Η περιθωριοποίηση πολιτικής ένωσης από πολιτικές συζητήσεις σε κρατικό κανάλι παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Associazione Politica Nazionale Lista Marco Pannella κατά Ιταλίας της 31.08.2021 (αρ. προσφ. 66984/14)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Καταγγελία από μια ιταλική πολιτική ένωση, με εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο, ότι δεν είχε κληθεί να συμμετάσχει σε πολιτικές συζητήσεις, οι οποίες είχαν  προγραμματιστεί κατά τη διάρκεια τριών μεγάλων επίκαιρων προγραμμάτων που μεταδόθηκαν από την κρατική εταιρεία ραδιοτηλεόρασης.

Η προσφεύγουσα ένωση είχε καταγγείλει στη Ρυθμιστική Αρχή Επικοινωνιών για μεροληπτική αντιμετώπισή της με αποτέλεσμα την μειονεκτική της θέση, ωστόσο κανένα περαιτέρω μέτρο δεν λήφθηκε αναφορικά με την καταγγελία της. Μόνο όταν η ένωση προσέφυγε για δεύτερη φορά στο δικαστήριο, επικαλούμενη παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου, η Ρυθμιστική Αρχή διέταξε τελικά την κρατική ραδιοτηλεόραση να επανορθώσει την άδικη ανισορροπία που είχε βλάψει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας ένωσης.

Επομένως, ήταν σαφές ότι η προσφεύγουσα ένωση απουσίαζε από τρία πολύ δημοφιλή  τηλεοπτικά προγράμματα – που είχαν γίνει το κύριο μέσο παρουσίασης πολιτικής συζήτησης και διάδοσης πολιτικών ιδεών και απόψεων στα ΜΜΕ – και είχε καταστεί, αν όχι αποκλεισμένη, τουλάχιστον πολύ περιθωριοποιημένη στην κάλυψη των πολιτικών συζητήσεων από τα ΜΜΕ.

Ομόφωνη παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης) της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία όφειλε να καταβάλει στην προσφεύγουσα ένωση 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Associazione Politica Nazionale Lista Marco Pannella, είναι ιταλική πολιτική ένωση με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία).

Στις 4 Ιουνίου 2010 η προσφεύγουσα ένωση υπέβαλε καταγγελία στη Ρυθμιστική Αρχή Επικοινωνιών (Autorità per le garanzie nelle comunicazioni – AGCOM), ανεξάρτητη διοικητική  αρχή, η οποία εκτελεί ρυθμιστικές λειτουργίες και λειτουργίες παρακολούθησης στις τηλεπικοινωνίες και στους ραδιοτηλεοπτικούς τομείς κατά τριών καναλιών γενικού ενδιαφέροντος της RAI για μη συμμόρφωση, μεταξύ της 1ης Απριλίου και 3ης Ιουνίου 2010, βάσει των υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν από τις αρχές της αμεροληψίας και της πολυφωνίας στην παροχή πληροφοριών. Η ένωση υποστήριξε ότι τα προγράμματα ειδήσεων (TG1, TG2 και TG3) που μεταδόθηκαν από τα τρία εν λόγω κανάλια δεν περιλάμβαναν επαρκείς αναφορές σχετικά με τις πρωτοβουλίες και εκστρατείες ευαισθητοποίησης που είχε κινήσει. Παραπονέθηκε επίσης ότι οι εκπρόσωποί της δεν είχαν κληθεί να εμφανιστούν στις κύριες εκπομπές που μεταδίδονται στα τρία κανάλια Staterun – Porta a porta, Annozero και Ballarò – ενώ εκπρόσωποι άλλων πολιτικών κινημάτων και κομμάτων συμμετείχαν στις συζητήσεις.

Στις 8 Ιουλίου 2010 η ΡΑΕ (AGCOM) αποφάσισε να μην προβεί σε περαιτέρω ενέργειες σχετικά με την καταγγελία. Μετά την αξιολόγηση του τηλεοπτικού χρόνου  που δόθηκε στην προσφεύγουσα ένωση όπως απεικονίζεται και υπολογίζεται από τη συνολική παρουσία της σε όλες τις ειδήσεις και προγράμματα επικαιρότητας που μεταδίδονται από τα κρατικά κανάλια (RaiUno, RaiDue και RaiTre) κατά την υπό εξέταση περίοδο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ένωση απολάμβανε επαρκή παρουσία, παρόμοια με αυτήν άλλων πολιτικών κινημάτων που, όπως και η ένωση, δεν είχαν βουλευτές. Η AGCOM επεσήμανε ότι, σε αντίθεση με τα προγράμματα “πολιτικής επικοινωνίας/εκστρατείας”, τα τρέχοντα προγράμματα δεν υπόκεινται σε κανόνα που απαιτεί αυστηρή μαθηματική διανομή του τηλεοπτικού χρόνου που αφιερώνεται σε κάθε πολιτική δύναμη, και εξήγησε ότι κατά τη διάρκεια τέτοιων προγραμμάτων, η έκφραση πολιτικών απόψεων διέπεται από τον κανόνα της ίσης μεταχείρισης, και ο στόχος ήταν η διασφάλιση της δίκαιης εκπροσώπησης όλων των πτυχών της πολιτικής γνώμης. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε ένδειξη ότι η ένωση τους αδικήθηκε ως προς την παρουσία και εκπροσώπησή της στην τηλεόραση κατά την υπό εξέταση περίοδο.

Στις 9 Νοεμβρίου 2010 η ένωση αμφισβήτησε την απόφαση της AGCOM ενώπιον του Περιφερειακού Διοικητικού Δικαστηρίου του Λάτσιο («RAC»). Στις 9 Ιουνίου 2011 το RAC, αφού διευκρίνισε ότι η ένωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «πολιτικό υποκείμενο» βάσει του εσωτερικού δικαίου, επικύρωσε την απόφαση και αναίρεσε  την απόφαση της AGCOM. Μετά την επανεξέταση του θέματος, η AGCOM διατήρησε την προηγούμενη στάση της και δεν προέβη σε περαιτέρω ενέργειες σχετικά με την καταγγελία της ένωσης.  Η ένωση κατέθεσε νέα αίτηση στο RAC του Λάτσιο, ισχυριζόμενη παράβαση της αρχής του δεδικασμένου, επιδιώκοντας να ακυρωθεί η απόφαση της AGCOM και να τεθεί σε ισχύς η απόφαση του RAC της 9 Ιουνίου του 2011.

Στις 14 Μαρτίου 2013 το RAC έκανε δεκτή την αίτηση. Παρατηρώντας ότι η προσφεύγουσα ένωση εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο, διαπίστωσε ότι θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί ως «πολιτικό υποκείμενο». Σημείωσε ξανά ότι η AGCOM δεν είχε δηλώσει τους λόγους για τους οποίους άλλαξε η προσέγγισή της στην αξιολόγηση του τηλεοπτικού χρόνου και για την επιλογή σύγκρισης προγραμμάτων που ήταν εξαιρετικά διαφορετικά ως προς τη δημοτικότητα και τις ώρες που προβλήθηκαν. Τέλος, διέταξε την AGCOM να εφαρμόσει την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011 εντός προθεσμίας τριάντα ημερών.

Στις 25 Μαΐου 2013 η AGCOM διέταξε τη RAI να καλέσει την ένωση να εμφανιστεί σε δύο προγράμματα, Porta a porta και Ballarò, μέχρι το τέλος του τηλεοπτικού  προγράμματος του 2013.

Στηριζόμενη στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), η ένωση κατήγγειλε παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης βασιζόμενη στον περιορισμό του να μεταδίδει πολιτικές ιδέες και απόψεις μέσω των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών καναλιών.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι εκτός εκλογικών περιόδων, οι πολιτικές απόψεις και ιδέες διαδίδονταν μέσω «Προγραμμάτων πολιτικής επικοινωνίας» και «προγραμμάτων επικαιρότητας», τα οποία επιδιώκουν και τα δύο να συμβάλλουν στην πολιτική συζήτηση σε εθνικό επίπεδο και εξασφάλιζαν  τον πλουραλισμό στις πληροφορίες και την εξυπηρέτηση του κοινού. Ο σχεδιασμός και οι θεματικές επιλογές των προγραμμάτων επικαιρότητας ήταν θέμα που εμπίπτει στην συντακτική αυτονομία και πρωτοβουλία κάθε καναλιού και κάθε συντακτικής επιτροπής. Οι διατάξεις του νόμου θέσπιζαν τις γενικές αρχές που ισχύουν για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, εξουσιοδοτώντας την  κοινοβουλευτική εποπτική επιτροπή και την AGCOM να εγκρίνουν δευτερεύοντες κανονισμούς εφαρμογής των εν λόγω αρχών. Το έργο της παρακολούθησης της συμμόρφωσης με αυτούς τους διάφορους κανόνες είχε ανατεθεί στην AGCOM.

Στην παρούσα υπόθεση, η προσφεύγουσα ένωση είχε καταγγείλει στην AGCOM για έλλειψη αμεροληψίας και για τη μειονεκτική θέση της στην κάλυψη που παρέχεται από ορισμένα τηλεοπτικά προγράμματα. Σε δύο περιπτώσεις, δεν ελήφθησαν περαιτέρω μέτρα για τις καταγγελίες της. Στις 9 Ιουνίου 2011 το RAC της Λάτσιο είχε δηλώσει ότι η αρχική απόφαση της AGCOM ήταν άκυρη και της είχε ζητήσει να λάβει υπόψη την ιδιότητα της προσφεύγουσας ένωσης ως «πολιτικό υποκείμενο» και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με πολιτικά κινήματα που δεν εκπροσωπούνταν στη Βουλή. Είχε σημειώσει ότι ορισμένα πολιτικά κινήματα τα οποία δεν εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο είχαν λάβει μέρος σε τρία προγράμματα με μεγάλο κοινό. Είχε ζητήσει από την AGCOM να εξηγήσει τους  λόγους για τους οποίους επέλεξε να απομακρυνθεί από την προηγούμενη πρακτική της κατά την εποπτεία της τήρησης της αρχής του πλουραλισμού.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι μόνο μετά την υποβολή δεύτερης αίτησης από την ένωση ενώπιον δικαστηρίου, αυτή τη φορά βασιζόμενη σε παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου, είχε τελικά η AGCOM διατάξει τη RAI να αποκαταστήσει την ανισορροπία που είχε βλάψει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας ένωσης.

Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσέγγιση της AGCOM ήταν υπερβολικά τυπολατρική. Η ΗAGCOM είχε πραγματοποιήσει μια συνολική αξιολόγηση της παρουσίας της προσφεύγουσας ένωσης κατά τη διάρκεια όλων των προγραμμάτων επικαιρότητας στα συγκεκριμένα κανάλια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ώρα την οποία προβλήθηκαν τα προγράμματα ή η δημοτικότητά τους. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι γενικά, τα προγράμματα επικαιρότητας δεν υπόκειντο σε αυστηρή απαίτηση αναλογικής εκπροσώπησης των απόψεων κάθε πολιτικού σχηματισμού αλλά απλώς είχαν το καθήκον να εκπροσωπούν διαφορετικές πολιτικές απόψεις τηρώντας -κατά το δυνατόν- τις ισορροπίες. Ωστόσο, η εσωτερική πρακτική που εφαρμόζεται από την AGCOM και το TAR όσον αφορά την εφαρμογή των γενικών αρχών για τον πλουραλισμό έδειξε ότι τα «πολιτικά υποκείμενα» απολάμβαναν αυξημένη προστασία της πρόσβασής τους σε συγκεκριμένη κατηγορία προγραμμάτων επικαιρότητας, συμπεριλαμβανομένων αυτών με τα οποία είχε σχέση η καταγγελία της προσφεύγουσας ένωσης.

Επομένως, ήταν σαφές ότι η ένωση απουσίαζε από τρία πολύ δημοφιλή τηλεοπτικά προγράμματα και είχε καταστεί, αν όχι αποκλεισμένη, τουλάχιστον πολύ περιθωριοποιημένη όσον αφορά την κάλυψη πολιτικών συζητήσεων από τα ΜΜΕ.

Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.

Άρθρο 6

Λόγω της διαπίστωσης παραβίασης του άρθρου 10 της Σύμβασης, το Δικαστήριο δεν θεώρησε αναγκαίο να εξετάσει ξεχωριστά καταγγελία στηριζόμενη στο άρθρο 6.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία όφειλε να καταβάλει στην προσφεύγουσα ένωση 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες