Το ΕΔΔΑ καταδίκασε σε αποζημίωση την Ελλάδα για παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας σε υπόθεση απαλλοτρίωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μουστακίδης κατά Ελλάδας της 29.10.2020 (αρ. προσφ. 58999/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απαλλοτρίωση και υπολογισμός αποζημίωσης.

Ο προσφεύγων στερήθηκε τη χρήση τμήματος της ιδιοκτησίας του λόγω απαλλοτρίωσης, στην οποία ιδιοκτησία στεγάζονταν η επιχείρηση του. Αποζημιώθηκε για την αξία της γης που στερήθηκε και για την απομείωση της αξίας του εναπομείναντος τμήματος. Προσέφυγε στα εθνικά πολιτικά Δικαστήρια ζητώντας πλήρη αποζημίωση που περιλάμβανε τα διαφυγόντα κέρδη της επιχείρησης του για όσο διάστημα δεν λειτούργησε και τα έξοδα μετεγκατάστασης αυτής. Τα εγχώρια Δικαστήρια, απέρριψαν τις προσφυγές του, λόγω αναρμοδιότητας.

Το Δικαστήριο στην από 03.10.2019  απόφασή του επισήμανε ότι η συνολική εκτίμηση των συνεπειών της απαλλοτριώσεως δεν μπορεί να περιορίζεται στον καθορισμό της ειδικής αποζημίωσης, αλλά πρέπει επίσης να περιλαμβάνει και άλλα θέματα, εκτιμώντας την συνολική ζημιά του ιδιοκτήτη. Έτσι, το Στρασβούργο έκρινε ως αδικαιολόγητη την άρνηση των Ελληνικών πολιτικών Δικαστηρίων να εξετάσουν τα αιτήματα του προσφεύγοντος για πλήρη αποζημίωση καθόσον είχαν αρμοδιότητα για τέτοια ζητήματα, ακολούθως  διαπίστωσε ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου διότι διαταράχθηκε η ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου. Επιφυλάχθηκε στην από 03.10.2019 απόφασή του να αποφασίσει μεταγενέστερα για το ύψος της αποζημίωσης.

Στην παρούσα απόφαση το ΕΔΔΑ καθόρισε ως ύψος αποζημίωσης το ποσό των 50.000 ευρώ και επιδίκασε και ποσό 3.826 EUR για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Δημήτριος Μουστακίδης, είναι Έλληνας υπήκοος, γεννηθείς  το 1956 και ζει στη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα).

Η υπόθεση αφορούσε την απαλλοτρίωση μέρους του ακινήτου του προσφεύγοντος (οικόπεδο, εργοστάσιο και μια αποθήκη) και το ποσό που του επιδικάσθηκε ως αποζημίωση.

Τα δικαστήρια καθόρισαν το τελικό ποσό της αποζημίωσης για το απαλλοτριωθέν τμήμα της ιδιοκτησίας. Στη συνέχεια, βασιζόμενος στον σχετικό εθνικό νόμο, ο προσφεύγων ζήτησε αποζημίωση για το μη απαλλοτριωμένο τμήμα αυτού του ακινήτου, καθώς επίσης και για το κόστος της μεταφοράς της επιχείρησής του, για τα διαφυγόντα κέρδη κατά τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης και για την περαιτέρω ζημία που υπέστη το εναπομείναν περιουσιακό του στοιχείο λόγω της φύσης της δραστηριότητας για την οποία οι απαλλοτριώσεις είχαν πραγματοποιηθεί. Το εθνικά πολιτικά δικαστήρια έκριναν ότι δεν ήταν αρμόδια να  εξετάσουν το ζήτημα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε με πρώτη απόφασή του στις 03.10.2019 ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, λόγω της άρνησης των ελληνικών δικαστηρίων να εξετάσουν τις πρόσθετες αξιώσεις αποζημίωσης του προσφεύγοντος  καθώς και της άρνησής τους ο προσφεύγων να παραπέμψει την υπόθεσή του σε άλλα δικαστήρια, γεγονότα που εξασθένησαν την πληρότητα της αποζημίωσης την οποία δικαιούνταν.

Το Στρασβούργο ανέβαλε να εκδώσει απόφαση για αποζημίωση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο υπενθύμισε τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία μια απόφαση που διαπιστώνει παραβίαση έχει ως συνέπεια τη γενικά νομική υποχρέωση για το καθ’ ού κράτος να θέσει τέλος στην παραβίαση και να διαγράψει τις συνέπειες ώστε να αποκαταστήσει την κατάσταση όσο το δυνατόν πιο κοντά στην προγενέστερη μορφή της (Kurić κ.λπ. κατά Σλοβενίας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC], αρ. 26828/06, § 79, ECHR 2014). Τα συμβαλλόμενα κράτη που συμμετέχουν σε μια υπόθεση είναι κατ’ αρχήν ελεύθερα να επιλέξουν τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουν για να συμμορφωθούν με απόφαση του Δικαστηρίου η οποία θα διαπιστώσει παραβίαση. Αυτή η δυνατότητα εκτίμησης όσον αφορά τους τρόπους εκτέλεσης μιας απόφασης αντικατοπτρίζει την ελευθερία επιλογής που συνδέεται με την πρωταρχική υποχρέωση που επιβάλλει η Σύμβαση στα Συμβαλλόμενα Κράτη: να διασφαλίζει τον σεβασμό των εγγυημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών (άρθρο 1 της Σύμβασης) .

Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι η χρηματική ζημία (αποζημίωση) την οποία ζητά ο προσφεύγων περιλαμβάνει τρία στοιχεία: α) την αξία του τμήματος που απαλλοτριώθηκε από την περιουσία του, 756 m², το οποίο θεωρήθηκε ως αυτο-αποζημίωση, ενώ τα δικαστήρια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπέστη υποτίμηση του 30% της αξίας του, β) τη ζημιά που προκλήθηκε στο μη απαλλοτριωμένο μέρος της περιουσίας του, λόγω της φύσης του έργου και  γ) το κόστος μεταφοράς της επιχείρησής του και την απώλεια εσόδων κατά την περίοδο που απαιτείται για την επανεκκίνηση της επιχείρησης έως ότου φτάσει σε επίπεδο δραστηριότητας συγκρίσιμο με αυτό πριν από την απαλλοτρίωση.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος σχετικά με την αποζημίωση βασίζονται ιδίως σε τεχνική έκθεση της 10ης Ιανουαρίου 2008, η οποία συντάχθηκε κατόπιν αιτήματος του τελευταίου από μηχανικό και υποβλήθηκε στο Εφετείο κατά τη συζήτηση στις 5 Μαρτίου 2007. Η έκθεση σημείωσε ότι μετά την επέκταση του δρόμου, η περιουσία του προσφεύγοντος αποκόπηκε από το δρόμο, ευρισκόμενη κάτω από αυτόν  και μειώθηκε η δυνατότητα κατασκευής στο εν λόγω οικόπεδο. Η έκθεση διαπίστωσε επίσης ότι η μετεγκατάσταση της επιχείρησης του προσφεύγοντος θα ήταν δαπανηρή.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, μολονότι η Κυβέρνηση αμφισβήτησε τις ποσοτικοποιημένες εκτιμήσεις στην παρούσα έκθεση, δεν αμφισβήτησε ωστόσο τα πορίσματά της όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τη ζημιά που υπέστη ο προσφεύγων. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν ανέφερε άλλη μέθοδο υπολογισμού της αποζημίωσης την οποία θα δικαιούταν ο προσφεύγων και περιορίστηκε στο επιχείρημα ότι τα ποσά που είχε ζητήσει ήταν υπερβολικά και αδικαιολόγητα.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων ανέφερε λεπτομερώς το εκτιμώμενο ποσό της ζημίας του: α) αποζημίωση για το τμήμα των 756 m² που υπολογίστηκε με βάση το ποσό που χορήγησε το Εφετείο στην απόφασή του με αριθ. 2611/2000 ή 96 ευρώ / μ², β) αποζημίωση για την απόσβεση του μη απαλλοτριωμένου μέρους της περιουσίας του, γ) ένα ποσό για το κόστος μεταφοράς της επιχείρησης και την απώλεια κέρδους, το οποίο αντιστοιχεί στο 60% αυτού που αναφέρεται στην τεχνική έκθεση της 10ης Ιανουαρίου 2008.

Μεταξύ αυτών των τριών ισχυρισμών, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, όσον αφορά το δεύτερο, το Εφετείο, με την απόφασή του με αριθ. 2611/2000, χορήγησε στον προσφεύγοντα ποσό που αντιστοιχεί στο 30% του ποσού που χορηγήθηκε για την απαλλοτρίωση και ότι, με την επακόλουθη απόφασή του με αριθ. 2228/2015, του επιδίκασε επίσης ποσό 6.740,60 ευρώ. Ωστόσο, δεν καταβλήθηκε στον προσφεύγοντα αυτό το ποσό επειδή το κράτος άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής, η οποία εκκρεμεί ακόμη, εξ ου και η αντίρρηση της κυβέρνησης ότι το αίτημα αυτό ήταν πρόωρο.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, σύμφωνα με τις αρχές που θεσπίζει η πάγια νομολογία του, η μορφή και το ποσό της δίκαιης ικανοποίησης που αποσκοπεί στην αποζημίωση διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση και εξαρτώνται άμεσα από τη φύση της διαπιστωθείσας παραβίασης. Αυτό έχει κατ’ ανάγκη αντίκτυπο στα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης που οφείλει το κράτος (βλ. Sovtransavto Holding κατά Ουκρανίας, αριθ. 48553/99, § 55, 02.10.2003).

Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε με την πρώτη απόφασή του της 03.10.2019 ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, λόγω της άρνησης των ελληνικών δικαστηρίων να εξετάσουν τις πρόσθετες αξιώσεις αποζημίωσης του προσφεύγοντος  καθώς και της άρνησής τους ο προσφεύγων να παραπέμψει την υπόθεσή του σε άλλα δικαστήρια, γεγονότα που εξασθένησαν την επάρκεια της αποζημίωσης την οποία δικαιούνταν.

Ωστόσο, ενόψει του μεγάλου αριθμού αστάθμητων παραγόντων στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να εκτιμήσει το ποσό που θα είχε λάβει ο προσφεύγων εάν τα εθνικά δικαστήρια αποφαίνονταν επί των αιτημάτων του. Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο προσφεύγων υπέστη απώλεια πραγματικών ευκαιριών να δει τις αξιώσεις του να εξετάζονται από το δικαστήριο.

Θεωρώντας ότι είναι αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς αυτή η απώλεια πραγματικών ευκαιριών βάσει των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο φάκελο, όπως παρέχονται από τους διαδίκους, το Δικαστήριο αποφάσισε να αποφανθεί δίκαια (Centro Europa 7 Srl και Di Stefano κατά Ιταλίας) [GC], αριθ. 38433/09, §§ 220-222, Βάρφης κατά Ελλάδας αριθ. 40409/08, § 22, 13 Νοεμβρίου 2014(απόφαση αποζημίωσης), Κοσμάς κ.α. κατά Ελλάδας, αρ. 20086/13 , §§ 94-96, 29 Ιουνίου 2017 και Καναγκίνης κατά Ελλάδας (απόφαση αποζημίωσης), αρ. 27662/09, § 26, 8 Μαρτίου 2018).

Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων, το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 50.000 ευρώ για αποζημίωση και 3.826 EUR για έξοδα και δαπάνες.(επιμέλεια echrcaselaw.com)

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες