Δικαστίνα καθυστερούσε έκδοση 210 δικαστικών αποφάσεων, χάνοντας και δικογραφίες! Πειθαρχική καταδίκη και απαράδεκτη άσκηση ενδίκων μέσων. Μη παραβίαση δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Cristina Maria Albuquerque Fernandes κατά Πορτογαλίας της 12.01.2021 ( αριθ. προσφ.50160/13)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δίκαιη δίκη και προϋποθέσεις  παραδεκτού ένδικων μέσων σε πειθαρχική διαδικασία. Δικαστίνα,  παράλειψη έκδοσης 210 αποφάσεων και απώλεια δικογραφιών. Πειθαρχική καταδίκη. Άσκηση ενδίκων μέσων.

Το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστικών Αρχών (HCJ) σε πειθαρχική  διαδικασία εναντίον της προσφεύγουσας δικαστίνας αποφάσισε να της επιβάλει την ποινή της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων εξαιτίας παράλειψης έκδοσης αποφάσεων σε πάνω από 210 υποθέσεις και απώλειας φακέλων.  Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση της και αντιστοίχως το Συνταγματικό Δικαστήριο την προσφυγή της για αντισυνταγματικότητα του νόμου που εφαρμόστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως απαράδεκτη, γιατί  δεν είχε συμμορφωθεί με τη νομοθετική απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 79 – Γ του νόμου για τις προσφυγές ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Το ΕΔΔΑ λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της προσφυγής στο Συνταγματικό Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι προκειμένου να υποβληθεί έγκυρη προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού,  όλα τα δικόγραφα έπρεπε να προσδιορίσουν το εδάφιο της ενότητας 70 § 1 του LOTC επί της οποίας βασίζεται  η προσφυγή και η νομική διάταξη της οποίας θα κριθεί η αντισυνταγματικότητα.

Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν είχε  θέσει το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας της κανονιστικής ερμηνείας του άρθρου 117 § 1 που εφαρμόστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, έκρινε ότι η εσφαλμένη διαδικαστική ενέργεια της ήταν η αιτία των περιορισμών που της επιβλήθηκαν με την απόρριψη της συνταγματικής προσφυγής της.

Συνεπώς δεν παραβιάστηκε η ασφάλεια δικαίου και το άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ.  Όσον αφορά την ουσία του δικαιώματος, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι εφόσον η προσφυγή της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, δεν έχει εξαντλήσει τα εγχώρια ένδικα μέσα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Cristina Maria Albuquerque Fernandes είναι υπήκοος της Πορτογαλίας που γεννήθηκε το 1963 και ζει στην Κοΐμπρα (Πορτογαλία). Την δεδομένη χρονική περίοδο ήταν δικαστίνα.

Τον Φεβρουάριο του 2011, το HCJ (High Council of the Judiciary- Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικαστών) κίνησε πειθαρχική διαδικασία κατά της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, κατηγορήθηκε ότι πήρε μαζί της φακέλους δικογραφιών από το Δικαστήριο της Alcobaça για τους οποίους  ήταν υπεύθυνη  για τη μεταφορά τους  στο δικαστήριο της Leiria τον Σεπτέμβριο του 2010,  και δεν κατάφερε να τους επιστρέψει.

Τον Απρίλιο του 2011, ο  ανακριτής ζήτησε από την προσφεύγουσα να επιστρέψει τους φακέλους.  Αφού δεν έλαβε θετική απάντηση, ο ανακριτής ενημέρωσε το HCJ, το οποίο   αποφάσισε να της  επιβάλει προσωρινό μέτρο αναστολής  από την άσκηση των καθηκόντων της  για χρονικό διάστημα 30 ημερών.

Τον Ιούλιο του 2011, ο ανακριτής  με βούλευμα παρέπεμψε την προσφεύγουσα με τις κατηγορίες ότι παραβίασε το καθήκον της να  ενεργεί με ζήλο και να υπακούει στις οδηγίες του HCJ, ότι εμπόδισε την άσκηση της δικαιοσύνης και ότι έβλαψε  ανεπανόρθωτα το κύρος του δικαστικού σώματος και την εικόνα του Δικαστηρίου της  Alcobaça. Μεταξύ άλλων κατηγοριών, η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για του ότι καθυστέρησε να ασχοληθεί με υποθέσεις, ακόμα και επειγουσών περιπτώσεων. Παρέλειψε να εκδώσει αποφάσεις  σε 210 υποθέσεις, έχοντας δε λάβει 19 φακέλους, αναχώρησε από το Δικαστήριο της Alcobaça, χωρίς να ζητήσει άδεια από το HCJ και χωρίς να ενημερώσει τον Ππρόεδρο  ή τους γραμματείς του δικαστηρίου και τέλος γιατί επέστρεψε αυτούς τους φακέλους  μόνο αφού το HCJ της επέβαλε την ποινή της αναστολής από την άσκηση των καθηκόντων  και χωρίς να αποφανθεί επί των εν λόγω υποθέσεων.

Τον Σεπτέμβριο του 2011 η προσφεύγουσα υπέβαλε υπόμνημα και αρνήθηκε τις κατηγορίες. Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι είχε ενημερώσει τους γραμματείς  του δικαστηρίου ότι έπαιρνε μαζί της ορισμένους φακέλους,  πρόσθεσε δε ότι υπέφερε από προβλήματα υγείας και από άγχος.

Τον Δεκέμβριο του 2011, το HCJ,  συνεδριάζοντας σε Ολομέλεια, εξέδωσε την απόφασή του και της επέβαλε την ποινή της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης.

Μεταξύ 2012 και 2013, η προσφεύγουσα άσκησε έφεση ενώπιον του  Ανώτατου Δικαστήριο και στη συνέχεια προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, χωρίς επιτυχία.

Στην  έφεσή της  ενώπιον του  Ανώτατου Δικαστηρίου ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν ήταν σε θέση να προβλέψει την ποινή που θα μπορούσε να της επιβληθεί  και ότι, κατά συνέπεια, είχε εκπλαγεί  από την απόφαση του HCJ. Υποστήριξε ότι  αυτό παραβίασε το δικαίωμά της να υπερασπιστεί τον εαυτό της, όπως εγγυάται το Σύνταγμα, και επίσης το δικαίωμά της να ακουστεί, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 110 § 2 του νόμου περί δικαστών. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση στις 19 Σεπτεμβρίου 2002.

Τέλος, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή  στο Συνταγματικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι η το κατηγορητήριο για το οποίο είχε υποβάλει το υπόμνημα της, είχε ως επιβαλλομένη ποινή  την επιβολή  προστίμου ή υπηρεσιακή μετάθεση. Κατά συνέπεια, θεώρησε ότι είχε αιφνιδιαστεί  από την απόφαση του HCJ να επιβάλει την ποινή της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 117 § 1 του νόμου περί δικαστικών λειτουργών  ήταν αντισυνταγματικό υπό το πρίσμα του άρθρου 13, του άρθρου 20§ 4, άρθρο 32 §§ 1, 2 και 10 και άρθρο 269 § 3 του Συντάγματος.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε με μονομελή σύνθεση , κήρυξε την προσφυγή απαράδεκτη με συνοπτική διαδικασία στις 28.11.2012, με την αιτιολογία ότι στην  απόφαση του HCJ δεν είχε εφαρμογή  το άρθρο 117 § 1 του νόμου περί δικαστικών λειτουργών κατά την έννοια που ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, όπως απαιτείται από το άρθρο 79-C του Συνταγματικού Δικαστηρίου Νόμου («το LOTC»).

Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση  κατά αυτής της απόφασης ενώπιον  του Τριμελούς Συνταγματικού Δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν υπερβολικά φορμαλιστική.  Το Τριμελές Συνταγματικό Δικαστήριο  επικύρωσε  την απόφαση του Μονομελούς.

Βασιζόμενη  στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι πληροφορήθηκε  για την ποινή που επιβλήθηκε στις πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον της μόνον όταν εκδόθηκε η απόφαση από το HCJ  και ότι δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της από αυτή την άποψη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο)

Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι ήθελε να προβεί σε επανεξέταση του κατά πόσον η ερμηνεία του άρθρου  117 § 1 του νόμου περί δικαστικών λειτουργών  (σύμφωνα με την οποία στο κατηγορητήριο δεν είναι υποχρεωτική  η αναφορά στις εφαρμοστέες κυρώσεις, ιδίως όταν πρόκειται για κυρώσεις  όπως την αποβολή από το δικαστικό σώμα) ήταν συμβατό με το άρθρο 32 του Συντάγματος. Διευκρίνισε ότι η ερώτησή της, βάσει της φερόμενης αντισυνταγματικότητας της ερμηνείας του άρθρου 117 § 1 , ήταν σαφής και τεκμηριωμένη  με συγκεκριμένα επιχειρήματα. Πρόσθεσε ότι είχε αναφερθεί σε όλες τις σχετικές νομικές διατάξεις της υπόθεσης, προκειμένου να αποδείξει ότι το κατηγορητήριο έπρεπε να αναφέρεται στις εφαρμοστέες κυρώσεις, έτσι ώστε ο κατηγορούμενος να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του με πλήρη γνώση των σχετικών κατηγοριών και έτσι να αποφεύγεται μια «απρόσμενη απόφαση».

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι σύμφωνα με το τμήμα 75-A του LOTC, προκειμένου να υποβληθεί έγκυρη προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο όλα τα δικόγραφα έπρεπε να προσδιορίσουν το εδάφιο του άρθρου  70 § 1 του LOTC επί της οποίας βασίστηκε η προσφυγή και η νομική διάταξη της οποίας θα κριθεί η αντισυνταγματικότητα. Το  τμήμα 79-C του LOTC διευκρίνισε ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η εν λόγω διάταξη στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο περιορισμός που τίθεται εν προκειμένω στο δικαίωμα της προσφεύγουσας για πρόσβαση στο Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν επομένως νόμιμος. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι επιδίωκε  έναν θεμιτό σκοπό, δηλαδή τη τήρηση του κράτους δικαίου και την ορθή διαχείριση του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, παρέμεινε να προσδιορίσει εάν αυτός ο περιορισμός ήταν ανάλογος , με τον νόμιμο στόχο που επιδιώκεται στην παρούσα υπόθεση.

Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της προσφυγής στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι όροι πρόσβασης στο δικαστήριο αυτό θα μπορούσαν να είναι αυστηροί, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της  δικαιοσύνης στο υψηλότερο επίπεδο της δικαστικής ιεραρχίας . Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο παρενέβη μόνο ως δικαστήριο για νομικά ζητήματα, αφού το ζήτημα  της συνταγματικότητας του νόμου που εφαρμόστηκε είχε εξεταστεί από τα κατώτερα δικαστήρια στην δικαστική ιεραρχία. Στην παρούσα υπόθεση, η προσφεύγουσα  δεν είχε στη διάθεσή της άλλο ένδικο μέσο εκτός από την προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των εξουσιών του εν λόγω δικαστηρίου όσον αφορά τον έλεγχο της συνταγματικότητας, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Στην απόφασή του της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η κανονιστική ερμηνεία του άρθρου 117 § 1 του Νόμου περί Καθεστώτος δικαστικών λειτουργών, σύμφωνα με το οποίο δεν ήταν απαραίτητο να προσδιοριστεί η προβλεπόμενη  ποινή στο κατηγορητήριο, ήταν συμβατή με το Σύνταγμα, δεδομένου ότι ένας δικαστής που κατηγορείται στο πλαίσιο πειθαρχικών διαδικασιών θα μπορούσε να προβλέψει την πιθανή πειθαρχική ποινή με βάση τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά εκτίθενται στο κατηγορητήριο. Ειδικότερα, είχε κρίνει ότι αυτή η ερμηνεία δεν παραβίαζε το δικαίωμα στην ισότητα όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 § 4 του Συντάγματος και τα διαδικαστικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το άρθρο 32 §§ 1 και 2 και το άρθρο 269 § 3 του Συντάγματος, απαντώντας με αυτό τον τρόπο στο ερώτημα.

Ωστόσο, δεν ήταν η ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο 117 § 1 του νόμου περί δικαστικών λειτουργών από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του της 19.09.2012 ο λόγος για το οποίο η προσφεύγουσα προσέφυγε  στο Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά μάλλον η ερμηνεία που είχε δοθεί στην απόφαση του  πειθαρχικού Συμβουλίου (HCJ)  της 13.12.2011. Έτσι, όπως σημείωσε το Συνταγματικό Δικαστήριο, η ερμηνεία του Ανώτατου Δικαστηρίου ήταν πολύ ευρύτερη, καθώς ανέφερε ότι ακόμη και αν δεν προσδιοριζόταν η προβλεπόμενη ποινή, θα μπορούσε να προκύψει από την αναφορά των πραγματικών περιστατικών στο κατηγορητήριο.

Επομένως, αποτυγχάνοντας η προσφεύγουσα να εξηγήσει  την έννοια της κανονιστικής ερμηνείας για την οποία ασκήθηκε η προσφυγή της, όπως είχε ερμηνευτεί από  το κατώτερο δικαστήριο, συγκεκριμένα εν προκειμένω το Ανώτατο Δικαστήριο, η προσφεύγουσα  δεν είχε συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου 79 – Γ του LOTC, όπως έχει διαπιστωθεί  από τη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Ως δευτερεύουσα εκτίμηση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της τα απαραίτητο στοιχεία να υποβάλει αυτήν την ερώτηση έγκυρα, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Σημείωσε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε ήδη αποφανθεί σχετικά με την αντισυνταγματικότητα των κανονιστικών ερμηνειών του άρθρου 117 § 1 και του άρθρου 122 του νόμου περί δικαστικών λειτουργών. Επομένως, η προσφεύγουσα  όφειλε να θέσει το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας της κανονιστικής ερμηνείας του άρθρου 117 § 1 του νόμου περί δικαστικών λειτουργών, όπως εφαρμόστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του της 19.09.2012.

Κατά συνέπεια, δεν είναι λογικό να υποστηριχτεί ότι οι  αποφάσεις που εκδόθηκαν στην παρούσα υπόθεση από το Συνταγματικό Δικαστήριο διέθεταν υπερβολικό φορμαλισμό. Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι είχαν εγγυηθεί την ασφάλεια δικαίου και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Έτσι, το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε αποκαταστήσει το κράτος δικαίου σε σχέση με ένα εσφαλμένο διαδικαστικό βήμα που έκανε η προσφεύγουσα.  Ακολούθως  οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα δεν επηρέασαν την ουσία του δικαιώματός της πρόσβασης σε δικαστήριο και ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης   υπό αυτή τη σκοπιά.

 

Άρθρο  6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση) – καταγγελία σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία

Το Δικαστήριο επανέλαβε τη διαπίστωσή του ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε κηρύξει την προσφυγή  της προσφεύγουσας απαράδεκτη με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση που ορίζει το άρθρο 79-Γ του LOTC . Επομένως, το δικαστήριο αυτό δεν είχε αποφανθεί επί της ουσίας της φερόμενης αντισυνταγματικότητας της κανονιστικής ερμηνείας του άρθρου 117 § 1 του νόμου περί δικαστικών λειτουργών. Ετσι η  προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει, σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης, τα ένδικα μέσα που  είχε στη διάθεσή της και που θα μπορούσαν  να παράσχει αποζημίωση για την καταγγελία της.

Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή  της για το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση) ως απαράδεκτη (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες