε επηρεάσει όχι μόνο την υπόθεση της προσφεύγουσας αλλά και όλες τις προσφυγές που είχαν υποβληθεί κατά των αποφάσεων  του SJC. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, G.K, για τον οποίο η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι ήταν προκατειλημμένος εναντίον της λόγω της κριτικής που άσκησε η BUJ όταν είχε διοριστεί – δεν είχε συμπεριληφθεί στις συνθέσεις που είχαν αποφανθεί για τις υποθέσεις της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε εκφράσει άποψη ως  Πρόεδρος της BUJ σχετικά με το διορισμό του Προέδρου του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να σημαίνει ότι όλες οι αποφάσεις που είχε λάβει στη συνέχεια στο αποκλειστικό πλαίσιο των διοικητικών της αρμοδιοτήτων ήταν μεροληπτικές. Επιπλέον, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τις αποφάσεις που εκδόθηκαν από τους σχηματισμούς του 6ου Τμήματος Πενταμελών δικαστηρίων από διαφορετικά τμήματα.

Όσον αφορά την κριτική της προσφεύγουσας σχετικά με το σύστημα επιμερισμού των υποθέσεων, ιδίως το γεγονός ότι μόνο ο εισηγητής δικαστής είχε οριστεί τυχαία και όχι όλη η σύνθεση του δικαστηρίου, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η κατανομή των υποθέσεων στο πλαίσιο ενός δικαστηρίου ήταν, κατ’ αρχήν, ζήτημα που υπαγόταν στο περιθώριο εκτίμησης του κράτους και σημείωσε ότι η προσφεύγουσα  δεν είχε επικαλεστεί στοιχεία που υπέδειξαν τυχόν μεροληψία εκ μέρους συγκεκριμένων δικαστών που είχαν εξετάσει τις εφέσεις της.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε έλλειψη αμεροληψίας από την πλευρά του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, και δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 ως προς αυτό.

Άρθρο 8

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι στο πλαίσιο της αρχικής πειθαρχικής διαδικασίας στην προσφεύγουσα υποβλήθηκε η ποινή της μείωσης των αποδοχών της κατά 15% για ένα διάστημα δύο ετών και αργότερα, στο πλαίσιο δεύτερης διαδικασίας, η ποινή της απόλυσης, απόφαση η οποία είχε ακυρωθεί μετά την έφεση της προσφεύγουσας  και αντικαταστάθηκε με τον υποβιβασμό της για χρονικό διάστημα δύο ετών.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι ενώ η προσφεύγουσα είχε στερηθεί την αμοιβή της για ένα  έτος πριν η απόλυσή της ακυρωθεί από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, είχε τη δυνατότητα να λάβει αποζημίωση για την εν λόγω απώλεια μισθού. Αντίστοιχα, η απώλεια εισοδήματος που προέκυψε  από την άμεση επιβολή του μέτρου που ακύρωσε  την απόφαση απόλυσης είχε αποδειχθεί προσωρινό. Επιπλέον, η προσφεύγουσα  δεν είχε εμποδιστεί να απασχοληθεί σε άλλη αμειβόμενη εργασία. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες ή ο τρόπος με τον οποίο είχαν αναφερθεί στα μέσα ενημέρωσης είχαν βλάψει την επαγγελματική της φήμη με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτευχθεί το όριο αυστηρότητας του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Αν και η πειθαρχική διαδικασία κατά της προσφεύγουσας είχε όντως καλυφθεί εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης, δεν φαίνεται ωστόσο ότι οι εν λόγω δημοσιεύσεις – πληροφορίες από το SJC ή διάφορα σχόλια δημοσιευμένα στον Τύπο – ήταν κατά κύριο λόγο αρνητικές. Αντίθετα, εκείνα τα δημοσιεύματα αντανακλούσαν τόσο τις  κριτικές όσο και οι θετικές απόψεις, και η δημοσιότητα γύρω από την περίπτωσή της είχε επίσης προσελκύσει υποστήριξη για την προσφεύγουσα από επαγγελματίες νομικούς, δημοσιογράφους και το ευρύ κοινό.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι πειθαρχικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα δεν είχαν αντίκτυπο στη φήμη της αγγίζοντας το επίπεδο αυστηρότητας που απαιτείται από το άρθρο 8 της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, η καταγγελία έπρεπε να απορριφθεί.

Άρθρο 10

Το ΕΔΔΑ δεν παρέβλεψε το γεγονός ότι οι κυρώσεις είχαν βασιστεί σε σοβαρές παραβιάσεις του επαγγελματικού καθήκοντος εκ μέρους της προσφεύγουσας, οι οποίες ήταν χωριστές από τις δημόσιες ανακοινώσεις και των οποίων η ύπαρξη ήταν αδιαμφισβήτητη. Θεώρησε ωστόσο ότι η διαδικασία κατά της προσφεύγουσας είχε συνδεθεί με τις δημόσιες δηλώσεις της. Οι εν λόγω διαδικασίες και κυρώσεις θα μπορούσαν επομένως να έχουν ανατρεπτικό αποτέλεσμα στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης εκ μέρους της προσφεύγουσας  και όλων των μελών της δικαιοσύνης.

Η απόφαση για την ακύρωση της απόλυσης είχε επίσης αποτελέσει αντικείμενο άμεσης εκτέλεσης για μια περίοδο περίπου ενός έτους, κατά την οποία η προσφεύγουσα είχε απομακρυνθεί από τα καθήκοντά της. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απόφαση απόλυσης την οποία εξέδωσε το SJC και η άμεση επιβολή αυτής της κύρωσης είχε αναμφισβήτητα αποτρεπτική επίδραση τόσο για την ίδια την προσφεύγουσα, όσο και για άλλους δικαστές, αποτρέποντάς τους από την εκφορά επικριτικής γνώμης για τη δράση του SJCS ή γενικότερα για ζητήματα που αφορούν τη δικαστική ανεξαρτησία. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές δεν είχαν συνοδέψει τις αποφάσεις  με σχετικούς και επαρκείς λόγους που να εξηγούν γιατί η πειθαρχική διαδικασία και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα ήταν αναγκαίες και ανάλογες προς τους θεμιτούς στόχους που επιδιώκονται στην παρούσα υπόθεση.

Έχοντας κατά νου τη θεμελιώδη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος όπως η λειτουργία του δικαστικού συστήματος ή η ανάγκη προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η πειθαρχική δίωξη σε βάρος της προσφεύγουσας και οι κυρώσεις που της επιβλήθηκαν ισοδυναμούσαν με παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης, το οποίο δεν  ήταν «απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη των θεμιτών στόχων που επιδιώκει το Άρθρο 10 της Σύμβασης.

Η διαπίστωση αυτή δεν πρέπει, ωστόσο, να ερμηνευθεί ως αποκλεισμός της δυνατότητας δίωξης δικαστή για παραβάσεις του επαγγελματικού του καθήκοντος με επίκληση της ελευθερίας της έκφρασης, υπό την προϋπόθεση ότι μια τέτοια ενέργεια δεν μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτη ότι συνιστά αντίποινα για την άσκηση του εν λόγω θεμελιώδους δικαιώματος. Για να διαλύσουν κάθε σχετική υποψία, οι εγχώριες αρχές έπρεπε να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η επίμαχη διαδικασία είχε επιδιώξει αποκλειστικά έναν ή περισσότερους θεμιτούς στόχους όπως εκείνοι ορίζονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10.

Στην παρούσα υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.

Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 10

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η καταγγελία της προσφεύγουσας ουσιαστικά επανέλαβε τα ζητήματα που είχαν ήδη εξεταστεί ανωτέρω βάσει του άρθρου 10. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι δεν προέκυψε χωριστό ζήτημα βάσει του άρθρου 14 και ότι δεν ήταν απαραίτητο να διατυπωθεί χωριστή διαπίστωση βάσει της εν λόγω διάταξης.

Άρθρο 18

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καταγγελία που υπέβαλε η προσφεύγουσα  σύμφωνα με το άρθρο 18 της Σύμβασης αφορούσε μια θεμελιώδη πτυχή της παρούσας υπόθεσης.

Το ΕΔΔΑ είχε ήδη σημειώσει ότι τα πειθαρχικά μέτρα που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα συνδέονταν άμεσα με τις δημόσιες δηλώσεις της. Παρατήρησε περαιτέρω ότι υπήρξε διαμάχη μεταξύ της ένωσης δικαστών και της εκτελεστικής εξουσίας. Ειδικότερα, ο Υπουργός Εσωτερικών είχε προβεί σε δηλώσεις στον Τύπο στοχεύοντας προσωπικά την προσφεύγουσα και επικρίνοντας το έργο της ως δικαστικής λειτουργού.

Το ΕΔΔΑ έκρινε τα γεγονότα αυτά επαρκή για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πειθαρχική διαδικασία και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από το SJC είχαν επίσης επιδιώξει σκοπό ο οποίος δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς της Σύμβασης, αυτόν της επιβολής ποινής για τις δηλώσεις της ως Προέδρου της BUJ.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι το SJC είχε επιβάλει ιδιαίτερα αυστηρή ποινή στην προσφεύγουσα διατάσσοντας αρχικά την απόλυσή της. Η εξαιρετική σοβαρότητα και η δυσανάλογη φύση αυτής της κύρωσης είχε επισημανθεί από μεγάλο μέρος της νομικής και δικαστικής κοινότητας στη Βουλγαρία, από την ίδια την υπουργό Δικαιοσύνης, από τα ΜΜΕ, τις ΜΚΟ αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς. Θα έπρεπε να σημειωθεί επίσης εδώ ότι στο πλαίσιο και των δύο σειρών πειθαρχικών διαδικασιών, το SJC είχε λάβει υπόψιν τις καθυστερήσεις που οδήγησαν στην παραγραφή της πειθαρχικής ευθύνης της προσφεύγουσας και ότι το σφάλμα έπρεπε να διορθωθεί από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο και η συλλογιστική αυτή είχε, ειδικότερα, χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση της απόλυσης της προσφεύγουσας.  Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η προσφεύγουσα, ασκώντας τις δραστηριότητές της εντός της BUJ, ασκούσε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και της ελευθερίας της έκφρασης, και ότι δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι αυτές οι δραστηριότητες ήταν παράνομες ή ασυμβίβαστες με τον κώδικα δεοντολογίας δικαστικών λειτουργών.

Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, ήταν ανησυχητικό να φανεί μια πρόδηλη πρόθεση χρήσης των πειθαρχικών διαδικασιών ως αντίποινα κατά της προσφεύγουσας για τις απόψεις της. Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η απόλυση της προσφεύγουσας είχε τελικά ακυρωθεί από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, κύριος στόχος της πειθαρχικής διαδικασίας κατά της προσφεύγουσας και των κυρώσεων που της είχαν επιβληθεί από το SJC, δεν ήταν η διασφάλιση της τήρησης των προθεσμιών, αλλά η τιμωρία της και ο εκφοβισμός της λόγω της κριτικής της προς το SJC και την εκτελεστική εξουσία.

Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 18 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 10.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 1.340 ευρώ για έξοδα και δικαστικές δαπάνες.

Οι δικαστές Harutyunyan και Salkova εξέφρασαν κοινή εν μέρει αντίθετη γνώμη. Η παρούσα γνώμη επισυνάπτεται στην απόφαση. (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες