Θάνατος από πνιγμό που επήλθε μετά από αστυνομική καταδίωξη. Η ανεπαρκής έρευνα των αρχών παραβίασε το διαδικαστικό σκέλος του δικαιώματος στη ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Elibashvili κατά Γεωργίας της 22.02.2024 (αρ. προσφ. 45987/21)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Θάνατος του γιου της προσφεύγουσας από πνιγμό σε ποτάμι, μετά από καταδίωξη από την αστυνομία, επειδή ξεπέρασε το όριο ταχύτητας. Κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, η αστυνομία έχασε τα ίχνη του και δεν τον αναζήτησαν περαιτέρω. Δύο ημέρες αργότερα, η σορός του γιου της προσφεύγουσας βρέθηκε στο ποτάμι. Η μητέρα κατήγγειλε ότι ο θάνατος του γιου της ήταν αποτέλεσμα αναποτελεσματικής έρευνας και παραβίασε το δικαίωμα στη ζωή του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι η έρευνα δεν διεξήχθη από ανεξάρτητη αρχή, ότι δεν διασφαλίστηκε η διατήρηση και η εξέταση σημαντικών στοιχείων από κάμερες επιτήρησης και ότι δεν εξετάστηκαν οι αντιφάσεις και οι ελλείψεις στις καταθέσεις των αστυνομικών. Επιπλέον, όλη η διαδικασία της ποινικής έρευνας βρισκόταν σε εξέλιξη για περισσότερα από επτά έτη, χωρίς να έχει κατηγορηθεί κανείς.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ποινική έρευνα για τον θάνατο του γιου της προσφεύγουσας δεν ήταν αποτελεσματική, κατά παράβαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 και επιδίκασε 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Την 1η Αυγούστου 2016, μεταξύ 2:30 και 3 π.μ., ο γιος της προσφεύγουσας, Ζ.Ε., φέρεται να οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα στην αριστερή όχθη του ποταμού Mtkvari στην Τιφλίδα, όταν του δόθηκε εντολή από δύο αστυνομικούς που βρίσκονταν έξω σε περιπολία, να σταματήσει. Αυτός δεν υπάκουσε, προφανώς επιτάχυνε το αυτοκίνητό του και οι αστυνομικοί τον καταδίωξαν με το περιπολικό. Αμέσως μετά, ο Ζ.Ε. έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και έπεσε πάνω σε ένα σταθμευμένο μίνι βαν. Σύμφωνα με τις δηλώσεις των δύο αστυνομικών, στη συνέχεια ο Ζ.Ε. άφησε το αυτοκίνητό του και έτρεξε με κατεύθυνση ένα σκοτεινό, θαμνώδες χωράφι. Οι δύο αστυνομικοί άρχισαν να τον κυνηγούν με τα πόδια αλλά σύντομα τον έχασαν τα μάτια τους. Επέστρεψαν στο όχημά τους. Στο μεταξύ, άλλα πέντε περιπολικά της αστυνομίας σταμάτησαν στο σημείο του συμβάντος. Σύμφωνα με τη δικογραφία της υπόθεσης, όλοι οι παρευρισκόμενοι αστυνομικοί αναζήτησαν ξανά τον Ζ.Ε. στο σημείο αλλά δεν τον βρήκαν. Στη συνέχεια οι αστυνομικοί έφυγαν από το σημείο και το αυτοκίνητο του Ζ.Ε. μεταφέρθηκε σε χώρο στάθμευσης της αστυνομίας.

Την ίδια μέρα, ένας από τους αστυνομικούς που είχαν καταδιώξει τον Ζ.Ε. συνέταξε μια αναφορά τροχαίου περιστατικού, σημειώνοντας ότι γύρω στις 3 τα ξημερώματα αυτός και ο συνάδελφός του είχαν εντοπίσει ένα όχημα να κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Παρά την εντολή να σταματήσει, ο οδηγός συνέχισε να επιταχύνει μέχρι που έπεσε πάνω σε ένα σταθμευμένο όχημα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο οδηγός τράπηκε σε φυγή. Ο αστυνομικός σημείωσε στην αναφορά ότι είχαν ζητήσει την απομάκρυνση του οχήματος σε χώρο στάθμευσης της αστυνομίας και στη συνέχεια αποχώρησε από το σημείο. Η έκθεση δεν ανέφερε ούτε την ταυτότητα του γιου της προσφεύγουσας (τα έγγραφα ταυτότητάς του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα βρέθηκαν αργότερα στο αυτοκίνητό του), ούτε το γεγονός ότι οι δύο αστυνομικοί τον καταδίωξαν πεζοί και τον είχαν χάσει τα μάτια τους, ή ότι οι άλλοι αστυνομικοί που είχαν φτάσει στο σημείο τον είχαν αναζητήσει επίσης, χωρίς επιτυχία.

Στις 3 Αυγούστου 2016 η σορός του γιου της προσφεύγουσας βρέθηκε στο ποτάμι. Την ίδια ημερομηνία από την αστυνομία ξεκίνησε ποινική έρευνα για το αδίκημα της αυτουργίας σε αυτοκτονία και διενεργήθηκε πλήθος ανακριτικών μέτρων. Οι δύο αστυνομικοί που ενεπλάκησαν στο περιστατικό ανακρίθηκαν στις 7 Αυγούστου 2016. Και οι δύο δήλωσαν ότι, μετά τη σύγκρουση, είχαν σταματήσει το αυτοκίνητό τους και καταδίωξαν τον Ζ.Ε. Ωστόσο, σύντομα τον έχασαν στο σκοτάδι και είχαν επιστρέψει στο περιπολικό. Μάταια είχαν ερευνήσει την περιοχή και οι υπόλοιποι αστυνομικοί που είχαν φτάσει στο σημείο του τροχαίου. Απαντώντας σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι αστυνομικοί δήλωσαν ότι δεν είχαν δει το ποτάμι να κυλάει κοντά και ότι δεν είχαν ακούσει να πέφτει κάποιος στο νερό.

Στις 8 Αυγούστου 2016, ο αρμόδιος αστυνομικός ερευνητής προσπάθησε να λάβει πλάνα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV) από πολλές κάμερες οδικής κυκλοφορίας που βρίσκονται στην περιοχή. Στις 17 Αυγούστου 2016, ο υπεύθυνος για τέτοια θέματα στην τροχαία της Τιφλίδας παρείχε στον ανακριτή μέρος των ηχογραφήσεων, σημειώνοντας ότι οι υπόλοιπες κάμερες δεν λειτουργούσαν την ημέρα του συμβάντος. Στις 31 Αυγούστου 2016 ο ανακριτής ζήτησε πρόσθετο υλικό. Στις 3 Σεπτεμβρίου 2016 του είπαν ότι το υλικό δεν ήταν πλέον διαθέσιμο καθώς η σχετική περίοδος αποθήκευσης είχε λήξει στις 31 Αυγούστου 2016.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 2016 η προσφεύγουσα παραπονέθηκε στον εισαγγελέα ότι η έρευνα δεν εξέταζε επαρκώς όλες τις σχετικές περιστάσεις γύρω από τον θάνατο του γιου της και ότι, μεταξύ άλλων, δεν είχαν ληφθεί και εξεταστεί σημαντικά πλάνα CCTV από τις κάμερες της περιοχής.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2016 δημοσιεύτηκε ιατροδικαστική έκθεση, σύμφωνα με την οποία ο θάνατος του γιου της είχε προκληθεί από ασφυξία στο νερό. Επίσης, εντοπίστηκαν πολλαπλοί μώλωπες και αιμορραγίες στο πρόσωπο και στα κάτω άκρα του. Το επίπεδο αλκοόλ στο αίμα του διαπιστώθηκε στο 0,68%.

Στις 25 Νοεμβρίου 2016 χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα το καθεστώς του θύματος στο πλαίσιο της έρευνας. Την επόμενη μέρα ο ερευνητής προσπάθησε να αποκτήσει πλάνα CCTV από ιδιωτικά ακίνητα στην περιοχή, αλλά του είπαν ότι δεν υπήρχε τέτοιο υλικό. Τον Δεκέμβριο του 2016, ο ερευνητής προσπάθησε να λάβει πρόσθετο υλικό από κάμερες οδικής κυκλοφορίας, καθώς και από ιδιωτικές κάμερες κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης. Ωστόσο, ενημερώθηκε ότι οι καταγραφές δεν ήταν πλέον διαθέσιμες.

Τον Δεκέμβριο του 2016 δόθηκαν καταθέσεις από τους υπόλοιπους αστυνομικούς. Όλοι υποστήριξαν ότι όταν έφτασαν στο σημείο, ο Ζ.Ε. είχε εξαφανιστεί. Έψαξαν την περιοχή χρησιμοποιώντας φακό αλλά δεν είδαν ούτε  άκουσαν τίποτα.

Στις 6 Νοεμβρίου 2017, μετά από πολλές καταγγελίες της προσφεύγουσας, η υπόθεση μεταφέρθηκε για περαιτέρω έρευνα στην εισαγγελία της Τιφλίδας. Όλοι οι σχετικοί μάρτυρες ανακρίθηκαν ξανά και τον Αύγουστο του 2020 η έρευνα επεκτάθηκε για να καλύψει το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος. Κατά την πρόσθετη ανάκρισή τους, οι δύο αστυνομικοί που είχαν καταδιώξει τον Ζ.Ε. δήλωσαν ότι δεν είχαν καλέσει τις υπηρεσίες διάσωσης γιατί δεν είχαν σκεφτεί ότι κινδύνευε η ζωή του. Σύμφωνα με τις καταθέσεις τους, κατά την έρευνά τους είχαν φτάσει στην άκρη του γκρεμού αλλά δεν είχαν δει το ποτάμι και δεν είχαν ακούσει να πέφτει κάποιος στο νερό. Επιπλέον, δεν μπορούσαν να δουν τίποτα στο σκοτάδι και, για το λόγο αυτό, δεν είχαν κατέβει στον γκρεμό για να επιθεωρήσουν περαιτέρω την περιοχή.

Σύμφωνα με τη δικογραφία, η έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη, και κανείς δεν έχει κατηγορηθεί μέχρι σήμερα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Επικαλούμενη τα άρθρα 2 και 13 της Σύμβασης, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για το θάνατο του γιου της και για την έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας. Έχοντας την αρμοδιότητα του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (βλ. Radomilja and Others κατά Κροατίας της 20.03.2018 [GC], αρ. προσφ. 37685/10 και 22768/12, §§ 114, 124 και 126), το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία έπρεπε να εξεταστεί αποκλειστικά βάσει του άρθρου 2.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη λόγω μη τήρησης της εξάμηνης προθεσμίας ή επειδή ήταν πρόωρη. Έχοντας υπόψη τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου και ενόψει των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο απέρριψε και τους δύο λόγους απαραδέκτου (βλ.  Machalikashvili and Others κατά Γεωργίας της 19.01.2023, αρ. προσφ. 32245/19, §§ 68-69, Shavadze κατά Γεωργίας της 19.11.2020, αρ. προσφ. 72080/12, §§ 26-27· Mikeladze and Others  κατά Γεωργίας της 16.11.2021, αρ. προσφ. 54217/16 , § 51 και Gaidukevich κατά Γεωργίας της 15.06.2023, αρ. προσφ. 38650/18 , § 51). Συνεπώς, η προσφυγή κρίθηκε παραδεκτή.

Ξεκινώντας από το διαδικαστικό σκέλος της καταγγελίας, οι γενικές αρχές σχετικά με την αποτελεσματικότητα μιας ποινικής έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 2 συνοψίστηκαν στην υπόθεση Mustafa Tunç και Fecire Tunç κατά Τουρκίας της 14.04.2015 ([GC], αρ. προσφ. 24014/05, §§ 172-81) και Nicolae Virgiliu Tănase κατά Ρουμανίας της 25.06.2019 ([GC], αρ. προσφ. 41720/13, §§ 165-68).

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι αρχές ξεκίνησαν ποινική έρευνα για το θάνατο του γιου της προσφεύγουσας χωρίς καθυστέρηση και ότι ελήφθησαν ορισμένα σχετικά και έγκαιρα ανακριτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ανάκρισης μαρτύρων και της διεξαγωγής ιατροδικαστικών εξετάσεων. Σημείωσε επίσης ότι η προσφεύγουσα έλαβε το καθεστώς του θύματος όσον αφορά την ποινική έρευνα και μπορούσε να έχει πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας και να υποβάλει σχετικές παρατηρήσεις.

Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να παραβλέψει το γεγονός ότι η σχέση μεταξύ του θανάτου του γιου της προσφεύγουσας και της καταδίωξής του από την αστυνομία ήταν εμφανής ήδη από τις 3 Αυγούστου 2016, και παρόλο που οι σχετικοί εσωτερικοί κανονισμοί προέβλεπαν ότι τα αδικήματα επρόκειτο να διερευνηθούν από την εισαγγελία, η έρευνα είχε ανατεθεί στην αστυνομία. Μόλις 15 μήνες αργότερα, την έρευνα ανέλαβε η εισαγγελία. Ως εκ τούτου, το πιο κρίσιμο στάδιο της έρευνας διεξήχθη από μια αρχή που δεν είχε επαρκή ανεξαρτησία από τους αστυνομικούς των οποίων η ευθύνη θα μπορούσε να ήταν υπαρκτή στο περιστατικό (βλ. Shavadze της 20.01.2022, § 40, και Machalikashvili κ.α.). Επιπλέον, πολλές σημαντικές ελλείψεις στην έρευνα συνδέονται άμεσα με τη φάση αυτή.

Πρώτον, σημειώνοντας ότι το υλικό από τις κάμερες μπορεί να αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο που είναι κρίσιμο για τον καθορισμό των συνθηκών των σχετικών γεγονότων (βλ. MH κ.α. κατά Κροατίας), το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο τρόπος με τον οποίο συγκεντρώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία από τις κάμερες (CCTV) στην παρούσα υπόθεση δεν ήταν ικανοποιητικός. Φαίνεται ότι η πλειονότητα των αιτημάτων για την κατάσχεση και την απόκτηση βίντεο οδικής κυκλοφορίας ή ιδιωτικού κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης έγιναν καθυστερημένα, ενώ στο μεταξύ χάθηκαν ή διαγράφηκαν δυνητικά σημαντικά στοιχεία.

Δεύτερον, δεν αντιμετωπίστηκαν οι αντιφάσεις μεταξύ των καταθέσεων των δύο αστυνομικών και της έκθεσης τροχαίου ατυχήματος που είχε συνταχθεί αμέσως μετά το συμβάν της 1ης Αυγούστου 2016. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση ως προς το γιατί η αρχική αναφορά τροχαίου ατυχήματος δεν παρείχε πλήρη περιγραφή του συμβάντος. Έτσι, το γεγονός ότι ο γιος της προσφεύγουσας είχε καταδιωχθεί από την αστυνομία πεζός προτού εξαφανιστεί στο σκοτάδι, και η υποτιθέμενη συμμετοχή άλλων αστυνομικών στην έρευνα, παραλείφθηκαν εντελώς από την αναφορά. Όπως έχει επισημάνει προηγουμένως το Δικαστήριο, μερικές φορές χάνονται ζωές ως αποτέλεσμα αστοχιών στο συνολικό σύστημα και όχι ως αποτέλεσμα ατομικού σφάλματος που συνεπάγεται ποινική ή πειθαρχική ευθύνη. Σε περίπλοκες αστυνομικές επιχειρήσεις, οι αποτυχίες μπορεί να είναι θεσμικές, ατομικές ή και τα δύο (βλ. Armani Da Silva κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 30.03.2016 [GC], αρ. προσφ. 5878/08 § 284). Οι εγχώριες αρχές στην παρούσα υπόθεση δεν κατέληξαν σε συμπεράσματα σχετικά με πιθανές ελλείψεις από την άποψη αυτή.

Επίσης, οι υπόλοιποι αστυνομικοί κατέθεσαν πρώτη φορά με σχεδόν τέσσερις μήνες καθυστέρηση. Ελλείψει εξήγησης από την Κυβέρνηση, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια καθυστέρηση ήταν αδικαιολόγητη (βλ. Ramsahai κ.α. κατά Ολλανδίας ([GC], αρ. προσφ. 52391/99, § 331).

Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, στοιχείο είναι ότι η έρευνα βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη για περισσότερα από επτά χρόνια. Η Κυβέρνηση δεν έδωσε καμία εξήγηση για μια τόσο μακράς διάρκειας έρευνα. Σημειώνοντας την επαναλαμβανόμενη φύση του προβλήματος των παρατεταμένων ποινικών ερευνών, ιδιαίτερα σε υποθέσεις που αφορούν ύποπτους θανάτους ή/και κακομεταχείριση εκπροσώπων των αρχών επιβολής του νόμου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η καθυστέρηση ήταν αδικαιολόγητη.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ποινική έρευνα για τον θάνατο του γιου της προσφεύγουσας δεν ήταν αποτελεσματική, κατά παράβαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Όσον αφορά το ζήτημα της εικαζόμενης ευθύνης του εναγόμενου κράτους για τον θάνατο του γιου της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο θεώρησε, ενόψει του υλικού που είναι διαθέσιμο στη δικογραφία, ότι δεν ήταν σε θέση να καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα σχετικά με το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 2. Έτσι, το Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτήν την καταγγελία (βλ. Sakvarelidze κατά Γεωργίας της 06.02.2020, αρ. προσφ. 40394/10 , §§ 49-50 και MH κ.α. κατά Κροατίας).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες