Άρνηση αναγνώρισης θρησκευτικής κοινότητας λόγω ομοιοτήτων του καταστατικού της με άλλη θρησκευτική ένωση. Παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Föderation Der Aleviten Gemeinden in Österreich κατά Αυστρίας της 05.03.2024 (αρ. προσφ. 64220/19)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφεύγουσα είναι θρησκευτική ένωση Αλεβιτών στην Αυστρία. Απορρίφθηκε η αίτηση αναγνώρισής της ως θρησκευτικής κοινότητας λόγω ομοιοτήτων του καταστατικού της με άλλη παρόμοια θρησκευτική ένωση. Επικαλούμενη τα άρθρα 9 και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κατήγγειλε ότι παραβιάστηκε η θρησκευτική της ελευθερία και η δίκαιη δίκη.

Κατά το ΕΔΔΑ η ελευθερία στη θρησκευτική της διάσταση, είναι ένα από τα πιο ζωτικά στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα των πιστών και την αντίληψή τους για τη ζωή και θεμέλιο της δημοκρατικής κοινωνίας. Τόνισε ότι, εάν ένα κράτος θεσπίσει ένα πλαίσιο για την απονομή ειδικού καθεστώτος σε θρησκευτικές ομάδες που συνεπάγεται ειδικά προνόμια, όλες οι θρησκευτικές ομάδες που το επιθυμούν, πρέπει να έχουν μια δίκαιη ευκαιρία να υποβάλουν σχετική αίτηση και τα καθοριζόμενα κριτήρια πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα ένωση υπέβαλε τροποποιημένο καταστατικό και πίνακα που απεικόνιζε τις διαφορές μεταξύ του καταστατικού της και του καταστατικού της ένωσης ALEVI. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να διακρίνει τους λόγους για τους οποίους το εγχώριο Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης δεν έλαβε υπόψη αυτή την εκδοχή του καταστατικού στην απόφασή του, αλλά αντ’ αυτού ερμήνευσε το γεγονός της υποβολής τους σε βάρος της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο οι εγχώριες αρχές αρνήθηκαν να καταχωρήσουν την προσφεύγουσα ένωση ως θρησκευτική κοινότητα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ως αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 9. Όσον αφορά την καταγγελία βάσει του άρθρου 6§1, απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη γιατί η άρνηση καταχώρισης δεν αποτελεί αστικό δικαίωμα. Τέλος επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 20.000 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 1,

Άρθρο 9

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Παραβίαση του άρθρου 9

Το Δικαστήριο επανέλαβε καταρχάς ότι μια Εκκλησία ή ένα εκκλησιαστικό όργανο μπορεί, ως τέτοιο, να ασκεί για λογαριασμό των οπαδών της τα δικαιώματα που εγγυάται το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω, η κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε συναφώς τη νομιμοποίηση της προσφεύγουσας ενώσεως, η οποία επεδίωκε να καταχωρηθεί ως θρησκευτική κοινότητα που ενεργούσε επίσης προς το συμφέρον των οπαδών του Αλεβισμού που είχαν προσχωρήσει στις ενώσεις-μέλη της.

Το Δικαστήριο έπρεπε να εξακριβώσει αν υπήρξε προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας στη θρησκευτική ελευθερία λόγω της άρνησης καταχώρισής της ως θρησκευτικής κοινότητας. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα αυτό, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε νομική προσωπικότητα και δικαιοπρακτική ικανότητα ως ένωση και τα μέλη του μπορούσαν να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα σύμφωνα με το αυστριακό συνταγματικό δίκαιο. Το Δικαστήριο δεν συντάχθηκε με το επιχείρημα αυτό. Επανέλαβε ότι, αν ένα κράτος θεσπίζει ένα πλαίσιο για την απονομή ειδικού καθεστώτος σε θρησκευτικές ομάδες που συνεπάγεται ειδικά προνόμια, όλες οι θρησκευτικές ομάδες που το επιθυμούν πρέπει να έχουν δίκαιη δυνατότητα να υποβάλουν σχετική αίτηση και τα καθοριζόμενα κριτήρια πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις. Ιδιαίτερο καθεστώς αποδίδεται στις καταχωρισμένες θρησκευτικές κοινότητες, διότι ο νόμος προβλέπει τη διευκόλυνση της νομικής αναγνώρισής τους ως θρησκευτικών κοινοτήτων, οι οποίες απολαύουν διαφόρων προνομίων. Επομένως, η άρνηση εγγραφής της προσφεύγουσας ένωσης ως θρησκευτικής κοινότητας συνιστούσε παρέμβαση στα δικαιώματα της προσφεύγουσας ένωσης βάσει του άρθρου 9 της Σύμβασης.

Τα εθνικά δικαστήρια στήριξαν τις αποφάσεις τους στο άρθρο 5 του νόμου περί θρησκευτικών κοινοτήτων, καθώς το καταστατικό της προσφεύγουσας δεν ήταν σύμφωνο με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του νόμου περί θρησκευτικών κοινοτήτων. Η διάταξη αυτή απαιτούσε το καταστατικό μιας θρησκευτικής κοινότητας να περιλαμβάνει την παρουσίαση θρησκευτικού δόγματος διακριτού από εκείνο των καταχωρισμένων θρησκευτικών κοινοτήτων (άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 2), καθώς και διατάξεις σχετικά με την έναρξη και τη λήξη της ιδιότητας του μέλους (άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 4). Όπως έχει επισημάνει το Συνταγματικό Δικαστήριο στη νομολογία του, το άρθρο 4, παρ. 1, σημείο 2, του νόμου περί θρησκευτικών κοινοτήτων πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το Σύνταγμα και δεν αποκλείει τον πλουραλισμό. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι η εν λόγω διάταξη μπορεί να εφαρμοστεί σύμφωνα με τις αρχές της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εν λόγω παρέμβαση «προβλεπόταν από το νόμο».

Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι η επέμβαση επιδίωκε θεμιτό σκοπό κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, ήτοι την προστασία της δημόσιας τάξης και των δικαιωμάτων τρίτων. Ωστόσο, αμφισβήτησε ότι η επέμβαση ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, στις δημοκρατικές κοινωνίες ενδέχεται να είναι αναγκαίοι οι περιορισμοί της ελευθερίας εκδήλωσης του θρησκεύματος προκειμένου να συμβιβαστούν τα συμφέροντα διαφόρων ομάδων και να διασφαλιστεί ο σεβασμός των πεποιθήσεων όλων. Επομένως, η απαίτηση από θρησκευτικό σωματείο που ζητεί την καταχώριση να διακρίνεται από προϋπάρχουσες ενώσεις είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτή, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να μην δημιουργείται σύγχυση στα μάτια του κοινού. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την απαίτηση ότι το καταστατικό μιας θρησκευτικής ένωσης καθορίζει σαφώς τις πεποιθήσεις και τις τελετουργίες της, έτσι ώστε το κοινό να μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων δογμάτων και προκειμένου να αποφευχθεί η αντιπαράθεση μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων. Ωστόσο, μολονότι τα κράτη έχουν δικαίωμα ελέγχου σχετικά με τη συμβατότητα των σκοπών και των δραστηριοτήτων ενός θρησκευτικού σωματείου με τους κανόνες που θεσπίζονται από τη νομοθεσία, πρέπει να το πράττουν κατά τρόπο συμβατό με τις υποχρεώσεις τους βάσει της Σύμβασης και υπό την επιφύλαξη της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

Ενώ η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η άρνηση εγγραφής της προσφεύγουσας ένωσης ήταν αναγκαία για την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων από οποιαδήποτε σύγχυση, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης στήριξε επαρκώς την απόφασή του της 29 Ιανουαρίου 2019 σε αυτή την εκτίμηση. Ενώ το Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης ξεκίνησε τη συλλογιστική του επισημαίνοντας ότι, βάσει του καταστατικού της 7 Μαΐου 2015, η θεωρία της προσφεύγουσας δεν διέφερε επαρκώς από εκείνη της ALEVI, στη συνέχεια προσήψε στην προσφεύγουσα ένωση έλλειψη δέσμευσης και αξιοπιστίας, με την αιτιολογία ότι είχε επανειλημμένα τροποποιήσει το καταστατικό της. Σύμφωνα με το Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης, οι τροποποιήσεις αυτές κατέδειξαν ότι η προσφεύγουσα ένωση αντιλαμβανόταν το καταστατικό της μόνο ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού, δηλαδή της καταχώρισης. Κατέστησαν επίσης αδύνατο τον προσδιορισμό ενός σαφούς θρησκευτικού δόγματος και – σύμφωνα με το διοικητικό δικαστήριο – έθεσαν το ερώτημα εάν υποστηρίχθηκαν ακόμη και από τους οπαδούς της προσφεύγουσας ένωσης. Έκρινε ότι η υποβολή από την προσφεύγουσα της τελευταίας έκδοσης του καταστατικού της, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου 2019, υποκινήθηκε μόνο από την επιθυμία να διακρίνει περαιτέρω το καταστατικό της από εκείνο της ALEVI και σήμαινε επίσης ότι η προσφεύγουσα είχε παραπλανήσει τις αρχές όταν υπέβαλε παλαιότερες εκδόσεις του καταστατικού της.

Το Δικαστήριο δυσκολεύτηκε να κατανοήσει αυτή τη συλλογιστική του διοικητικού δικαστηρίου της Βιέννης. Πρώτον, το Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης κατέληξε στην ίδια απόφαση στο συμπέρασμα ότι το θρησκευτικό δόγμα της προσφεύγουσας ένωσης ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό των ΑΛΕΒΙΤΏΝ, ενώ έκρινε επίσης ότι το θρησκευτικό δόγμα της προσφεύγουσας ένωσης δεν μπορούσε να καθιερωθεί λόγω των συχνών τροποποιήσεων του καταστατικού της. Δεύτερον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι παρόλο που η προσφεύγουσα ένωση είχε προτείνει τα ονόματα πολλών μαρτύρων μεταξύ των οπαδών της για εξέταση κατά τις ακροάσεις, το Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης αρνήθηκε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία, αλλά στη συνέχεια αμφισβήτησε στην απόφασή του εάν οι οπαδοί υποστήριξαν τις τροποποιήσεις του καταστατικού.

Τρίτον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αίτηση καταχώρισης της προσφεύγουσας ένωσης υποβλήθηκε υπό μάλλον ειδικές περιστάσεις, οι οποίες ήταν γνωστές στις αρχές καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εξηγούν την ανάγκη ορισμένων από αυτές τις επανειλημμένες τροποποιήσεις. Ειδικότερα, ήταν γνωστό στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο, όταν έλαβε την πρώτη αίτηση της προσφεύγουσας, ότι η προσφεύγουσα ένωση είχε ήδη προετοιμάσει την αίτησή της για καταχώριση από ορισμένο χρονικό διάστημα, τούτο δε σε στενή διαβούλευση με εκπροσώπους του Ομοσπονδιακού Υπουργείου. Επιπλέον, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο γνώριζε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μία από τις ενώσεις-μέλη της προσφεύγουσας είχε υποβάλει αίτηση καταχώρισης της ALEVI ως θρησκευτικής κοινότητας, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση ή γνώση της προσφεύγουσας και ότι η αιτία της διαφωνίας τους ήταν οι αποκλίνουσες απόψεις τους έναντι του Ισλάμ, τις οποίες η προσφεύγουσα ένωση προσπάθησε αρχικά να συμπεριλάβει στη διατύπωση του καταστατικού της. Φαίνεται επίσης ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι, όταν η προσφεύγουσα ένωση έλαβε γνώση της αίτησης αναγνώρισης των ΑΛΕΒΙΤΩΝ, η οποία απέσυρε την ανάγκη συμβιβασμού στο καταστατικό της, επιδίωξε να διαχωριστεί από το Ισλάμ, ενώ η ΑΛΕΒΙ θεωρούσε, τουλάχιστον αρχικά, ότι ανήκε στο Ισλάμ και αργότερα κατέστη νομικώς αναγνωρισμένη θρησκευτική κοινότητα δυνάμει του νόμου περί Ισλάμ. Σε αυτό το πλαίσιο των δυσκολιών στη διοικητική διαδικασία, το Δικαστήριο δυσκολεύτηκε να κατανοήσει γιατί το Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης κατέληξε στο συμπέρασμα από τις συχνές τροποποιήσεις του καταστατικού της προσφεύγουσας ένωσης ότι δεν είχε δέσμευση απέναντί τους και ότι σκόπευε να παραπλανήσει τις αρχές. Οι προηγούμενες τροποποιήσεις του καταστατικού υποκινήθηκαν από την επιθυμία να αφαιρεθεί η γλώσσα που εισήχθη για να φιλοξενήσει μια ένωση μέλος από την οποία στη συνέχεια αποχώρησε  και οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις έγιναν με σκοπό τη συμμόρφωση του καταστατικού με τις διατάξεις του νόμου περί εγγεγραμμένων θρησκευτικών κοινοτήτων, επισημαίνοντας καλύτερα τις διαφορές μεταξύ αυτής και μιας ήδη υπάρχουσας θρησκευτικής κοινότητας με την οποία η προσφεύγουσα ένωση ήταν αλληλένδετες. Το Δικαστήριο σημείωσε συναφώς ότι αυτές οι ειδικές περιστάσεις επίσης δεν περιλαμβάνονται στην απόφαση του ομοσπονδιακού υπουργού της 16 Δεκεμβρίου 2010, με την οποία απέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας την ίδια ημέρα που χορήγησε στην ALEVI το καθεστώς της θρησκευτικής κοινότητας. Επίσης, δεν μνημονεύονταν στην απόφαση της 11 Μαΐου 2015, με την οποία ο ομοσπονδιακός Υπουργός έκρινε ότι το θρησκευτικό δόγμα της προσφεύγουσας ένωσης δεν διέφερε επαρκώς από εκείνο της ALEVI.

Τέταρτον, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να παραβλέψει ότι, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι από την υποβολή αναθεωρημένου καταστατικού από την προσφεύγουσα της 19 Ιανουαρίου 2019 προέκυπτε ότι τα χρησιμοποιούσε μόνο για την καταχώριση, το διοικητικό δικαστήριο της Βιέννης φαίνεται να κρίνει εμμέσως την προσφεύγουσα ένωση για την επιδίωξη του σκοπού της εγγραφής, δυνατότητα που παρέχει ο νόμος περί θρησκευτικών κοινοτήτων, και για την προσπάθεια συμμόρφωσης του καταστατικού της με τις απαιτήσεις του εν λόγω νόμου. Ειδικότερα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής ακρόασης στις 4 Ιανουαρίου 2019 η προσφεύγουσα ένωση φαίνεται να έλαβε, για πρώτη φορά, το πλήρες καταστατικό της ALEVI. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ένωση περιέλαβε στο καταστατικό της 19ης Ιανουαρίου 2019 πίνακα με τις διαφορές μεταξύ του καταστατικού της και του καταστατικού της ALEVI. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να διακρίνει τους λόγους για τους οποίους το Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης δεν έλαβε υπόψη αυτή την εκδοχή του καταστατικού στην απόφασή του, αλλά αντ’ αυτού ερμήνευσε το γεγονός της υποβολής τους εις βάρος της προσφεύγουσας. Συνολικά, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συλλογιστική του Διοικητικού Δικαστηρίου της Βιέννης όσον αφορά την απαίτηση ενός διακριτού θρησκευτικού δόγματος δεν μπορούσε να δικαιολογήσει επαρκώς τα πορίσματά του.

Η κυβέρνηση παρέπεμψε στο σκεπτικό του Διοικητικού Δικαστηρίου της Βιέννης και του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου για να υποστηρίξει ότι η άρνηση εγγραφής της προσφεύγουσας ένωσης ήταν δικαιολογημένη υπό το πρίσμα του ορισμού της ιδιότητας του μέλους που περιέχεται στο καταστατικό της. Σε μια σκέψη της απόφασής του της 29ης Ιανουαρίου 2019, το διοικητικό δικαστήριο της Βιέννης προσέθεσε ότι η έννοια της συμμετοχής στο καταστατικό της προσφεύγουσας ήταν υπερβολικά αόριστη. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η αίτηση καταχώρισης της προσφεύγουσας δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Αυτή ήταν η πρώτη φορά καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας που μια εγχώρια αρχή επικαλέστηκε το άρθρο 4, παρ. 1, σημείο 4, του νόμου περί θρησκευτικών κοινοτήτων, μολονότι η έννοια της συμμετοχής στο καταστατικό της προσφεύγουσας ένωσης φαίνεται να είναι η ίδια από το 2009. Μόνο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24 Ιανουαρίου 2019 το ζήτημα τέθηκε από τον εκπρόσωπο του ομοσπονδιακού υπουργού. Η προσφεύγουσα προσφέρθηκε να εξηγήσει την έννοια της ιδιότητας του μέλους, εφόσον απαιτείται. Ο δικαστής δεν το σχολίασε περαιτέρω. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τη συλλογιστική σχετικά με την έννοια της ιδιότητας του μέλους με την αίτησή αναίρεσής της ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου. Το δικαστήριο αυτό διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εγείρει ζητήματα θεμελιώδους σημασίας όσον αφορά την εν λόγω βιώσιμη εναλλακτική συλλογιστική. Ως εκ τούτου, δεν έκρινε αναγκαίο να ασχοληθεί περαιτέρω με τη συλλογιστική του Διοικητικού Δικαστηρίου της Βιέννης όσον αφορά τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου περί θρησκευτικών κοινοτήτων και το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το τελευταίο καταστατικό της δεν είχε ληφθεί υπόψη.

Μολονότι θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα γιατί η προσφεύγουσα δεν έθεσε το ζήτημα της ιδιότητας του μέλους και τις συναφείς ανησυχίες στην καταγγελία της ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι, σε αυτό το προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, τυχόν ελλείψεις στην έννοια της ιδιότητας του μέλους της προσφεύγουσας ένωσης αρκούσαν για να της αρνηθούν το καθεστώς καταχωρισμένης θρησκευτικής κοινότητας. Μόλις δέκα έτη μετά την αρχική αίτηση, ο ομοσπονδιακός Υπουργός εξέφρασε συναφώς ανησυχίες και η προσφεύγουσα εξέφρασε αμέσως την ετοιμότητά της να διευκρινίσει το καταστατικό, εφόσον παραστεί ανάγκη. Σε κανένα προηγούμενο σημείο οι εγχώριες αρχές δεν είχαν ζητήσει από την προσφεύγουσα ένωση να τροποποιήσει την έννοια της συμμετοχής της. Εντούτοις, μόλις πέντε ημέρες μετά την πρώτη προβολή της πτυχής αυτής κατά την τελική επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το διοικητικό δικαστήριο της Βιέννης στηρίχθηκε στο επιχείρημα αυτό στο σκεπτικό της απόφασής του, χωρίς να παράσχει πράγματι στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προσαρμόσει αναλόγως το καταστατικό. Δεδομένου ότι το άρθρο 4, παρ. 1, σημείο 4, του νόμου περί θρησκευτικών κοινοτήτων δεν διευκρινίζει πόσες λεπτομέρειες έπρεπε να περιληφθούν στις διατάξεις σχετικά με την έναρξη και τη λήξη της ιδιότητας του μέλους, η προσφεύγουσα ένωση θα έπρεπε να έχει τη ρεαλιστική ευκαιρία να θεραπεύσει την προβαλλόμενη έλλειψη. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι είναι ατυχές το γεγονός ότι το Ομοσπονδιακό Υπουργείο δεν είχε ενημερώσει την προσφεύγουσα για οποιαδήποτε έλλειψη ως προς αυτό. Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρως δυσχερών περιστάσεων που είχαν ήδη προκύψει κατά τη διοικητική διαδικασία, είναι ακόμη πιο λυπηρό το γεγονός ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν εξέτασε στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος των αιτιάσεων της προσφεύγουσας ένωσης σχετικά με την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου της Βιέννης, με το σκεπτικό ότι, εν πάση περιπτώσει, η απόφαση αυτή θα μπορούσε να στηριχθεί στην εναλλακτική αιτιολογία σχετικά με την προσχώρηση.

Η κυβέρνηση επικαλέστηκε επίσης το επιχείρημα ότι το όνομα που ζήτησε αρχικώς η προσφεύγουσα δεν είχε αποκλείσει τη σύγχυση με την ALEVI, όπως απαιτείται από το νόμο περί θρησκευτικών κοινοτήτων και είχε δώσει την εντύπωση του νομικού καθεστώτος μιας νομικά αναγνωρισμένης θρησκευτικής κοινότητας βάσει του νόμου περί αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων. Ωστόσο, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου της Βιέννης στις 29 Ιανουαρίου 2019, η προσφεύγουσα είχε ήδη αλλάξει το όνομα της θρησκευτικής κοινότητας προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος σύγχυσης. Ούτε το διοικητικό δικαστήριο της Βιέννης ούτε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αναφέρθηκαν στο επιχείρημα αυτό στο σκεπτικό τους. Το Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει την καταγγελία της προσφεύγουσας. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση καταχώρισής της.

Λαμβάνοντας υπόψη τον φάκελο στο σύνολό του, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι οι λόγοι που παρασχέθηκαν από τις εγχώριες αρχές ήταν σχετικοί και επαρκείς για να δικαιολογήσουν την παρέμβαση στα δικαιώματα της προσφεύγουσας ένωσης βάσει του άρθρου 9 για την προστασία της δημόσιας τάξης ή των δικαιωμάτων άλλων. Ο τρόπος με τον οποίο οι εγχώριες αρχές αρνήθηκαν να καταχωρήσουν την προσφεύγουσα ένωση ως θρησκευτική κοινότητα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ως απαραίτητος σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 9 της Σύμβασης.

Παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι για να εφαρμοστεί το άρθρο 6 § 1 στο αστικό του σκέλος, πρέπει να υπάρχει μια «διαφορά» σχετικά με ένα «δικαίωμα» που πρέπει να αναγνωριστεί από το εσωτερικό δίκαιο, ανεξάρτητα από το αν προστατεύεται από την ΕΣΔΑ. Η διαφορά πρέπει να είναι πραγματική και σοβαρή· μπορεί να αφορά όχι μόνο την ίδια την ύπαρξη ενός δικαιώματος, αλλά και την έκτασή του και τον τρόπο άσκησής του· και, τέλος, το αποτέλεσμα της διαδικασίας πρέπει να είναι άμεσα καθοριστικό για το επίμαχο δικαίωμα, δεδομένου ότι οι απλές ισχνές συνδέσεις ή οι απομακρυσμένες συνέπειες δεν επαρκούν για να τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 6 § 1 (βλ. Denisov κατά Ουκρανίας της 25.09.2018 [GC], αριθ. 76639/11, § 44 και Grzęda κατά Πολωνίας της 15.03.2022 [GC], αρ. 43572/18, § 257). Τέλος, το δικαίωμα πρέπει να είναι «αστικό» δικαίωμα.

Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει μετατοπιστεί προς την εφαρμογή του αστικού σκέλους του άρθρου 6 και σε υποθέσεις οι οποίες μπορεί αρχικά να μην φαίνεται ότι αφορούν αστικό δικαίωμα, αλλά ενδέχεται να έχουν άμεσες και σημαντικές επιπτώσεις σε ιδιωτικό δικαίωμα (βλ. De Tommaso κατά Ιταλίας της 23.02.2017 [GC], αρ. 43395/09, § 151).

Στην υπόθεση Metropolitan Church of Bessarabia κ.α, μια υπόθεση στην οποία η προσφεύγουσα εκκλησία δεν είχε νομική προσωπικότητα και δεν μπορούσε να λειτουργήσει, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα από τα μέσα άσκησης του δικαιώματος εκδήλωσης της θρησκείας, ειδικά για μια θρησκευτική κοινότητα, στη συλλογική της διάσταση, ήταν η δυνατότητα διασφάλισης δικαστικής προστασίας της κοινότητας, τα μέλη της και τα περιουσιακά της στοιχεία, οπότε το άρθρο 9 έπρεπε να εξεταστεί όχι μόνο υπό το πρίσμα του άρθρου 11, αλλά και υπό το πρίσμα του άρθρου 6. Στην υπόθεση Religionsgemeinschaft der Zeugen Jehovas κ.α. (§ 107), το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατ’ αρχήν το αστικό σκέλος του άρθρου 6 εφαρμόζεται σε διαδικασίες που αφορούν την καταχώριση ενώσεων, με τις οποίες απέκτησαν νομική προσωπικότητα. Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης βάσει του άρθρου 6 § 1 καταγγελίες σχετικά με διαδικασίες για την επιστροφή τόπων λατρείας ή την εκτέλεση αποφάσεων που διατάσσουν την κοινή χρήση ενός τόπου λατρείας (βλ. Lupeni Greek Catholic Parish κ.λπ. κατά Ρουμανίας της 29.11.2016 [GC], αρ. 76943/11, § 74). Στην υπόθεση Leela Förderkreis e.V. και άλλοι (ό.π., § 46-47), μια υπόθεση που αφορούσε θρησκευτικές ενώσεις, το Δικαστήριο επέστησε την προσοχή στη νομολογία του ως προς τον «αστικό» χαρακτήρα του δικαιώματος καλής φήμης και αναφέρθηκε στην υπόθεση Tserkva Sela Sosulivka κατά Ουκρανίας της 28.02.2008 (αριθ. 37878/02, § 42), στην οποία είχε κρίνει ότι το δικαίωμα χρήσης κρατικών χώρων για θρησκευτικές τελετές, όπως προβλέπεται από το εσωτερικό δίκαιο, έπρεπε να θεωρηθεί άμεσα αποφασιστικό για τα «πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις» του αντίστοιχου προσφεύγοντος, οδηγώντας έτσι στην εφαρμογή του άρθρου 6. Δήλωσε ότι δεν θεώρησε απαραίτητο να καθορίσει εάν το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία γενικά έπρεπε να θεωρηθεί «αστικό δικαίωμα» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1.

Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, η κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη διαφοράς σχετικά με αμφισβητήσιμη αξίωση βάσει του νόμου περί θρησκευτικών κοινοτήτων. Ωστόσο, υποστήριξαν ότι η εν λόγω διαφορά δεν αφορούσε τον καθορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1. Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η μη καταχώρισή της ως θρησκευτικής κοινότητας είχε οδηγήσει σε καθυστέρηση της νομικής αναγνώρισής της ως θρησκευτικής κοινότητας με ορισμένα δικαιώματα και προνόμια. Δεν διευκρίνισε ποιο νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση αστικού χαρακτήρα θα έπρεπε να δημιουργηθεί, να τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί μέσω της καταχώρισής του ως θρησκευτικής κοινότητας (βλ. Κορτέσι κατά Ελλάδας της 13.07.2006, αρ. 31259/04 § 26). Αντιθέτως, υποστήριξε ότι τέτοια δικαιώματα θα είχαν δημιουργηθεί μεταγενέστερα σε περίπτωση αναγνωρίσεώς της ως θρησκευτικής κοινωνίας. Ωστόσο, ο νόμος δεν προβλέπει αυτόματη αναγνώριση ως θρησκευτικών κοινοτήτων μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα. Η προσφεύγουσα ένωση θα έπρεπε να αποδείξει ότι πληρούσε όλες τις νομικές προϋποθέσεις που ορίζονται στον νόμο περί αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων και στο άρθρο 11 του νόμου περί θρησκευτικών κοινοτήτων. Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να προβεί σε εικασίες σχετικά με την έκβαση μιας τέτοιας διαδικασίας.

Σε αντίθεση με τις θρησκευτικές κοινότητες της Metropolitan Church of Bessarabia κ.α. και της Religionsgemeinschaft der Zeugen Jehovas κ.α., η προσφεύγουσα ένωση είχε νομική προσωπικότητα και μπορούσε να λειτουργήσει. Δεν διακυβεύονταν ούτε περιουσιακές απαιτήσεις ούτε αξιώσεις για ηθική βλάβη, όπως η φήμη της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εγγραφή ως θρησκευτική κοινότητα δεν συνιστά αστικό δικαίωμα σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 1.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το άρθρο 6 δεν έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης. Κατά συνέπεια, η καταγγελία αυτή κρίθηκε ασυμβίβαστη ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης και απορρίφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 20.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες