H διακρατική προσφυγή για την προστασία συμφερόντων κυβερνητικής οργάνωσης, δηλαδή Τράπεζας που δεν απολαμβάνει ανεξαρτησία από το κράτος, δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του ΕΔΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ 

Σλοβενία κατά Κροατίας της 16.12.2020 (αριθ. 54155/16)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Διακρατικές προσφυγές και ενεργητική νομιμοποίηση. Δικαιοδοσία και διεθνές δίκαιο.

Άσκηση διακρατικής προσφυγής από τη Σλοβενία κατά της Κροατίας για μη καταβληθείσες και ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Τράπεζα της Λιουμπλιάνα λόγω δανείων που είχαν χορηγηθεί από το κράτος της πρώην Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας σε Κροατικές εταιρείες. Με την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβενίας, οι αξιώσεις από τα δάνεια μεταβιβάστηκαν στην εν λόγω Τράπεζα που ελέγχονταν από το κράτος και δεν απολάμβανε θεσμική ανεξαρτησία. Η Τράπεζα άσκησε αστικές αγωγές εναντίων των οφειλετών στο κράτος της Κροατίας, δεν κατάφερε όμως να εκτελέσει τις δικαστικές αποφάσεις γιατί οι περισσότερες οφειλέτριες εταιρείες είχαν πτωχεύσει και ήδη εκκαθαριστεί.

Το Στρασβούργο για να καταλήξει στην τελική του κρίση αναφέρθηκε στο άρθρο 34 για τους διαδίκους που νομιμοποιούνται στην άσκηση προσφυγής. Λαμβάνοντας υπόψιν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Σύμβασης ως μέσο για την αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόνισε ότι μόνο άτομα, ομάδες ατόμων, νομικά πρόσωπα και μη κυβερνητικές οργανώσεις δύνανται να είναι υποκείμενα προστασίας της ΕΣΔΑ, αλλά όχι ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή οποιαδήποτε νομική οντότητα η οποία θα έπρεπε να θεωρηθεί ως κυβερνητικός οργανισμός. Η δικαιολογητική βάση πίσω από αυτήν την αρχή ήταν να διασφαλιστεί ότι ένα Κράτος Μέρος δεν θα μπορούσε να ενεργήσει ταυτόχρονα ως προσφεύγον και ως εναγόμενο. Άλλωστε, η τυχόν δίκαιη ικανοποίηση σε μια διακρατική υπόθεση, καταβάλλεται πάντα προς όφελος ιδιωτών θυμάτων και όχι προς το κράτος.

Το ΈΔΔΑ έκρινε, εν προκειμένω, ότι η Τράπεζα δεν απολάμβανε επαρκή θεσμική και επιχειρηματική ανεξαρτησία από το κράτος και δεν θα μπορούσε, συνεπώς, να χαρακτηριστεί ως «μη κυβερνητική οργάνωση» κατά την έννοια του άρθρου 34.  Επιπλέον, το άρθρο 33 της ΕΣΔΑ δεν του επέτρεπε να εξετάσει μια διακρατική προσφυγή που αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων μίας νομικής οντότητας που δεν χαρακτηρίζεται ως «μη κυβερνητική οργάνωση».

Απόρριψη της προσφυγής λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 32

Άρθρο 33

Άρθρο 34

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η σλοβενική κυβέρνηση υπέβαλε διακρατική προσφυγή (σύμφωνα με το άρθρο 33 της ΕΣΔΑ) κατά της κροατικής κυβέρνησης, επικαλούμενη μια σειρά παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Τράπεζας της Λιουμπλιάνα. Η τράπεζα ιδρύθηκε το 1955 σύμφωνα με τους νόμους της τότε Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και αναδιοργανώθηκε στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων 1989-90, αργότερα εθνικοποιήθηκε και αναδιαρθρώθηκε από το κράτος της Σλοβενίας μετά τη ανακήρυξη της  ανεξαρτησίας της. Τα περισσότερα από τα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας και μέρος των υποχρεώσεών της μεταβιβάστηκαν σε μια νέα τράπεζα, στη Νέα Τράπεζα της Λιουμπλιάνα. Η παλιά Τράπεζα της Λιουμπλιάνα διοικείτο αρχικά από την Υπηρεσία Αποκατάστασης της Τράπεζας της Σλοβενίας και τώρα ελέγχεται από έναν σλοβενικό κυβερνητικό οργανισμό, το Ταμείο Διαδοχής.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας κυβέρνησης, καθώς οι Κροάτες οφειλέτες της δεν είχαν αποπληρώσει τις οφειλές, η Τράπεζα της Λιουμπλιάνα (Κεντρικά Γραφεία και Κεντρικό Υποκατάστημα του Ζάγκρεμπ) υπέβαλε αστικές αγωγές στα κροατικά δικαστήρια, από το 1991 και μετά. Από το 1994, εκκρεμούσαν περισσότερες από 80 τέτοιες υποθέσεις ενώπιον των δικαστηρίων της Κροατίας σχετικά με απλήρωτες και ληξιπρόθεσμες οφειλές από τραπεζικά  δάνεια και εγγυήσεις, που χορηγήθηκαν  κυρίως σε εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνταν στους τομείς της γεωργίας και των τροφίμων στη Κροατία. Σε περισσότερες από τις μισές από αυτές τις περιπτώσεις, καθώς οι οφειλέτριες είχαν πτωχεύσει ή εκκαθαριστεί, η εκτέλεση των απαιτήσεων της Τράπεζας της Λιουμπλιάνα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Η προσφεύγουσα κυβέρνηση πρόσθεσε ότι από το 2004, τα κροατικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν είχε δεχτεί την υπόσταση της Τράπεζας της Λιουμπλιάνα, καθώς τα αιτήματα και οι καταγγελίες ενάντια σε διάφορες κροατικές εταιρείες που απέρρεαν από δάνεια που τους είχε χορηγήσει η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία είχαν μεταβιβαστεί στη Νέα Τράπεζα της Λιουμπλιάνα με την έναρξη ισχύος στις 27 Ιουλίου 1994 των Τροποποιήσεων του Συνταγματικού Νόμου της Σλοβενίας 1991. Έτσι, κατά την άποψη αυτών των δικαστηρίων, η  Τράπεζα της Λιουμπλιάνα δεν νομιμοποιούνταν να καταθέσει αγωγή και να διεκδικήσει την  αποπληρωμή των εν λόγω δανείων.

Το Δικαστήριο είχε καθορίσει στο παρελθόν το γενικό πραγματικό και νομικό πλαίσιο της υπόθεσης στις αποφάσεις Kovačić κ.λπ. κατά Σλοβενίας, Ališić κ.λπ. κατά Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Σερβίας, Σλοβενίας ​​και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, και Ljubljanska Banka D.D. κατά Κροατίας. Στην τελευταία περίπτωση, το Δικαστήριο είχε κηρύξει απαράδεκτη την ατομική προσφυγή που υπέβαλε η Τράπεζα της Λιουμπλιάνα, διαπιστώνοντας ότι, επειδή δεν διέθετε επαρκή θεσμικά όργανα και λειτουργική ανεξαρτησία από το κράτος, δεν ήταν «μη κυβερνητική οργάνωση» κατά την έννοια του Άρθρου 34 της Σύμβασης.

Η προσφεύγουσα κυβέρνηση παραπονέθηκε ότι οι κροατικές αρχές είχαν εμποδίσει και συνέχιζαν να παρεμποδίζουν την Τράπεζα της Λιουμπλιάνα από την εκτέλεση και είσπραξη των χρεών των Κροατών οφειλετών της προς τη Σλοβενία.

Διαμαρτυρήθηκε για πολλές παραβιάσεις των άρθρων 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) και 14 (απαγόρευση διακρίσεων) της Σύμβασης και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας). Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης, ζήτησε επίσης ικανοποίηση η οποία αντιστοιχεί στις ζημίες που υπέστη η Τράπεζα της Λιουμπλιάνα ως αποτέλεσμα των εικαζόμενων παραβιάσεων.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι μόνοι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε μια διακρατική προσφυγή να απορριφθεί στο στάδιο του παραδεκτού βάσει του άρθρου 35 (προϋποθέσεις παραδεκτού) ήταν η εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων και η μη τήρηση της προθεσμίας των έξι μηνών. Όλοι οι άλλοι λόγοι απαραδέκτου θα εξετάζονταν σε μεταγενέστερο στάδιο, οι οποίοι θα έπρεπε να εξεταστούν από κοινού με την ουσία της υπόθεσης. Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορούσε να εκφέρει άποψη, ήδη στο στάδιο του παραδεκτού, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που διέπουν την άσκηση δικαιοδοσίας από διεθνή δικαστήρια, κατά πόσο  είχε κάποια αρμοδιότητα να ασχοληθεί με το θέμα. Το Δικαστήριο έχει το δικαίωμα να απορρίψει μια διακρατική προσφυγή χωρίς να κηρυχθεί παραδεκτή εάν ήταν σαφές από την αρχή ότι ήταν εντελώς αβάσιμη, ή άλλως στερείται των απαιτήσεων ενός πραγματικού ισχυρισμού εντός της έννοιας του άρθρου 33 της Σύμβασης.

Το ερώτημα αν η ΕΣΔΑ ως σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσε να δημιουργήσει θεμελιώδη δικαιώματα για κρατικές οντότητες ξεπερνούσε τα όρια του μηχανισμού της Σύμβασης και άγγιζε ένα γενικό ζήτημα διεθνούς δικαίου. Το κύριο ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν αν είχε «δικαιοδοσία» κατά την έννοια του άρθρου 32 της Σύμβασης, και αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να αξιολογηθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Το Δικαστήριο προχώρησε λοιπόν στην εξέταση του βασικού ζητήματος που έθετε η υπόθεση, ήτοι εάν ήταν σε θέση να εξετάσει μια διακρατική προσφυγή η οποία είχε υποβληθεί από Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος για τη προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων μιας οντότητας, η οποία δεν είναι «μη κυβερνητική οργάνωση» σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 34 της σύμβασης και επομένως αποκλείεται από την υποβολή διακρατικής προσφυγής.

Πρώτον, ήταν μια καθιερωμένη γενική αρχή ότι η Σύμβαση πρέπει να αναγνωστεί στο σύνολό της και ότι τα άρθρα του πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να προάγουν την εσωτερική συνέπεια και αρμονία μεταξύ των διατάξεών της- συμπεριλαμβανομένων των δικαιοδοτικών και διαδικαστικών διατάξεων, όπως αυτές των άρθρων 33 και 34. Ο όρος «μη κυβερνητική οργάνωση» έχει έτσι την ίδια έννοια και πεδίο εφαρμογής και στις δύο αυτές διατάξεις.

Δεύτερον, το Δικαστήριο τόνισε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Σύμβασης ως μέσο για την αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και παρατήρησε ότι ακόμη και σε μια διακρατική υπόθεση είναι πάντα το «άτομο» που υφίσταται άμεση ή έμμεση βλάβη από παραβίαση της Σύμβασης. Με άλλα λόγια, μόνο άτομα, ομάδες ατόμων και νομικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις, καθώς και «μη κυβερνητικές οργανώσεις» θα μπορούσαν να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων της Σύμβασης, αλλά όχι ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή οποιαδήποτε νομική οντότητα η οποία θα έπρεπε να θεωρηθεί ως κυβερνητικός οργανισμός. Η δικαιολογητική βάση πίσω από αυτήν την αρχή ήταν να διασφαλιστεί ότι ένα Κράτος Μέρος δεν θα μπορούσε να ενεργήσει ταυτόχρονα ως προσφεύγον και ως εναγόμενο.

Τρίτον, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην αρχή που ορίζεται στην υπόθεση Κύπρος κατά Τουρκίας (δίκαιη ικανοποίηση), σύμφωνα με την οποία, εάν καταβάλλεται δίκαιη ικανοποίηση σε μια διακρατική υπόθεση, θα πρέπει πάντα να είναι προς όφελος των ιδιωτών θυμάτων και όχι προς το κράτος. Εάν το Δικαστήριο αποφανθεί παραβίαση σε υπόθεση που κατατίθεται από κράτος για λογαριασμό μιας «κυβερνητικής» οντότητας και ένα χρηματικό ποσό ως δίκαιη ικανοποίηση, τότε ο τελικός δικαιούχος αυτού του ποσού θα είναι το προσφεύγων κράτος. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 33 της Σύμβασης δεν του επιτρέπει να εξετάσει μια διακρατική προσφυγή που αποσκοπούσε στην προστασία των δικαιωμάτων νομικής οντότητας που δεν χαρακτηρίζεται ως μία «μη κυβερνητική οργάνωση» και ως εκ τούτου η ίδια δε δικαιούται να υποβάλει ατομική προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 34.

Στην παρούσα υπόθεση και έχοντας υπόψη όλο το υλικό του φακέλου, το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι υπήρχε κάποιος λόγος να απομακρυνθεί από τα πορίσματα της υπόθεσης LJUBLJANSKA BANKA D.D. κατά Κροατίας (αρ. 29003/07), καθώς η Τράπεζα δεν απολάμβανε επαρκή θεσμική και επιχειρηματική ανεξαρτησία από το κράτος και δεν θα μπορούσε, συνεπώς, να χαρακτηριστεί ως «μη κυβερνητική οργάνωση» κατά την έννοια του άρθρου 34. Κατά συνέπεια, το άρθρο 33 δεν εξουσιοδοτούσε το Δικαστήριο να εξετάσει μια διακρατική προσφυγή η οποία επικαλείται παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος της σύμβασης σε σχέση με αυτό το νομικό πρόσωπο.

Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες