Κακομεταχείριση και τραυματισμός κρατουμένου από σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Καταδίκη για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Miljak κατά Κροατίας της 16.01.2024 (αριθ. προσφ.15681/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κακομεταχείριση κρατουμένου από σωφρονιστικούς υπαλλήλους και έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας για το περιστατικό.

Ο προσφεύγων επιλέχθηκε τυχαία για μια έρευνα στο κελί του. Ενώ  τον προειδοποίησαν να μην αγγίξει τίποτε μέσα στο κελί κατά τη διάρκεια της έρευνας ρώτησε αν θα μπορούσε να πάρει τις κάλτσες του επειδή κρύωνε και, αφού κανείς δεν απάντησε, πλησίασε για να τις πάρει. Εκείνη τη στιγμή, οι αστυνομικοί τον σταμάτησαν ρίχνοντάς τον στο πάτωμα και χτυπώντας τον αρκετές φορές στο κεφάλι και στο σώμα. Ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και παρέμεινε στο νοσοκομείο για λίγες ημέρες. Στη συνέχεια υπέβαλε μήνυση κατά των σωφρονιστικών υπαλλήλων για βαριά σωματική βλάβη. Στις 31 Ιανουαρίου 2018 η Εισαγγελία την απέρριψε.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μήνυση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε χωρίς προσεκτικό έλεγχο όλων των σχετικών γεγονότων και η έρευνα που διεξήχθη δεν ήταν εμπεριστατωμένη.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου ο προσφεύγων είχε προσκομίσει επαρκή στοιχεία για να δημιουργήσει ισχυρό τεκμήριο ότι είχε υποστεί τις σοβαρές σωματικές βλάβες που κατήγγειλε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του. Αντίθετα η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ικανοποιητικά ότι οι τραυματισμοί του προσφεύγοντος δεν προκλήθηκαν από την κακομεταχείριση στην οποία είχε υποστεί στο κελί του.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 και κατά το ουσιαστικό σκέλος του. Επιδίκασε  δε στον προσφεύγοντα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Το πρωί της 6 Οκτωβρίου 2016, ο προσφεύγων επιλέχθηκε τυχαία για μια έρευνα στο κελί του που διενεργήθηκε από πέντε σωφρονιστικούς υπαλλήλους, ενώ οι συγκρατούμενοι του περίμεναν έξω. Τον προειδοποίησαν να μην αγγίξει τίποτε μέσα στο κελί κατά τη διάρκεια της έρευνας.

Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, ο προσφεύγων είχε ρωτήσει αν μπορούσε να πάρει τις κάλτσες του και του είπαν ότι δεν μπορούσε. Κάποια στιγμή, ένας από τους αστυνομικούς παρατήρησε ότι ο προσφεύγων είχε βάλει κάτι στο στόμα του και τον διέταξε να σταματήσει και να φτύσει αυτό που είχε βάλει στο στόμα. Ο προσφεύγων απάντησε ότι είχε καταπιεί ένα δισκίο. Στη συνέχεια οι αστυνομικοί διέταξαν τον προσφεύγοντα να ξαπλώσει, πράγμα που έκανε και στη συνέχεια δύο αστυνομικοί τον ξάπλωσαν με το στήθος του στο πάτωμα, ενώ ένας αστυνομικός τον κρατούσε από το λαιμό και το κεφάλι. Δύο άλλοι αστυνομικοί κρατούσαν τα χέρια του προσφεύγοντος πίσω από την πλάτη του, μέχρι που του πέρασαν χειροπέδες.

Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, είχε ρωτήσει αν μπορούσε να πάρει τις κάλτσες του επειδή κρύωνε και, αφού κανείς δεν απάντησε, προσπάθησε να τις πάρει. Τότε, οι αστυνομικοί τον έριξαν στο πάτωμα και τον κτυπήσαν αρκετές φορές στο κεφάλι και στο σώμα.

Νωρίς το βράδυ, ο νοσοκόμος των φυλακών παρατήρησε μώλωπες στον αριστερό κρόταφο του προσφεύγοντος και πίσω από το αυτί του, οπότε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Διαγνώστηκε με δύο κατάγματα πλευρών, πνευμοθώρακα, αρκετές γρατζουνιές και σημάδια από χτυπήματα στην αριστερή πλευρά του θώρακα, του λαιμού και του κεφαλιού, καθώς και χτυπήματα στην αριστερή κροταφική περιοχή και στον αριστερό λοβό του αυτιού. Ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και παρέμεινε στο νοσοκομείο μέχρι 14 Οκτωβρίου 2016.

Μετά το περιστατικό, διεξήχθη διοικητική εξέταση που διέταξε το αρμόδιο Υπουργείο, αλλά τα αποτελέσματά της, τα οποία σημειώθηκαν σε έκθεση με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 2016, ήταν ασαφή, καθώς δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστούν οι ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες ο προσφεύγων υπέστη τα τραύματα.

Στις 19 Μαΐου 2017 ο προσφεύγων κατέθεσε μήνυση κατά αγνώστων υπαλλήλων των φυλακών, καταγγέλλοντας την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείρισή του, την πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών και τη διάπραξη κατάχρησης εξουσίας.

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, κατατέθηκε η έκθεση επιθεώρησης καθώς και ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη από πιστοποιημένο ιατροδικαστή. Η τελευταία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κάταγμα των πλευρών του προσφεύγοντος θα μπορούσε να έχει προκληθεί από ένα απλό χτύπημα με αμβλύ σκληρό αντικείμενο (όπως μια γροθιά ή από κλωτσιά) με μεγάλη δύναμη, ή από μια αυθόρμητη ή αναγκαστική πτώση σε γωνιακό αμβλύ σκληρό αντικείμενο, όπως η άκρη μιας σκάλας, ενός κρεβατιού ή ενός ντουλαπιού. Τα αιματώματά του στον αριστερό λοβό του αυτιού και στην κροταφική περιοχή του κεφαλιού θα μπορούσαν να έχουν προκληθεί από ένα ή δύο χτυπήματα με αμβλύ σκληρό αντικείμενο (ανοικτή ή κλειστή γροθιά) με χαμηλή έως μέτριας έντασης δύναμη, αλλά και από το χτύπημα του κεφαλιού σε αμβλύ σκληρό αντικείμενο. Τέλος, τα αιματώματα στην αριστερή πλευρά του λαιμού του θα μπορούσαν να έχουν προκληθεί από πίεση του λαιμού με γροθιά με δύναμη χαμηλής ή μέσης έντασης, ή από χτύπημα με αμβλύ σκληρό αντικείμενο με δύναμη μέσης έντασης.

Στις 31 Ιανουαρίου 2018 η Εισαγγελία απέρριψε την καταγγελία του προσφεύγοντος για βαριά σωματική βλάβη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, δεδομένου πως η ιατρική πραγματογνωμοσύνη είχε επιτρέψει την πιθανότητα πολλών διαφορετικών τρόπων με τους οποίους θα μπορούσαν να έχουν προκληθεί οι τραυματισμοί του, δεν υπήρχε εύλογη υποψία ότι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι είχαν προκαλέσει σκόπιμα τους τραυματισμούς αυτοούς.

Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε, βάσει του άρθρου 3, για την κακομεταχείρισή του από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και την έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας για το περιστατικό.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

ΑΡΘΡΟ 3

Διαδικαστικό σκέλος

Το Δικαστήριο επισήμανε κατ’ αρχάς πως, αντί να ξεκινήσει αυτεπάγγελτη ποινική έρευνα με σκοπό να διαπιστωθεί ο τρόπος με τον οποίο προκλήθηκαν οι τραυματισμοί του προσφεύγοντος κατά την κράτηση αμέσως μετά το περιστατικό της 6 Οκτωβρίου 2016, η  έρευνα ξεκίνησε μόνο κατόπιν μήνυσης που υπέβαλε ο προσφεύγων έξι μήνες αργότερα. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας είχε στη διάθεσή του μια ατελέσφορη έκθεση επιθεώρησης και μια ιατρική πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τα πιθανά αίτια των τραυματισμών.

Αν και είναι αλήθεια ότι η τελευταία ιατρική πραγματογνωμοσύνη επέτρεπε διάφορα σενάρια στα οποία θα μπορούσαν να έχουν προκληθεί οι σοβαροί τραυματισμοί του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι μία από τις εναλλακτικές λύσεις δεν ανταποκρινόταν σαφώς ούτε στην εξιστόρηση των γεγονότων από την Κυβέρνηση ούτε από τον προσφεύγοντα. Συγκεκριμένα, ούτε η Κυβέρνηση ούτε οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι που ήταν παρόντες κατά τη διάρκεια του περιστατικού ισχυρίστηκαν ότι ο προσφεύγων είχε υποστεί τραυματισμούς πέφτοντας πάνω σε γωνιακό αμβλύ σκληρό αντικείμενο, το οποίο θα μπορούσε να έχει προκαλέσει κατάγματα στα πλευρά του ή αιματώματα στο κεφάλι του. Αντιθέτως, υποστήριξαν ότι ο αυτός είχε ξαπλώσει στο πάτωμα όταν οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι τον διέταξαν να το κάνει. Ο προσφεύγων, από την πλευρά του, ισχυρίστηκε ότι τον έσπρωξαν στο πάτωμα, αλλά και πάλι όχι πάνω σε ένα αιχμηρό αντικείμενο.

Ωστόσο, παρά την ανωτέρω ασυνέπεια, η Εισαγγελία χωρίς να εξετάσει τον προσφεύγοντα ή τους ύποπτους σωφρονιστικούς υπαλλήλους για το κρίσιμο αυτό σημείο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εύλογη υπόνοια πως οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι προκάλεσαν τους παραπάνω σοβαρούς τραυματισμούς.

Από τα ανωτέρω προέκυψε ότι η μήνυση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε χωρίς προσεκτικό έλεγχο όλων των σχετικών γεγονότων, γεγονός που αρκούσε για να συμπεράνει το Δικαστήριο ότι η εν λόγω έρευνα δεν ήταν εμπεριστατωμένη.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 κατά το διαδικαστικό του σκέλος.

Ουσιαστικό σκέλος

Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι τον κλώτσησαν και τον γρονθοκόπησαν ενώ βρισκόταν ακινητοποιημένος στο πάτωμα του κελιού του, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά τραύματα, να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και να παραμείνει στο νοσοκομείο για 8 μέρες.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο πείστηκε ότι ο προσφεύγων έχει προσκομίσει επαρκή στοιχεία για να δημιουργήσει ισχυρό τεκμήριο ότι είχε υποστεί τις σοβαρές σωματικές βλάβες που καταμήνυσε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του και να μεταθέσει το βάρος της απόδειξης στην Κυβέρνηση (Bouyid, § 83,  αντίθ. Perkov κατά Κροατίας της 20.09.22, αριθ. προσφ. 33754/16 § 48).

Ωστόσο, η Κυβέρνηση δεν έδωσε ικανοποιητική ή πειστική εξήγηση για την αιτία των  τραυματισμών, προσκομίζοντας στοιχεία που να τεκμηριώνουν γεγονότα τα οποία θέτουν υπό αμφισβήτηση την περιγραφή των γεγονότων που έδωσε το θύμα (βλ. Bouyid§ 83), ούτε διεξήχθη έρευνα για το περιστατικό σύμφωνα με τη Σύμβαση. Με βάση όλο το υλικό που είχε στη διάθεσή του, το Δικαστήριο διαπίστωσε επομένως ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ικανοποιητικά ότι οι τραυματισμοί του προσφεύγοντος δεν προκλήθηκαν από την κακομεταχείριση στην οποία είχε υποστεί στο κελί του.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση  του άρθρου 3 της Σύμβασης και κατά το ουσιαστικό σκέλος του.

Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα το ποσό των 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και το ποσό των 3.000 ευρώ για έξοδα. (επιμέλεια:echrcaselaw.com)


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες