Παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη γιατί οι δικονομικοί κανόνες ήταν ασαφείς και απρόβλεπτοι!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Vermeersch κατά Βελγίου της 16.02.2021 (αριθ. προσφ. 49652/10)

βλ. εδώ  

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παραγραφή αξίωσης και αναδρομική εφαρμογή ευμενέστερου νόμου.

Ο προσφεύγων που είναι Βέλγος αγρότης ζήτησε την επέκταση της επιχείρησης του. Η αίτηση του έγινε εν μέρει δεκτή και ο προσφεύγων άσκησε Αίτηση Ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η απόφαση εκδόθηκε  το 2004.

Ο προσφεύγων άσκησε  αγωγή αποζημίωσης για αστική ευθύνη δημοσίου,  8 χρόνια μετά την έκδοση της διοικητικής πράξης που τον αφορούσε. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή λόγω παραγραφής. Αποφάνθηκαν ότι η αξίωση του είχε παραγραφεί γιατί η  αίτηση ακύρωσης  που ο προσφεύγων είχε ασκήσει στο Συμβούλιο της Επικρατείας δεν είχε διακόψει ή αναστείλει την προθεσμία της αγωγής στα πολιτικά δικαστήρια.  Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της δίκαιης δίκης με την αιτιολογία ότι  η νομοθεσία ήταν ασαφής.

Το Στρασβούργο υπενθύμισε  ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο πρέπει να είναι συγκεκριμένο και αποτελεσματικό και τόνισε  ότι η τήρηση των δικονομικών κανόνων, που επιτρέπουν στα μέρη να επιλύσουν μια διαφορά, είναι χρήσιμη και σημαντική γιατί διασφαλίζει την ισότητα των όπλων  και αποτρέψει την αυθαιρεσία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η νομολογία που ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο στην υπόθεση του προσφεύγοντος δεν είχε ακόμα παγιωθεί και  οι διατάξεις του νόμου όπως ερμηνεύθηκαν από τα πρωτοβάθμια  αστικά δικαστήρια κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν απέτρεψαν την εμφάνιση παρανοήσεων ως προς τις λεπτομέρειες της παράλληλης άσκησης των δύο ένδικων βοηθημάτων. Σε συνδυασμό με την νομική αβεβαιότητα σχετικά με την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής λόγω του ευμενέστερου νόμου περί παραγραφής, ο οποίος είχε αναδρομική εφαρμογή αλλά δεν εφαρμόστηκε από τα εγχώρια Δικαστήρια, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντα στο δικαστήριο και διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ).

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό περίπου 8.650 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο  προσφεύγων Franck Vermeersch είναι Βέλγος υπήκοος. Είναι αγρότης.

Σε αυτήν την προσφυγή, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για την απόρριψη από τα εθνικά δικαστήρια της αγωγής του για αστική ευθύνη δημοσίου λόγω παραγραφής. Υποστήριξε ότι τόσο ο νόμος όσο και η νομολογία σχετικά με τον νόμιμο περιορισμό των αξιώσεων κατά του Κράτους είναι ασαφείς και απρόβλεπτες και ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο ήταν υπερβολικά φορμαλιστικό κατά την απόρριψη των συμπληρωματικών αιτημάτων του.

Το 1991 ο προσφεύγων ζήτησε άδεια για την επέκταση της μονάδας χοιροτροφίας του. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή μόνο εν μέρει (το 1996) και, επομένως, ο προσφεύγων άσκησε Αίτηση Ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η απόφαση εκδόθηκε  το 2004.

Το 2005 ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης για αστική ευθύνη του δημοσίου, ζητώντας  συνολικά 368.470 ευρώ. Τα αστικά δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή  του με την αιτιολογία ότι η αξίωση του είχε παραγραφεί βασιζόμενα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 2262α του Αστικού Κώδικα και του άρθρο 100 του νόμου για τις δημόσιες δαπάνες. Τα δικαστήρια έκριναν, ειδικότερα, ότι η Αίτηση Ακύρωσης ενώπιον του Conseil d’État δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 2246 έως 2250 του Αστικού  Κώδικα και ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, δεν απαιτούνταν  η έκδοση απόφασης επί  της Αίτησης Ακύρωσης για να  ασκήσει αγωγή αποζημίωσης σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες περί ευθύνης από αδικοπραξία και, επομένως, η έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης είχε ξεκινήσει την 1η Ιανουαρίου 1996, ενώ ο προσφεύγων άσκησε την αγωγή αποζημίωσης τον Ιανουάριο του 2005.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες σχετικά με τον νόμιμο περιορισμό των αξιώσεων κατά του Κράτους ήταν ασαφείς και απρόβλεπτοι. Κατήγγειλε επίσης ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο ήταν υπερβολικά φορμαλιστικό ως προς το παραδεκτό των συμπληρωματικών υπομνημάτων του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο πρέπει να είναι συγκεκριμένο και αποτελεσματικό και όχι θεωρητικό και απατηλό. Η αποτελεσματικότητα της πρόσβασης στον φυσικό  δικαστή προϋποθέτει ότι ένα άτομο έχει σαφή και συγκεκριμένη δυνατότητα να αμφισβητήσει μια πράξη που συνιστά παρέμβαση στα δικαιώματά του. Οι περιορισμοί που εφαρμόζονται δεν πρέπει να παρεμποδίζουν  την πρόσβαση στη δικαιοσύνη με τέτοιο τρόπο ή σε βαθμό που να παραβιάζεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος. Επιπλέον, οι περιορισμοί είναι σύμφωνοι με  το άρθρο 6§1,  μόνο  εάν επιδιώκουν θεμιτό σκοπό και εάν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου σκοπού.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι οι διατάξεις σχετικά με τη διεκδίκηση αξιώσεων κατά του κράτους δεν ήταν σαφείς και προβλέψιμες όταν υπέβαλε την αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Κατά συνέπεια, η αγωγή αποζημίωσής του κηρύχθηκε απαράδεκτη ως παραγεγραμμένη, γιατί ο προσφεύγων  περίμενε την τελεσιδικία  της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας πριν ασκήσει την αστική του αγωγή. Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι η απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ιδίως το γεγονός ότι το τελευταίο Δικαστήριο  απέρριψε το συμπληρωματικό του υπόμνημα και δεν εφάρμοσε το άρθρο 2244 του Αστικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο της 25ης Ιουλίου 2008, αποτελούσε υπερβολικό φορμαλισμό που παραβίασε το δικαίωμά του πρόσβασης σε δικαστήριο. Ισχυρίστηκε, εν συντομία, ότι η εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων που αφορούν την άσκηση αγωγής τον απέτρεψε να επωφεληθεί από το νέο νόμο της 25 Ιουλίου 2008 που ήταν ευνοϊκός για αυτόν.

Το Δικαστήριο επισήμανε αρχικά ότι εάν και ο προσφεύγων  δεν ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει Αίτηση Ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προτού ασκήσει αγωγή ενώπιον του αστικού δικαστηρίου για αποζημίωση βάσει της  αστικής ευθύνης του δημοσίου, αυτή η προσφυγή θα μπορούσε παρ΄ όλα αυτά να  αποδειχθεί χρήσιμη. Πράγματι, η πιθανή ακύρωση της επίμαχης διοικητικής πράξης θα αποδείκνυε  την παρανομία της και, επομένως, κατ’ αρχήν, την πλημμελή απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής κατά την έννοια του άρθρου 1382 του Αστικού Κώδικα. Από την άλλη πλευρά, η Αίτηση Ακύρωσης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν επέτρεψε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, να αποζημιωθεί για τη ζημία που υπέστη λόγω της παράνομης διοικητικής πράξης. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το γεγονός ότι η νομολογία που ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο στην υπόθεση του προσφεύγοντος δεν είχε ακόμα παγιωθεί και  οι διατάξεις του νόμου περί δημοσίου λογιστικού, όπως ερμηνεύθηκαν από τα πρωτοβάθμια  αστικά δικαστήρια κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν απέτρεψαν την εμφάνιση παρανοήσεων ως προς τις λεπτομέρειες της παράλληλης άσκησης των δύο ένδικων βοηθημάτων.

Το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε για πρώτη φορά το ζήτημα αυτό σε αποφάσεις της 16 Φεβρουαρίου 2006, θέτοντας τέλος στη νομική αβεβαιότητα. Αυτό δεν ήταν μεταστροφή  της νομολογίας, όπως ισχυρίστηκε ο προσφεύγων, δεδομένου ότι ήταν η πρώτη φορά που το Ακυρωτικό Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η άσκηση  της Αίτησης Ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ανέστειλε ή διέκοψε  την προθεσμία παραγραφής για την υποβολή αξίωσης αποζημίωσης βάσει του άρθρου 1382 του Αστικού Κώδικα. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η θέση που έλαβε το Ακυρωτικό Δικαστήριο στις αποφάσεις του της 16 Φεβρουαρίου 2006,  οδήγησε τον νομοθέτη να τροποποιήσει τον εφαρμοστέο νόμο. Το Δικαστήριο σημείωσε τελικά ότι ο νόμος της 25 Ιουλίου 2008 τέθηκε σε ισχύ ενώ η Αίτηση Ακύρωσης του προσφεύγοντος εκκρεμούσε ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η τήρηση των κανόνων πολιτικής δικονομίας, που επιτρέπουν στα μέρη να επιλύσουν μια διαφορά, είναι χρήσιμη και σημαντική, διότι είναι πιθανό να περιορίσει τη διακριτική εξουσία, να διασφαλίσει την ισότητα των όπλων, να αποτρέψει την αυθαιρεσία, να επιτρέψει τη διευθέτηση μιας διαφοράς και να εκδοθεί κρίση  αποτελεσματική και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, και να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και ο σεβασμός προς το δικαστήριο.

Εν προκειμένω, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε το συμπληρωματικό υπόμνημα του προσφεύγοντος με το επιχείρημα ότι είχε κατατεθεί εκτός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 1087 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ωστόσο, φαίνεται ότι καμία διάταξη του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν επέτρεπε στον προσφεύγοντα να ασκήσει νέα προσφυγή  βάσει της παραβίασης μιας νομικής διάταξης που εφαρμόζεται σε εκκρεμείς διαφορές εάν η διάταξη αυτή είχε τεθεί σε ισχύ ενώ εκκρεμούσε η προσφυγή του και ότι η προθεσμία  για την υποβολή ενός συμπληρωματικού υπομνήματος είχε  παρέλθει, ακόμη και αν ήταν ζήτημα της εφαρμογής της αναδρομικής εφαρμογής ενός νόμου.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο απαιτούσε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, ότι ο προσφεύγων μπορούσε να ζητήσει από το Ακυρωτικό Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τον αντίκτυπο της έναρξης ισχύος του νόμου της 25 Ιουλίου 2008 στη νομιμότητα της απόφασης που είχε εκδοθεί πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης του. Αυτό συνέβη λόγω του γεγονότος ότι οι διατάξεις αυτού του νόμου είχαν αναδρομική ισχύ και εφαρμόζονταν σε εκκρεμείς δίκες , εκτός εάν υπήρχε ήδη απόφαση που είχε καταστεί οριστική και κατά της οποίας δεν είχε υποβληθεί έφεση.

Επομένως, υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρούσα υπόθεση αποκάλυψε κενό στους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό των αιτήσεων ακυρώσεων και των εφαρμοστέων διατάξεων, οι οποίοι από μόνοι τους δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 6 § 1. Στην πραγματικότητα μπορεί να υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις όπου, ενώ εκκρεμεί αίτηση ακύρωσης τίθεται σε ισχύ ένας νόμος ο οποίος ισχύει άμεσα για τις  εκκρεμείς διαδικασίες και ο διάδικος μπορεί αναμφισβήτητα να ισχυριστεί ότι έχει συνέπειες για την  έκβαση της διαφοράς του ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το νομοθετικό πλαίσιο έπαψε να εξυπηρετεί τους στόχους της «ασφάλειας δικαίου» και της «χρηστής απονομής της δικαιοσύνης». Σε συνδυασμό με τη νομική αβεβαιότητα σχετικά με την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής, σε περίπτωση άσκησης αίτησης ή ακύρωσης, όπως υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο κανονισμός αυτός αποτελούσε ένα είδος φραγμού που εμπόδισε τον προσφεύγοντα να επιλύσει τη διαφορά του επί της ουσίας. Επομένως, το δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικαστήριο παραβιάστηκε ουσιαστικά.

Αυτή η διαπίστωση ήταν αρκετή για να συμπεράνει το Δικαστήριο  ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 8.649,84 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες