Θάνατος αμάχων αεροπορικής επίθεσης στο Αφγανιστάν. Εξωεδαφική δικαιοδοσία του ΕΔΔΑ. Μη παραβίαση διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Hanan κατά Γερμανίας της 16.02.2021 (αριθ. προσφ. 4871/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Διαδικαστικό σκέλος του δικαιώματος στη ζωή και δικαιοδοσία ΕΔΔΑ σε αδικήματα που τελέστηκαν εκτός της επικράτειας συμβαλλόμενου κράτους.

Η υπόθεση αφορούσε καταγγελία για παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 σχετικά με τις έρευνες που διεξήχθησαν εξαιτίας του θανάτου των δύο ανήλικων υιών του προσφεύγοντος μετά από αεροπορική επίθεση στο Αφγανιστάν  κατόπιν εντολής του αξιωματικού των γερμανικών στρατευμάτων της διεθνούς δύναμης βοήθειας για την Ασφάλεια (ISAF) στην περιοχή αυτή. Η εντολή για επίθεση είχε δοθεί λόγω πειρατείας δύο δεξαμενόπλοιων από δυνάμεις των Ταλιμπάν.

Το ΕΔΔΑ κατά την εξέταση της δικαιοδοσίας του επειδή το αδίκημα συνέβη εκτός της εδαφικής περιφέρειας συμβαλλόμενου κράτους, έκρινε ότι εφόσον οι γερμανικές εισαγγελικές αρχές είχαν υποχρεωθεί βάσει του εσωτερικού δικαίου να κινήσουν ποινική έρευνα, και επειδή  λόγω ασυλίας των ξένων στρατευμάτων στην περιοχή του Αφγανιστάν, οι τοπικές αφγανικές αρχές βάσει ειδικής συμφωνίας για  το καθεστώς δυνάμεων της ISAF δεν είχαν αρμοδιότητα να διεξάγουν έρευνα,  θεμελιώθηκε η ύπαρξη δικαιοδοτικού συνδέσμου για τους σκοπούς του άρθρου 1 της ΕΣΔΑ σε σχέση με τη διαδικαστική υποχρέωση διερεύνησης σύμφωνα με το άρθρο 2.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η έρευνα του Ομοσπονδιακού Γενικού Εισαγγελέα επικεντρώθηκε, στην υποκειμενική αξιολόγηση του Συνταγματάρχη Κ.  όταν διέταξε την αεροπορική επίθεση, όσο και στη νομιμότητα της αεροπορικής επίθεσης βάσει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και κατέληξε  ότι τα γεγονότα σχετικά με την αεροπορική επίθεση που σκότωσαν τους δύο υιούς του προσφεύγοντος, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και της επαλήθευσης στόχου που οδήγησε στην παραγγελία της αεροπορικής επίθεσης, είχαν τεκμηριωθεί διεξοδικά και αξιόπιστα για να προσδιοριστεί η νομιμότητα της χρήσης θανατηφόρου δύναμης.

Επίσης το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η έρευνα για την αεροπορική επίθεση από την κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή είχε εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο δημόσιας έρευνας της υπόθεσης. Αντιστοίχως έκρινε ότι  ο προσφεύγων είχε στη διάθεση του ένδικο βοήθημα που του επέτρεπε να αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα της έρευνας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν αποτελεσματική βάσει του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2 (διαδικαστικό σκέλος)

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Abdul Hanan είναι Αφγανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1975 και ζει στο Omar Khel (Αφγανιστάν).

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν στις 7 Οκτωβρίου 2001 με το όνομα Επιχείρηση Enduring Freedom. Τον Νοέμβριο του 2001, το γερμανικό κοινοβούλιο ενέκρινε την ανάπτυξη γερμανικών στρατευμάτων στο πλαίσιο αυτής της επιχείρησης.

Στις αρχές Δεκεμβρίου 2001, ορισμένοι Αφγανοί ηγέτες συναντήθηκαν στη Βόννη υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών για να αποφασίσουν σχέδιο για τη διακυβέρνηση της χώρας και τη δημιουργία μιας αφγανικής προσωρινής αρχής. Στις 5 Δεκεμβρίου 2001 υπέγραψαν τη «Συμφωνία της Βόννης», ζητώντας τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας για τη διατήρηση της ασφάλειας στο Αφγανιστάν και την πρόβλεψη για τη σύσταση μιας Διεθνούς Δύναμης Βοήθειας για την Ασφάλεια (ISAF). Τον ίδιο μήνα, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ενέκρινε την ίδρυση της ISAF, η οποία επρόκειτο να βοηθήσει την αφγανική προσωρινή αρχή στη διατήρηση της ασφάλειας στην Καμπούλ και τις γύρω περιοχές και να επιτρέψει στην προσωρινή αρχή και στο προσωπικό των Ηνωμένων Εθνών να λειτουργήσουν σε ασφαλές περιβάλλον. Η αποστολή των δυνάμεων που ασχολούνται με την Επιχείρηση Enduring Freedom ήταν να αναλάβει επιχειρήσεις κατά της τρομοκρατίας και της ανταρσίας. Επίσης τον Δεκέμβριο του 2001, το γερμανικό κοινοβούλιο ενέκρινε την ανάπτυξη γερμανικών ενόπλων δυνάμεων στο πλαίσιο της ISAF.

Στις 11 Αυγούστου 2003, το ΝΑΤΟ ανέλαβε τη διοίκηση της ISAF. Μέχρι το τέλος του 2006, η ISAF ήταν υπεύθυνη για την ασφάλεια σε ολόκληρο το Αφγανιστάν. Μετά τον Απρίλιο του 2009, η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή του Kunduz επιδεινώθηκε απότομα και έγινε η αφορμή έντονης σύγκρουσης.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 2009 οι αντάρτες κατέλαβαν δύο δεξαμενόπλοια καυσίμων που ακινητοποιήθηκαν σε μια όχθη του ποταμού  Kunduz, περίπου 7 χιλιόμετρα από τη στρατιωτική βάση της Ομάδας Επαρχιακής Ανασυγκρότησης του Kunduz (PRT). Οι αντάρτες προσκάλεσαν ανθρώπους από τα κοντινά χωριά να τους βοηθήσουν να μετακινήσουν τα δεξαμενόπλοια. Ο συνταγματάρχης Κ., ο Γερμανός  αξιωματικός του στρατού που διοικούσε το PRT Kunduz, φοβούμενος μιά επίθεση, έδωσε την εντολή να βομβαρδίσουν τα δεξαμενόπλοια καυσίμων, τα οποία ήταν ακόμη ακινητοποιημένα. Η αεροπορική επίθεση που πραγματοποιήθηκε εκείνο το βράδυ κατέστρεψε και τα δύο δεξαμενόπλοια και σκότωσε αρκετούς ανθρώπους, τόσο αντάρτες όσο και πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των δύο γιων του προσφεύγοντος, Abdul Bayan και του Nesarullah, ηλικίας 12 και 8 ετών αντίστοιχα.

Το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου 2009 ο Στρατηγός V., ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την Περιφερειακή Διοίκηση (RC) στην οποία ήταν συνδεδεμένος ο PRT Kunduz, έστειλε μια ομάδα έρευνας της γερμανικής στρατιωτικής αστυνομίας στο Kunduz για να υποστηρίξει το PRT Kunduz στην έρευνά του. Στις 5 Νοεμβρίου 2009, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δρέσδης ζήτησε από το γραφείο του Ομοσπονδιακού Γενικού Εισαγγελέα να επανεξετάσει τη δυνατότητα ανάληψης της δίκης υπό το φως της πιθανής ευθύνης βάσει του Κώδικα Εγκλημάτων κατά του Διεθνούς Δικαίου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το γραφείο του Γενικού Ομοσπονδιακού Εισαγγελέα ήταν ήδη στη διαδικασία διαπίστωσης της αρμοδιότητάς του, έχοντας ξεκινήσει προκαταρκτική έρευνα στις 8 Σεπτεμβρίου 2009.

Στις 12 Μαρτίου 2010, ο Γενικός Εισαγγελέας της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας άσκησε ποινική έρευνα κατά του Συνταγματάρχη Κ., ο οποίος είχε βοηθήσει τον συνταγματάρχη Κ. τη νύχτα της αεροπορικής επίθεσης. Στις 16 Απριλίου 2010 ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας διέκοψε την ποινική έρευνα λόγω έλλειψης επαρκών λόγων που αποδεικνύουν  ότι οι ύποπτοι είχαν ποινική ευθύνη είτε βάσει του Κώδικα Εγκλημάτων κατά του Διεθνούς Δικαίου είτε του Ποινικού Κώδικα. Αποφάσισε ότι η κατάσταση στο βόρειο τμήμα του Αφγανιστάν όπου οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις αναπτύχθηκαν ισοδυναμούσε με μια μη διεθνή ένοπλη σύγκρουση κατά την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Κατά την άποψή του, η κατάσταση αυτή πυροδότησε τη δυνατότητα εφαρμογής του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του γερμανικού ποινικού κώδικα κατά του διεθνούς δικαίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν στοιχειοθετήθηκε ευθύνη του συνταγματάρχη Κ. βάσει του Κώδικα Εγκλημάτων κατά του Διεθνούς Δικαίου επειδή ο ανωτέρω δεν είχε την απαραίτητη πρόθεση να σκοτώσει ή να βλάψει πολίτες ή να βλάψει την ιδιοκτησία των πολιτών. Η ευθύνη βάσει του Ποινικού Κώδικα αποκλείστηκε επίσης επειδή η νομιμότητα της αεροπορικής επίθεσης βάσει του διεθνούς δικαίου χρησίμευσε ως αμυντική πράξη.

Στην απόφαση παύσης της δίωξης, ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε ότι δύο πτυχές, ιδίως, έπρεπε να αποσαφηνιστούν: η υποκειμενική αξιολόγηση του συνταγματάρχη Κ. της κατάστασης όταν είχε διατάξει την αεροπορική επίθεση, και ο ακριβής αριθμός ατόμων που υπήρξαν θύματα και είχαν τραυματιστεί ως αποτέλεσμα της επίθεσης. Σύμφωνα με την απολογία  του Συνταγματάρχη Κ., είχε υποθέσει ότι μόνο αντάρτες Ταλιμπάν, και όχι πολίτες, είχαν βρεθεί κοντά στα δεξαμενόπλοια καυσίμων όταν διέταξε την αεροπορική επίθεση. Κατά την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, αυτός ο ισχυρισμός  επιβεβαιώθηκε από μεγάλο αριθμό αντικειμενικών περιστάσεων, καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων και από  βίντεο από το αεροσκάφος πριν και κατά τη διάρκεια της αεροπορικής επίθεσης. Ο Γενικός Εισαγγελέας σημείωσε επίσης ότι άλλα άτομα που παρευρίσκονταν στη θέση διοίκησης είχαν καταθέσει αξιόπιστα ότι είχαν λειτουργήσει με την υπόθεση ότι στην περιοχή υπήρχαν αντάρτες και κανένας πολίτης.

Στις 12 Απριλίου 2010, ο κ. Hanan, μέσω του νόμιμου εκπροσώπου του, υπέβαλε μηνυτήρια αναφορά στον Ομοσπονδιακό Γενικό Εισαγγελέα σχετικά με το θάνατο των δύο υιών του. Ζήτησε επίσης πρόσβαση στο αρχείο έρευνας. Με επιστολή της 27ης Απριλίου 2010, ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας ενημέρωσε τον εκπρόσωπο του προσφεύγοντος  ότι η ποινική δίωξη είχε παύσει.

Στις 15 Νοεμβρίου 2010, ο προσφεύγων  άσκησε προσφυγή στο Εφετείο του Ντίσελντορφ ζητώντας να ασκηθούν δημόσιες κατηγορίες εναντίον των υπόπτων ή, εναλλακτικά, ότι ο αρμόδιος εισαγγελέας να συνεχίσει να ερευνά το ζήτημα με σκοπό τον προσδιορισμό της ευθύνης τους βάσει του Ποινικού Κώδικα. Υποστήριξε, συγκεκριμένα, ότι απαιτούνταν ορισμένα πρόσθετα μέτρα.

Στις 13 Δεκεμβρίου 2010 ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε τις παρατηρήσεις του, θεωρώντας ότι η προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω μη συμμόρφωσης με τις τυπικές απαιτήσεις και επικουρικά ως αβάσιμη. Αυτός υποστήριξε ότι είχε πραγματοποιηθεί όλη η απαραίτητη έρευνα. Στις 16 Φεβρουαρίου 2011, το Εφετείο του Ντίσελντορφ απέρριψε την προσφυγή του  προσφεύγοντος  ως απαράδεκτη  λόγω διαδικαστικών ελλείψεων.

Στις 28 Μαρτίου 2011, ο προσφεύγων υπέβαλε καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης (Gehörsrüge) σε σχέση με την απόφαση του Εφετείου. Η καταγγελία απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Ο προσφεύγων υπέβαλε δύο συνταγματικές προσφυγές στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο ισχυριζόμενος ότι η ποινική έρευνα ήταν αναποτελεσματική. Στις 8 Δεκεμβρίου 2014, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τυπικά τη συνταγματική προσφυγή, στο βαθμό που αφορούσε την πρόσβαση στο φάκελο έρευνας. Στις 19 Μαΐου 2015 απέρριψε  την προσφυγή  στο βαθμό που αφορούσε την αποτελεσματικότητα της ποινικής έρευνας, διαπιστώνοντας ότι εν πάση περιπτώσει ήταν αβάσιμη. Κατά την άποψη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας δεν εκτίμησε ανεπαρκώς ούτε τη σημασία του δικαιώματος στη ζωή και τις συνακόλουθες υποχρεώσεις του κράτους για την προστασία της  ούτε την απαίτηση διεξαγωγής αποτελεσματικής έρευνας για τους θανάτους, όπως ορίζεται από τη νομολογία του Ομοσπονδιακού  Συνταγματικού  Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στις 16 Δεκεμβρίου 2009, το Γερμανικό Κοινοβούλιο συνέστησε εξεταστική Επιτροπή για να αξιολογήσει, ιδίως, εάν η αεροπορική επίθεση είχε συμμορφωθεί με την εντολή που δόθηκε από το Κοινοβούλιο στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό και με τις ισχύουσες εντολές και κανόνες εμπλοκής. Στις 20 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή δημοσίευσε την έκθεσή της, διαπιστώνοντας ότι, βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της, η αεροπορική επίθεση δεν μπορούσε να θεωρηθεί αναλογική και δεν έπρεπε να είχε διαταχθεί, αλλά ότι ο συνταγματάρχης Κ. ενήργησε την κατάλληλη στιγμή όσο καλύτερα μπορούσε βάσει των πληροφοριών που διέθετε για να προστατεύσει τους στρατιώτες του. Η απόφασή του να διατάξει την αεροπορική επίθεση ήταν επομένως κατανοητή.

Ο προσφεύγων και ένα άλλο άτομο άσκησαν αγωγή για αποζημίωση (αστική ευθύνη δημοσίου) κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με τη δολοφονία των συγγενών τους από την αεροπορική επίθεση της 4ης Σεπτεμβρίου 2009.  Η αγωγή απορρίφθηκε αμετάκλητα. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει μια συνταγματική προσφυγή που υπέβαλε ο προσφεύγων για τις αστικές αυτές διαδικασίες.

Βασιζόμενος  στο διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 2 της Σύμβασης (δικαίωμα στη ζωή), ο προσφεύγων  ισχυρίστηκε ότι το εναγόμενο κράτος δεν είχε πραγματοποιήσει αποτελεσματική έρευνα για την αεροπορική επίθεση που πραγματοποιήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2009 κοντά στο Kunduz, όπου σκοτώθηκαν αρκετοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των δύο υιών του. Σύμφωνα με το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) σε συνδυασμό με το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), παραπονέθηκε επίσης ότι δεν είχε αποτελεσματική εγχώρια έννομη προστασία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Παραδεκτό – έρευνα δικαιοδοσίας  για τους σκοπούς του Άρθρου 1 της ΕΣΔΑ

Ο προσφεύγων  διαμαρτυρήθηκε αποκλειστικά βάσει του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της Σύμβασης σχετικά με την ποινική έρευνα για την αεροπορική επίθεση που σκότωσε τους δύο γιους του. Στην απόφασή του Güzelyurtlu κ.α., το Δικαστήριο είχε καθορίσει τις αρχές σχετικά με την ύπαρξη δικαιοδοτικού συνδέσμου για τους σκοπούς του άρθρου 1 της Σύμβασης σε υποθέσεις όταν ο θάνατος είχε συμβεί εκτός του εδάφους του Συμβαλλόμενου Κράτους για το οποίο αναφέρθηκε η διαδικαστική υποχρέωση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι γερμανικές αρχές, δυνάμει των διατάξεων εσωτερικού δικαίου, είχαν κινήσει ποινική έρευνα για τους θανάτους των δύο υιών του προσφεύγοντος και άλλων πολιτών σε σχέση με την αεροπορική επίθεση στις 4 Σεπτεμβρίου 2009. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ανεφάρμοστη εν προκειμένω, την αρχή σύμφωνα με την οποία ο θεσμός μιας εγχώριας ποινικής έρευνας  ή οι διαδικασίες που αφορούν θανάτους που συνέβησαν εκτός της εδαφικής δικαιοδοσίας του Κράτους – όχι εντός της άσκησης της εξωεδαφικής δικαιοδοσίας του – ήταν επαρκής για τη δημιουργία δικαιοδοτικής σχέσης μεταξύ αυτού του Κράτους και των συγγενών του θύματος που άσκησαν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε:

Πρώτον, ότι η Γερμανία είχε υποχρεωθεί βάσει του εθιμικού διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου να ερευνήσει την επίμαχη αεροπορική επίθεση, καθώς αφορούσε την ατομική ποινική ευθύνη των μελών των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων για πιθανό έγκλημα πολέμου.

Δεύτερον, οι αφγανικές αρχές είχαν, για νομικούς λόγους, αποκλειστεί από τους ίδιους να διενεργήσουν ποινική έρευνα εναντίον του συνταγματάρχη Κ. και του λοχία W., γιατί σύμφωνα με το  τμήμα Ι, εδάφιο 3, της Συμφωνίας για το καθεστώς δυνάμεων της ISAF, των κρατών που συνεισέφεραν στρατεύματα, αυτά είχαν διατηρήσει την αποκλειστική δικαιοδοσία για τυχόν ποινικά ή πειθαρχικά αδικήματα τα οποία πιθανόν να διέπρατταν τα στρατεύματά τους στο έδαφος του Αφγανιστάν. Η διάταξη αυτή αποτελούσε κανόνα για την ασυλία στο βαθμό που απέτρεπε τις αφγανικές αρχές να διώξουν ποινικά το προσωπικό της ISAF. Ήταν επίσης ένας κανόνας που ρύθμιζε τη δικαιοδοσία για το προσωπικό της ISAF σε ποινικές υποθέσεις και προέβλεπε ότι μόνο τα κράτη που συνεισφέρουν στρατεύματα έχουν το δικαίωμα να διενεργήσουν ποινική έρευνα  ή διαδικασία κατά του προσωπικού τους, ακόμη και σε περιπτώσεις φερόμενων εγκλημάτων πολέμου.

Τρίτον, οι γερμανικές εισαγγελικές αρχές είχαν επίσης υποχρεωθεί βάσει του εσωτερικού δικαίου να κινήσουν ποινική έρευνα, όπως επιβεβαίωσε η κυβέρνηση. Η έρευνα αυτή διεξήχθη από τον Ομοσπονδιακό Γενικό Εισαγγελέα.

Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι στην πλειονότητα των Συμβαλλομένων Κρατών που συμμετείχαν σε στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό, οι αρμόδιες εγχώριες αρχές υποχρεώθηκαν βάσει του εσωτερικού δικαίου να διερευνήσουν φερόμενα εγκλήματα πολέμου ή αδικαιολόγητους θανάτους που προκλήθηκαν στο εξωτερικό από μέλη των ενόπλων δυνάμεών τους και η έρευνα θεωρήθηκε ουσιαστικά αυτόνομη.

Στην παρούσα υπόθεση, το γεγονός ότι η Γερμανία είχε διατηρήσει την αποκλειστική δικαιοδοσία για τα στρατεύματά της σε σχέση με σοβαρά εγκλήματα, τα οποία, επιπλέον, ήταν υποχρεωμένη να ερευνήσει βάσει του διεθνούς και του εσωτερικού δικαίου, αποτελούσε «ειδικά χαρακτηριστικά» τα οποία, σε συνδυασμό, θεμελίωσαν την ύπαρξη δικαιοδοτικού συνδέσμου για τους σκοπούς του άρθρου 1 της Σύμβασης σε σχέση με τη διαδικαστική υποχρέωση διερεύνησης σύμφωνα με το άρθρο 2. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων  δεν διαμαρτυρήθηκε για την ουσιαστική πράξη που οδήγησε στην υποχρέωση διερεύνησης, το Δικαστήριο δεν εξέτασε εάν, για τους σκοπούς του Άρθρου 1 της Σύμβασης, υπήρχε επίσης σύνδεσμος δικαιοδοσίας σε σχέση με οποιαδήποτε ουσιαστική υποχρέωση δυνάμει του Άρθρου 2. Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι δεν προέκυψε λόγω της ύπαρξης δικαιοδοσίας  σε σχέση με τη διαδικαστική υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 2 , ότι η ουσιαστική πράξη εμπίπτει στην αρμοδιότητα του συμβαλλόμενου κράτους ή ότι η εν λόγω πράξη αποδίδεται σε αυτό το κράτος. Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής της παρούσας υπόθεσης περιορίστηκε στις ενέργειες και  παραλείψεις του γερμανικού στρατού  στο Αφγανιστάν που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη διατήρηση της αποκλειστικής δικαιοδοσίας βάσει της συμφωνίας ISAF για τα γερμανικά στρατεύματα  για τυχόν εγκλήματα ή πειθαρχικά αδικήματα που τελέστηκαν στην επικράτεια του Αφγανιστάν, καθώς και σε πράξεις και παραλείψεις της εισαγγελικής και δικαστικής αρχής στη Γερμανία. Αυτά ήταν ικανά να δημιουργήσουν την ευθύνη της Γερμανίας βάσει της Σύμβασης.

Άρθρο 2

Το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει τις καταγγελίες του προσφεύγοντος μόνο βάσει της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 2 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ποινική έρευνα είχε αποδείξει ότι οι δύο υιοί του προσφεύγοντος είχαν σκοτωθεί από την αεροπορική επίθεση που διέταξε ο Συνταγματάρχης Κ. στις 4 Σεπτεμβρίου 2009.

Ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης Κ. δεν είχε ποινική ευθύνη κυρίως επειδή είχε πειστεί ότι, κατά τη στιγμή της διαταγής της αεροπορικής επίθεσης, δεν υπήρχαν πολίτες στην περιοχή. Ο Γενικός Εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Συνταγματάρχης Κ. δεν είχε, συνεπώς, ενεργήσει με πρόθεση να προκαλέσει ατυχήματα σε αμάχους, κάτι που θα απαιτούσε δόλο  σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του Κώδικα Εγκλημάτων κατά του Διεθνούς Δικαίου. Είχε πιστέψει ότι οι ένοπλοι μαχητές των Ταλιμπάν που είχαν καταλάβει τα δύο δεξαμενόπλοια καυσίμων ήταν μέλη μιας οργανωμένης ένοπλης ομάδας που συμμετείχε στην ένοπλη σύγκρουση και ως εκ τούτου νόμιμοι στρατιωτικοί στόχοι.

Προκειμένου να απαντήσει στα σχετικά νομικά ζητήματα σχετικά με την ποινική ευθύνη του συνταγματάρχη Κ., η έρευνα του Ομοσπονδιακού Γενικού Εισαγγελέα επικεντρώθηκε, στην ουσία, στην αποσαφήνιση δύο πραγματικών ερωτημάτων: πρώτον, την υποκειμενική αξιολόγηση του Συνταγματάρχη Κ. όταν διέταξε την αεροπορική επίθεση, η οποία ήταν κρίσιμη όσον αφορά τόσο την ευθύνη του βάσει του κώδικα εγκλημάτων κατά του διεθνούς δικαίου όσο και την νομιμότητα της αεροπορικής επίθεσης βάσει του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, και, δεύτερον τον αριθμό των θυμάτων.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η οι γερμανικές εισαγγελικές αρχές δεν είχαν νομικές αρμοδιότητες να λάβουν ερευνητικά μέτρα στο Αφγανιστάν βάσει της Συμφωνίας ISAF για το καθεστώς των δυνάμεων, αλλά θα έπρεπε να καταφύγουν σε διεθνή νομική βοήθεια προς το σκοπό αυτό. Ωστόσο, ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας μπόρεσε να βασιστεί σε ένα σημαντικό υλικό σχετικά με τις περιστάσεις και τον αντίκτυπο της αεροπορικής επίθεσης. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ανακρίνει τους υπόπτους και άλλους στρατιώτες που ήταν παρόντες στο κέντρο διοίκησης και βρήκε αξιόπιστες τις μαρτυρίες τους ότι είχαν λειτουργήσει με την υπόθεση ότι υπήρχαν μόνο αντάρτες και όχι πολίτες. Είχε σημειώσει ότι αυτός ο ισχυρισμός επιβεβαιώθηκε από αντικειμενικές περιστάσεις και αποδεικτικά στοιχεία, όπως ηχογραφήσεις της ραδιοφωνικής κίνησης μεταξύ του κέντρου διοίκησης και των πιλότων του αμερικανικού αεροσκάφους F-15 και των θερμικών εικόνων από τις υπέρυθρες κάμερες του τελευταίου. Ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας είχε αποδείξει ότι ο συνταγματάρχης Κ. είχε πραγματοποιήσει τουλάχιστον επτά κλήσεις στον πληροφοριοδότη προκειμένου να επαληθεύσει ότι δεν υπήρχαν άμαχοι στο χώρο και ότι οι πληροφορίες που έδωσε ο πληροφοριοδότης αντιστοιχούσαν σε  βίντεο που είχαν ληφθεί από το αεροσκάφος.

Το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητήσει την εκτίμηση του Γενικού Εισαγγελέα και του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ότι δεν υπήρχαν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το αν ο Συνταγματάρχης Κ. ενήργησε με υπόνοια ύπαρξης  αμάχων κατά την παραγγελία της αεροπορικής επίθεσης.

Ούτε το Δικαστήριο μπορούσε να διακρίνει την ανάγκη συμμετοχής πρόσθετων στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων ή προσομοίωσης της κατάστασης στο διοικητικό κέντρο. Η έκθεση της ερευνητικής ομάδας της ISAF είχε συνταχθεί από στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες από διαφορετικές χώρες. Στηριζόμενη σε αυτήν την έκθεση, ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχαν ληφθεί όλα τα προληπτικά μέτρα και ότι ο συνταγματάρχης Κ., κατά τη στιγμή της παραγγελίας της αεροπορικής επίθεσης, δεν είχε κανένα λόγο να υποψιάζεται την παρουσία πολιτών κοντά στα δεξαμενόπλοια καυσίμων και ότι δεν απαιτούνταν  προειδοποίηση εκ των προτέρων.

Όσον αφορά τον καθορισμό του ακριβούς αριθμού και του προσδιορισμού  των θυμάτων, ο Ομοσπονδιακός Γενικός Εισαγγελέας, έχοντας υπόψη τα διαφορετικά πορίσματα των διαφόρων εκθέσεων, τις μεθόδους με τις οποίες είχαν διεξαχθεί και τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του οπτικού βίντεο, είχε καταλήξει ότι περίπου 50 άτομα πιθανόν σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν από την αεροπορική επίθεση και ότι μεταξύ των θυμάτων υπήρχαν σημαντικά περισσότεροι μαχητές Ταλιμπάν από τους πολίτες.

Το Δικαστήριο  αναγνώρισε ότι μια ακριβέστερη αξιολόγηση δεν φαίνεται να ήταν δυνατή δεδομένης της έντονης σύγκρουσης στην περιοχή. Παρατήρησε επίσης ότι ο ακριβής αριθμός των αμάχων θυμάτων δεν είχε καμία σχέση με τη νομική εκτίμηση σχετικά με την ποινική ευθύνη του Συνταγματάρχη Κ., η οποία επικεντρώθηκε στην υποκειμενική εκτίμησή του κατά την διαταγή της αεροπορικής επίθεσης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα γεγονότα σχετικά με την αεροπορική επίθεση που σκότωσαν τους δύο γιους του προσφεύγοντος, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και της επαλήθευσης στόχου που οδήγησε στην παραγγελία της αεροπορικής επίθεσης, είχαν τεκμηριωθεί διεξοδικά και αξιόπιστα για να προσδιοριστεί η νομιμότητα της επίθεσης.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η διαδικαστική υποχρέωση του άρθρου 2 της Σύμβασης δεν απαιτούσε κατ΄ ανάγκη δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων έρευνας ως έχει. Ωστόσο, η κυβέρνηση είχε δηλώσει ότι ο προσφεύγων  είχε στη διάθεσή του δύο ένδικα μέσα για να αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα της έρευνας και είχε χρησιμοποιήσει και τα δύο, δηλαδή είχε προσβάλει την απόφαση ενώπιον  του Εφετείου και προέβη και σε συνταγματική προσφυγή. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Εφετείο είχε κηρύξει την αγωγή του προσφεύγοντος για αστική ευθύνη του δημοσίου ως απαράδεκτη. Παρατήρησε ότι η εφαρμογή των προϋποθέσεων παραδεκτού ήταν σύμφωνη με την καθιερωμένη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων και ότι το Εφετείο είχε προβεί σε ενδελεχή εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων και της απόφασης του Ομοσπονδιακού Εισαγγελέα, όπως επεσήμανε και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Το τελευταίο δικαστήριο εξέτασε την αποτελεσματικότητα της έρευνας σχετικά με τη συνταγματική καταγγελία του προσφεύγοντος. Σημειώνοντας ότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο μπόρεσε να ακυρώσει μια απόφαση για παύση  μιας ποινικής έρευνας, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων  είχε στη διάθεσή του ένδικο βοήθημα  που του επέτρεπε να αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα της έρευνας.

Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η έρευνα για την αεροπορική επίθεση από την κοινοβουλευτική εξεταστική Επιτροπή είχε εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο δημόσιας εξέτασης της υπόθεσης.

Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα των γερμανικών αρχών για το θάνατο των δύο υιών του προσφεύγοντος  είχε συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις μιας αποτελεσματικής έρευνας βάσει του άρθρου 2 της Σύμβασης.

Κατά συνέπεια, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι  δεν υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή).

Oi δικαστές Grozev, Ranzoni και Eicke μειοψήφισαν (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες