Καταδίκη σε χρηματική ποινή για παράνομη χρήση πετρελαίου θέρμανσης ως καύσιμο και επιβολή προστίμου ως διοικητική παράβαση με προσαύξηση 100% του οφειλομένου φόρου. Παραβίαση της αρχής ne bis in idem

ΑΠΟΦΑΣΗ

Milošević κατά Κροατίας της 31.08.2021 (αρ. προσφ. 12022/16)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα κάθε προσώπου να μη δικάζεται ή να τιμωρείται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα.

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε  πρόστιμο επειδή χρησιμοποίησε ένα είδος πετρελαίου θέρμανσης για σκοπό που δεν επιτρέπεται από τον νόμο περί ειδικών φόρων κατανάλωσης και συγκεκριμένα ως καύσιμο για  όχημα του. Τρεις μέρες αργότερα, διατάχθηκε να πληρώσει ειδικό  φόρο κατανάλωσης για το πετρέλαιο θέρμανσης που είχε χρησιμοποιήσει με προσαύξηση 100%. Άσκησε καταγγελία για την διπλή καταδίκη του.

Το Στρασβούργο επεσήμανε ότι ο στόχος του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 είναι να αποτρέψει την αδικία το άτομο να διώκεται ή να τιμωρείται δύο φορές για την ίδια εγκληματική συμπεριφορά. Ωστόσο, δεν απαγορεύει τα νομικά συστήματα να υιοθετούν  παράλληλα στάδια νομικής αντιμετώπισης στις παραβάσεις από διαφορετικές αρχές και για διαφορετικούς σκοπούς με τρόπο προβλέψιμο και αναλογικό σχηματίζοντας ένα συνεκτικό σύνολο, έτσι ώστε το συγκεκριμένο άτομο να μην υποστεί αδικία. Όρισε τρία κριτήρια ελέγχου: i) ο νομικός χαρακτηρισμός  του αδικήματος: ii) η ίδια η φύση του αδικήματος και iii:) ο βαθμός αυστηρότητας της ποινής .

Το ΕΔΔΑ , σημείωσε ότι  ο κύριος σκοπός του προστίμου που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ήταν η τιμωρία του για φορολογικό αδίκημα και  η μεταγενέστερη διοικητική (φορολογική) διαδικασία η οποία του επέβαλε να καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης για τα χρησιμοποιούμενα καύσιμα, με προσαύξηση 100%  διεξήχθη επίσης με σκοπό την αντιμετώπιση της φορολογικής συνέπειας της παράνομης συμπεριφοράς του.

Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δύο διαδικασίες δεν είχαν επαρκώς συνδεθεί ουσιαστικά, για να θεωρηθεί ότι αποτελούσαν  μέρος ενός ολοκληρωμένου συστήματος κυρώσεων. Κατά συνέπεια έκρινε ότι  ο προσφεύγων υπέστη δυσανάλογη επιβάρυνση που προήλθε από την επιβολή διαδικασιών και κυρώσεων, οι οποίες δεν αποτελούσαν ένα συνεκτικό και αναλογικό σύνολο στην υπόθεσή του. Έκρινε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου  Πρωτοκόλλου.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Milan Milošević, είναι υπήκοος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, ο οποίος γεννήθηκε το 1966 και ζει στο Bosanski Brod (Βοσνία -Ερζεγοβίνη).

Η υπόθεση αφορούσε τις διαδικασίες μετά από εύρεση πετρελαίου θέρμανσης – το οποίο δεν προοριζόταν νόμιμα για χρήση ως καύσιμο κίνησης – σε φορτηγό ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος στο Βούκοβαρ (Κροατία). Ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος για την παράβαση   και του επιβλήθηκε πρόστιμο 4.800 κούνων Κροατίας (HRK) για παράνομη χρήση πετρελαίου θέρμανσης.

Αργότερα διατάχθηκε να πληρώσει 123.000 HRK για οφειλόμενους δασμούς για την ποσότητα του πετρελαίου θέρμανσης που κατανάλωσε.

Στηριζόμενος στο άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα να μη τιμωρείται κάποιος δύο φορές για το ίδιο αδίκημα), ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι είχε τιμωρηθεί δύο φορές – μέσω της καταδίκης του για την παράβαση και την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης- για το ίδιο σύνολο γεγονότων.

ΤΟ ΣΤΡΑΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου Αρ. 7 της Σύμβασης νοείται ότι απαγορεύει τη δίωξη ή τη δίκη ενός δεύτερου «αδικήματος», στο βαθμό που προέκυψε από πανομοιότυπα γεγονότα ή γεγονότα που ήταν ουσιαστικά τα ίδια .

Σε περιπτώσεις που εγείρουν ζήτημα βάσει του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7, θα πρέπει να καθοριστεί εάν το συγκεκριμένο εθνικό μέτρο για το οποίο καταγγέλλεται συνεπάγεται, ουσιαστικά, διπλό κίνδυνο εις βάρος του ατόμου ή αν, αντίθετα, είναι προϊόν ενός ολοκληρωμένου συστήματος που επιτρέπει τη διαφορετική αντιμετώπιση των παραμέτρων της παράβασης με τρόπο προβλέψιμο και αναλογικό σχηματίζοντας ένα συνεκτικό σύνολο, έτσι ώστε το συγκεκριμένο άτομο να μην υποστεί αδικία. Ο στόχος του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου είναι να αποτρέψει την αδικία το άτομο να διώκεται ή να τιμωρείται δύο φορές για την ίδια εγκληματική συμπεριφορά. Ωστόσο, δεν απαγορεύει τα νομικά συστήματα τα οποία υιοθετούν μια «ολοκληρωμένη» προσέγγιση των εν λόγω κοινωνικών αδικημάτων, ιδίως μια προσέγγιση που περιλαμβάνει παράλληλα στάδια νομικής αντιμετώπισης στις παραβάσεις από διαφορετικές αρχές και για διαφορετικούς σκοπούς .

  1. i) Αν και οι δύο διαδικασίες ήταν ποινικού χαρακτήρα

Το Δικαστήριο σημείωσε  εξ αρχής ότι ούτε η επίμαχη παράβαση ούτε η επίδικη διοικητική (φορολογική) διαδικασία στην παρούσα υπόθεση αφορούσαν τον «σκληρό πυρήνα του ποινικού δικαίου». Ωστόσο, ο νομικός χαρακτηρισμός της διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου δεν μπορεί να είναι το μόνο κριτήριο συνάφειας για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem σύμφωνα με το άρθρο 4 § 1 του 7ου  Πρωτοκόλλου.

Η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου όρισε  τρία κριτήρια, κοινώς γνωστά ως «κριτήρια Engel» (βλ. Engel κ.λπ. κατά Κάτω Χωρών, 8 Ιουνίου 1976, Σειρά Α αριθ. 22), τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του αν υπήρξε «ποινική δίωξη». Το πρώτο κριτήριο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός  του αδικήματος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, το δεύτερο είναι η ίδια η φύση του αδικήματος και το τρίτο είναι ο βαθμός αυστηρότητας της ποινής που ενδέχεται να υποστεί ο παραβάτης. Το δεύτερο και το τρίτο κριτήριο είναι εναλλακτικά και όχι απαραίτητα σωρευτικά.

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε σε ορισμένες προηγούμενες υποθέσεις εναντίον της Κροατίας ότι οι διαδικασίες σε αδικήματα που χαρακτηρίζονται πταίσματα θα θεωρούνταν «ποινικές» για τους σκοπούς του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου.

Όσον αφορά τις μεταγενέστερες διοικητικές (φορολογικές) διαδικασίες, το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι η σχετική διάταξη του νόμου περί ειδικών φόρων κατανάλωσης απευθυνόταν σε όλους τους πολίτες και όχι μόνο σε μια ομάδα που είχε ειδικό καθεστώς και ότι ο προσφεύγων είχε την υποχρέωση να πληρώνει ειδικούς φόρους κατανάλωσης ως ιδιοκτήτης μηχανοκίνητου οχήματος. Επιπλέον, το ποσό των οφειλόμενων ειδικών φόρων κατανάλωσης αυξήθηκε κατά ποσοστό 100%  λόγω παράνομης χρήσης πετρελαίου θέρμανσης ως καυσίμου. Αυτό πρέπει, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, να θεωρηθεί ως τιμωρία για την αποτροπή της παράβασης, αναγνωρισμένη ως χαρακτηριστικό γνώρισμα των ποινικών κυρώσεων. Έχοντας υπόψη την προηγούμενη νομολογία του επί του θέματος, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στην παρούσα υπόθεση επιβλήθηκαν με κανόνα του οποίου ο σκοπός δεν ήταν απλώς αντισταθμιστικός αλλά και αποτρεπτικός και τιμωρητικός, ο οποίος αρκούσε για να διαπιστωθεί ο ποινικός χαρακτήρας της επίμαχης διαδικασίας, εντός της αυτόνομης έννοιας του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου.

 

(ii) Αν τα αδικήματα ήταν ίδια στη φύση (idem)

Η απαγόρευση του άρθρου 4 του 7ου  Πρωτοκόλλου  της σύμβασης αφορά τη δίωξη ή τη δίκη ενός δεύτερου «αδικήματος», εφόσον το τελευταίο προκύπτει από πανομοιότυπα γεγονότα ή πραγματικά ουσιαστικά ίδια. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν  τόσο το αδίκημα για το οποίο έχει ήδη δικαστεί ο προσφεύγων όσο και το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε αποτελούσαν το κατάλληλο σημείο εκκίνησης για τον προσδιορισμό του ζητήματος εάν τα γεγονότα και στις δύο διαδικασίες ήταν πανομοιότυπα ή ουσιαστικά τα ίδια.

Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο η διαδικασία για την παράβαση όσο και η επακόλουθη διοικητική διαδικασία αφορούσαν έλεγχο των καυσίμων που χρησιμοποιήθηκαν σε φορτηγό ιδιοκτησίας του προσφεύγοντος, που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιουνίου 2012, και του γεγονότος ότι η δεξαμενή καυσίμου περιείχε πετρέλαιο θέρμανσης. Κατά συνέπεια, το idem στοιχείο της αρχής ne bis in idem είναι υπαρκτό.

(iii) Αν υπήρξε διπλή διαδικασία (bis)

Στην παρούσα υπόθεση, μετά από επιθεώρηση στις 29 Ιουνίου 2012, επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα πρόστιμο για παράβαση επειδή χρησιμοποίησε ένα είδος πετρελαίου θέρμανσης για σκοπό που δεν επιτρέπεται από τον νόμο περί ειδικών φόρων κατανάλωσης. Τρεις μέρες αργότερα, διατάχθηκε να πληρώσει ειδικούς φόρους κατανάλωσης για το πετρέλαιο θέρμανσης που είχε χρησιμοποιήσει με προσαύξηση 100%.

Η Κυβέρνηση, εκτιμώντας την ουσιαστική σχέση μεταξύ της παράβασης και των διοικητικών (φορολογικών) διαδικασιών στην υπό κρίση υπόθεση, υποστήριξε ότι οι δύο σειρές διαδικασιών επιδίωκαν συμπληρωματικούς σκοπούς. Ενώ η διοικητική (φορολογική) διαδικασία είχε ως στόχο την τιμωρία του δράστη για απόπειρα φοροδιαφυγής, η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο σκοπός της διαδικασίας για την παράβαση ήταν κυρίως η ασφάλεια της κυκλοφορίας, καθώς η χρήση πετρελαίου θέρμανσης ως καυσίμου ήταν γενικά μη ασφαλής και θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στον κινητήρα του οχήματος.

Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε, καταρχάς, ότι η διάταξη, βάσει της οποίας επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα το πρόστιμο για την παράβαση, αποτελούσε μέρος του νόμου περί ειδικού φόρου κατανάλωσης, ο οποίος ρύθμιζε το σύστημα φορολόγησης περί ειδικών φόρων κατανάλωσης των πηγών ενέργειας, και συμπεριλαμβάνονταν στον Νόμο φερόμενο με τον τίτλο «ειδικοί φόροι κατανάλωσης για παράπτωμα». Δεύτερον, το αρμόδιο τελωνείο δεν ανέφερε καμία ανησυχία για την ασφάλεια της κυκλοφορίας κατά την έκδοση της ειδοποίησης επιβολής ποινής για πταίσματα. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, κατά την τροποποίηση του νόμου περί ειδικών φόρων κατανάλωσης το 2015, ενώ παραδέχτηκε ότι η υπάρχουσα νομοθετική λύση ήταν αντίθετη με την αρχή ne bis in idem, ο νομοθέτης αφαίρεσε την προσαύξηση(100%) των οφειλόμενων ειδικών φόρων κατανάλωσης, ενώ διατήρησε τη διάταξη για το πταίσμα ως μόνη ποινή που σχετίζονταν με τη φορολογία για την παράνομη χρήση πετρελαίου θέρμανσης ως καύσιμο.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, παρά τους πιθανούς λόγους ασφάλειας της κυκλοφορίας, που ενδέχεται  να προκαλέσει η χρήση πετρελαίου θέρμανσης ως καυσίμου, τα προηγούμενα έδειξαν σαφώς ότι ο κύριος σκοπός του προστίμου που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα στις διαδικασίες για την παράβαση ήταν η τιμωρία του για φορολογικό αδίκημα.

Το Δικαστήριο σημείωσε  περαιτέρω ότι η μεταγενέστερη διοικητική (φορολογική) διαδικασία κατά του προσφεύγοντος η οποία του επέβαλε να καταβάλει ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τα χρησιμοποιούμενα καύσιμα, διεξήχθη επίσης με σκοπό την αντιμετώπιση της φορολογικής συνέπειας της παράνομης συμπεριφοράς του. Επιπλέον, όπως ήδη παρατηρήθηκε από το Δικαστήριο το ποσό, το οποίο όφειλε ο προσφεύγων να καταβάλλει στη διαδικασία αυτή, δεν συνίστατο σε απλό υπολογισμό των οφειλόμενων ειδικών φόρων κατανάλωσης, αλλά αντίθετα σε αύξηση του ποσού αυτού κατά ποσοστό 100% επειδή είχε χρησιμοποιήσει πετρέλαιο θέρμανσης αντίθετα με το άρθρο 74 (2) του νόμου περί ειδικών φόρων κατανάλωσης. Το ποσό αυτό επιδίωκε επίσης  την τιμωρία του προσφεύγοντος για απόπειρα φοροδιαφυγής. Επομένως, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι δύο σειρές διαδικασιών επιδίωκαν απλώς συμπληρωματικούς σκοπούς για την αντιμετώπιση διαφορετικών πτυχών της μη τήρησης των κανονισμών για τη χρήση πετρελαίου θέρμανσης.

Το Δικαστήριο σημείωσε, ότι οι δύο διαδικασίες που καταγγέλθηκαν  τιμώρησαν ως εκ τούτου την ίδια συμπεριφορά, ορίζοντας και χαρακτηρίζοντας την παράνομη χρήση πετρελαίου θέρμανσης με τον ίδιο τρόπο και ορίζοντας δύο ξεχωριστές κυρώσεις που δεν είχαν διαφορετικό χαρακτήρα. Αυτό αρκούσε για να καταλήξει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η παρούσα υπόθεση δεν αντιμετώπισε διαφορετικές πτυχές της παράνομης πράξης κατά τρόπο που να σχηματίζει ένα συνεκτικό σύνολο, έτσι ώστε το συγκεκριμένο άτομο να μην υποστεί άδικη μεταχείριση.

Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα στη διαδικασία της παράβασης δεν ελήφθη υπόψη σε μεταγενέστερες διοικητικές (φορολογικές) διαδικασίες. Πράγματι, καμία από τις τέσσερις περιπτώσεις διοικητικών αρχών και δικαστηρίων που αποφάσισαν την υπόθεση του προσφεύγοντος δεν αναφέρθηκε στο πρόστιμο που του είχε επιβληθεί πρωταρχικά από το τελωνείο του Βουκόβαρ, πολλώ δε μάλλον δεν μείωσαν το ποσό των ειδικών φόρων κατανάλωσης που τελικά διατάχθηκε να πληρώσει ο προσφεύγων.

Τα προηγούμενα ενίσχυσαν το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι, παρά την προβλεψιμότητά τους, οι δύο διαδικασίες δεν είχαν επαρκώς συνδεθεί ουσιαστικά, όπως απαιτείται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να θεωρηθεί ότι αποτελούσαν  μέρος ενός ολοκληρωμένου συστήματος κυρώσεων βάσει του νόμου της Κροατίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, για παράνομη χρήση ειδικού πετρελαίου θέρμανσης ως καυσίμου. Αντιθέτως, αφού είχε τιμωρηθεί δύο φορές για την ίδια συμπεριφορά, ο προσφεύγων υπέστη κατά την άποψη του Δικαστηρίου δυσανάλογη επιβάρυνση που προήλθε από την επιβολή διαδικασιών και κυρώσεων, οι οποίες δεν αποτελούσαν ένα συνεκτικό και αναλογικό σύνολο στην υπόθεσή του .

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο θεώρησε περιττό να ελέγξει εάν οι δύο σειρές διαδικασιών συνδέονταν επαρκώς. Συνεπώς, το Δικαστήριο ήταν  της γνώμης και συμφώνησε  με τις εγχώριες αρχές, οι οποίες τροποποίησαν στη συνέχεια τις σχετικές διατάξεις του νόμου περί ειδικών φόρων κατανάλωσης, ότι η επανάληψη της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση ήταν άμεση απόρροια  του εθνικού νόμου που, αφενός, όριζε πρόστιμο για παράνομη χρήση ειδικού πετρελαίου θέρμανσης ως καύσιμο και, ταυτόχρονα, προέβλεπε την προσαύξηση(100%) της φορολογικής επιβάρυνσης που έπρεπε να πληρώσει ο δράστης για τέτοια χρήση.

Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι  υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση : το Δικαστήριο επιδίκασε στον  προσφεύγοντα ποσό 3.000 ευρώ για υλική αποζημίωση και ηθική βλάβη και ποσό 685 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες