Η μακροχρόνια απαγόρευση εξόδου από την χώρα αλλοδαπού έχει βαρύτερες συνέπειες από αυτή σε ημεδαπό και παραβίασε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Η διασταλτική ερμηνεία ποινικού νόμου και η μη εφαρμογή επιεικέστερης διάταξης παραβίασε το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Parmak και Bakir κατά Τουρκίας της 3.12.2019 (αρ.προσφ.  22429/07 και 25195/07)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Νομοθετικό κενό, διασταλτική ερμηνεία ποινικού νόμου και αρχή αναλογικότητας.

Οι προσφεύγοντες κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και τους επιβλήθηκε ως περιοριστικός όρος η απαγόρευση εξόδου από την χώρα, ο οποίος ήρθη μόνο μετά την έκτιση της ποινής τους.  Λόγω νομοθετικού κενού στην Τουρκική νομοθεσία, καταδικάστηκαν  από τα εγχώρια Δικαστήρια για το λόγο ότι συναντήθηκαν μεταξύ τους να διανείμουν  φυλλάδια, παράνομα περιοδικά και ένα μανιφέστο, τις οποίες πράξεις με ευρεία αυστηρή εφαρμογή του υπάρχοντος νόμου,  χαρακτήρισαν ως ηθικό εξαναγκασμό και ενέταξαν τις πράξεις αυτές στο αδίκημα της τρομοκρατίας. Επίσης παρέλειψαν να λάβουν υπόψιν τους την επιεικέστερη τροποποίηση του Νόμου περί τρομοκρατίας και την υποχρέωση για την αναδρομική εφαρμογή του.

Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η  εγγύηση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7,  αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου και παρατηρεί ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της τέλεσης της πράξης, ο Ν. 3713 δεν περιείχε ξεχωριστό ορισμό για τρομοκρατική οργάνωση και  οι νομοθετικές τροποποιήσεις τον Ιούλιο 2003 περιόρισαν  τον ορισμό της «τρομοκρατίας» και της «τρομοκρατικής οργάνωσης».

Τα εγχώρια δικαστήρια καταδίκασαν τους προσφεύγοντες για την ιδιότητα του μέλους τρομοκρατικής οργάνωσης εξαιτίας των πολιτικών ιδεών και φιλοδοξιών που εκφράστηκαν σε ορισμένα έγγραφα, έχοντας επίγνωση της απουσίας ενός καθολικά αποδεκτού ορισμού της τρομοκρατίας  στη νομοθεσία και μάλιστα χωρίς να εφαρμόσουν αναδρομικά την επιεικέστερη νομοθεσία.  Επομένως, παραβίασαν τα εύλογα όρια αποδεκτής δικαστικής ερμηνείας, επέκτειναν αδικαιολόγητα την εμβέλεια του ποινικού νόμου, αντίθετα προς τις εγγυήσεις του άρθρου 7 της Συμβάσεως.

Όσον αφορά την απαγόρευση εξόδου του β΄ προσφεύγοντα,  μη μόνιμου κάτοικου της χώρας καταδίκης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μακρόχρονη διατήρηση του μέτρου παραβίασε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή καθόσον οι  αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν περιείχαν  καμία παρατήρηση σχετικά με το καθεστώς του μη κατοίκου και τις βαθιές συνέπειες της απαγόρευσης εξόδου στην ιδιωτική και επαγγελματική του ζωή.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 7,

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Şerafettin Parmak και Mehmet Bakır, είναι Τούρκοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1955 και το 1963 αντίστοιχα και ζουν στο Denizli (Τουρκία) και στο Βερολίνο.

Η υπόθεση αφορά κυρίως την εγχώρια νομοθεσία για την τρομοκρατία και την ερμηνεία της από τα  εθνικά δικαστήρια.

Οι προσφεύγοντες τέθηκαν υπό κράτηση το 2002 μετά από έρευνα σχετικά με διανομή φυλλαδίων στη Σμύρνη από το Μπολσεβίκικο Κόμμα του Βόρειου Κουρδιστάν / Τουρκίας («το BPKK/T»), μια φιλοκουρδική οργάνωση η οποία στη συνέχεια χαρακτηρίστηκε ως «τρομοκρατική οργάνωση» στις διαδικασίες κατά των προσφευγόντων.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι προσφεύγοντες αρνήθηκαν την φερόμενη συμμετοχή τους  στο BPKK/T και δήλωσαν ότι σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε τίποτα στο φάκελο της υπόθεσης που να αποδεικνύει ότι η οργάνωση συμμετείχε σε βίαιες ενέργειες και ήταν ως εκ τούτου τρομοκράτες. Υποστήριξαν ότι τα φυλλάδια δεν είχαν περιείχαν ενοχοποιητικές δηλώσεις, και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τη νόμιμη άσκηση της ελευθερίας σκέψης και έκφρασης.

Τα εγχώρια δικαστήρια έκριναν τελικά τους προσφεύγοντες ενόχους  για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση το 2006 και τους καταδίκασαν  σε φυλάκιση δύο ετών και έξι μηνών. Στήριξαν τα συμπεράσματά τους σε σημείωμα της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας που χαρακτήρισε την BPKK/T ως τρομοκρατική οργάνωση, ο απώτερος στόχος της οποίας ήταν η πραγματοποίηση ένοπλης επανάστασης στην Τουρκία. Επίσης, βασίστηκαν σε παράταξη ταυτοποίησης, στα φυλλάδια BPK /T και στα περιοδικά που κατασχέθηκαν κατά την έρευνα  του διαμερίσματος του κ. Parmak και την ανακάλυψη του μανιφέστου της οργάνωσης στο διαμέρισμα του συγκατηγορούμενου του.

Κατά την καταδίκη των προσφευγόντων τα δικαστήρια στηρίχθηκαν στην οικεία εσωτερική νομοθεσία, όπως τροποποιήθηκε το 2003 για να ορίσουν την τρομοκρατία ως πράξεις που «διεπράχθησαν με τη χρήση βίας και εξαναγκασμού». Στην υπόθεση των προσφευγόντων το δικαστήριο διαπίστωσε ότι, αν και τα μέλη της οργάνωσης δεν είχαν καταφύγει σε σωματική βία, είχαν χρησιμοποιήσει «ηθικό εξαναγκασμό» ή εκφοβισμό που αποτελούσε μορφή βίας.

Οι προσφεύγοντες εν τω μεταξύ – τον Ιανουάριο του 2003 – αποφυλακίστηκαν  και τους επιβλήθηκε περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.  Ο κ. Bakır υπέβαλε επτά αιτήσεις ενώπιον των δικαστηρίων για άρση της απαγόρευσης εξόδου, εξηγώντας κάθε φορά ότι διέμενε στην Γερμανία και ότι η απαγόρευση είχε βαθύ αντίκτυπο στην ιδιωτική και επαγγελματική του ζωή. Τα δικαστήρια είτε απέρριψαν τα αιτήματά του, αναφερόμενα στη συνεχιζόμενη διαδικασία, ή δεν απάντησαν καθόλου. Η απαγόρευση τελικά άρθηκε τον Ιούνιο του 2009, όταν εξέτισε την ποινή του.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 7 (καμία τιμωρία χωρίς νόμο), οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται ότι η καταδίκη τους βασίστηκε σε μια εξαιρετικά ευρεία ερμηνεία του ορισμού της τρομοκρατίας, και συγκεκριμένα ότι η βία, η οποία αποτελούσε  συνιστώσα τρομοκρατικού εγκλήματος, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει τον ηθικό εξαναγκασμό. Ο κ. Bakır διαμαρτυρήθηκε επίσης ότι η απαγόρευση εξόδου κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας δεν ήταν δικαιολογημένη, κατά παράβαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής).

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η εγγύηση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του κράτους δικαίου, κατέχει εξέχουσα θέση στο σύστημα προστασίας της σύμβασης, το οποίο ενισχύεται  από το γεγονός ότι καμία παρέκκλιση από αυτή δεν επιτρέπεται βάσει του άρθρου 15 της σύμβασης, σε περίπτωση πολέμου ή άλλης δημόσιας έκτακτης ανάγκης.

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το κύριο ερώτημα στην παρούσα υπόθεση αφορά ένα στοιχείο νέας δικαστικής ερμηνείας, δηλαδή αν η καταδίκη των προσφευγόντων για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση με το αιτιολογικό ότι οι πράξεις τους αποτελούσαν ηθικό εξαναγκασμό ήταν σύμφωνη με την ουσία αυτού του αδικήματος  και μπορούσε εύλογα να προβλεφθεί  από τους προσφεύγοντες κατά την περίοδο της συμμετοχής τους στα γεγονότα του 2002.

Οι προσφεύγοντες  καταδικάστηκαν σύμφωνα με το αρχικό κείμενο του άρθρου 7 (1) του νόμου αριθ. 3713 ως μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ο νόμος 3713 δεν περιείχε ξεχωριστό ορισμό για την τρομοκρατική οργάνωση.

Το Δικαστήριο σημειώνει συναφώς ότι οι νομοθετικές τροποποιήσεις τον Ιούλιο 2003 όσον αφορά τον ν. 3713 περιόρισαν  τον ορισμό της «τρομοκρατίας» και της «τρομοκρατικής οργάνωσης». Συνεπώς, ο εγχώριος νόμος περιελάμβανε αρκετές σωρευτικές προϋποθέσεις για να θεωρηθεί μια ένωση ως τρομοκρατική οργάνωση. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι, μεταξύ άλλων: η πρόθεση να διαπράξουν εγκληματικές πράξεις, μέσω της χρήσης εξαναγκασμού  και βίας και πρόσθετες μεθόδους πίεσης, τρόμου, εκφοβισμού, καταπίεσης ή απειλής για ένα από τα απαριθμούμενα ιδεολογικά ή πολιτικά κίνητρα.

Συναφώς, το Δικαστήριο  επισημαίνει ότι οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση για το λόγο ότι συναντήθηκαν μεταξύ τους να διανείμουν  φυλλάδια, να διαθέτουν νομικά και παράνομα περιοδικά και ένα μανιφέστο – το περιεχόμενο του οποίου εκτιμήθηκε από το δικαστήριο ως ηθικός εξαναγκασμός (δηλαδή εκφοβισμός) του κοινού. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο εν λόγω οργανισμός είχε εμπλακεί σε βίαιες πράξεις ή ότι σκόπευε να επιτύχει τους στόχους του με τη χρήση εξαναγκασμού  και βίας ή άλλων τρομοκρατικών μεθόδων.

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι,  τα εθνικά δικαστήρια έπρεπε να καθορίσουν πρωτίστως και κατά πόσον ο εν λόγω οργανισμός διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά μιας τρομοκρατικής οργάνωσης όπως ορίζεται από τον Ν. 3713.

Με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έχουν διαπιστωθεί από τα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τα σωρευτικά στοιχεία του αδικήματος προσχώρησης σε τρομοκρατική οργάνωση, όπως ερμηνεύθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν αποδείχθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια να αντιστοιχούν στην περίπτωση των προσφευγόντων. Από την άποψη αυτή, μολονότι τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι ο εν λόγω οργανισμός δεν είχε εμπλακεί σε ένοπλες επιθέσεις, δεν εξέτασαν το ζήτημα αν αυτός είχε εγκρίνει σχέδιο δράσης ή παρόμοια επιχειρησιακά μέτρα για το σκοπό αυτό. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη στη δικογραφία ότι ο εν λόγω οργανισμός, πέρα ​​από την απλή διακήρυξη ορισμένων σκοπών, είχε υιοθετήσει συγκεκριμένα προπαρασκευαστικά στάδια ή και οποιαδήποτε μορφή δράσης για τη διεξαγωγή βίαιων πράξεων. Ούτε το πληροφοριακό σημείωμα που δόθηκε από τη Διεύθυνση Ασφαλείας στα εθνικά δικαστήρια μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει σημασία από την άποψη αυτή, δεδομένου ότι οι πράξεις που αποδίδονται στον οργανισμό στο εν λόγω σημείωμα αποτελούνταν μόνο από τη διανομή φυλλαδίων και κειμένων και την κατοχή βιβλίων από τους υπόπτους.

Είναι επομένως σαφές ότι τα εγχώρια δικαστήρια καταδίκασαν τους προσφεύγοντες  για την ιδιότητα μέλους τρομοκρατικής οργάνωσης εξαιτίας των πολιτικών ιδεών και φιλοδοξιών που εκφράστηκαν σε ορισμένα από τα έγγραφα που βρέθηκαν ως προϊόν του οργανισμού.

Το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν εξήγησαν πώς η έννοια του ηθικού εξαναγκασμού σχετίζεται με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού του καταναγκασμού και της σοβαρότητας που πρέπει να επιτύχει για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για τρομοκρατία.

Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια επέλεξαν να ασκήσουν τη δικαστική τους διακριτική ευχέρεια, υιοθετώντας μια ερμηνεία που ήταν ασυμβίβαστη τόσο με την ισχύουσα εθνική νομολογία όσο και με την ουσία του αδικήματος όπως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο. Επομένως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, παραβίασαν τα εύλογα όρια αποδεκτής δικαστικής ερμηνείας, αντίθετα προς τις εγγυήσεις του άρθρου 7 της Συμβάσεως.

Το Δικαστήριο έχει επίσης επίγνωση της απουσίας ενός καθολικά αποδεκτού ορισμού της τρομοκρατίας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι θεμελιώδεις διασφαλίσεις που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 της Σύμβασης, οι οποίες περιλαμβάνουν εύλογα όρια για νέες ή εκτεταμένες δικαστικές ερμηνείες στον τομέα του ποινικού δικαίου, σταματούν να ισχύουν όταν πρόκειται για δίωξη και τιμωρία τρομοκρατικών εγκλημάτων. Τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να επιδείξουν ιδιαίτερη επιμέλεια για να διευκρινίσουν τα στοιχεία ενός αδικήματος με όρους που το καθιστούν προβλέψιμο και συμβατό με την ουσία του.

Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, τα εθνικά δικαστήρια επέκτειναν αδικαιολόγητα την εμβέλεια του ποινικού νόμου στην περίπτωση των προσφευγόντων, κατά παράβαση των εγγυήσεων του άρθρου 7 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7  όσον αφορά τον κ. Parmak και τον κ. Bakir

Άρθρο 8

Ο δεύτερος προσφεύγων  διαμαρτυρήθηκε ότι η απαγόρευση εξόδου από την χώρα που του επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας ήταν αδικαιολόγητη και ότι η επακόλουθη παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ήταν δυσανάλογη.

Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η απαγόρευση εξόδου  που επιβλήθηκε στον δεύτερο προσφεύγοντα από το ποινικό δικαστήριο ισοδυναμεί με παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός του σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής. Ο προσφεύγων  είχε επαρκώς στενούς προσωπικούς και επαγγελματικούς δεσμούς με τη χώρα του για να υπάρχει κίνδυνος να θιγούν σοβαρά από το εν λόγω μέτρο.

Όσον αφορά την αναλογικότητα του επίμαχου μέτρου, το Δικαστήριο δεν παραβλέπει το γεγονός ότι εναντίον του δεύτερου προσφεύγοντα είχε ασκηθεί ποινική δίωξη. Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι δεν είναι από μόνο του αμφισβητήσιμο το ενδεχόμενο το κράτος να εφαρμόσει διάφορα προληπτικά μέτρα που περιορίζουν την ελευθερία του κατηγορουμένου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας. Τα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τη στέρηση της ελευθερίας. Καταρχήν, η απαγόρευση εξόδου από την χώρα  είναι ένα ελάχιστα παρεμβατικό μέτρο που συνεπάγεται περιορισμό της ελευθερίας του ατόμου. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η απαγόρευση εξόδου  που επιβάλλεται σε μη κάτοικο της χώρας όπου διεξάγεται η διαδικασία έχει πιο σοβαρές συνέπειες στην αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής από εκείνη που επιβάλλεται σε κάτοικο. Κατά συνέπεια, οι εγχώριες αρχές που επανεξετάζουν το μέτρο πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται μέσω περιοδικής και ατομικής αξιολόγησης

Δεδομένου ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν περιέχουν καμία παρατήρηση σχετικά με το καθεστώς του μη κατοίκου του προσφεύγοντος και τις βαθιές συνέπειες της απαγόρευσης εξόδου στην ιδιωτική και επαγγελματική του ζωή, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι σταθμίζονται τα διακυβευόμενα συμφέροντα.

Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, ακόμη και όταν ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας ενός ατόμου δικαιολογείται αρχικά, η διατήρησή του αυτόματα για μακρά χρονική περίοδο μπορεί να αποτελέσει δυσανάλογο μέτρο, παραβιάζοντας τα δικαιώματα του ατόμου. Στην παρούσα υπόθεση, τα εγχώρια Δικαστήρια παρέλειψαν να επανεξετάσουν  την νομιμότητα  της επίμαχης απαγόρευσης εξόδου παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις του δεύτερου προσφεύγοντα και να τροποποιήσει αυτομάτως το επίμαχο μέτρο.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8  όσον αφορά τον Bakir

Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό760 ευρώ στον κ. Bakır ως αποζημίωση, 7.500 ευρώ για τον κ. Parmak και 9.750 ευρώ στον κ. Bakır για ηθική βλάβη και 831 ευρώ στον κ. Parmak για έξοδα και δαπάνες.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες