H παράταση της προληπτικής κράτησης κατηγορουμένου παρά την απαλλαγή του σε πρώτο βαθμό παραβιάζει το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία

ΑΠΟΦΑΣΗ

I.S. κατά Ελβετίας της 6-10-2020 (αριθ. 60202/15)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Προληπτική κράτηση απαλλαχθέντος κατηγορούμενου και δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία. Παράταση της κράτησης του προσφεύγοντος για προληπτικούς λόγους, παρά την απαλλαγή του σε πρώτο βαθμό. Η κυβέρνηση είχε υποστηρίξει, σε γενικές γραμμές, ότι η προληπτική του κράτηση μετά την αθώωση πρωτοδίκως ήταν απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι δε θα διαφύγει της ποινικής δικαιοσύνης.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε ειδικότερα ότι η προληπτική κράτησή του μετά την πρωτόδικη απαλλαγή του, δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 § 1 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τους σκοπούς της Σύμβασης, η κράτηση λήγει με την αθώωση  του ατόμου, ακόμη και από πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατά συνέπεια, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να προβλέπει μέτρα για τη διασφάλιση της παρουσίας ενός ατόμου στις διαδικασίες σε δεύτερο βαθμό, που να είναι λιγότερο παρεμβατικά στην προσωπική ελευθερία ενός ατόμου. Τέλος, η γενική ανησυχία ότι ο προσφεύγων ενδέχεται να διαπράξει περαιτέρω αδικήματα ενόσω οι διαδικασίες έφεσης είναι σε εξέλιξη, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αρκετά απτή και συγκεκριμένη για να εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 5 § 1 (β) 2.

Παραβίαση του άρθρου 5 (δικαίωμα ελευθερίας και ασφάλειας) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 5

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων I.S., είναι Τούρκος υπήκοος που γεννήθηκε το 1973 και ζει στο Baden (Ελβετία). Στις 4 Αυγούστου 2014, η σύντροφος  του I.S. κατέθεσε μήνυση εναντίον του και τέθηκε υπό προληπτική κράτηση την ίδια ημέρα με υποψίες τέλεσης αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένων πολλαπλών κατηγοριών βιασμού. Στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο 2014 ο εισαγγελέας συνέταξε κατηγορητήριο και I.S. τοποθετήθηκε υπό προληπτική κράτηση.

Στις 16 Απριλίου 2015, το Επαρχιακό Δικαστήριο αθώωσε ομόφωνα τον I.S. Ωστόσο, τέθηκε υπό προληπτική κράτηση βάσει του άρθρου 231 του κώδικα ποινικής δικονομίας. Την επόμενη μέρα, το Καντονικό Δικαστήριο διέταξε την παράταση της προληπτικής κράτησής του εν αναμονή της εξέτασης της έφεσης από τον εισαγγελέα κατά της αθωωτικής απόφασης.

Στις 12 Μαΐου 2015 ο I.S. υπέβαλε ένα πρώτο αίτημα αποφυλάκισης, το οποίο απορρίφθηκε. Το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι υπήρχε πιθανότητα να επιβληθεί στον προσφεύγοντα ποινή φυλάκισης, η οποία αποτελούσε σημαντικό κίνητρο διαφυγής. Σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε λάβει μέτρα για να μπορέσει να ταξιδέψει  στη Τουρκία, την οποία είχε εγκαταλείψει σε ηλικία 17 ετών, όπου και γνώριζε τη γλώσσα και είχε ακόμα δίκτυο γνωριμιών.

Στις 19 Οκτωβρίου 2015 ο προσφεύγων υπέβαλε μια ακόμα αίτηση για αποφυλάκιση, την οποία το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή τον Νοέμβριο του 2015. Αποφυλακίστηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2015.

Βασιζόμενος στο άρθρο 5 § 1 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι τέθηκε υπό προληπτική κράτηση μεταξύ 16 Απριλίου και 2 Δεκεμβρίου 2015, παρά το γεγονός ότι απαλλάχθηκε πρωτοδίκως στις 16 Απριλίου 2015.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 § 1 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια)

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι περίοδοι κράτησης του προσφεύγοντος από τις 4 Αυγούστου 2014 έως τις 16 Απριλίου 2015 (Ημερομηνία απαλλαγής του πρωτοδίκως) καλύπτονται από το άρθρο 5 § 1 (γ) της Σύμβασης. Αυτό δεν ισχύει, ωστόσο, για την περίοδο κράτησης μεταξύ 16 Απριλίου και 2 Δεκεμβρίου 2015, η οποία βασίστηκε στο άρθρο 231, παρ. 2, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Ενώ είναι αλήθεια ότι το κείμενο του άρθρου 5 § 1 (γ) της Σύμβασης δεν περιείχε κανένα περιορισμό της προληπτικής κράτησης πρωτοδίκως, το Δικαστήριο είχε διευκρινίσει αυτό το ζήτημα το 1968 στην  υπόθεση Wemhoff κατά Γερμανίας Στη συνέχεια, επιβεβαίωσε τη θέση του σε μια σειρά Αποφάσεων του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης, δηλαδή ότι: η κράτηση σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της σύμβασης λήγει με την αθώωση του κατηγορουμένου, ακόμη και από πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Η προσέγγιση αυτή εφαρμόστηκε επίσης στην παρούσα υπόθεση. Μετά την εξέταση των επίμαχων πραγματικών περιστατικών στις κατ’ αντιμωλίες διαδικασίες, το Επαρχιακό Δικαστήριο του Baden διαμόρφωσε ομόφωνα την άποψη ότι ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί για τα ποινικά αδικήματα με τα οποία είχε κατηγορηθεί στο κατηγορητήριο. Υπό αυτές τις συνθήκες, μετά από απαλλαγή σε πρώτο βαθμό – ακόμη και όταν η απόφαση εκδόθηκε μόνο προφορικά και δεν ήταν ακόμη αμετάκλητη– η απόφαση κράτησης ήταν άκυρη σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 (γ) της Σύμβασης.

Η κυβέρνηση είχε υποστηρίξει, σε γενικές γραμμές, ότι η προληπτική κράτηση η οποία διατάχθηκε μετά την αθώωση πρωτοδίκως ήταν απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι τα επικίνδυνα άτομα δεν θα διαφύγουν της ποινικής δικαιοσύνης και δε θα διαπράξουν  περαιτέρω αδικήματα επειδή είχαν αθωωθεί «κατά λάθος» σε πρώτη φάση.

Συναφώς, το Δικαστήριο τόνισε ότι, εν προκειμένω, τέτοιος ισχυρισμός δεν ειπώθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, είτε ρητά είτε κατ’ ουσία, σε οποιοδήποτε στάδιο της εγχώριας διαδικασίας. Αντίθετα, δεν υπήρχε ένδειξη σφάλματος στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς η αθώωση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για το οποίο είχαν δοθεί άφθονοι λόγοι σε γραπτή απόφαση 44 σελίδων, ήταν ομόφωνη.

Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό δίκαιο θα έπρεπε να προβλέπει μέτρα λιγότερο παρεμβατικά σε σχέση με το μέτρο στέρησης της ελευθερίας για να εγγυηθεί τη παρουσία ενός ατόμου κατά τη διάρκεια των διαδικασιών έφεσης. Στην παρούσα υπόθεση, η κατάσχεση των εγγράφων ταυτότητας του προσφεύγοντος και άλλως επίσημων εγγράφων  θα μπορούσαν να αποτελούσαν ένα επαρκές εναλλακτικό μέτρο για να διασφαλιστεί η παρουσία του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

Η κυβέρνηση είχε επίσης δηλώσει ότι ένα επικίνδυνο άτομο που αθωώθηκε αρχικά «κατά λάθος» από πρωτοβάθμιο δικαστήριο μπορεί να διαπράξει αδίκημα ενώ οι διαδικασίες έφεσης είναι σε εξέλιξη. Το Δικαστήριο θεώρησε  αυτονόητο ότι εάν υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους να υπάρχει υποψία ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να λάβει χώρα,  δεν θα υπήρχε τίποτα που να εμποδίζει τις αρχές ποινικής δικαιοσύνης να διατάξουν τη προληπτική κράτηση του ατόμου  βάσει του πρώτου σκέλους του άρθρου 5 § 1 (γ) της Σύμβασης. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί απλώς από τη γενική ανησυχία, όπως εξέφρασε η Κυβέρνηση, ότι θα μπορούσε να διαπράξει περαιτέρω αδικήματα κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας διαδικασίας. Σε σχέση με αυτό επανέλαβε τα πορίσματά του από την υπόθεση S. V. και A. Κατά Δανίας και επεσήμανε ότι η υποχρέωση μη διάπραξης εκ νέου ποινικού αδικήματος στο άμεσο μέλλον δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αρκετά συγκεκριμένο και απτό ώστε να εμπίπτει στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β), τουλάχιστον εφόσον δεν είχαν διαταχθεί συγκεκριμένα μέτρα τα οποία δεν είχαν τηρηθεί.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προληπτική κράτηση του προσφεύγοντος μετά την απαλλαγή του πρωτοδίκως, δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 § 1 της Σύμβασης. Υπήρξε  συνεπώς  παραβίαση αυτής της διάταξης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελβετία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 7.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

 

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες