Διακοπή σύνταξης χήρου μετά την ενηλικίωση των παιδιών, γιατί ως άντρας έπρεπε να επιστρέψει στην εργασία. Παραβίαση ισότητας των φύλων και οικογενειακής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Β. κατά Ελβετίας της 20.10.2020 ( αριθ. προσφ. 78630/12)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου  και δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή. Η υπόθεση αφορούσε τη σύνταξη χήρου, η χορήγηση της οποίας διακόπηκε όταν ενηλικιώθηκαν τα παιδιά του. Τα εγχώρια δικαστήρια με αμετάκλητη απόφαση απέρριψαν το ένδικο μέσο που άσκησε ο προσφεύγων,  βασιζόμενα στην εγχώρια νομοθεσία που προέβλεπε επιστροφή των χήρων στην εργασία μετά την ενηλικίωση των παιδιών, καθιερώνοντας διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τις χήρες, στις οποίες  χορηγείται ισόβια σύνταξη.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι μόνο «πολύ σοβαροί  λόγοι» θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν διακρίσεις λόγω φύλου, είτε το θύμα είναι γυναίκα είτε άντρας.

Το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι η ΕΣΔΑ  πρέπει να ερμηνεύεται  υπό το φως των σημερινών συνθηκών.  Διαπίστωσε ότι το τεκμήριο ότι συνήθως  ο σύζυγος βοηθάει οικονομικά τη σύζυγο, δεν  είναι πλέον έγκυρο. Συνεπώς έκρινε κατά πλειοψηφία ότι δεν υπήρχαν σοβαροί λόγοι και  καμία εύλογη δικαιολογία για την άνιση μεταχείριση σε βάρος του προσφεύγοντος.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σε μη διάκριση λόγω φύλου (άρθρο 14) σε συνδυασμό με το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης).

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Β., είναι Ελβετός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1953. Είναι πατέρας δύο παιδιών, τα οποία τα ανάθρεψε  μόνος του αφού έχασε τη γυναίκα του σε ατύχημα όταν τα παιδιά ήταν ενός έτους και εννέα  μηνών και τεσσάρων ετών αντιστοίχως.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2010, αφού διαπιστώθηκε ότι η μικρότερη κόρη του προσφεύγοντος επρόκειτο να ενηλικιωθεί, το Γραφείο Αποζημιώσεων Canton Appenzell Outer Rhodes διέκοψε την καταβολή της σύνταξης χηρείας του προσφεύγοντος. Κατέθεσε έφεση, επικαλούμενος την αρχή ισότητας των φύλων, που ορίζεται στο Ελβετικό Σύνταγμα,  επιχείρημα που το Γραφείο απέρριψε. Προσέφυγε  στο Καντονικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε λόγος να υποστεί διαφορετική μεταχείριση και πιο μειονεκτική σε σχέση με μια χήρα. Το δικαστήριο απέρριψε την έφεσή του, παρατηρώντας ότι ο νομοθέτης είχε γνώση της άνισης μεταχείρισης των χήρων κατά τη σύνταξη και την τροποποίηση του Ομοσπονδιακού νόμου για την ασφάλιση και την σύνταξη γήρατος,  και είχε την άποψη ότι οι χήροι οι οποίοι είχαν αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών ήταν αναμενόμενο να επιστρέψουν στη δουλειά όταν τα παιδιά ενηλικιώνονταν , λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό δεν θα μπορούσε εύλογα να απαιτείται από τις γυναίκες το ίδιο στις ίδιες συνθήκες.

Ο προσφεύγων προσέφυγε στο Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς επιτυχία.

Βασιζόμενος στο άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι είχε υποστεί διακρίσεις σε σχέση με τις χήρες μητέρες οι οποίες είχαν την αποκλειστική ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 καθώς ο σκοπός  της σύνταξης χηρείας σε χήρα ή χήρο ήταν να επιτρέψει στον επιζώντα σύζυγο να οργανώσει την οικογενειακή του ζωή.  Επιπλέον, καθώς ήταν 57 ετών όταν είχε σταματήσει να λαμβάνει τη σύνταξη και 59 όταν το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο είχε εκδώσει την απόφασή του, θα ήταν δύσκολο γι’ αυτόν να επιστρέψει στη αγορά εργασίας, ένας παράγοντας που είχε πρακτικό αντίκτυπο στο τρόπο οργάνωσης της οικογενειακής του ζωής. Κατά συνέπεια, το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8  ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος για διάκριση λόγω «φύλου», το Δικαστήριο  παρατήρησε ότι πράγματι είχε υποστεί άνιση μεταχείριση στο ότι η καταβολή της σύνταξης χηρείας  διακόπηκε όταν η μικρότερη κόρη του ενηλικιώθηκε ενώ μια χήρα στην ίδια κατάσταση δεν θα είχε χάσει το δικαίωμά της στη σύνταξη.

Όσον αφορά τον αντικειμενικό χαρακτήρα της διάκρισης, το Δικαστήριο ήταν διατεθειμένο να αποδεχθεί το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι συνήθως ο σύζυγος βοηθάει οικονομικά τη σύζυγό του, ειδικά όταν έχει παιδιά. Ωστόσο, θεώρησε ότι απαιτούνταν  προσεκτικός έλεγχος της αναλογικότητας στην άνιση μεταχείριση. Επανέλαβε ότι μόνο «πολύ σοβαροί  λόγοι» θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν διακρίσεις λόγω φύλου, είτε το θύμα ήταν γυναίκα είτε άντρας.

Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποκλείσει ότι η καταβολή σύνταξης που περιορίζεται στις χήρες ενδέχεται να δικαιολογείται από τον ρόλο και το καθεστώς που έχει ανατεθεί στις γυναίκες τη στιγμή που είχε εκδοθεί ο σχετικός νόμος, το 1948. Ωστόσο, επεσήμανε ότι η Σύμβαση ήταν ένα «ζωντανό όργανο» που πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των σημερινών συνθηκών και διαπίστωσε ότι το τεκμήριο ότι συνήθως  ο σύζυγος βοηθάει οικονομικά τη σύζυγο, δεν ήταν πλέον έγκυρο και δε  θα μπορούσε να  δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση της οποίας υπήρξε θύμα ο προσφεύγων.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος είχε πεθάνει σε ατύχημα όταν τα παιδιά τους ήταν ενός έτους και τεσσάρων μηνών και τεσσάρων ετών. Έκτοτε, ο προσφεύγων είχε μεγαλώσει τα παιδιά μόνος χωρίς να μπορεί να συνεχίσει την καριέρα του. Ήταν 57 ετών όταν η σύνταξη χηρείας διακόπηκε και ο προσφεύγων δεν είχε ασκήσει κερδοφόρα επαγγελματική  δραστηριότητα για περισσότερο από 16 χρόνια. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε γιατί ο προσφεύγων θα αντιμετώπιζε λιγότερες δυσκολίες κατά την επιστροφή του στο χώρο εργασίας στην ηλικία του, σε σχέση με μια γυναίκα σε παρόμοια κατάσταση, ή γιατί ο διακοπή της σύνταξης  θα τον είχε επηρεάσει σε μικρότερο βαθμό από μια χήρα σε συγκρίσιμες περιστάσεις.

Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να συμπεράνει ότι υπήρξαν «πολύ σοβαροί λόγοι» στην παρούσα υπόθεση ώστε να δικαιολογήσει τη διαφορετική  μεταχείριση λόγω φύλου που ισχυρίζεται ο προσφεύγων. Διαπίστωσε λοιπόν ότι η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει καμία εύλογη δικαιολογία για την άνιση μεταχείριση σε βάρος του προσφεύγοντος.

Υπήρξε συνεπώς παραβίαση του δικαιώματος σε μη διάκριση λόγω φύλου (άρθρο 14) σε συνδυασμό με παραβίαση του δικαίωματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελβετία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ  για ηθική βλάβη και 6.380 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες