Η απέλαση Νιγηριανού υπηκόου που καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα δεν παραβίαζε την οικογενειακή του ζωή. Υπέρτερο το δημόσιο συμφέρον

ΑΠΟΦΑΣΗ

Otite κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 27.09.2022 (αρ. προσφ. 18339/19)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στον προσφεύγοντα, Νιγηριανό υπήκοο επιδόθηκε τον Οκτώβριο του 2015 απόφαση απέλασης, παρά το γεγονός ότι του είχε χορηγηθεί άδεια παραμονής αορίστου χρόνου στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2004. Η απέλαση επακολούθησε της καταδίκης του το 2014 σε φυλάκιση 4 ετών και 8 μηνών για δύο κατηγορίες συμμετοχής με διάφορους τρόπους σε απάτη. Άσκησε έφεση κατά της απόφασης απέλασης που απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με την αιτιολογία ότι η επίδραση στη γυναίκα και τα παιδιά του δεν θα ήταν «αδικαιολόγητα σκληρή» και δεν υπήρχαν μεγάλες επιτακτικές περιστάσεις ικανές να υπερκεράσουν το δημόσιο συμφέρον στην απέλασή του.

Επικαλούμενος το άρθρο 8, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η απέλασή του θα παραβίαζε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής και ότι η τελική εγχώρια απόφαση δεν έλαβε υπόψη την υποχρέωση εξισορρόπησης των δικαιωμάτων όπως απαιτείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι αν και η απέλαση του προσφεύγοντος αναμφίβολα θα επέφερε δυσκολίες στη γυναίκα και στα παιδιά του, δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι είχαν απόλυτη ανάγκη την στήριξή του, καθώς ήταν ήδη τα παιδιά μεγάλα και ήδη ζούσαν αρκετό καιρό χωρίς τον πατέρα τους. Επιπλέον, η οικογένεια, που είχε ήδη αντιμετωπίσει τη μακρά απουσία του, είχε δεσμούς στην κοινότητα και θα είχε υποστηρικτικό περιβάλλον σε περίπτωση απέλασής του.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι η ισχύς της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής του προσφεύγοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν τέτοια που να υπερτερεί του δημόσιου συμφέροντος για την απέλασή του. Συνεπώς, έκρινε ότι η απέλασή του δε παραβίαζε την ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή (άρθρο 8 της Σύμβασης).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Junior Otite, είναι Νιγηριανός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1972 και ζει στο Orpington (Ηνωμένο Βασίλειο), έχοντας εισέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2003 ως σύζυγος εγκατεστημένου ατόμου. Η γυναίκα του, επίσης Νιγηριανής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και είναι Βρετανίδα υπήκοος, όπως και τα τρία παιδιά τους, που γεννήθηκαν το 2003, 2005 και 2010. Τον Σεπτέμβριο του 2004 χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα άδεια παραμονής αορίστου χρόνου.

Ωστόσο, τον Μάιο του 2013 η αίτησή του για πολιτογράφηση ως Βρετανού πολίτη απορρίφθηκε λόγω του γεγονός ότι είχε ποινικό μητρώο από το 2007 για υποβολή ψευδούς δήλωσης για την οποία είχε καταδικαστεί με αναστολή. Τον Οκτώβριο του 2015 εκδόθηκε απόφαση απέλασης μετά από καταδίκη του το προηγούμενο έτος για δύο κατηγορίες για κατασκευή ή προμήθεια αντικειμένων για χρήση σε απάτη, για την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών και οκτώ μηνών. Αποδείχθηκε ότι για περισσότερο από τέσσερα χρόνια ο προσφεύγων διηύθυνε εργοστάσιο, παρέχοντας έγγραφα για τη διευκόλυνση παράνομων πράξεων σε βάρος πολλών θυμάτων και τη διαχείριση σημαντικών χρηματικών ποσών.

Η έφεσή του κατά της απέλασης απορρίφθηκε τελικά καθώς συνήχθη το συμπέρασμα ότι η επίπτωσή της στην σύζυγο και στα παιδιά του δεν θα ήταν «αδικαιολόγητα σκληρή» και δεν υπήρχαν μεγάλες επιτακτικές περιστάσεις ικανές να υπερκεράσουν το δημόσιο συμφέρον στην απέλασή του, αν και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε αρχικά διαπιστώσει ότι η απέλασή του ήταν πιθανό να είχε αρνητικές επιπτώσεις στα παιδιά και ότι θα οδηγούσε σε σημαντική επιδείνωση της ψυχικής κατάστασης της συζύγου του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η οικογένεια του προσφεύγοντος θα μπορούσε είτε να επιστρέψει μαζί του στη Νιγηρία, καθώς η σύζυγός του ήταν Νιγηριανής καταγωγής, και τα παιδιά μπορούσαν επίσης να αποκτήσουν τη νιγηριανή υπηκοότητα. Εναλλακτικά, τα παιδιά μπορούσαν να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο με τη μητέρα τους, καθώς αυτή τους παρείχε κατά βάση τη φροντίδα, ήταν βρετανίδα υπήκοος και είχε και οικογένεια στη χώρα και δεσμούς με την τοπική κοινότητα. Αυτή και τα παιδιά είχαν ήδη περάσει αρκετό χρόνο χωρίς τον πατέρα τους λόγω της φυλάκισής του. Υπογράμμισε ότι το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών έπρεπε να εξισορροπηθεί με άλλους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου συμφέροντος της απέλασης αλλοδαπών εγκληματιών.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η απόφαση απέλασης είχε νόμιμη βάση και αποσκοπούσε στην αποτροπή της αταξίας και της εγκληματικότητας, επομένως το κύριο ζήτημα ήταν να καθοριστεί εάν επιτεύχθηκε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος από τη μια και των συμφερόντων της κοινότητας από την άλλη.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εξετάσει λεπτομερώς τα γεγονότα της υπόθεσης και είχε εξισορροπήσει τη σοβαρότητα του αδικήματος του προσφεύγοντος έναντι των πιθανών επιπτώσεων στην οικογενειακή και ιδιωτική του ζωή. Με τον τρόπο αυτό, είχε λάβει υπόψη πολλά από τα κριτήρια που προσδιορίστηκαν από το Δικαστήριο στη νομολογία του, συμπεριλαμβανομένης της φύσης και της σοβαρότητας του αδικήματος που διαπράχθηκε, της οικογενειακής του κατάστασης, και του αντίκτυπου που ήταν πιθανό να έχει η απέλασή του στη γυναίκα και τα παιδιά του.

Ωστόσο, δεν είχε εξετάσει τις δυσκολίες που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν η γυναίκα και τα παιδιά του αν επέστρεφαν στη Νιγηρία, καθώς δεν πίστευε ότι αυτό ήταν πιθανό αποτέλεσμα. Επίσης, η εξισορροπητική του άσκηση διεξήχθη αποκλειστικά στο πλαίσιο που προβλέπεται από τη μεταναστευτική νομοθεσία, με σκοπό να καθοριστεί εάν ο αντίκτυπος της απέλασης του προσφεύγοντος στην οικογένειά του θα ήταν «αδικαιολόγητα σκληρός» και αν υπήρχαν μεγάλες επιτακτικές περιστάσεις ικανές να υπερβούν το δημόσιο συμφέρον για την απέλασή του, χωρίς να υπολογιστεί η νομολογία του ΕΔΔΑ.

Καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε πραγματοποιήσει την άσκηση εξισορρόπησης που απαιτούνταν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το τελευταίο διεξήγαγε το ίδιο την εξισορρόπηση. Με τον τρόπο αυτό, θεώρησε ότι το αδίκημα της απάτης που διέπραξε ο προσφεύγων ήταν σοβαρό και ότι οι πολλαπλές καταδίκες για απάτη υπερίσχυαν των συμφερόντων ενός αλλοδαπού επί μακρόν διαμένοντος που είχε φτάσει στη χώρα ως ενήλικας. Αν και ο προσφεύγων δεν είχε καταδικαστεί πολλές φορές, το αδίκημα του είχε διεξαχθεί σε μια περίοδο τεσσάρων ετών και είχε ως αποτέλεσμα πολλά θύματα και αφορούσε σημαντικά χρηματικά ποσά. Επιπλέον, δεν είχε αναγνωριστεί η σοβαρότητα της παράβασής του και του αντικτύπου και των συνεπειών που είχε στα θύματα. Συνεπώς υπήρχε ο κίνδυνος να διαπράξει εκ νέου αντίστοιχο αδίκημα. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι σε όλες τις αποφάσεις που αφορούσαν τα παιδιά, πρέπει να δοθεί σημαντικό βάρος στα συμφέροντά τους, αλλά όταν ένας δράστης απελαύνεται ως συνέπεια ποινικού αδικήματος, η απόφαση απέλασης αφορά πρώτα και κύρια τον ίδιο τον παραβάτη. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα συμφέροντα της οικογένειας μπορεί να αντισταθμίζονται από άλλους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της σοβαρότητας του αδικήματος.

Αν και η απέλαση του προσφεύγοντος αναμφίβολα θα επέφερε δυσκολίες στη σύζυγο και στα παιδιά του, δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι είχαν απόλυτη ανάγκη τη στήριξή του. Τα παιδιά του ήταν πλέον 19, 17 και 12 χρονών. Η μεγαλύτερη κόρη του είχε διαβήτη τύπου 1, αλλά δεν είχε αποδειχθεί ότι η παρουσία του στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν σημαντική για τη σωματική της ευεξία. Σύμφωνα με τα στοιχεία ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου, τα παιδιά δεν είχαν καμία επαφή μαζί του όσο ήταν στη φυλακή και, μετά από αυτό, κατά το διάστημα που κρατούνταν σε κατάστημα κράτησης μεταναστών. Ο προσφεύγων δεν είχε παράσχει στο ΕΔΔΑ καμία πληροφορία σχετικά με την αποφυλάκισή του ή τη συμπεριφορά του μετά την αποφυλάκισή του.

Η οικογένεια, που είχε ήδη αντιμετωπίσει τη μακρά απουσία του, είχε δεσμούς στην κοινότητα και θα έχει περιβάλλον υποστήριξης σε περίπτωση απέλασής του. Επιπλέον, αν και το Ανώτερο Δικαστήριο είχε εξετάσει την υπόθεσή του στη βάση ότι η οικογένεια του προσφεύγοντος δεν θα επέστρεφε στη Νιγηρία μαζί του, δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι δεν μπορούσαν να το κάνουν, ειδικά καθώς η σύζυγός του ήταν Νιγηριανής καταγωγής και τα παιδιά τους θα είχαν επίσης δικαίωμα στην Νιγηριανή υπηκοότητα. Επιπλέον, καθώς είχε φύγει από τη Νιγηρία στην ηλικία των 31 ετών, ήταν πιθανό να είχε ακόμα οικογενειακούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς και γλωσσικούς δεσμούς εκεί.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία, το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δυναμική της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής του προσφεύγοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν τέτοια που να υπερτερεί του δημόσιου συμφέροντος για την απέλασή του.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απέλαση του προσφεύγοντος δε θα παραβίαζε το άρθρο 8 της Σύμβασης (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες