Δεν παραβιάστηκε η ΕΣΔΑ από την στέρηση του δικαιώματος ψήφου σε άτομα που είχαν απωλέσει τη δικαιοπρακτική τους ικανότητα

ΑΠΟΦΑΣΗ

Strøbye και Rosenlind κατά Δανίας της 02.02.2021 (αριθ. προσφ. 25802/18 και 27338/18)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές και διακριτική ευχέρεια των κρατών να ρυθμίζουν την νομοθεσία τους. Στέρηση ψήφου σε άτομα χωρίς δικαιοπρακτική ικανότητα.

Οι προσφεύγοντες τέθηκαν υπό δικαστική συμπαράσταση με παρεπόμενη συνέπεια την στέρηση του δικαιώματος ψήφου. Κατά τα οριζόμενα στην εθνική νομοθεσία το εκλογικό σώμα πρέπει να απαρτίζεται από άτομα με το απαιτούμενο επίπεδο πνευματικών ικανοτήτων. Άσκησαν καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος τους σε ελεύθερες εκλογές και  παράνομη διάκριση.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι το δικαίωμα ψήφου είναι απαραίτητο για μια ουσιαστική δημοκρατία, αλλά ότι τα κράτη μέλη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στον τομέα αυτό.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το κράτος είχε καταβάλει αξιέπαινες προσπάθειες για να ρυθμίσει την εκλογική του νομοθεσία σύμφωνα με την Σύμβαση, και έκρινε ότι η διαφορά μεταχείρισης των προσφευγόντων που είχαν τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση ήταν ανάλογη με το σκοπό που ήθελε να επιτύχει. Συνεπώς έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 14 και το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Άρθρο 3 του ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Tomas Strøbye και Martin Rosenlind είναι Δανοί υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1966 και το 1987 και ζουν στο Frederiksberg και στο Greve αντίστοιχα.

Το 1984 και το 2009 αντίστοιχα, οι προσφεύγοντες στερήθηκαν τη δικαιοπρακτική τους ικανότητα. Ως αποτέλεσμα, απώλεσαν το δικαίωμα ψήφου. Άσκησαν διαδικασία εναντίον του δανικού Υπουργείου Εσωτερικών, υποστηρίζοντας ότι είχαν στερηθεί το δικαίωμα ψήφου στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2015. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ανατολικής Δανίας απέρριψε τους ισχυρισμούς, διαπιστώνοντας ότι η κατάργηση του δικαιώματος ψήφου από άτομα που είχαν στερηθεί τη δικαιοπρακτική ικανότητα ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία εδώ και πολλά χρόνια και ότι οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δανίας δεν την επηρέασαν.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση αυτή, σημειώνοντας ότι το δικαίωμα ψήφου δεν ήταν απόλυτο. Ακολούθησε μια δημόσια συζήτηση, η οποία κατέληξε σε νομοθετικές τροπολογίες που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση των δικαιωμάτων ψήφου σε ορισμένα άτομα που τα είχαν στερηθεί, χωρίς να καταργηθεί πλήρως  η περίπτωση της δικαιοπρακτικής ικανότητας.

Στις 20 Μαΐου 2019 και στις 9 Νοεμβρίου 2019 αντίστοιχα, οι προσφεύγοντες απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές.

Βασιζόμενοι στα άρθρα 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα ελεύθερης εκλογής) της Σύμβασης και στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι στερήθηκαν τα δικαιώματα τους παράνομα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων ήταν αδικαιολόγητη και αυθαίρετη, αμφισβητώντας τη συμβατότητά της με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δανίας. Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι οι περιορισμοί ήταν ανάλογοι με τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο – διασφαλίζοντας ότι οι ψηφοφόροι είχαν το απαιτούμενο επίπεδο πνευματικών ικανοτήτων – σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, καθώς οι περιορισμοί είχαν εφαρμογή μόνο σε μια μικρή, συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα ψήφου ήταν απαραίτητο για μια ουσιαστική δημοκρατία, αλλά ότι τα κράτη μέλη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στον τομέα αυτό. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν χάσει το δικαίωμα ψήφου ως αποτέλεσμα της κηρύξεώς τους σε δικαστική συμπαράσταση, σύμφωνα με το νόμο. Δήλωσε ότι η νομική κατάσταση της Δανίας ήταν συγκρίσιμη με αυτήν σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης την υπόθεση υπό το πρίσμα των διεθνών συνθηκών και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ήταν αντικειμενικά δύσκολο να επιτραπεί η  ψηφοφορία στις ευρωπαϊκές εκλογές αλλά όχι στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο νομοθέτης είχε καταβάλει αξιέπαινες προσπάθειες για να εκτιμήσει και να αντιμετωπίσει την κατάσταση με την πάροδο του χρόνου, αντανακλώντας τις αλλαγές στην κοινωνία. Το κράτος λειτούργησε σύμφωνα με τη διακριτική του ευχέρεια βάσει της Σύμβασης, ιδίως δεδομένης της ποιότητας του εσωτερικού δικαστικού ελέγχου σε αυτά τα θέματα.

Το Δικαστήριο ήταν επίσης ικανοποιημένο ότι η διαφορά μεταχείρισης των προσφευγόντων ήταν ανάλογη προς τον σκοπό που προσπάθησε να επιτύχει. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες