Δύο καταδίκες σε φυλάκιση δημοσιογράφου για δυσφημιστικά άρθρα. Δυσανάλογες κυρώσεις. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Aliyev κατά Αζερμπαϊτζάν της 02.02.2023 (αρ. προσφ. 34717/10 και 8791/11)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δύο ποινικές καταδίκες του προσφεύγοντος δημοσιογράφου, που υπέγραφε με το ψευδώνυμο “Sardar Alibeyli”, για άρθρα που χαρακτηρίστηκαν ως δυσφημιστικά. Ο προσφεύγων ήταν αρχισυντάκτης της Nota, εφημερίδας που εκδιδόταν στο Αζερμπαϊτζάν. Ο προσφεύγων έκανε δύο προσφυγές (αρ. 34717/10 και 8791/11) μία για κάθε υπόθεση αντίστοιχα.

Στην πρώτη υπόθεση, ο προσφεύγων καταδικάστηκε για το αδίκημα της δυσφήμησης  και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών επειδή δημοσίευσε απανωτά δυσφημιστικά άρθρα για τον Τ.Ν., πρόεδρο ΜΚΟ. Στη δεύτερη υπόθεση, ο προσφεύγων δημοσίευσε επίσης μια σειρά τριών άρθρων σχετικά με τις φερόμενες ως διεφθαρμένες δραστηριότητες των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων. Τα θιγόμενα από τα άρθρα του προσφεύγοντος πρόσωπα κινήθηκαν εναντίον του υποβάλλοντας μήνυση. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε αμετακλήτως για συκοφαντική δυσφήμιση.

Επικαλούμενος το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, κατήγγειλε ότι υπέστη αδικαιολόγητες και δυσανάλογες επεμβάσεις στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.

Το Δικαστήριο εξέτασε και τις δύο προσφυγές από κοινού λόγω του παρεμφερούς αντικειμένου τους. Διαπίστωσε ότι οι καταδίκες από τα εθνικά δικαστήρια σε σχέση με τη δημοσίευση των άρθρων του δημοσιογράφου ισοδυναμούσαν με «παρεμβάσεις» στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης. Ωστόσο οι παρεμβάσεις αυτές δεν ήταν δικαιολογημένες και αναγκαίες σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα ήταν δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό, δεδομένου ότι επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης, ενώ μπορούσαν να επιβληθούν ηπιότερες ποινές, όπως πρόστιμο ή κοινωφελής εργασία. Συνεπώς, τα εγχώρια δικαστήρια υπερέβησαν αυτό που θα ισοδυναμούσε με «αναγκαίους» περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) όσον αφορά και τις δύο διαδικασίες και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Όσον αφορά την πρώτη προσφυγή (αρ. προσφ. 34717/10): Στις 26 Απριλίου 2009, ο προσφεύγων δημοσίευσε άρθρο στη Nota σχετικά με τον T.N., πρόεδρο ΜΚΟ, σχετικά με τον οποίο είχαν προηγουμένως δημοσιευθεί στην ίδια εφημερίδα διάφορα άλλα άρθρα. Το άρθρο είχε τίτλο «Ένα κομμάτι συγγνώμης για τον Τ.Ν., του οποίου η τιμή έχει ποδοπατηθεί και η αξιοπρέπειά του έχει ταπεινωθεί». Το επίμαχο άρθρο δημοσιεύθηκε μετά από δικαστική απόφαση που διέταξε τον προσφεύγοντα να δημοσιεύσει αποκαταστατικό άρθρο συγγνώμης για δυσφήμιση του T.N. σε προγενέστερα άρθρα. Το κείμενο του επίμαχου άρθρου δεν φαινόταν να περιέχει πραγματική συγγνώμη, αλλά αντίθετα επέκρινε την απόφαση του δικαστηρίου που διέταξε τη δημοσίευση μιας τέτοιας δήλωσης και επανειλημμένα ανέφερε ότι ο Τ.Ν. είχε ταπεινωθεί και δεν είχε καμία τιμή και αξιοπρέπεια και ότι μια συγγνώμη δεν μπορούσε να το διορθώσει αυτό.

Ο Τ.Ν. άσκησε μήνυση κατά του προσφεύγοντος ενώπιον της εισαγγελίας. Με απόφαση της 22 Ιουλίου 2009, το περιφερειακό δικαστήριο του Nizami καταδίκασε τον προσφεύγοντα βάσει του άρθρου 148 του Ποινικού Κώδικα και του επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών μηνών, κρίνοντας ότι οι δηλώσεις που έγιναν στο άρθρο σχετικά με τον T.N. ισοδυναμούσαν με προσβολή. Μετά από μια σειρά ενδίκων μέσων στις οποίες ο προσφεύγων υποστήριξε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη και δυσανάλογη παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασής του, η καταδίκη και η ποινή του προσφεύγοντος επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο με αμετάκλητη απόφαση της 9 Δεκεμβρίου 2009.

Όσον αφορά τη δεύτερη προσφυγή (αρ. προσφ. 8791/11): Τον Απρίλιο του 2009 ο προσφεύγων δημοσίευσε επίσης μια σειρά τριών άρθρων σχετικά με τις φερόμενες ως διεφθαρμένες δραστηριότητες των αξιωματικών. Στο πρώτο άρθρο αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με πληροφορίες που παρείχε στην εφημερίδα ένας μη κατονομαζόμενος αξιωματικός των Ενόπλων  Δυνάμεων, αρκετοί υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, που ταυτοποιήθηκαν ονομαστικά, είχαν εμπλακεί σε δόλιες και διεφθαρμένες δραστηριότητες κατά τη διαδικασία προκήρυξης και ανάθεσης διαγωνισμών για αγαθά που αγοράστηκαν για τα Στρατεύματα, πρώτα αναθέτοντας τους διαγωνισμούς σε εικονικές εταιρείες συνδεδεμένες με τον εαυτό τους και στη συνέχεια αγοράζοντας προϊόντα από τις τελευταίες σε τεχνητά υψηλές τιμές και «τσεπώνοντας» τη διαφορά. Στο δεύτερο άρθρο αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι υψηλόβαθμος αξιωματικός, που ταυτοποιήθηκε ονομαστικά, είχε ζητήσει δωροδοκία από διοικητή απροσδιόριστης στρατιωτικής μονάδας. Στο τρίτο άρθρο, αναφέρθηκε ότι αρκετοί υψηλόβαθμοι αξιωματικοί, που αναγνωρίστηκαν ονομαστικά, υπεξαίρεσαν κεφάλαια παρέχοντας χαμηλότερες ποσότητες και χαμηλότερη ποιότητα τροφίμων στους στρατιώτες.

Ομάδα των αξιωματικών που κατονομάζονται στα άρθρα υπέβαλε μήνυση σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα (συκοφαντική δυσφήμηση) κατά του προσφεύγοντος. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο δικαστήριο, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει μια ανυπόγραφη επιστολή από έναν πληροφοριοδότη των Ενόπλων Δυνάμεων, ο οποίος ήταν η πηγή των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στα άρθρα και του οποίου την ταυτότητα δεν μπορούσε να αποκαλύψει. Υπέβαλε αντίγραφο της επιστολής αυτής στο δικαστήριο (δεν υπάρχει αντίγραφο της επιστολής στη δικογραφία του ΕΔΔΑ).

Με απόφαση της 20 Ιουλίου 2009, το περιφερειακό δικαστήριο του Nizami καταδίκασε τον προσφεύγοντα βάσει του άρθρου 147 παρ. 2 του ΠΚ σε εργασία διάρκειας επτά μηνών και στην παρακράτηση του 10% του μηνιαίου εισοδήματός του υπέρ του Δημοσίου. Διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε συκοφαντήσει τους μηνυτές του κατηγορώντας τους ότι είχαν διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα, όπως υπεξαίρεση δημόσιων χρημάτων, χωρίς να παρέχει καμία πραγματική βάση για τις κατηγορίες. Όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος σχετικά με την ανώνυμη πηγή του, το εθνικό δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επιστολή που υπέβαλε ο προσφεύγων ήταν ανυπόγραφη φωτοτυπία και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να γίνει δεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο που αποδεικνύει την ύπαρξη ενός τέτοιου πληροφοριοδότη.

Κατόπιν έφεσης, το Εφετείο του Μπακού επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση, αλλά μετέτρεψε την ποινή σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών, συγχωνεύοντάς την με την τρίμηνη ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε με την άλλη διαδικασία (βλ. προσφυγή αριθ. 34717/10 ανωτέρω). Στις 3 Φεβρουαρίου 2010 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την καταδικαστική απόφαση και την ποινή.

Όσον αφορά αμφότερες τις διαδικασίες, ο προσφεύγων κατήγγειλε, βάσει του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, ότι υπέστη αδικαιολόγητες και δυσανάλογες επεμβάσεις στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει και τις δύο προσφυγές από κοινού λόγω του παρεμφερούς αντικειμένου τους.

Το Δικαστήριο θεώρησε, και δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους, ότι οι καταδίκες του προσφεύγοντος από τα εθνικά δικαστήρια σε σχέση με τη δημοσίευση των άρθρων που συνέταξε ισοδυναμούσαν με «παρεμβάσεις» στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.

Τέτοιες επεμβάσεις παραβιάζουν την ΕΣΔΑ εάν δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 10 παρ. 2. Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν «προβλέπονται από τον νόμο», αν επιδιώκουν έναν ή περισσότερους από τους θεμιτούς σκοπούς που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο και αν είναι «αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι καταδίκες του προσφεύγοντος βασίστηκαν αναμφισβήτητα στα άρθρα 147 παρ.  και 148 του Ποινικού Κώδικα και θεώρησε ότι αποσκοπούσαν στην προστασία «της φήμης ή των δικαιωμάτων άλλων», δηλαδή των μηνυτών και στις δύο διαδικασίες. Οι παρεμβάσεις ήταν συνεπώς «προβλεπόμενες από το νόμο» και είχαν νόμιμο στόχο σύμφωνα με το άρθρο 10 § 2 της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, το καθήκον του Δικαστηρίου ήταν να καθορίσει εάν οι παρεμβάσεις ήταν «αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Οι γενικές αρχές σχετικά με την «αναγκαιότητα» μιας επέμβασης, συμπεριλαμβανομένης της αναλογικότητάς της προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό, συνοψίζονται στις αποφάσεις Mahmudov και Agazade κατά Αζερμπαϊτζάν της 18.12.2008 (αριθ. προσφ. 35877/04, §§ 33-35 και 48-49), και Μπαλάσκας κατά Ελλάδας της 05.11.2020 (αριθ. 73087/17, §§ 36-39 και 61).

Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων των υπό κρίση προσφυγών, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί λεπτομερώς αν τα εθνικά δικαστήρια προσκόμισαν λυσιτελείς και επαρκείς λόγους που αποδεικνύουν την ύπαρξη «πιεστικής κοινωνικής ανάγκης» για τις επεμβάσεις, και ιδίως αν έκαναν διάκριση μεταξύ αξιολογικών κρίσεων και πραγματικών δηλώσεων και αν εκτίμησαν εάν τα επίμαχα άρθρα αποτελούσαν γενικό ζήτημα ή, στη δεύτερη σειρά διαδικασιών, εάν τα δικαστήρια έλαβαν δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι ιδιώτες μηνυτές ήταν δημόσια πρόσωπα και παρείχαν σχετικούς λόγους για την απόρριψη του επιχειρήματος του προσφεύγοντος ότι οι δηλώσεις που έγιναν στα άρθρα βασίστηκαν σε πληροφορίες που παρασχέθηκαν από ανώνυμο πληροφοριοδότη. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι έγιναν όλα τα ανωτέρω, οι επεμβάσεις στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία έκφρασης στις υπό κρίση υποθέσεις δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθούν δικαιολογημένες, για τους ακόλουθους λόγους.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε την αυστηρότητα των ποινών που επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα, ο οποίος καταδικάστηκε σε δύο ποινικές διαδικασίες και, παρά τη δυνατότητα ελαφρύτερων ποινών, όπως πρόστιμο, κοινωφελής ή επανορθωτική εργασία, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών στην πρώτη υπόθεση, η οποία στη συνέχεια αυξήθηκε σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών κατά τη δεύτερη απόφαση με απόφαση συγχώνευσης των ποινών. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η ποινική καταδίκη αποτελεί σοβαρή κύρωση, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων μέσων παρέμβασης και αντίκρουσης (βλ. Ελβετία [GC], αρ. 27510/08, § 273). Επιπλέον, μολονότι η επιβολή της ποινής εμπίπτει κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι από τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων κρινόταν δικαιολογημένη η επιβολή στον προσφεύγοντα τόσο αυστηρών κυρώσεων.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ποινικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα ήταν δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό. Ως εκ τούτου, τα εγχώρια δικαστήρια στις υποθέσεις αυτές υπερέβησαν αυτό που θα ισοδυναμούσε με «αναγκαίους» περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης του προσφεύγοντος.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) όσον αφορά και τις δύο διαδικασίες.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Στρασβούργο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.500 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες