Μη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας για φερομένη δηλητηρίαση πολιτικού κρατουμένου. Παραβίαση διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Navalnyy κατά Ρωσίας (αριθ. 3) της 06.06.2023 (αριθ.προσφ. 36418/20)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων είναι Ρώσος υπήκοος και πολιτικός ακτιβιστής της αντιπολίτευσης. Κατά τον επίμαχο χρόνο κρατούνταν  σε κατάστημα κράτησης υψίστης ασφαλείας. Κατά την διάρκεια μεταφοράς του σε φυλακές στην Γερμανία υπέστη δηλητηρίαση και μεταφέρθηκε σε κωματώδη κατάσταση σε νοσοκομείο. Οι Ρωσικές αρχές αρνήθηκαν να κινήσουν ποινική διαδικασία για την εικαζόμενη δηλητηρίαση  με την αιτιολογία ότι οι  ιατροδικαστικές εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Ρωσία κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν βρέθηκαν δηλητηριώδεις, ναρκωτικές ή ψυχοτρόπες ουσίες σε δείγματα που ελήφθησαν από αυτόν ή σε άλλα στοιχεία που υποβλήθηκαν για ανάλυση.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι η έρευνα που διεξήγαγαν οι ρωσικές αρχές δεν ήταν ανοικτή σε έλεγχο και δεν είχε προβλέψει το δικαίωμα του θύματος να συμμετάσχει στη διαδικασία γεγονός που του στέρησε σχεδόν κάθε δυνατότητα να μετάσχει στη διαδικασία, να διορίσει πραγματογνώμονες, να υποβάλει παρατηρήσεις ή να ενημερωθεί για την πρόοδο της διαδικασίας. Επιπλέον, η έρευνα δεν εξέτασε  τους ισχυρισμούς για πιθανό πολιτικό κίνητρο για την απόπειρα δολοφονίας, καθώς και πιθανή εμπλοκή κρατικών υπαλλήλων, και δεν είχε δώσει συνέχεια στην αναφερόμενη χρήση μιας ουσίας που χαρακτηρίζεται ως χημικό όπλο απαγορευμένη από το διεθνές και το εσωτερικό δίκαιο.

Ως εκ τούτου, η έρευνα δεν ήταν ικανή να οδηγήσει στη διαπίστωση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και στον εντοπισμό και, ενδεχομένως, στην τιμωρία των υπευθύνων και  δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) και  επιδίκασε 40.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 2,

Αρθρο 13

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, AlekseyAnatolyevichNavalnyy, είναι Ρώσος υπήκοος που γεννήθηκε το 1976 και κρατείται επί του παρόντος στο σωφρονιστικό κατάστημα υψίστης ασφαλείας IK-6 στο Melekhovo, περιοχή Vladimir. Είναι ακτιβιστής της αντιπολίτευσης.

Ενώ επέστρεφε αεροπορικά στη Μόσχα στις 20 Αυγούστου 2020 με έναν από τους συνεργάτες του μετά από επαγγελματικό ταξίδι στο Τομσκ, αρρώστησε ξαφνικά και έχασε τις αισθήσεις του. Το πλήρωμα πτήσης αναγκάστηκε να προβεί σε αναγκαστική προσγείωση στο Ομσκ, από όπου μεταφέρθηκε, σε κωματώδη κατάσταση, σε τοπικό νοσοκομείο και τέθηκε σε μηχανική υποστήριξη. Ο συνεργάτης του και ο εκπρόσωπός του ανέφεραν αμέσως το περιστατικό στις αρχές – στην Ερευνητική Επιτροπή της Ρωσικής Ομοσπονδίας και στο Περιφερειακό Τμήμα Εσωτερικών του Τομσκ Sovetskiy – και ζήτησαν ποινική έρευνα για αυτό που θεωρούσαν ως απόπειρα δολοφονίας μέσω δηλητηρίασης λόγω της γνωστής πολιτικής του δραστηριότητας. Την επόμενη ημέρα, το Εγκληματολογικό Κέντρο του Περιφερειακού Τμήματος Εσωτερικών του Ομσκ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν βρεθεί ισχυρές δηλητηριώδεις, ναρκωτικές ή ψυχοτρόπες ουσίες στη μπατονέτα που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη δειγμάτων από τις παλάμες ή τα αποκόμματα νυχιών του κ. Navalnyy. Στις 21 Αυγούστου 2020, το Δικαστήριο έκανε δεκτό αίτημα για επείγον προσωρινό μέτρο που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού από τη σύζυγο του κ. Navalnyy, επισημαίνοντας στην κυβέρνηση ότι η οικογένειά του και οι γιατροί του θα πρέπει να έχουν επαφή με  αυτόν και ότι η κατάστασή του θα πρέπει να αξιολογηθεί με σκοπό τη μεταφορά του στη Γερμανία για θεραπεία. Την επόμενη μέρα, μεταφέρθηκε αεροπορικά στη Γερμανία με ιδιωτικό ιατρικό αεροπλάνο και εισήχθη στο νοσοκομείο Charité στο Βερολίνο και το προσωρινό μέτρο ήρθη. Παρέμεινε στην εντατική για αρκετές εβδομάδες, αρχικά σε κώμα, ακολουθούμενο από αρκετούς μήνες αποκατάστασης. Κατά τη Ρωσική Κυβέρνηση, περαιτέρω φυσικές και τοξικολογικές εξετάσεις δεν ανίχνευσαν δηλητηριώδεις ουσίες μέσα ή πάνω σε αντικείμενα που είχαν υποβληθεί σε ανάλυση, συμπεριλαμβανομένων των ρούχων που φορούσε. Ωστόσο, στις 2 Σεπτεμβρίου 2020, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων στις οποίες είχε προβεί κατά την άφιξή του στο Βερολίνο είχαν αποκαλύψει αδιαμφισβήτητες αποδείξεις για την παρουσία χημικού νευροτοξικού παράγοντα από την ομάδα ουσιών Novichok απαγορευμένων βάσει της Σύμβασης για τα χημικά όπλα. Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώθηκαν αργότερα αυτοτελώς από τρία ειδικευμένα εργαστήρια στη Γαλλία και τη Σουηδία, καθώς και από τον Οργανισμό για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (ΟΑΧΟ). Αναφερόμενος στα πορίσματα του ΟΑΧΟ, ο εκπρόσωπος του κ. Navalnyy ζήτησε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSS) της Ρωσικής Ομοσπονδίας να κινήσει ποινική διαδικασία βάσει άρθρου του Ποινικού Κώδικα που εφαρμόζεται στην ανάπτυξη, παραγωγή, αποθήκευση, απόκτηση ή πώληση όπλων μαζικής καταστροφής. Το αίτημα αυτό τελικά απορρίφθηκε: ο λόγος που δόθηκε ήταν ότι μια άλλη υπηρεσία ασφαλείας έλεγχε ήδη τους ισχυρισμούς.

Εν τω μεταξύ, ο συνεργάτης και εκπρόσωπος του κ. Navalnyy αμφισβήτησε την αδράνεια των αρχών, διευκρινίζοντας ότι το άρθρο 144 § 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας απαιτούσε από τις ανακριτικές αρχές να λάβουν μία από τις τρεις αποφάσεις ως απάντηση στις ποινικές καταγγελίες τους, ήτοι: (i) να κινήσουν ποινική έρευνα, (ii) να αρνηθούν να κινήσουν ποινική έρευνα ή (iii) να διαβιβάσουν το αίτημα σε άλλο αρμόδιο ανακριτικό ή δικαστικό όργανο εντός τριών ημερών από την παραλαβή του. Ένας από τους ισχυρισμούς απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το αίτημα για ποινική έρευνα είχε διαβιβαστεί στο Τμήμα Διερεύνησης Μεταφορών της Δυτικής Σιβηρίας της Ερευνητικής Επιτροπής. Άλλες απορρίφθηκαν με το σκεπτικό ότι δεν βρέθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι φορείς διερεύνησης ήταν αδρανείς ή είχαν παραβιάσει τις νόμιμες προθεσμίες. Από το φθινόπωρο του 2020 έως τον Ιανουάριο του 2021, το Τμήμα Μεταφορών του Υπουργείου Εσωτερικών του Τομσκ έλαβε τουλάχιστον τέσσερις αποφάσεις να μην κινήσει ποινική έρευνα λόγω έλλειψης αντικειμενικών πληροφοριών που να υποδηλώνουν ότι είχαν διαπραχθεί εκ προθέσεως εγκληματικές πράξεις, αλλά κάθε φορά ο αναπληρωτής επικεφαλής ανακριτής ανέτρεπε την απόφαση και παρέτεινε την προανακριτική έρευνα κατά 30 επιπλέον ημέρες. Ο συνεργάτης του κ. Navalnyy κατήγγειλε ότι η πρακτική του τερματισμού της έρευνας και της άμεσης επανέναρξής της ισοδυναμούσε με παράταση επ’ αόριστον.

Επισήμανε επίσης ότι η έρευνα δεν ήταν κατάλληλη διαδικασία, καθώς δεν παρείχε στον προσφεύγοντα τις ίδιες διαδικαστικές εγγυήσεις με μια ποινική έρευνα, στην οποία θα είχε την ιδιότητα του θύματος και θα μπορούσε να συμμετάσχει στην ποινική δίωξη, να δώσει καταθέσεις, να συγκεντρώσει και να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία, να ζητήσει διαδικαστικές ενέργειες ή αποφάσεις, να κάνει χρήση των δικονομικών δικαιωμάτων που σχετίζονται με τη διενέργεια ιατροδικαστικών εξετάσεων και να λάβει αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων που επηρεάζουν τα συμφέροντά του. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η έρευνα δεν είχε περατωθεί. Στη συνέχεια ακολούθησε μία σειρά επανειλημμένων καταγγελιών αδράνειας σχετικά με την αστυνομία μεταφορών του Τομσκ και το Τμήμα Διερεύνησης Μεταφορών της Δυτικής Σιβηρίας της Ερευνητικής Επιτροπής και την αποτυχία τους να ξεκινήσουν ποινική έρευνα. Οι συστηματικοί λόγοι για την απόρριψη περιελάμβαναν την διαπίστωση ότι η έρευνα ήταν ακόμη σε εξέλιξη και δεν υπήρχε υποχρέωση πρόσβασης στον φάκελο ή επιστροφής των κατασχεθέντων αντικειμένων πριν από την τελική απόφαση της έρευνας.

Εν μέσω αυτού, δημοσιογράφοι από μια ένωση ερευνητικής δημοσιογραφίας, Bellingcat, και από μια ηλεκτρονική εφημερίδα The Insider, οι οποίοι ερευνούσαν την υποτιθέμενη δηλητηρίαση, αποκάλυψαν τον Δεκέμβριο του 2020 ότι ο προσφεύγων βρισκόταν υπό παρακολούθηση από το FSS από το 2017 και ότι είχαν εντοπίσει τους εμπλεκόμενους μυστικούς πράκτορες που έτυχε να είναι ειδικοί σε τοξικές χημικές ουσίες. Στη συνέχεια, ο εκπρόσωπος του προσφεύγοντος υπέβαλε αιτήματα στο Τμήμα Στρατιωτικών Ερευνών της Επιτροπής Έρευνας, ζητώντας ποινική έρευνα σχετικά με την εικαζόμενη δηλητηρίαση του από μυστικούς πράκτορες. Η απάντηση ήρθε ότι τα αιτήματα δεν περιείχαν συγκεκριμένα γεγονότα που θα δικαιολογούσαν έρευνα. Πολλές προσφυγές κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκαν, όπως και οι μεταγενέστερες προσφυγές. Αίτημα προς την αστυνομία μεταφορών του Τομσκ να διαβιβάσει τον φάκελο έρευνας στο Κύριο Τμήμα Στρατιωτικών Ερευνών του Εσωτερικού, το οποίο είχε δικαιοδοσία καθώς η υπόθεση φέρεται να αφορούσε πράκτορες της FSS, απορρίφθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2021 ως αβάσιμο. Στις 10 Φεβρουαρίου 2021, ο ερευνητής της αστυνομίας μεταφορών του Τομσκ εξέδωσε απόφαση να μην κινήσει ποινική έρευνα. Μια μεταγενέστερη προσφυγή από συνεργάτη του κ. Navalnyy απορρίφθηκε τον Απρίλιο του 2021, διαπιστώνοντας ότι η διάγνωση δηλητηρίασης δεν είχε επιβεβαιωθεί από τους ιατροδικαστές και ότι η παρουσία τοξικής ουσίας δεν είχε επιβεβαιωθεί από την έρευνα. Υλικό από τις γερμανικές, σουηδικές και γαλλικές εργαστηριακές εξετάσεις δεν είχε τεθεί στη διάθεση των ανακριτικών αρχών μετά την αίτηση νομικής συνδρομής και δεν ήταν δυνατό να εξεταστούν οι γερμανοί γιατροί που είχαν περιθάλψει τον προσφεύγοντα ή να ληφθούν τα ιατρικά του αρχεία από το νοσοκομείο του Βερολίνου. Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων είχε αντιταχθεί στη διάθεση αυτών των πληροφοριών στην έρευνα, το ρωσικό δικαστήριο διαπίστωσε ότι η περάτωση της έρευνας ήταν νόμιμη. Ταυτόχρονα, απέρριψε το αίτημα άρσης της κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων του, επειδή η απόφαση να μην κινηθεί ποινική διαδικασία δεν ήταν αμετάκλητη. Μια νέα προσφυγή με την οποία επαναλαμβανόταν η υποχρέωση διερεύνησης της δηλητηρίασης από τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι είχαν χρησιμοποιηθεί χημικές ουσίες απαγορευμένες από τη Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα (CWC) και επαναλαμβανόταν ότι η ποινική διαδικασία ήταν αναγκαία για τον καθορισμό του πλαισίου μιας αποτελεσματικής έρευνας απορρίφθηκε, καθώς και το ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής.

Επικαλούμενος το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) και το άρθρο 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την άρνηση των ρωσικών αρχών να κινήσουν ποινική διαδικασία σχετικά με την απόπειρα δολοφονίας του και την αποτυχία τους να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα. Ισχυρίστηκε ότι είχε δηλητηριαστεί με χημικό παράγοντα στον οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι κρατικές μυστικές υπηρεσίες.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 2

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε πράγματι σοβαρός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του προσφεύγοντοςυπό ύποπτες συνθήκες, ενεργοποιώντας έτσι την υποχρέωση του κράτους βάσει του άρθρου 2 να διεξαγάγει αποτελεσματική έρευνα. Η ρωσική κυβέρνηση υποστήριξε ότι υπήρξε αποτελεσματική έρευνα στην υπόθεση με τη μορφή προκαταρκτικής έρευνας, την οποία θεώρησε διεξοδική και ολοκληρωμένη, δεδομένου ότι είχε ληφθεί σημαντικός αριθμός μέτρων για την επαλήθευση της προέλευσης του συμβάντος, όπως η εξέταση πολυάριθμων μαρτύρων και οι πολλαπλές ιατροδικαστικές εξετάσεις. Το Δικαστήριο επανέλαβε από την αρχή ότι στο νομικό πλαίσιο της Ρωσίας, μια «προανακριτική έρευνα» από μόνη της δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην τιμωρία των υπευθύνων, δεδομένου ότι η έναρξη ποινικής έρευνας ήταν προϋπόθεση για την απαγγελία κατηγοριών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο ήταν ανεπαρκές. Ειδικότερα, έκρινε ακατάλληλο για τη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών, για την επαλήθευση αντικρουόμενων εκδοχών των γεγονότων και για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων  σε ποινικές διαδικασίες και δεν διασφάλισε το δικαίωμα του προσφεύγοντος για αποτελεσματική συμμετοχή στη διαδικασία, καθώς δεν μπορούσε να του χορηγηθεί καθεστώς «θύματος». Επίσης, δεδομένου ότι δεν είχε υποβληθεί στο Δικαστήριο κανένα έγγραφο σχετικά με την έρευνα, δεν ήταν σε θέση να ελέγξει το περιεχόμενο ή την εγκυρότητά της ή να εξακριβώσει εάν οι αρχές είχαν συναγάγει εύλογα συμπεράσματα. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν εξετάσει ενδελεχώς τις ενέργειες αυτές. Ειδικότερα, η κυβέρνηση είχε βασιστεί ουσιαστικά σε τρεις ιατροδικαστικές εκθέσεις, οι οποίες ανέφεραν ότι δεν είχαν βρεθεί ίχνη δηλητηριωδών και άλλων ουσιών στα επιχρίσματα από τις παλάμες και τα αποκόμματα νυχιών του ή στα ρούχα του και σε άλλα αντικείμενα που υποβλήθηκαν για ανάλυση. Χωρίς πρόσβαση σε αυτές τις εκθέσεις, ήταν αδύνατο για το Δικαστήριο να προσδιορίσει το πεδίο εφαρμογής των ιατροδικαστικών εξετάσεων ή να καθορίσει εάν είχαν παραλειφθεί τυχόν ευρήματα από τις παρατηρήσεις της κυβέρνησης. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρχές είχαν κρατήσει τα ρούχα του κ. Navalnyy χωρίς κατάλληλη διαδικαστική απόφαση για το σκοπό αυτό και χωρίς εξήγηση γιατί δεν θα τα επέστρεφαν. Επιπλέον, ο προσφεύγωνδεν μπόρεσε να αποκτήσει τη δικονομική ιδιότητα του θύματος, γεγονός που του στέρησε σχεδόν κάθε δυνατότητα να μετάσχει στη διαδικασία, να διορίσει πραγματογνώμονες, να υποβάλει παρατηρήσεις ή να ενημερωθεί για την πρόοδο της έρευνας. Επομένως, η έρευνα δεν ήταν ανοικτή σε δημόσιο έλεγχο και δεν είχε προβλέψει το δικαίωμα του θύματος να συμμετάσχει στη διαδικασία. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγωνήταν εξέχουσα προσωπικότητα της αντιπολίτευσης, του οποίου ο ακτιβισμός, ιδίως στην καταπολέμηση της διαφθοράς, είχε ως αποτέλεσμα πολλαπλές συλλήψεις, κρατήσεις, ποινικές καταδίκες και κακομεταχείριση, και ότι σε αρκετές από τις υποθέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου είχε υποβάλει βάσιμο ισχυρισμό δίωξης για πολιτικούς λόγους. Σημείωσε επίσης ότι είχαν ήδη υπάρξει αναφορές για επανειλημμένες απειλές και επιθέσεις εναντίον του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το πολιτικό κίνητρο θα έπρεπε να αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έρευνας. Ωστόσο, όχι μόνο η έρευνα απέτυχε να εξετάσει την πιθανή σχέση μεταξύ του περιστατικού και των δημόσιων δραστηριοτήτων του κ. Navalnyy, αλλά δεν είχε επιδιώξει σοβαρά την εκδοχή της προμελετημένης επίθεσης, παρόλο που δεν είχαν εντοπιστεί φυσικά αίτια από καμία από τις ιατρικές ή ιατροδικαστικές εξετάσεις. Δεδομένου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν με τη βοήθεια του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (ΟΑΧΟ) έδειξαν ότι ο οπροσφεύγωνείχε δηλητηριαστεί με χημικό νευροτοξικό παράγοντα προερχόμενο από τον όμιλο Novichok, η Ρωσία, ως συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης για τα χημικά όπλα (CWC), είχε την υποχρέωση να κινήσει ποινική έρευνα σχετικά με οποιεσδήποτε δραστηριότητες παραβιάζουν την απαγόρευση των χημικών όπλων.Η υποχρέωση αυτή περιείχετοσε ειδική διάταξη του ποινικού κώδικα. Σύμφωνα με το διεθνές και το εσωτερικό δίκαιο, ήταν υποχρεωμένη να διερευνήσει την προέλευση της απαγορευμένης ουσίας και να ανακαλύψει ποιος ήταν υπεύθυνος για τη δηλητηρίαση.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι διεθνείς υποχρεώσεις της Ρωσίας σε σχέση με μια έρευνα στην υπόθεση αυτή είχαν τεθεί υπόψη της στις ειδικές εκθέσεις των εισηγητών της PACE και του ΟΗΕ που συντάχθηκαν για να «συμβάλουν στη διαλεύκανση των συνθηκών δηλητηρίασης του κ. Navalnyy», αλλά οι ρωσικές αρχές δεν φαίνεται να έδωσαν προσοχή σε αυτές τις δηλώσεις. Το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να ελέγξει την εγκυρότητα του επιχειρήματος της ρωσικής κυβέρνησης ότι η έρευνα δεν μπορούσε να ξεκινήσει λόγω έλλειψης συνεργασίας εκ μέρους των γερμανικών αρχών, καθώς δεν είχε αποκαλυφθεί σχετικό υλικό στο Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, αυτός δεν ήταν λόγος να μην κινηθεί ποινική έρευνα.

Επίσης, η συνοπτική έκθεση του ΟΑΧΟ της 6 Οκτωβρίου 2020 που επιβεβαίωσε τη χρήση χημικών όπλων κοινοποιήθηκε στη Ρωσία και δημοσιοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος της Γερμανίας. Καθώς προήλθε από ανεξάρτητο φορέα με εντολή αναγνωρισμένη από τη Ρωσία, η έκθεση θα έπρεπε να ήταν επαρκής για την έναρξη εγχώριας έρευνας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι οι ρωσικές αρχές δεν μπόρεσαν να εξετάσουν τον προσφεύγοντα, την σύζυγό του και άλλους ανθρώπους στο εξωτερικό δεν ήταν λόγος για να μην ξεκινήσει ποινική έρευνα. Ο προσφεύγων, η οικογένειά του, οι συνεργάτες του και οι εκπρόσωποί του είχαν δώσει πολυάριθμες καταθέσεις και είχαν υποβάλει τακτικά λεπτομερείς παρατηρήσεις στις ανακριτικές αρχές και τις δικαστικές αρχές, εκθέτοντας τους ισχυρισμούς τους για απόπειρα δολοφονίας και αναφερόμενοι σε πιθανές αποδείξεις. Ως εκ τούτου, οι αρχές είχαν ενημερωθεί επαρκώς για τη θέση τους επί του θέματος. Το γεγονός ότι δεν είχαν ανακριθεί δεν είχε καμία επίπτωση στην υποχρέωση του κράτους βάσει του άρθρου 2 να διεξάγει αποτελεσματική έρευνα και, σε κάθε περίπτωση, ένα πρόσωπο μπορούσε να εξεταστεί μόνο ως θύμα ή μάρτυρας στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Τέλος, όσον αφορά την καταγγελία σχετικά με την εικαζόμενη παράλειψη διερεύνησης της πιθανής εμπλοκής ή συμπαιγνίας κρατικών πρακτόρων στη δηλητηρίαση του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει προηγουμένως ότι ο προσφεύγων ήταν υπό εντατική παρακολούθηση από τις μυστικές υπηρεσίες στην υπόθεση Navalnyy κατά Ρωσίας (αριθ. 2). Ως εκ τούτου, η ανάγκη διερεύνησης της πιθανής εμπλοκής κρατικών υπαλλήλων ήταν σαφής από την αρχή και η εν λόγω γραμμή έρευνας έπρεπε να είχε καταστεί προτεραιότητα μόλις ο ΟΑΧΟ επιβεβαίωσε τη χρήση ουσιών που ταξινομούνται ως χημικά όπλα. Η ανάπτυξη και η χρήση τέτοιων χημικών ουσιών απαιτούσε χρόνο, δεξιότητες και ένα επίπεδο οργάνωσης που δύσκολα θα μπορούσε να επιτευχθεί από άτομα που δεν συνδέονται με κρατικές υπηρεσίες. Επιπλέον, το Bellingcatκαι το The Insider είχαν κατονομάσει ακόμη και συγκεκριμένους κρατικούς υπαλλήλους που εμπλέκονταν στη δηλητηρίαση. Προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 2, οι αρχές όφειλαν να ερευνήσουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Ωστόσο, είτε δεν είχαν επαληθευτεί είτε τα ευρήματα δεν είχαν αποκαλυφθεί.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έρευνα που διεξήχθη από τις εγχώριες αρχές δεν ήταν προσβάσιμη σε έλεγχο και δεν είχε προβλέψει το δικαίωμα του θύματος να συμμετάσχει στη διαδικασία. Επιπλέον, δεν είχε διερευνήσει τους ισχυρισμούς για πιθανό πολιτικό κίνητρο πίσω από την απόπειρα δολοφονίας, καθώς και πιθανή συμμετοχή ή συμπαιγνία από κρατικούς υπαλλήλους, και δεν είχε δώσει συνέχεια στην αναφερόμενη χρήση μιας ουσίας που χαρακτηρίζεται ως χημικό όπλο απαγορευμένη από το διεθνές και εσωτερικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, η έρευνα δεν ήταν ικανή να οδηγήσει στη διαπίστωση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και στον εντοπισμό και, ενδεχομένως, στην τιμωρία των υπευθύνων. Ετσι, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε διαδικαστική παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Λοιπά άρθρα

Λόγω της διαπίστωσής του βάσει του άρθρου 2 σχετικά με την έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας, το Δικαστήριο δεν έκρινε απαραίτητο να εξετάσει τα ζητήματα χωριστά βάσει του άρθρου 13.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 40.000 ευρώ για ηθική βλάβη(επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες