Η αφαίρεση παράνομων ηχογραφήσεων επιχειρηματία καλλυντικών από ιστότοπο δεν παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Société Editrice de Mediapart κ.α. κατά Γαλλίας της 14.01.2021 (αριθ. προσφ. 281/15 και
αριθ. 34445/15)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ελευθερία του τύπου, διαδίκτυο, δημόσια πρόσωπα και παράνομες ηχογραφήσεις. Οι δύο υποθέσεις αφορούσαν δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της Mediapart, ενός
ιστότοπου ειδήσεων, του εκδότη και ενός δημοσιογράφου να αφαιρέσουν από τον ιστότοπο της
εταιρείας ειδήσεων ηχητικά αποσπάσματα και αντίγραφα παράνομων ηχογραφήσεων που έγιναν
κρυφά σε διάστημα ενός έτους στο σπίτι γνωστής μεγαλομετόχου του ομίλου L’Oréal με τον
μπάτλερ της. Τα εγχώρια δικαστήρια διέταξαν την αφαίρεση των αναρτήσεων από τον ιστότοπο
και επιδίκασαν και χρηματικές ικανοποιήσεις (1000 και 20.000 ευρώ) για ηθική βλάβη. Στα
ποινικά δικαστήρια οι δημοσιογράφοι αθωώθηκαν για την παραβίαση απορρήτου λόγω
ελλείψεως δόλου.
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι το άρθρο 10 της Σύμβασης δεν εγγυάται εντελώς απεριόριστη
ελευθερία έκφρασης. Η άσκηση αυτής της ελευθερίας ασκείται μαζί με «καθήκοντα και
ευθύνες», που ισχύει και για τον Τύπο και οι δημοσιογράφοι δεν απολαμβάνουν ασυλίας από
ποινική ευθύνη για τον μοναδικό λόγο ότι, το εν λόγω αδίκημα είχε διαπραχθεί κατά την
εκτέλεση των δημοσιογραφικών καθηκόντων τους. Κάθε άτομο μπορεί να βασίζεται σε μια
«νόμιμη προσδοκία» προστασίας και σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ιστότοποι του διαδικτύου ήταν ένα εργαλείο πληροφόρησης και
επικοινωνίας ιδιαίτερα διακριτό από τα έντυπα μέσα, ιδίως όσον αφορά την ικανότητά τους να
αποθηκεύουν και να μεταδίδουν πληροφορίες, καθώς και τον κίνδυνο βλάβης που προκαλείται
από το περιεχόμενο και τις επικοινωνίες για την άσκηση και την απόλαυση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και ελευθεριών, ιδιαίτερα το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η αφαίρεση από τον ιστότοπο των παράνομων
ηχογραφήσεων δεν θα μπορούσε πράγματι να είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα στον τρόπο με τον
οποίο ασκούσαν και συνέχιζαν να ασκούν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης επομένως
η αφαίρεση των αναρτήσεων ήταν μία εξισορροπητική ενέργεια απαραίτητη σε μία δημοκρατική
κοινωνία, κατά συνέπεια δεν διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της
ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στην προσφυγή με αρ. 281/15, οι προσφεύγοντες είναι ο εκδότης της εφημερίδας Mediapart κ.
Hervé Edwy Plenel, και ο κ. Fabrice Arfi, δημοσιογράφος της Mediapart. Στην προσφυγή με αρ.
34445/15 οι προσφεύγοντες είναι οι Edwy Plenel και Mediapart. Ο κ. Plenel και ο κ. Arfi είναι
Γάλλοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1952 και το 1981 αντίστοιχα και ζουν στο Παρίσι.
Κατά τη διάρκεια του 2009 προέκυψε διαφορά μεταξύ της κας Bettencourt και της κόρης της
σχετικά με μεγάλα οικονομικά δώρα, ιδίως για τον B., συγγραφέα και φωτογράφο. Η υπόθεση
έλαβε ευρεία δημοσιότητα στον τύπο. Έχοντας ενημερωθεί ότι η κόρη της κας Bettencourt είχε
διαβιβάσει στο σώμα δίωξης οικονομικού εγκλήματος τα CD-ROM με συνομιλίες που
καταγράφηκαν στο σπίτι της μητέρας της μεταξύ Μαΐου 2009 και Μαΐου 2010 από τον πρώην
μπάτλερ της τελευταίας, οι Ρ. και B, αποφάσισαν να δημοσιεύσουν αποσπάσματα από αυτές τις
ηχογραφήσεις διαδικτυακά μεταξύ της 14 και 21 Ιουνίου 2010.

Α) Προσφ. με αρ. 281/15 – σχετική με τα ασφαλιστικά μέτρα κατά των προσφευγόντων που
ασκήθηκε από τον P.D.M.
Στις 21 Ιουνίου 2010, ο P.D.M. – διευθυντής οικονομικού της κας Bettencourt – άσκησε
επείγουσα διαδικασία εναντίον των προσφευγόντων, ζητώντας, βάσει του άρθρου 809 του
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (CPC) και των άρθρων 226-1 και 226-2 του Ποινικού Κώδικα, να
λάβει προσωρινή διαταγή ότι όλα τα αποσπάσματα των παράνομων ηχογραφήσεων που έγιναν
στο σπίτι της κας Bettencourt έπρεπε να αφαιρεθούν από τον ιστότοπο της Mediapart και επίσης
να υποχρεωθεί η Mediapart να μην δημοσιεύσει εκ νέου αυτές τις ηχογραφήσεις, με ποινή
10.000 ευρώ ανά ώρα κυκλοφορίας και ανά απόσπασμα σε περίπτωση παράβασης. Επίσης
ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι από κοινού να του καταβάλουν το ποσό των 20.000
ευρώ.
Την 1η Ιουλίου 2010 ο Πρόεδρος του δικαστηρίου του Παρισιού de grande instance (TGI)
απέρριψε τους ισχυρισμούς του, σημειώνοντας ότι τα δημοσιευμένα αντίγραφα αφορούσαν τη
συμπεριφορά του Β. και τη σχέση του με την κα Bettencourt, η οποία αποτέλεσε το υπόβαθρο
της υπόθεσης Bettencourt, αλλά και πρωτίστως τη διαχείριση της περιουσίας της και τους
πιθανούς δεσμούς της με πολιτικές αρχές.
Ο Πρόεδρος του TGI κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αφαίρεση των δημοσιεύσεων που
αντιστοιχούν στη δημοσίευση νόμιμων πληροφοριών και έχουν σχέση με το δημόσιο συμφέρον
θα ισοδυναμούσε με λογοκρισία και θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον.
Με απόφαση της 23.07.2010, το Εφετείο του Παρισιού επικύρωσε την απόφαση που εξέδωσε ο
Πρόεδρος του Παρισιού TGI την 01.07.2010, κρίνοντας ότι από μόνο του το γεγονός ότι  οι δημοσιευμένες δηλώσεις είχαν καταγραφεί χωρίς τη συγκατάθεση του ομιλητή δεν ήταν αρκετό για να χαρακτηρίσει τη βλάβη που προκλήθηκε από τη δημοσίευσή τους ως προδήλως παράνομη, αλλά ότι πρέπει ωστόσο να θεωρηθεί ότι «παραβίασε το προσωπικό απόρρητο», όπως ορίζεται στο άρθρο 226-1 του Ποινικού Κώδικα. Ασκήθηκε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής. Στις 06.10.2011 το Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο των Βερσαλλιών.
Με απόφαση της 04.07.2013, το Εφετείο των Βερσαλλιών ακύρωσε την απόφαση της
01.07.2010 και διέταξε τους προσφεύγοντες να αφαιρέσουν από τον ιστότοπο της Mediapart όλα
τα αντίγραφα των παράνομων ηχογραφήσεων που έγιναν στο σπίτι της κας Bettencourt και να
καταβάλουν στον P.D.M. το ποσό των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση. Στην απόφαση που εκδόθηκε στις 02.07.2014, το
Ακυρωτικό Δικαστήριο την απέρριψε. Θεώρησε, πρώτον, ότι τα συμπεράσματα της
αναιρεσιβαλομένης απόφασης έδειξαν ότι οι δηλώσεις που δημοσιεύθηκαν αποτελούσαν
παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή και πρόσθεσε, δεύτερον, «… η απόφαση [του Εφετείου], αφού
επανέλαβε ότι το άρθρο 10 της Σύμβασης προβλέπει ότι η ελευθερία λήψης και μετάδοσης
πληροφοριών ενδέχεται να υπόκειται σε περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και είναι
απαραίτητοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία των δικαιωμάτων άλλων
προκειμένου να αποφευχθεί η αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών, διαπιστώνει με ακρίβεια
ότι αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, το οποίο
επιβεβαιώνεται ρητώς από το άρθρο 8 της ίδιας Σύμβασης, το οποίο επεκτείνει περαιτέρω την
προστασία της κατοικίας κάθε ατόμου… ». Έκρινε ότι η δημοσιοποίηση των ηχογραφήσεων από
τους προσφεύγοντες δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την «ελευθερία του Τύπου ή την
εικαζόμενη συμβολή σε μια συζήτηση δημοσίου συμφέροντος, ή [από] μια επιθυμία να δοθεί
ιδιαίτερη αξιοπιστία σε ορισμένες πληροφορίες, οι οποίες επιπλέον ήταν ικανές να δημιουργηθούν
με έρευνα και ανάλυση, προστατευόμενες από το προνόμιο των δημοσιογράφων να μην
αποκαλύψουν πηγές». Τέλος, έκρινε ότι η ποινή ήταν ανάλογη με το αδίκημα που διαπράχθηκε,
παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενο των ηχογραφήσεων είχε διαδοθεί από άλλα μέσα
ενημέρωσης.

Β) Προσφυγή με. αρ. 34445/15 – σχετική με τα ασφαλιστικά μέτρα κατά των ως άνω
προσφευγόντων που ασκήθηκε από την κα Bettencourt.

Στις 22.06.2010, η κα Bettencourt άσκησε ασφαλιστικά μέτρα , στην ίδια βάση με τον P.D.M.,
επιδιώκοντας να αφαιρεθούν τα αποσπάσματα από τις παράνομες ηχογραφήσεις από τον
ιστότοπο και να απαγορευθεί η περαιτέρω δημοσίευσή τους. Ζήτησε από τους αντιδίκους να της
καταβάλουν 50.000 ευρώ.
Με διάταξη της 01.07.2010, η οποία έγινε δεκτή από το Εφετείο του Παρισιού στις 23.07.2010,
ο Πρόεδρος του Παρισιού TGI απέρριψε τους ισχυρισμούς της κας Bettencourt για τους ίδιους
λόγους με αυτούς που αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με την προσφυγή με αρ. 281/15.

Σε απόφαση σχετικά με αναίρεση που άσκησε η κα Bettencourt, το Ακυρωτικό Δικαστήριο, με
απόφαση της 06.10.2011, ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου και παρέπεμψε την υπόθεση στο
Εφετείο των Βερσαλλιών. Σε απόφαση που εκδόθηκε στις 4 Ιουλίου 2013, το Εφετείο των
Βερσαλλιών ακύρωσε τη διάταξη του Προέδρου TGI του Παρισιού της 01.07.2010, ουσιαστικά
με τους ίδιους όρους όπως στην προηγούμενη υπόθεση, διέταξε την διαγραφή από τον ιστότοπο
των αμφισβητούμενων αντιγράφων και ηχογραφήσεων και απαγόρευσε την περαιτέρω
δημοσίευση όλων ή οποιωνδήποτε από τις συνομιλίες που είχαν καταγραφεί παράνομα στο σπίτι
της κας Bettencourt. Διέταξε από κοινού τους προσφεύγοντες να καταβάλουν στην Bettencourt
το ποσό των 20.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης.
Ασκήθηκε αναίρεση. Σε απόφαση της 15.01.2015, το Ακυρωτικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η
παραβίαση της ιδιωτικής ζωής της κας Bettencourt, «η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το
γεγονός ότι παρέχει πληροφορίες στο κοινό», όπως είχε αναγραφεί στην απόφαση του Εφετείου,
τα δημοσιευμένα αποσπάσματα, που είχαν καταγραφεί κατά τη διάρκεια ενός έτους, είχαν γίνει
στο σπίτι της κας Bettencourt, χωρίς γνώση της και με πλήρη επίγνωση της παράνομης
καταγραφής τους.

Γ) Ποινική δίωξη κατά των προσφευγόντων

Στις 30.08.2013 ο ανακριτής διέταξε ότι ο P.B., ο οποίος είχε πραγματοποιήσει τις
ηχογραφήσεις, να παραπεμφθεί στο Ποινικό Δικαστήριο του Μπορντό σύμφωνα με το άρθρο
226-1 του Ποινικού Κώδικα. Οι κ.κ. Plenel και Arfi και άλλοι δημοσιογράφοι από το περιοδικό
Le Point παραπέμφθηκαν ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 226-2 του
Ποινικού Κώδικα. Με απόφαση της 12.01.2016, όλοι αθωώθηκαν. Με απόφαση που εκδόθηκε
στις 21.09.2017, μετά από έφεση του εισαγγελέα, το Εφετείο του Μπορντό επικύρωσε την
απόφαση. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά τη δημοσίευση των αμφισβητούμενων
αποσπασμάτων και του συνοδευτικού σχολιασμού που τα έβαλε στο πλαίσιο, δεν υπήρχε
πρόθεση των προσφευγόντων να παραβιάσουν το απόρρητο της κας Bettencourt.
Στηριζόμενοι στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι με την
απόφαση του Δικαστηρίου που τους υποχρέωνε να αφαιρέσουν από τον ιστότοπο ειδήσεων της
Mediapart τα γραπτά και ηχητικά αποσπάσματα των παράνομων ηχογραφήσεων που έγιναν στο
σπίτι της κ. Bettencourt παραβιάστηκε το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Λόγω της συνάφειας τους, το Δικαστήριο αποφάσισε να συνεκδικάσει στις προσφυγές.

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση αφαίρεσης από τον ιστότοπο των παράνομων
ηχογραφήσεων και η απαγόρευση της περαιτέρω δημοσίευσής τους έπρεπε να θεωρηθεί ως
παρέμβαση των δημοσίων αρχών στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης της προσφεύγουσας εκδοτικής εταιρείας και των δύο άλλων προσφευγόντων.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παρέμβαση είχε προβλεφθεί από το νόμο κατά την έννοια του Άρθρου 10 της Σύμβασης, προς αποφυγή οποιασδήποτε αμφισβήτησης από τους προσφεύγοντες σχετικά με τη νομική βάση της απόφασης εναντίον τους, δηλαδή τα Άρθρα 809 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και Άρθρα 226-1 και 226-2 του Ποινικού Κώδικα.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η παρέμβαση είχε επιδιώξει τον νόμιμο στόχο της προστασίας της
φήμης ή των δικαιωμάτων άλλων, συγκεκριμένα του P.D.M. και της κας Bettencourt. Τα
αμφισβητούμενα αντίγραφα και ηχητικά αποσπάσματα προήλθαν από ηχογραφήσεις που έγιναν
χωρίς τη γνώση αυτών των προσώπων για σχεδόν ένα χρόνο, δηλαδή από κρυφές ηχογραφήσεις
που μπορούσαν να ισοδυναμούν με αδίκημα. Ανεξάρτητα από την αντικειμενική και
υποκειμενική υπόσταση της πράξης και την τιμωρία της ως αδίκημα σύμφωνα με το γαλλικό
δίκαιο, αυτή η ενέργεια είχε αναμφίβολα μια αρκετά σοβαρή παρέμβαση για να θέσει σε
εφαρμογή το δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι δημοσιογράφοι που άσκησαν την ελευθερία της έκφρασης
ανέλαβαν «καθήκοντα και ευθύνες». Η παράγραφος 2 του άρθρου 10 δεν εγγυάται απόλυτη
απεριόριστη ελευθερία έκφρασης, ακόμη και σε σχέση με την κάλυψη από τα ΜΜΕ για θέματα
σοβαρού δημοσίου ενδιαφέροντος. Επομένως, παρά τον ζωτικό ρόλο που διαδραματίζει ο Τύπος
σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι δημοσιογράφοι δεν μπορούσαν, κατ΄ αρχήν, να απαλλαγούν
από το καθήκον τους να υπακούουν στο ποινικό δίκαιο, δεδομένου ότι το άρθρο 10 τους
προσέφερε υπεράσπιση. Με άλλα λόγια, ένας δημοσιογράφος δεν μπορούσε να αξιώσει
αποκλειστική ασυλία από την ποινική ευθύνη για τον μοναδικό λόγο ότι, σε αντίθεση με άλλα
άτομα που ασκούν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, το εν λόγω αδίκημα διαπράχθηκε
κατά την εκτέλεση των δημοσιογραφικών του καθηκόντων. Επιπλέον, οι παραβιάσεις της
ιδιωτικής ζωής που προέκυψαν από την εισβολή στην οικεία ζώνη των ατόμων μέσω της
χρήσης τεχνικών συσκευών, εγγραφής βίντεο ή φωτογραφίας έπρεπε να υπόκεινται σε ιδιαίτερα
προσεκτική προστασία.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα επίμαχα άρθρα δημοσιεύθηκαν όταν η
κόρη της κας Bettencourt διαβίβασε στην αστυνομία τα CD-ROM που περιείχαν τις μυστικές
ηχογραφήσεις. Οι προσφεύγοντες μετέφεραν αυτές τις ηχογραφήσεις στον ιστότοπο ειδήσεων,
αν και περιείχαν πληροφορίες που παραβίαζαν το απόρρητο των ενδιαφερομένων.
Οι προσφεύγοντες γνώριζαν ότι η αποκάλυψη ηχογραφήσεων χωρίς τη γνώση της κας
Bettencourt ήταν αδίκημα, το οποίο θα έπρεπε να τους οδηγήσει να επιδείξουν σύνεση και
επιφυλακτικότητα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι ενέργειές τους είχαν σκοπό, μεταξύ άλλων,
να καταγγείλουν την εκμετάλλευση της αδυναμίας της κας Bettencourt. Το Ακυρωτικό
Δικαστήριο έκρινε ότι το κοινό θα μπορούσε να έχει ενημερωθεί για αυτά τα θέματα με άλλα
μέσα εκτός από την παροχή πρόσβασης σε παράνομες ηχογραφήσεις. Ενώ είχε απαλλάξει τους
προσφεύγοντες κατά το πέρας της ποινικής διαδικασίας που ασκήθηκε εναντίον τους, το Εφετείο του Μπορντό είχε υπογραμμίσει την «μάταιη και θεαματική πτυχή» της απόφασής τους να
παρέχουν πρόσβαση σε ορισμένες από τις ηχογραφήσεις.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και όταν ένα άτομο γνωστό
στο ευρύ κοινό, θα μπορούσε να βασιστεί σε μια «νόμιμη προσδοκία» προστασίας και σεβασμού
της ιδιωτικής του ζωής. Έτσι, το γεγονός ότι ένα άτομο ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων
προσώπων δεν θα μπορούσε, ειδικά στην περίπτωση ατόμων που, όπως η κα Bettencourt, που
δεν ασκεί δημόσια καθήκοντα, να δικαιολογεί στα μέσα ενημέρωσης να παραβιάζουν τις
επαγγελματικές και ηθικές αρχές που έπρεπε να διέπουν τις δράσεις τους ή να νομιμοποιεί την
εισβολή στην ιδιωτική ζωή.
Λαμβάνοντας υπόψη το εύρος των δημοσιεύσεων στον ιστότοπο της Mediapart, τα εγχώρια
δικαστήρια θα μπορούσαν νόμιμα να καταλήξουν ότι το δημόσιο συμφέρον έπρεπε να
υποχωρήσει στο δικαίωμα της κας Bettencourt και του P.D.M. για σεβασμό της ιδιωτικής τους
ζωής. Αν και η πρόσβαση στον ιστότοπο δεν ήταν δωρεάν, οι δημοσιευμένες δηλώσεις ήταν
ορατές σε μεγάλο αριθμό ατόμων και παρέμειναν αναρτημένες στο διαδίκτυο για σημαντικό
χρονικό διάστημα. Οι ιστότοποι του διαδικτύου είναι ένα εργαλείο πληροφόρησης και
επικοινωνίας ιδιαίτερα διακριτό από τα έντυπα μέσα, ιδίως όσον αφορά την ικανότητά τους να
αποθηκεύουν και να μεταδίδουν πληροφορίες, καθώς και τον κίνδυνο βλάβης που προκαλείται
από το περιεχόμενο και τις επικοινωνίες στο διαδίκτυο για την άσκηση και την απόλαυση των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ιδιαίτερα το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής,
το οποίο ήταν σίγουρα υψηλότερο από αυτό που έθετε ο Τύπος.
Όσον αφορά τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των μέτρων που επιβλήθηκαν στους προσφεύγοντες,
τα εθνικά δικαστήρια θα μπορούσαν νομίμως να θεωρήσουν ότι η πάροδος του χρόνου δεν είχε
εξαλείψει την παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή του PDM και της κας Bettencourt, δεδομένης της
επίδρασης των δημοσιεύσεων που είχαν πραγματοποιηθεί σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο
είχαν ληφθεί οι αναρτημένες ηχογραφήσεις, της ευπάθειας της κας Bettencourt και, γενικότερα,
της έκτασης των επιβλαβών επιπτώσεών τους στα εν λόγω άτομα.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι οι
πληροφορίες είχαν αναπαραχθεί σε άλλους ιστότοπους ή στον έντυπο τύπο δεν έπρεπε να
ληφθεί υπόψη. Ωστόσο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, τα εγχώρια δικαστήρια είχαν βρει
τον τρόπο εναντίον των προσφευγόντων να τερματίσουν την προσβολή που προκλήθηκε σε μια
γυναίκα που, αν και δημόσιο πρόσωπο, δεν είχε συναινέσει ποτέ στην αποκάλυψη των
δημοσιευμένων αποσπασμάτων, ήταν ευάλωτη και είχε νόμιμη προσδοκία να απαγορεύσει τις
παράνομες δημοσιεύσεις, τις οποίες δεν ήταν ποτέ σε θέση να σχολιάσει, σε αντίθεση με την
επιλογή που είχε στη διάθεσή της κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης για να αποσυρθούν από
τον ιστότοπο.
Παρόλο που το περιεχόμενο των ηχογραφήσεων είχε διαδοθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στιγμή
που δημοσιεύθηκε η δικαστική απόφαση, η προφορική δημοσίευσή τους ήταν παράνομη από την αρχή και παρέμεινε απαγορευμένη για τον τύπο συνολικά. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης
ότι οι προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν αθωωθεί στην ποινική διαδικασία, δεν είχαν στερηθεί τη
δυνατότητα να εκπληρώσουν το καθήκον τους να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη δημόσια
πτυχή της υπόθεσης Bettencourt. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες δεν είχαν αποδείξει, υπό τις
περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ότι η κατάργηση και η απαγόρευση περαιτέρω
δημοσίευσης του περιεχομένου των ηχογραφήσεων θα μπορούσε πράγματι να είχε αποτρεπτικό
αποτέλεσμα στον τρόπο με τον οποίο ασκούσαν και συνέχισαν να ασκούν το δικαίωμα στην
ελευθερία της έκφρασης.
Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ισχυρούς λόγους που θα απαιτούσαν να αντικαταστήσει την
άποψή του με την άποψη των εθνικών δικαστηρίων και να αναιρέσει την εξισορρόπηση που
διεξήγαγαν. Ήταν ικανοποιημένο από το γεγονός ότι οι λόγοι στους οποίους επικαλείται ήταν
τόσο σχετικοί όσο και επαρκείς για να δείξει ότι η καταγγελθείσα παρέμβαση ήταν «απαραίτητη
σε μια δημοκρατική κοινωνία» και ότι η εν λόγω διάταξη δεν είχε υπερβεί ό,τι ήταν απαραίτητο
για την προστασία της κας Bettencourt και του P.D.M. από την παρέμβαση στο δικαίωμά τους
για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, που προστατεύεται
από το άρθρο 10 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες