Αδράνεια αρχών να προστατέψουν τους κατοίκους από θορύβους προερχόμενους από αστυνομικό τμήμα. Παραβίαση δικαιώματος σεβασμού ιδιωτικής ζωής και κατοικίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Yevgeniy Dmitriyev κατά Ρωσίας της 01.12.2020 (αρ. προσφ.  17840/06)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Προστασία από θορύβους. Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και ειρηνικής απόλαυσης της κατοικίας.

Ο προσφεύγων προσέφυγε  στα εθνικά δικαστήρια για παρενόχληση από την εκπομπή διαφόρων θορύβων λόγω της εγκατάστασης αστυνομικού τμήματος και κρατητηρίων στο υπόγειο της πολυκατοικίας του. Πριν την προσφυγή στο Δικαστήριο, είχε διαμαρτυρηθεί εγγράφως στις αρμόδιες αρχές όμως η καταγγελία του δεν εξετάστηκε. Παρόλο που τα εθνικά δικαστήρια έκριναν ότι το αστυνομικό τμήμα έπρεπε να μετεγκατασταθεί, η απόφαση δεν εκτελέστηκε. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και κατοικία.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι οι καθημερινές δραστηριότητες του αστυνομικού τμήματος  παρενέβησαν άμεσα στα δικαιώματα του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης, λόγω των υπερβολικών θορύβων που έπρεπε να ανεχτεί και  ότι τα μέτρα που διατάχθηκαν από τις εγχώριες αρχές ήταν ανεπαρκή, δεν εφαρμόστηκαν έγκαιρα αλλά καθυστέρησαν 13 χρόνια και είτε δεν ήταν αποτελεσματικά, είτε δεν ελήφθησαν καθόλου.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καθυστέρηση στην λήψη των μέτρων που είχε ως συνέπεια ο προσφεύγων να μεταβιβάσει το σπίτι του, διατάραξαν την  ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων της κοινότητας και του δικαιώματος για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και της κατοικίας.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Yevgeniy Borisovich Dmitriyev, είναι Ρώσος υπήκοος που γεννήθηκε το 1956 και ζει στο Kostomuksha (Ρωσία).

Η υπόθεση αφορούσε καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με εκπομπή θορύβου προερχόμενη  από το αστυνομικό τμήμα το οποίο βρίσκεται κάτω από το διαμέρισμά του, στο υπόγειο της πολυκατοικίας του.

Στο χρονικό διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 1995 και Μαΐου 2008, ο προσφεύγων διέμενε με την οικογένειά του σε μια πολυκατοικία στο Kostomuksha. Το υπόγειο του κτιρίου καταλήφθηκε από το τοπικό αστυνομικό τμήμα και διαμορφώθηκαν κελιά κράτησης.

Το 1996 παραπονέθηκε στις τοπικές αρχές σχετικά με το θόρυβο προερχόμενο από τον αστυνομικό σταθμό. Ο διοικητής της τοπικής αστυνομίας απάντησε ότι παρόλο που το αστυνομικό τμήμα στεγαζόταν σε κτίριο το οποίο δεν σχεδιάστηκε για αυτό το σκοπό, δεν ήταν δυνατή η μετεγκατάσταση του. Ο προσφεύγων και οι γείτονές του υπέβαλαν συλλογική καταγγελία το 2000, στην οποία οι αρχές δεν απάντησαν ποτέ.

Σε δικαστική απόφαση που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριου του 2000, το εγχώριο δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμά του προσφεύγοντος σε «σε ειρηνική ανάπαυση» και διέταξε τις αρχές να βρουν λύση μέσα σε ένα χρόνο. Το αίτημα του προσφεύγοντος για ηθική βλάβη απορρίφθηκε.

Στη συνέχεια, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για την μη εκτέλεση αυτής της απόφασης, αλλά οι διαμαρτυρίες  του απορρίφθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια, σε απόφαση του Φεβρουαρίου του 2006.

Επίσης το 2006, η περιφερειακή υπηρεσία προστασίας καταναλωτών επιθεώρησε το κτίριο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν συμμορφώθηκαν με τους υγειονομικούς κανόνες και κανονισμούς, ιδίως όσον αφορά τα απορρίμματα. Επιπλέον, θόρυβοι και χτυπήματα ακούγονταν από το υπόγειο και θόρυβος από τις μηχανές των περιπολικών της αστυνομίας.

Ο προσφεύγων αποφάσισε να πουλήσει το διαμέρισμά του και μετακόμισε στις αρχές Μαΐου 2008. Εν τω μεταξύ, το 2007 εγκρίθηκε το έργο και ο προϋπολογισμός  για την κατασκευή νέου αστυνομικού τμήματος. Ωστόσο, καμία άλλη πληροφορία δεν είχε υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με την πρόοδο του έργου ή τη μετεγκατάσταση του αστυνομικού τμήματος.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι ο θόρυβος και άλλες ενοχλήσεις από το αστυνομικό τμήμα για περισσότερα από 13 χρόνια προσέβαλαν το δικαίωμά σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της κατοικίας του κατά παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι καθημερινές δραστηριότητες του αστυνομικού τμήματος στην παρούσα υπόθεση δημιούργησαν άμεση παρέμβαση  στα δικαιώματα του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης και ότι, ως εκ τούτου, η παρέμβαση έπρεπε να αιτιολογηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 της διάταξης.

Οι κρατικές αρχές απολάμβαναν μεγάλο περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν για την επίλυση του προβλήματος αυτού και για την επίτευξη της απαιτούμενης ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων του κοινού και του προσφεύγοντος και, σε κάθε περίπτωση, ήταν σε καλύτερη θέση από ένα διεθνές δικαστήριο για την αξιολόγηση των τοπικών αναγκών και συνθηκών. Ωστόσο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα μέτρα που διατάχθηκαν από τις εγχώριες αρχές στην παρούσα υπόθεση είτε ήταν ανεπαρκή (δεν εφαρμόστηκαν εγκαίρως και αποτελεσματικά), είτε δεν ελήφθησαν καθόλου.

Συγκεκριμένα, ήδη από το 1996, ο προσφεύγων  είχε ειδοποιήσει τις αρχές για τα προβλήματα που προκλήθηκαν από τις δραστηριότητες του αστυνομικού τμήματος. Ωστόσο, παρόλο που ο διοικητής της τοπικής αστυνομικής υπηρεσίας αναγνώρισε στην απάντησή του ότι το αστυνομικό τμήμα στεγάστηκε σε ένα κτίριο «που δεν είχε σχεδιαστεί γι’ αυτό το σκοπό», δεν έγινε καμιά άλλη σχετική ενέργεια, αφού ο προσφεύγων ενημερώθηκε ότι η μετεγκατάσταση του αστυνομικού τμήματος δεν ήταν στην πραγματικότητα δυνατή. Επιπλέον, όπως διαπιστώθηκε οι αρχές δεν αντέδρασαν καθόλου στην ομαδική καταγγελία που υπέβαλε ο προσφεύγων  και οι γείτονές του τον Μάιο του 2000.

Το Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στην απόφαση της 20.09.2000, στην οποία το εγχώριο δικαστήριο αναγνώρισε παραβίαση του δικαιώματος ειρηνικής ανάπαυσης του προσφεύγοντα λόγω της παρουσίας του αστυνομικού τμήματος στο υπόγειο της πολυκατοικίας του. Ωστόσο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι κρατικές αρχές υιοθέτησαν μια τυποποιημένη προσέγγιση για την ερμηνεία του διατακτικού της απόφασης αυτής, προκαλώντας έτσι σημαντικές καθυστερήσεις στις διαδικασίες εκτέλεσης, οι οποίες παρατείναν την παρενόχληση  από  θόρυβο. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο  έλαβε υπόψιν του  τις δυσκολίες και τις καθυστερήσεις που αντιμετωπίζουν συνήθως οι αρχές στην εξεύρεση και κατανομή σχετικών πόρων και στην εξασφάλιση της απαραίτητης χρηματοδότησης για δημόσια έργα, όπως αυτά της παρούσας υπόθεσης. Ωστόσο, στην περίπτωση του προσφεύγοντος χρειάστηκαν σχεδόν 7 χρόνια από την έκδοση της δικαστικής απόφασης υπέρ του,  έως την έγκριση του έργου και του αντίστοιχου προϋπολογισμού για κατασκευή νέου αστυνομικού τμήματος.

Το Δικαστήριο δεν είχε λάβει πληροφορίες σχετικά με τους λόγους αυτής της καθυστέρησης, σχετικά με το κατά πόσον εν τω μεταξύ διεξήχθησαν ενδοϋπηρεσιακές εργασίες και διαπραγματεύσεις ή εάν υπήρξε προσωρινή λύση (δηλαδή προσωρινή μετεγκατάσταση του αστυνομικού τμήματος ή προσωρινή, με κρατική επιχορήγηση,  στέγαση για τον προσφεύγοντα που θα μπορούσε να είχε προταθεί εν αναμονή της τελικής επίλυσης του προβλήματος).

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, και ελλείψει εύλογης εξήγησης από την κυβέρνηση, η διαδικασία αυτή διήρκησε υπερβολικά πολύ χρόνο, γεγονός που καθιστούσε τα μέτρα που έλαβαν οι κρατικές αρχές αναποτελεσματικά και ανίκανα να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα του προσφεύγοντος.

Τέλος, φαίνεται ότι ένα αστυνομικό τμήμα δεν χαρακτηρίστηκε μεταξύ «θεσμών δημοσίου ενδιαφέροντος» που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε κτίρια κατοικιών Ακόμα κι αν η Κυβέρνηση είχε δίκιο στις δηλώσεις της ότι η τοποθέτηση του αστυνομικού τμήματος στο υπόγειο του κτιρίου κατοικιών του προσφεύγοντος ήταν νόμιμη κατά την κατασκευή του (σύμφωνα με τους κανονισμούς του 1971) και υποθέτοντας ότι η ρύθμιση ήταν πράγματι σύμφωνη με τους ισχύοντες πολεοδομικούς  κανονισμούς, το 2006 οι κρατικές αρχές ενημερώθηκαν από ένα από τα όργανα τους (περιφερειακή υπηρεσία προστασίας καταναλωτών) ότι παραβίαζαν τους υγειονομικούς κανόνες και κανονισμούς που ίσχυαν τότε. Ωστόσο, δεν έγινε καμία ενέργεια για τη μείωση των ενοχλήσεων από τις οποίες υπέφερε ο προσφεύγων, και η διαδικασία μετεγκατάστασης του αστυνομικού τμήματος που αποφάσισε  το δικαστήριο της πόλης Kostomuksha ως λύση παρατάθηκε αδικαιολόγητα έως το 2008. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για 13 χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα ο προσφεύγων να υποχρεωθεί  να μεταβιβάσει το διαμέρισμά του το 2008 και να μετακομίσει σε άλλο διαμέρισμα που είχε αγοράσει με δικούς του οικονομικούς πόρους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι το κράτος δεν πέτυχε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του συμφέροντος της τοπικής κοινότητας να επωφεληθεί από την προστασία της δημόσιας ειρήνης και ασφάλειας και της αποτελεσματικής εφαρμογής των νόμων από την αστυνομική δύναμη, και την αποτελεσματική απόλαυση του δικαιώματός του προσφεύγοντος σεβασμού  της ιδιωτικής του ζωή και της κατοικίας. Κατά συνέπεια, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε  ποσό 5.000 ευρώ για  ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες