Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού υπερισχύει και του δικαιώματος επικοινωνίας με την πρώην σύντροφο της μητέρας του!

Μια προβληματική απόφαση του Στρασβούργου…

ΑΠΟΦΑΣΗ

Honner κατά Γαλλίας της 12.11.2020 (αριθ. προσφ. 19511/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα σεβασμού της  οικογενειακής ζωής, ομόφυλα ζευγάρια και δικαίωμα επικοινωνίας με το βιολογικό τέκνο της συντρόφου.

Άρνηση χορήγησης δικαιωμάτων επικοινωνίας στην προσφεύγουσα για το παιδί που γεννήθηκε από την πρώην σύντροφό της στο Βέλγιο χρησιμοποιώντας τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όσο οι δύο γυναίκες ήταν ζευγάρι, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε μεγαλώσει το παιδί κατά τη διάρκεια των πρώτων  του χρόνων.

Τα γαλλικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι αναπτύσσονταν ιδιαίτερα συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και της μητέρας του παιδιού  όταν συναντιόντουσαν μετά τον χωρισμό τους και μάλιστα κατά την παράδοση του παιδιού από την μία στην άλλη κατά τον χρόνο της επικοινωνίας. Έτσι έκριναν ότι  το παιδί θα υφίστατο τραυματική εμπειρία μέσω μίας τέτοιας επικοινωνίας και δεν ήταν προς το συμφέρον του η επικοινωνία αυτή.

Το ΕΔΔΑ κατανόησε την ταλαιπωρία και στενοχώρια της προσφεύγουσας εξαιτίας της κατάστασης. Ωστόσο, κατά το Στρασβούργο τα δικαιώματα της προσφεύγουσας δεν θα μπορούσαν να υπερισχύσουν του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, συμφωνώντας με τα εθνικά δικαστήρια.

Λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στις αρχές σε τέτοια ζητήματα, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εναγόμενο κράτος δεν παραβίασε τη θετική του υποχρέωση να εγγυηθεί τον αποτελεσματικό σεβασμό του δικαιώματος της προσφεύγουσας στο σεβασμό της οικογενειακής της ζωής.

Μη παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ.

ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ

Η απόφαση δημιουργεί ανησυχητικά ερωτηματικά και απορίες για την κατεύθυνση του Στρασβούργου  στην προάσπιση και νομολογιακή ανάπτυξη της προστατευτικής εμβέλειας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και ιδίως του σεβασμού της οικογενειακής ζωής.

Το Στρασβούργο έχει αναπτύξει εξαιρετικά τη νομολογία του στα θέματα αποκατάστασης της επικοινωνίας των παιδιών με τους γονείς τους, με τους παππούδες και με την ευρύτερη οικογένεια, αναπτύσσοντας παράλληλα και διευρύνοντας και την έννοια της οικογένειας. Η απόφαση αυτή είναι ένα πισωγύρισμα για το σπουδαίο αυτό Δικαστήριο. Δεν αγγίζει τον πυρήνα του ερευνώμενου δικαιώματος και αντί να βρει διέξοδο στην αποκατάσταση της επικοινωνίας χωρίς προσκόμματα του παιδιού με την προσφεύγουσα, με την οποία είχε αναπτύξει μια καλή μακροχρόνια σχέση, με επιφανειακό τρόπο καταργεί το δικαίωμά της στην επικοινωνία με το παιδί, χωρίς να αναζητήσεις διεξόδους. Η στάθμιση δύο δικαιωμάτων και η κατάληξη ότι το ένα υπερισχύει του άλλου σε μία συγκεκριμένη υπόθεση δεν σημαίνει ότι δίνει το δικαίωμα στο διεθνές αυτό Δικαστήριο να καταργήσει πλήρως για τον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα που δεν επικράτησε.

Το ΕΔΔΑ έχει δικαίωμα να προασπίζει, να αναπτύσσει και να σταθμίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα. Δεν έχει όμως κανένα δικαίωμα και καμία εξουσία να καταργήσει οποιοδήποτε δικαίωμα που προβλέπεται στη Σύμβαση και για κανέναν πολίτη!

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Rachel Honner είναι Γαλλίδα υπήκοος η οποία γεννήθηκε το 1966 και ζει στο Παρίσι.

Το παιδί G. γεννήθηκε το 2007 αφού η προσφεύγουσα και η πρώην σύντροφός της C, αποφάσισαν να ξεκινήσουν μαζί οικογένεια. Το ζευγάρι ζούσε μαζί από το 2000 και είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης  τον Απρίλιο του 2009. Το παιδί μεγάλωσε και με τις δύο γυναίκες μέχρι το χωρισμό τους τον Μάιο του 2012. Λίγες εβδομάδες μετά το χωρισμό τους, η πρώην σύντροφος της προσφεύγουσας αντιτάχθηκε στη συνέχιση της σχέσης μεταξύ του παιδιού της και της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση στον οικογενειακό δικαστή για τη χορήγηση δικαιωμάτων επικοινωνίας και διαμονής, τα οποία παραχωρήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ο δικαστής έκρινε ότι η γέννηση του παιδιού ήταν αποτέλεσμα ενός κοινού οικογενειακού προγραμματισμού από την πλευρά του ζευγαριού και η προσφεύγουσα είχε δεθεί με το παιδί από τη γέννησή του.

Η πρώην σύντροφος της προσφεύγουσας άσκησε έφεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία έγινε δεκτή. Το Εφετείο του Παρισιού διαπίστωσε ότι οι συναντήσεις μεταξύ της προσφεύγουσας  και του παιδιού ήταν υπερβολικά τραυματικές για το παιδί και ότι η χορήγηση δικαιωμάτων επικοινωνίας στην προσφεύγουσα  ήταν επομένως αντίθετη προς τα συμφέροντά του. Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε.

Εν τω μεταξύ, ως απάντηση σε καταγγελία που υπέβαλε η προσφεύγουσα, το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο του Ιατρικού Συλλόγου Ile-de-France είχε επιπλήξει τον ιατρό που είχε συντάξει τα πιστοποιητικά που προσκομίστηκαν από την πρώην σύντροφο  της προσφεύγουσας στη διαδικασία του Εφετείου. Το  πειθαρχικό συμβούλιο διαπίστωσε ότι τα πιστοποιητικά ήταν μεροληπτικά και περιείχαν δηλώσεις σχετικά με γεγονότα που ο ίδιος ο γιατρός δεν μπορούσε να γνωρίζει.

Βασιζόμενη στο άρθρο 8 της Σύμβασης (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής), η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η άρνηση παραχώρησης δικαιωμάτων επικοινωνίας με τον γιο της πρώην συντρόφου της, τον οποίο είχε μεγαλώσει κατά τα πρώτα του χρόνια, είχε παραβιάσει το δικαίωμά της στο σεβασμό της οικογενειακής της ζωής.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής)

Το παιδί G. ανατράφηκε από την προσφεύγουσα και την C. αφού είχαν αποφασίσει να ξεκινήσουν μαζί οικογένεια. Το ζευγάρι ζούσε μαζί από το 2000 μέχρι το χωρισμό τους τον Μάιο του 2012. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι δεσμοί που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ της προσφεύγουσας και του G. κατά τη διάρκεια τεσσεράμισι ετών που είχαν ζήσει μαζί αποτελούσε οικογενειακή ζωή κατά την έννοια του άρθρου 8.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο δεσμός μεταξύ του παιδιού και της προσφεύγουσας δεν είχε αλλοιωθεί από απόφαση ή πράξη δημόσιας αρχής, αλλά ήταν αποτέλεσμα του χωρισμού της προσφεύγουσας από την πρώην σύντροφό της και μητέρα του παιδιού. Το εγχώριο δικαστήριο δεν είχε καταργήσει το δικαίωμα επικοινωνίας το οποίο η προσφεύγουσα θα μπορούσε να ισχυριστεί για το παιδί, αλλά είχε απορρίψει την αίτηση της προσφεύγουσας βάση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 371-4 του Αστικού Κώδικα, βάσει του οποίου ο οικογενειακός δικαστής είχε το δικαίωμα να καθορίσει τις ρυθμίσεις για τη διατήρηση των σχέσεων μεταξύ ενός παιδιού και των ατόμων πέραν των προγόνων του παιδιού  αν αυτό ήταν προς το συμφέρον του παιδιού. Συνεπώς, το Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση από τη σκοπιά της θετικής υποχρέωσης των συμβαλλομένων μερών να διασφαλίσουν ότι τα άτομα εντός της δικαιοδοσίας του απολάμβαναν αποτελεσματικό σεβασμό για την οικογενειακή τους ζωή και όχι από την σκοπιά της υποχρέωσής τους να μην παρεμβαίνουν στην άσκηση αυτού του δικαιώματος.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι έπρεπε να επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του ατόμου και της κοινωνίας στο σύνολό της. Τα συμβαλλόμενα κράτη διέθεταν ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης, το οποίο ήταν ευρύ και όπου οι δημόσιες αρχές έπρεπε να επιτύχουν ισορροπία μεταξύ ανταγωνιστικών ιδιωτών και δημοσίων συμφερόντων ή μεταξύ διαφορετικών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τη Σύμβαση. Αυτό συνέβη εδώ ιδίως επειδή δεν ήταν μόνο το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής της προσφεύγουσας που διακυβεύεται αλλά και η αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, και τα δικαιώματα τόσο του G. όσο και της C. , πρώην συντρόφου της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο γαλλικός νόμος επέτρεπε σε ένα άτομο που είχε αναπτύξει ένα de facto οικογενειακό δεσμό με ένα παιδί την αναζήτηση μέτρων για τη διατήρηση αυτής της σχέσης. Το γαλλικό νομικό πλαίσιο έτσι έδινε στην προσφεύγουσα το δικαίωμα να ζητήσει δικαστική εξέταση του ζητήματος του κατά πόσο θα μπορούσε να διατηρήσει τους δεσμούς που είχε αναπτύξει με το παιδί, και είχε χρησιμοποιήσει δεόντως αυτό το ένδικο μέσο. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Εφετείο του Παρισιού έκρινε ότι οι συναντήσεις του παιδιού με την προσφεύγουσα ήταν τραυματικές για το παιδί και ότι δεν ήταν προς συμφέρον του τελευταίου να συνεχιστούν. Η απόφασή του είχε επομένως βασιστεί στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.

Το Εφετείο σημείωσε ότι ο G., ένα εύθραυστο παιδί, βρέθηκε σε  μια τραυματική κατάσταση, ευρισκόμενο στο επίκεντρο μιας σύγκρουσης μεταξύ της προσφεύγουσας και της βιολογικής του μητέρας, όπου οι δύο τους δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους χωρίς συγκρούσεις. Είχε επισημάνει επίσης ότι δεν υπήρχε ομαλή επικοινωνία κατά τη διάρκεια παράδοσης του παιδιού από τον έναν στον άλλον και ότι το παιδί δεν ήταν πρόθυμο να μεταβεί στο σπίτι της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει το εθνικό Δικαστήριο από τα εν λόγω ευρήματα, δηλαδή ότι δεν ήταν προς το συμφέρον του παιδιού να συνεχίσει να επικοινωνεί και να συναντά την προσφεύγουσα.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης την καταγγελία της προσφεύγουσας ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που είχε παρουσιάσει και ότι βασίστηκε αποκλειστικά σε βεβαιώσεις από τους συγγενείς της C.  και σε πιστοποιητικά, τα οποία συντάχθηκαν από γιατρό, ο οποίος επικρίθηκε από το πειθαρχικό συμβούλιο του Ιατρικού Συλλόγου επειδή αναφέρθηκε σε γεγονότα που ο ίδιος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει. Ωστόσο, δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι το Εφετείο του Παρισιού δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα. Όσον αφορά τα πιστοποιητικά των οποίων αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία, η κυβέρνηση επεσήμανε ότι ήταν σαφές από την απόφαση του Εφετείου ότι δεν είχε βασιστεί αποκλειστικά σε αυτά.

Όσον αφορά την άποψη της προσφεύγουσας ότι το Εφετείο θα μπορούσε να αποφασίσει την υλοποίηση εποπτευόμενων συναντήσεων μεταξύ του παιδιού και της προσφεύγουσας, αυτό αντιτάχθηκε από τη διαπίστωση του Εφετείου ότι, λόγω των ιδιαίτερων τεταμένων σχέσεων μεταξύ των δύο γυναικών, βάζοντας το παιδί σε μια τραυματική κατάσταση, δεν ήταν προς το συμφέρον του παιδιού μια τέτοια επικοινωνία μεταξύ αυτού και της προσφεύγουσας.

Το Δικαστήριο κατανόησε την ταλαιπωρία και την στενοχώρια που η προσφεύγουσα ένοιωθε από την κατάσταση και μάλιστα μετά την απόφαση του Εφετείου του Παρισιού. Ωστόσο, ήταν της άποψης ότι τα δικαιώματα της προσφεύγουσας δεν θα μπορούσαν να υπερισχύσουν των βέλτιστων συμφερόντων του παιδιού.

Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στις αρχές σε τέτοια ζητήματα, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εναγόμενο κράτος δεν παραβίασε τη θετική του υποχρέωση να εγγυηθεί τον αποτελεσματικό σεβασμό του δικαιώματος της προσφεύγουσας στο σεβασμό της οικογενειακής της ζωής.

Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της προσφεύγουσας σε σεβασμό της οικογενειακής της ζωής (άρθρου 8 της Σύμβασης).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες