Η χρήση μηνυμάτων της προσφεύγουσας από site γνωριμιών, ως αποδεικτικό στοιχείο σε δίκη επιμέλειας τέκνων, δεν παραβίασε το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μ.P. κατά Πορτογαλίας της 07.09.2021 (αρ. προσφ. 27516/14)

 βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Προσωπικά δεδομένα, απόρρητο επικοινωνίας και δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

Σε δίκη επιμέλειας τέκνων προσκομίστηκαν από τον αντίδικο σύζυγο, μηνύματα της πρώην συζύγου του και προσφεύγουσας σε site γνωριμιών. Η μήνυσή της εναντίον του συζύγου για παράνομη χρήση των μηνυμάτων αυτών απορρίφθηκε από τον Εισαγγελέα με διάταξη και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Υπέβαλε προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του απορρήτου της αλληλογραφίας.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η νομοθεσία της Πορτογαλίας προέβλεπε το ποινικό αδίκημα της πρόσβασης στο περιεχόμενο των επιστολών ή τηλεπικοινωνιών χωρίς τη συγκατάθεση των συντακτών τους. Νομικές διαδικασίες κινήθηκαν  εναντίον του συζύγου της προσφεύγουσας  οι οποίες παρείχαν σε αυτήν  επαρκή προστασία,  παρά το γεγονός  ότι απορρίφθηκαν, καθόσον της δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει τα επιχειρήματα της.

Όσον αφορά την πρόσβαση στα μηνύματα από τον σύζυγο, το ΕΔΔΑ δέχθηκε τον συλλογισμό των εγχώριων δικαστηρίων ότι  η προσφεύγουσα είχε δώσει στον σύζυγό της πλήρη πρόσβαση στον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της, με το οποίο συνδεόταν στην ιστοσελίδα γνωριμιών.

Όσον αφορά  τη χρήση τους ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη της επιμέλειας των παιδιών τους, το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι οι παρεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή που προκύπτουν από την αποκάλυψη τέτοιων πληροφοριών έπρεπε να είναι περιορισμένες και να περιορίζονται σε ό, τι είναι απολύτως απαραίτητο. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση διαπίστωσε, ότι η χρήση των μηνυμάτων ήταν άκρως περιορισμένη στην δίκη της επιμέλειας. Το ΕΔΔΑ έκρινε, ότι οι αρχές είχαν εξισορροπήσει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα και δεν είχε παραβιαστεί η ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας και το απόρρητο της αλληλογραφίας της.

Μη παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, M.P., είναι υπήκοος της Ισπανίας η οποία γεννήθηκε το 1958 και ζει στη Μαδρίτη.

Τον Ιούλιο του 2001 η προσφεύγουσα παντρεύτηκε έναν Πορτογάλο υπήκοο, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Το ζευγάρι μοίραζε τον χρόνο του,  μεταξύ Πορτογαλίας και Ισπανίας λόγω των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων. Τον Ιούνιο του 2011, καθώς η συζυγική σχέση του ζευγαριού είχε επιδεινωθεί, η προσφεύγουσα αποφάσισε να ζήσει μόνιμα στην Ισπανία με τα παιδιά της. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ζήτησε από την Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της Μαδρίτης να διατάξει προσωρινά μέτρα σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών με σκοπό να ζητήσει διαζύγιο.

Τον Αύγουστο του 2011 ο σύζυγός της κατέθεσε αίτηση στο Δικαστήριο Οικογενειακών Υποθέσεων της Λισαβόνας, ζητώντας να επιστρέψουν τα παιδιά και να οριστεί προσωρινά η κατοικία τους στην Πορτογαλία. Ο ίδιος υπέβαλε στη δικογραφία μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχε βρει στον οικογενειακό υπολογιστή τον Νοέμβριο του 2010, και που είχαν ανταλλαχθεί μεταξύ της προσφεύγουσας και διαφόρων ανδρών σε site γνωριμιών. Ισχυρίστηκε ότι αυτές οι συνομιλίες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποδείκνυαν ότι η σύζυγός του είχε εξωσυζυγικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 2011, κίνησε διαδικασία διαζυγίου στην Πορτογαλία.

Τον Σεπτέμβριο του 2013, το Δικαστήριο Οικογενειακών Υποθέσεων της Λισαβόνας ανέστειλε τη διαδικασία εν αναμονή της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») ως προς το ποια δικαιοδοτική αρχή είχε κατά τόπο αρμοδιότητα να κρίνει την διαφορά. Τον Ιούνιο του 2015, το ΔΕΕ έκρινε ότι το πρώτο επιληφθέν δικαστήριο,  ενώπιον του οποίου είχε εισαχθεί η διαφορά, ήταν αρμόδιο  να εξετάσει το ζήτημα, και συγκεκριμένα τα ισπανικά δικαστήρια, έπρεπε να αποφασίσουν για την υπόθεση.

Μετά την  ολοκλήρωση των διαδικασιών διαζυγίου ενώπιον του Πρωτοδικείου της  Ισπανίας, η προσφεύγουσα και ο σύζυγός της,  χώρισαν· η επιμέλεια ανατέθηκε  στην προσφεύγουσα και στον πρώην σύζυγό της αναγνωρίστηκε δικαίωμα επικοινωνίας.

Εν τω μεταξύ, τον Μάρτιο του 2012 η προσφεύγουσα υπέβαλε μήνυση στον εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Λισαβόνας, κατηγορώντας τον σύζυγό της για παραβίαση του απορρήτου της αλληλογραφίας σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 194 του Ποινικού Κώδικα. Ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της είχε αποκτήσει πρόσβαση στα εισερχόμενα μηνύματα  του λογαριασμού της σε έναν διαδικτυακό ιστότοπο γνωριμιών, είχε εκτυπώσει τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχε ανταλλάξει με άνδρες και τα είχε συμπεριλάβει στη δικογραφία της διαδικασίας για την επιμέλεια των παιδιών τους, την οποία είχε κινήσει ο ίδιος ενώπιον του Δικαστηρίου Οικογενειακών Υποθέσεων της Λισαβόνας.

Τον Οκτώβριο του 2012 η εισαγγελία διέταξε τη διακοπή της διαδικασίας. Τον Νοέμβριο του 2012 η προσφεύγουσα ζήτησε να είναι σε θέση να συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία για την υποστήριξη της κατηγορίας και ζήτησε να ξεκινήσει δικαστική έρευνα (δικαστική επίβλεψη της έρευνας από τον ανακριτή δικαστή). Ωστόσο, δεν υπέβαλε αίτηση αποζημίωσης. Ο εισαγγελέας εξέδωσε διάταξη θέτοντας στο αρχείο την μήνυση της.  Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή στον Εισαγγελέα Εφετών της Λισαβόνας, ο  οποίος έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να διατάξει την παραπομπή του συζύγου σε δίκη.

Στηριζόμενη στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και αλληλογραφίας), η προσφεύγουσα κατήγγειλε το γεγονός ότι τα πορτογαλικά δικαστήρια δεν είχαν τιμωρήσει τον σύζυγό της για πρόσβαση στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχε ανταλλάξει σε μία ιστοσελίδα γνωριμιών και για την υποβολή τους ως αποδεικτικά στοιχεία στη δικαστική διαδικασία για κοινή γονική μέριμνα και στη διαδικασία διαζυγίου.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας)

Η υπόθεση αφορούσε παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας από ιδιώτη και όχι από το Κράτος. Οι καταγγελίες της αφορούσαν τις θετικές υποχρεώσεις του Δημοσίου βάσει του άρθρου 8 της Σύμβαση. Το Δικαστήριο έκρινε ως εξής:

Όσον αφορά το πορτογαλικό νομικό σύστημα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η πρόσβαση στο περιεχόμενο των επιστολών ή τηλεπικοινωνιών χωρίς τη συγκατάθεση των συντακτών τους και η αποκάλυψη του περιεχομένου με αυτόν τον τρόπο τιμωρούνται βάσει του ποινικού δικαίου. Σημείωσε, ότι, κατόπιν της μήνυσης από την προσφεύγουσα για παραβίαση της αλληλογραφίας της, ο εισαγγελέας της Λισαβόνας είχε κινήσει έρευνα.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα είχε εξουσιοδοτηθεί να συμμετάσχει στις ποινικές διαδικασίες για την υποστήριξη της κατηγορίας, γεγονός που της επέτρεψε να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στις διαδικασίες αυτές. Ειδικότερα, μπόρεσε να παρουσιάσει τα στοιχεία της και στη συνέχεια να ζητήσει να διεξαχθεί έρευνα όταν ο εισαγγελέας αποφάσισε να διακόψει τη διαδικασία. Επιπλέον θα μπορούσε να είχε υποβάλει αίτηση αποζημίωσης μαζί με την αίτηση για την έναρξη έρευνας, αλλά εκείνη δεν το είχε κάνει παραιτούμενη έτσι από αυτήν την ευκαιρία. Με άλλα λόγια, είχε ζητήσει να κινηθούν ποινικές διαδικασίες για παραβίαση της αλληλογραφίας της αποκλειστικά προκειμένου να λάβει αναγνώριση της φερόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων της. Αποδείχθηκε ότι σε περιπτώσεις όπως εκείνη της προσφεύγουσας, το υπάρχον νομικό σύστημα στην Πορτογαλία παρείχε επαρκή προστασία για το δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική ζωή και το απόρρητο της αλληλογραφίας.

Όσον αφορά το αν τα πορτογαλικά δικαστήρια είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων, δηλαδή, αφενός, του δικαιώματος της προσφεύγουσας στο σεβασμό  της ιδιωτικής της ζωής και, αφετέρου, του δικαιώματος του συζύγου σε εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του – συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών του στοιχείων – υπό προϋποθέσεις που δεν τον έθεταν σε ουσιαστική μειονεκτική θέση έναντι της προσφεύγουσας και στις δύο αστικές διαδικασίες που, από τη φύση τους, σχετίζονται με την ιδιωτική ζωή του ζευγαριού και της οικογένειας.

Όσον αφορά την πρόσβαση στα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Εφετείο της Λισαβόνας είχε διαπιστώσει ότι η προσφεύγουσα είχε δώσει στον σύζυγό της πλήρη πρόσβαση στον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της μέσω του οποίου συνδεόταν στην ιστοσελίδα γνωριμιών και ότι, κατά συνέπεια, αυτά τα μηνύματα αποτελούσαν μέρος της ιδιωτικής ζωής του ζευγαριού. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο συλλογισμός των εθνικών αρχών σχετικά με την κοινή πρόσβαση στην αλληλογραφία των συζύγων ήταν ανοικτός σε συζήτηση, ειδικά επειδή υπήρχαν λόγοι στην παρούσα υπόθεση να θεωρείται  ότι  η άδεια που παρέσχε τελικά η προσφεύγουσα στον σύζυγό της είχε δοθεί μετά από διαπληκτισμό. Ωστόσο, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με το ζήτημα της πρόσβασης σε αυτά τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν φαίνονταν αρκετά αυθαίρετη, ώστε το Δικαστήριο να αντικαταστήσει τη δική του εκτίμηση με τη δική  τους.

Όσον αφορά την υποβολή των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διαδικασία διαζυγίου και την ανάθεση της επιμέλειας, το Δικαστήριο συμφώνησε με το Εφετείο της Λισαβόνας σχετικά με τη συνάφεια αυτών των μηνυμάτων στην εν λόγω αστική διαδικασία, η οποία επρόκειτο να οδηγήσει σε εκτίμηση της προσωπικής κατάστασης των συζύγων και της οικογένειας. Ωστόσο, επανέλαβε ότι, σε μια τέτοια κατάσταση, οι παρεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή που προκύπτουν από την αποκάλυψη τέτοιων πληροφοριών έπρεπε να είναι περιορισμένες, όσο το δυνατόν πιο περιορισμένες, σε ό, τι ήταν απολύτως απαραίτητο.

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα αποτελέσματα της αποκάλυψης των εν λόγω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σχετικά με την ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας ήταν περιορισμένα: αυτά τα μηνύματα είχαν αποκαλυφθεί μόνο στις αστικές διαδικασίες και η πρόσβαση του κοινού σε αυτού του είδους τις διαδικασίες ήταν περιορισμένη. Επιπλέον, τα εν λόγω μηνύματα δεν είχαν εξεταστεί στην πράξη, καθώς το Δικαστήριο Οικογενειακών Υποθέσεων της Λισαβόνας δεν είχε τελικά αποφανθεί επί της ουσίας των αιτημάτων του συζύγου.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είδε κανέναν ισχυρό λόγο να αντικαταστήσει τη δική του άποψη με εκείνη των εθνικών δικαστηρίων στην υπόθεση αυτή.

Πρώτον, οι πορτογαλικές αρχές είχαν εξισορροπήσει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα, έχοντας συμμορφωθεί με τα κριτήρια που ορίζει η πορτογαλική νομολογία). Επιπλέον, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα κάθε αστικής αξίωσης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, το μόνο ερώτημα που έμενε να αποφασιστεί ήταν αυτό της ποινικής ευθύνης του συζύγου, θέμα για το οποίο το δικαστήριο δεν μπορούσε να αποφανθεί. Το πορτογαλικό κράτος είχε εκπληρώσει έτσι τη θετική του υποχρέωση να προστατεύσει το δικαιώματα της προσφεύγουσας σχετικά με το σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής και το απόρρητο εμπιστευτικότητα της αλληλογραφίας της.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης. (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες