Αδυναμία των βουλγαρικών αρχών να αποτρέψουν πυροβολισμό γυναίκας από τον σύζυγό της. Παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Y κ.α. κατά Βουλγαρίας της 22.03.2022 (αρ. προσφ. 9077/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι προσφεύγουσες είναι η κα Υ. και οι δύο εγγονές της, η κα Χ. και η κα Ζ. Είναι υπήκοοι της Βουλγαρίας, οι οποίες γεννήθηκαν το 1948, το 2007 και το 2012 αντίστοιχα και ζουν στη Σόφια της Βουλγαρίας.

Στις 18 Αυγούστου 2017 η κόρη και μητέρα των προσφευγουσών αντίστοιχα, κα V., η οποία καθόταν σε βεράντα καφετέριας στη Σόφια, πυροβολήθηκε στο κεφάλι και τον κορμό από τον σύζυγό της και πέθανε επί τόπου. Το ζευγάρι ήταν de facto χωρισμένο από το 2014. Η ίδια τα προηγούμενα χρόνια είχε απευθυνθεί στις αρχές μέσω καταγγελιών για απειλές και ύβρεις που δεχόταν από τον σύζυγό της. Το Επαρχιακό Δικαστήριο της Σόφιας επέβαλε περιοριστικά μέτρα, απαγορεύοντας στον σύζυγο να την πλησιάζει στα 100 μέτρα. Στη συνέχεια, τα δικαστήρια επέβαλαν οριστικά περιοριστικά μέτρα στο όνομά της.

Δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη για κανένα από αυτά τα δύο περιστατικά.

Ο σύζυγός της, αφού την πυροβόλησε, παραδόθηκε αμέσως στην αστυνομία. Κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοκατοχή το 2018. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 13 ετών και τεσσάρων μηνών και διατάχθηκε να καταβάλλει σε κάθε μία από τις κόρες του, οι οποίες παρίσταντο ως πολιτική αγωγή περίπου 127.822 ευρώ.

Η αστυνομία κίνησε αμέσως εσωτερική έρευνα για τον θάνατο της μητέρας των προσφευγουσών. Η έκθεση που ακολούθησε, έκτασης 20 σελίδων, προέβλεπε την άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε αρκετούς αξιωματικούς για παραμέληση των καθηκόντων τους.  Φαίνεται ότι δέκα αξιωματικοί τιμωρήθηκαν, σε τρεις επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της επίπληξης, αλλά δεν υπήρξαν πληροφορίες για τις ποινές που επιβλήθηκαν στους άλλους.

Επικαλούμενες το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι οι βουλγαρικές αρχές δεν είχαν λάβει σοβαρά υπόψη τις καταγγελίες της θανούσας – κόρης και μητέρας τους αντίστοιχα – και δεν είχαν λάβει μέτρα για να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή της. Ισχυρίστηκαν επίσης, βάσει του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ότι αυτή η παράλειψη λήψης αποτελεσματικών μέτρων δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό, αλλά οφειλόταν στον γενικό εφησυχασμό των αρχών απέναντι στη βία κατά των γυναικών.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι αρχές δεν απάντησαν εγκαίρως στις καταγγελίες της θανούσας και δεν προέβησαν σε ορθή αξιολόγηση του κινδύνου ενόψει του ειδικού πλαισίου και της βαρύτητας των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας. Αν το είχαν κάνει, θα διαπίστωναν ότι ο σύζυγός της είχε θέσει σε πραγματικό και άμεσο κίνδυνο τη ζωή της και θα μπορούσαν να του κατασχέσουν το όπλο, να τον συλλάβουν για παραβίαση περιοριστικών μέτρων και/ή θα έθεταν την θανούσα υπό αστυνομική προστασία. Το πιο σημαντικό, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εσωτερική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αστυνομία της Σόφιας δεν είχε λάβει κανένα μέτρο ώστε να επαληθεύσει εάν ο σύζυγος είχε άδεια οπλοκατοχής και οπλοφορίας και να εξακριβώσει αν είχε πράγματι στην κατοχή του ένα πιστόλι. Ούτε, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η αστυνομία είχε δώσει τη δέουσα σημασία στις απειλές θανάτου που ανέφερε το θύμα πριν πυροβοληθεί.

Το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα στοιχείο εφησυχασμού έναντι της βίας κατά των γυναικών γενικά στη Βουλγαρία ή στον χειρισμό της εν λόγω υπόθεσης από την αστυνομία.

Επιδίκασε στις προσφεύγουσες 24.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και 4.512,88 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 2

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγουσες είναι η κα Υ. και οι δύο εγγονές της, η κα Χ. και η κα Ζ. Είναι υπήκοοι της Βουλγαρίας, οι οποίες γεννήθηκαν το 1948, το 2007 και το 2012 αντίστοιχα και ζουν στη Σόφια της Βουλγαρίας.

Στις 18 Αυγούστου 2017 η κόρη και μητέρα των προσφευγουσών αντίστοιχα, κα V., η οποία καθόταν σε μια βεράντα καφετέριας στη Σόφια, πυροβολήθηκε στο κεφάλι και τον κορμό από τον σύζυγό της και πέθανε επί τόπου. Το ζευγάρι ήταν de facto χωρισμένο από το 2014.

Τα δύο χρόνια που προηγήθηκαν του πυροβολισμού η θανούσα είχε παραπονεθεί στις αρχές για την απειλητική συμπεριφορά του συζύγου της, υποβάλλοντας συνολικά τέσσερις έγγραφες καταγγελίες στην αστυνομία. Στην πρώτη της καταγγελία, η οποία υποβλήθηκε το 2016, ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της έκοψε τα λάστιχα του αυτοκινήτου της μετά από καυγά στο οποίο είχε πει «Δεν θα σου δώσω διαζύγιο. Θα σε πυροβολήσω! Θα αφήσω τα παιδιά χωρίς μητέρα!». Είπε επίσης ότι φοβόταν για τη ζωή της καθώς ο σύζυγός της είχε όπλο.

Μετά από άλλο περιστατικό το 2017, όταν ο σύζυγός της την είχε κυνηγήσει με αυτοκίνητο και με τα πόδια και την έβρισε και απείλησε, το Επαρχιακό Δικαστήριο της Σόφιας επέβαλε περιοριστικά μέτρα, απαγορεύοντας στον σύζυγο να την πλησιάζει στα 100 μέτρα. Στη συνέχεια, τα δικαστήρια επέβαλαν οριστικά περιοριστικά μέτρα στο όνομά της.

Δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη για κανένα από αυτά τα δύο περιστατικά.

Την ημέρα πριν από τη δολοφονία της, η θανούσα τηλεφώνησε στον εθνικό αριθμό έκτακτης ανάγκης για να αναφέρει ότι ο σύζυγός της οδηγούσε πίσω από το αυτοκίνητό της κατά παράβαση των περιοριστικών όρων και ακολούθησε γραπτή καταγγελία στην αστυνομία. Υπέβαλε σχεδόν την ίδια καταγγελία την επόμενη μέρα, λίγες ώρες πριν σκοτωθεί, ενώπιον της εισαγγελίας της Σόφιας, διευκρινίζοντας ξανά ότι ο σύζυγός της είχε ένα πιστόλι και φοβόταν για τη ζωή της.

Αφού την πυροβόλησε., ο σύζυγός της παραδόθηκε αμέσως στην αστυνομία. Κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοκατοχή το 2018. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 13 ετών και τεσσάρων μηνών και διατάχθηκε να καταβάλλει σε κάθε μία από τις κόρες του, οι οποίες παρίσταντο ως πολιτική αγωγή, 250.000 Λεβ Βουλγαρίας (περίπου 127.822 ευρώ).

Η αστυνομία κίνησε αμέσως εσωτερική έρευνα για τον θάνατο της μητέρας των προσφευγουσών. Η έκθεση που ακολούθησε, έκτασης 20 σελίδων, προέβλεπε την άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε αρκετούς αξιωματικούς για παραμέληση των καθηκόντων τους.  Φαίνεται ότι δέκα αξιωματικοί τιμωρήθηκαν, σε τρεις επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της επίπληξης, αλλά δεν υπήρξαν πληροφορίες για τις ποινές που επιβλήθηκαν στους άλλους.

Επικαλούμενες το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι οι βουλγαρικές αρχές δεν είχαν λάβει σοβαρά υπόψη τις καταγγελίες της θανούσης – κόρης και μητέρας τους αντίστοιχα – και δεν είχαν λάβει μέτρα για να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή της. Ισχυρίστηκαν επίσης, βάσει του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ότι αυτή η παράλειψη λήψης αποτελεσματικών μέτρων δεν ήταν μεμονωμένο περιστατικό, αλλά οφειλόταν στον γενικό εφησυχασμό των αρχών απέναντι στη βία κατά των γυναικών.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή)

Οι τέσσερις γραπτές καταγγελίες του θύματος και η κλήση έκτακτης ανάγκης που έκανε την ημέρα πριν από τη δολοφονία της ισοδυναμούσε με αξιόπιστους ισχυρισμούς για ενδοοικογενειακή βία όπως ορίζεται στη βουλγαρική νομοθεσία.

Ωστόσο, οι αρχές δεν είχαν ενεργήσει αμέσως μετά από αυτές τις καταγγελίες και η κλήση έκτακτης ανάγκης της δεν είχε μεταδοθεί καθόλου στην αστυνομία. Στην πραγματικότητα είχαν απαντήσει αμέσως μόλις μία φορά – είχαν στείλει μια περιπολία όταν η μητέρα της είχε τηλεφωνήσει για να αναφέρει την επιθετική συμπεριφορά του γαμπρού της προς την ίδια και τα εγγόνια της.

Επιπλέον, παρόλο που τα δικαστήρια είχαν αποφανθεί υπέρ της συζύγου στη διαδικασία περιοριστικών μέτρων, η προσωρινή διαταγή απλώς είχε τεθεί στο αρχείο από το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα, χωρίς να έχει γίνει κανένα βήμα ώστε να επιβεβαιωθεί ότι ο άντρας της είχε συμμορφωθεί με τα περιοριστικά μέτρα. Η τελική εντολή δεν είχε καν τεθεί υπόψη της αστυνομίας.

Πράγματι, η αστυνομία της Σόφιας είχε ασχοληθεί αποκλειστικά με το ερώτημα εάν θα έπρεπε να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του βίαιου συζύγου, χωρίς να εκτιμηθεί εάν η συμπεριφορά του προμήνυε κάποιον κίνδυνο βλάβης της ζωής της γυναίκας του στο ειδικό πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας.

Το πιο σημαντικό, η εσωτερική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αστυνομία της Σόφιας δεν είχε λάβει κανένα μέτρο ώστε να επαληθεύσει εάν ο σύζυγος είχε άδεια οπλοκατοχής και οπλοφορίας και να εξακριβώσει αν είχε πράγματι στην κατοχή του ένα πιστόλι. Ούτε, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η αστυνομία είχε δώσει τη δέουσα σημασία στις απειλές θανάτου που ανέφερε το θύμα πριν πυροβοληθεί.

Καμία από αυτές τις ελλείψεις δεν είχε αποκατασταθεί από τις διωκτικές αρχές, οι οποίες αποφάσισαν δύο φορές να μην ασκήσουν ποινική δίωξη αποκλειστικά με βάση τις γραπτές εκθέσεις της αστυνομίας χωρίς τον συντονισμό μεταξύ των δύο αρμόδιων εισαγγελέων.

Λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία των περιοριστικών μέτρων και το γεγονός ότι ο σύζυγος είχε παραβιάσει τους όρους της, οι αρχές έπρεπε να αντιληφθούν ότι υπήρχε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για την ζωή της. Αυτή η αποτυχία προφανώς οφειλόταν, εν μέρει, στην έλλειψη εκπαίδευσης σχετικά με τη βαρύτητα περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας.

Εάν οι αρχές είχαν πραγματοποιήσει μια σωστή αξιολόγηση, θα μπορούσαν να είχαν λάβει οποιαδήποτε μέτρα, σύμφωνα με τις εξουσίες που είχαν δυνάμει του εσωτερικού δικαίου για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο για τη ζωή του θύματος. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να έχουν κατασχέσει το πιστόλι που κατείχε ο σύζυγος παρά τη λήξη της άδειας οπλοφορίας του, να τον συλλάβουν για παράβαση του περιοριστικού μέτρου ή να θέσουν την σύζυγο υπό αστυνομική προστασία.

Επιπλέον, δεν είχε υπάρξει κατάλληλη προληπτική απάντηση που να συνεπάγεται τον συντονισμό πολλών αρχών, όπως οι διωκτικές αρχές που ήρθαν αμέσως σε επαφή με την αστυνομία της Σόφιας όταν το θύμα υπέβαλε άλλη μια καταγγελία το πρωί που είχε σκοτωθεί.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) της Σύμβασης.

Άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων)

Όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών για γενικό εφησυχασμό έναντι της βίας κατά των γυναικών, το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι οι βουλγαρικές αρχές προσπάθησαν να αποτρέψουν τις γυναίκες από την υποβολή καταγγελιών ή ότι τα δικαστήρια καθυστέρησαν συστηματικά την έκδοση περιοριστικών μέτρων ή ήταν απρόθυμες να αντιμετωπίσουν τέτοιες περιπτώσεις. Επιπλέον, δεν υπήρχαν αρκετά στατιστικά στοιχεία για την ύπαρξη γενικού εφησυχασμού εκ μέρους των αρχών απέναντι σε τέτοιου είδους βία.

Ακόμη, δεν υπήρξαν στοιχεία για τέτοια συμπεριφορά από την πλευρά των αστυνομικών ή άλλων υπαλλήλων που είχαν χειριστεί την υπόθεση της κόρης/μητέρας των προσφευγουσών και η δικαστική απάντηση στη δολοφονία της, συμπεριλαμβανομένης μιας ποινής κάθειρξης 13 ετών, ήταν αρκετά γρήγορη και καθόλου επιεικής. Επιπλέον, κινήθηκε εσωτερική έρευνα και επιβλήθηκαν πειθαρχικές ποινές σε βάρος των αστυνομικών.

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση της Βουλγαρίας να επικυρώσει την Σύμβαση για τη βία κατά των Γυναικών της Κωνσταντινούπολης του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν είχε καμία σχέση με τυχόν απροθυμίες να παρέχει στις γυναίκες την κατάλληλη νομική προστασία απέναντι στην ενδοοικογενειακή βία. Σε κάθε περίπτωση, δεν εναπόκειτο στο Δικαστήριο να αποφασίσει αν ήταν πολιτική απόφαση ή όχι.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 2.

Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στις προσφεύγουσες 24.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και 4.512,88 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες