Παραβίαση δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο λόγω υπερβολικού φορμαλισμού των εθνικών αρχών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Bošnjački κατά Σερβίας της 30.04.2024 (προσφ. αριθ. 37630/19)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο στο πλαίσιο διαδικασίας που σχετίζεται με παράβαση του Κ.Ο.Κ.

Τα εθνικά δικαστήρια απέρριψαν την αίτηση του προσφεύγοντος για δικαστικό έλεγχο επειδή δεν είχε υπογράψει την ειδοποίηση επιβολής προστίμου που εξέδωσε η αστυνομία.

Ο προσφεύγων κατήγγειλε βάσει του άρθρου 6 § 1 ότι στερήθηκε το δικαίωμά του να προσφύγει σε δικαστήριο, δεδομένου ότι το αίτημά του για δικαστικό έλεγχο της υπόθεσής του απορρίφθηκε από τα εθνικά δικαστήρια απλά και μόνο για τον λόγο ότι δεν είχε υπογράψει την ίδια την ειδοποίηση επιβολής προστίμου.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, με την από κοινού υποβολή δύο εγγράφων στο αρμόδιο  εγχώριο δικαστήριο, δηλαδή της ανυπόγραφης ειδοποίησης επιβολής προστίμου και της υπογεγραμμένης χωριστής αίτησης δικαστικής επανεξέτασης, ο προσφεύγων εξέφρασε ρητά την πρόθεσή του να αμφισβητήσει την ποινή που του επιβλήθηκε από την αστυνομία και να ζητήσει την επανεξέτασή της ενώπιον δικαστηρίου.

Το Στρασβούργο έκρινε  ότι ο τρόπος με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν τους σχετικούς δικονομικούς κανόνες στην υπόθεση ήταν φορμαλιστικός και δεν μπορούσε να θεωρηθεί αναλογικός προς τον σκοπό που η εφαρμοσθείσα νομοθεσία  επεδίωκε να επιτύχει. Μάλιστα, το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο άλλαξε πρόσφατα τη νομολογία του σε παρόμοιες περιπτώσεις, αναγνωρίζοντας ότι η προηγούμενη πρακτική ισοδυναμούσε με υπερβολικό φορμαλισμό στον περιορισμό της πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο κατά την έννοια του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.800 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις 25 Ιουνίου 2018 αστυνομικοί του αστυνομικού τμήματος Ruma επέδωσαν στον προσφεύγοντα ειδοποιητήριο ποινής που περιείχε πρόστιμο ύψους 5.000 δηναρίων Σερβίας  (42 ευρώ περίπου εκείνη την εποχή) για παράνομη στάθμευση του οχήματός του. Ο προσφεύγων, ωστόσο, δεν υπέγραψε την ειδοποίηση επιβολής προστίμου στο προβλεπόμενο για τον σκοπό αυτό σημείο. Στο πίσω μέρος του ειδοποιητηρίου προστίμου διευκρινιζόταν επιπλέον ότι, εάν ένα πρόσωπο δεν αποδέχεται την ευθύνη για το επίμαχο παράπτωμα, είχε το δικαίωμα να ζητήσει τη δικαστική επανεξέταση της υπόθεσης, υποβάλλοντας το ειδοποιητήριο προστίμου στο δικαστήριο εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Τέλος, αναφέρθηκε ότι ένα μη καταβληθέν πρόστιμο μπορούσε, μεταξύ άλλων, να αντικατασταθεί και από ποινή φυλάκισης.

Το άρθρο 174 του σχετικού νόμου προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι το πρόσωπο που δεν αποδέχεται την ευθύνη για την εν λόγω παράβαση είχε το δικαίωμα να προσφύγεις στο αρμόδιο δικαστήριο, διαβιβάζοντας την υπογεγραμμένη ειδοποίηση επιβολής προστίμου.

Στις 28 Ιουνίου 2018 ο προσφεύγων υπέβαλε χωριστή και υπογεγραμμένη αίτηση δικαστικής επανεξέτασης στο δικαστήριο της Ruma. Στην εν λόγω αίτηση αμφισβητούσε τους ισχυρισμούς της ειδοποίησης ποινής και ζητούσε ακρόαση. Ο προσφεύγων επισύναψε επίσης την ανυπόγραφη ειδοποίηση επιβολής προστίμου.

Στις 6 Ιουλίου 2018 το Δικαστήριο της Ruma απέρριψε την αίτηση δικαστικής επανεξέτασης με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων δεν είχε υπογράψει την ειδοποίηση ποινής, όπως απαιτείται από τη σχετική νομοθεσία.

Στις 16 Ιουλίου 2018 ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απόφασης. Σε αυτήν επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, την προγενέστερη νομολογία του Εφετείου, η οποία φέρεται να είχε αναφέρει ότι η υπογραφή της ειδοποίησης επιβολής ποινής δεν ήταν υποχρεωτική εάν αυτή υποβαλλόταν μαζί με άλλο υπογεγραμμένο έγγραφο.Στις 28 Αυγούστου 2018 το Εφετείο απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος και επικύρωσε την απόφαση που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό.

Στις 18 Απριλίου 2019 το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε επίσης κατά του προσφεύγοντος (απόφαση με αριθ. 11919/2018) και με τον τρόπο αυτό διαπίστωσε ότι δεν είχε υποστεί σημαντικό μειονέκτημα λόγω του ύψους του επιβληθέντος προστίμου.

Στις 6 Απριλίου 2023, μετά την κοινοποίηση της προσφυγής που προκάλεσε τη διαδικασία της παρούσας υπόθεσης στην Κυβέρνηση, το Συνταγματικό Δικαστήριο ασχολήθηκε με μια υπόθεση παρόμοια με εκείνη που είχε ασκήσει ο προσφεύγων και αποφάνθηκε υπέρ του εκεί προσφεύγοντος διαπιστώνοντας παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη λόγω υπερβολικού φορμαλισμού.

Ο προσφεύγων κατήγγειλε βάσει του άρθρου 6 § 1 ότι στερήθηκε το δικαίωμά του να προσφύγει σε δικαστήριο, δεδομένου ότι το αίτημά του για δικαστικό έλεγχο της υπόθεσής του απορρίφθηκε από τα εθνικά δικαστήρια απλώς και μόνο για τον λόγο ότι δεν είχε υπογράψει την ίδια την ειδοποίηση επιβολής ποινής.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Α. Εάν υπήρξε κατάχρηση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι μια προσφυγή μπορεί να απορριφθεί ως καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 35 § 3 (α) εάν, μεταξύ άλλων, βασίστηκε εν γνώσει της σε αναληθή γεγονότα και ψευδείς δηλώσεις. Η υποβολή ελλιπών και συνεπώς παραπλανητικών πληροφοριών μπορεί επίσης να συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος υποβολής προσφυγής. Ωστόσο, ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρόθεση του προσφεύγοντος να παραπλανήσει το Δικαστήριο πρέπει πάντοτε να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα. Επιπλέον, η απουσία επίσημης ένστασης κατάχρησης από την Κυβέρνηση στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείει το Δικαστήριο από την εξέταση του θέματος proprio motu (βλ. Zarubica κατά Σερβίας της 26.05.2015 (dec.), αριθ. προσφ. 35044/07 και δύο άλλες αιτήσεις, με περαιτέρω παραπομπές).

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, ανεξάρτητα από τη φύση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος στα εγχώρια δικαστήρια, αυτές έγιναν στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας και όχι στο πλαίσιο της επικοινωνίας του με το παρόν Δικαστήριο ή με αναφορά σε αυτό. Προκύπτει ότι οι σχετικές υποδείξεις της Κυβέρνησης δεν έχουν καμία σημασία στο πλαίσιο της ισχυριζόμενης κατάχρησης του δικαιώματος ατομικής προσφυγής από τον προσφεύγοντα.

Εξάλλου, εννοείται ότι, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης, ο προσφεύγων δεν επικαλέστηκε ούτε καν ανέφερε την εν λόγω εγχώρια νομολογία στο έντυπο της προσφυγής που κατέθεσε στο Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, η απλή συμπερίληψή της μεταξύ άλλων εγγράφων που επισυνάπτονταν στην προσφυγή δεν μπορούσε από μόνη της να θεωρηθεί ως προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντος δεν συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της Σύμβασης.

Β. Συμβατότητα ratione materiae

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εν λόγω παράβαση του Κ.Ο.Κ. αφορούσε «ποινική δίωξη» κατά του προσφεύγοντος κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και ότι, ως τέτοια, προσέλκυσε σαφώς τις εγγυήσεις της εν λόγω διάταξης (βλ. Mesesnel κατά Σλοβενίας της 28.02.2013, αριθ. 22163/08, §§ 28, 6 και 7).

Γ. Κατά πόσον ο προσφεύγων υπέστη σημαντικό μειονέκτημα

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, δεδομένου ότι δεν υπέστη σημαντικό μειονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (β) της Σύμβασης. Ο προσφεύγων αμφισβήτησε την ένσταση αυτή και παρέπεμψε στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

Ανεξάρτητα από τις οικονομικές επιπτώσεις του προστίμου που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, η ένσταση της Κυβέρνησης δεν μπορούσε να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι το ζήτημα της πρόσβασης σε δικαστήριο σε ποινικές υποθέσεις έχει, από τη φύση του, ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά την εύρυθμη λειτουργία και την απονομή του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης ενός συγκεκριμένου κράτους. Συνεπώς, πρόκειται για ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ασήμαντο ή, κατά συνέπεια, κάτι που δεν χρήζει εξέτασης επί της ουσίας και απέρριψε την  ένσταση της Κυβέρνησης.

Επί της ουσίας

Οι σχετικές αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο και, ιδίως, τις περιπτώσεις στις οποίες ο περιορισμός του δικαιώματος αυτού ισοδυναμεί με «υπερβολικό φορμαλισμό» συνοψίζονται στην υπόθεση Zubac κατά Κροατίας της 05.04.2018 ([GC], αριθ. προσφ.40160/12, §§ 76-79 και 96-99).

Σύμφωνα με την ισχύουσα κατά την επίδικη περίοδο νομοθεσία του εναγόμενου κράτους, η δικαστική επανεξέταση της κλήσης επιβολής προστίμου που εκδόθηκε από την αστυνομία μπορούσε να ζητηθεί μόνο με την υποβολή υπογεγραμμένης κλήσης επιβολής προστίμου στο αρμόδιο δικαστήριο.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η απαίτηση υπογραφής της κλήσης  – η οποία δεν ήταν ασυμβίβαστη καθ’ εαυτή με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ – αποτελούσε περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, ο οποίος επιδίωκε τον νόμιμο σκοπό της διασφάλισης της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Το μόνο ερώτημα στην παρούσα υπόθεση ήταν κατά πόσον ο τρόπος με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν τον κανόνα αυτό ήταν ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατήρησε κατ’ αρχάς ότι οι οδηγίες που δόθηκαν στον προσφεύγοντα στο οπισθόφυλλο της ειδοποίησης για την επιβολή προστίμου ανέφεραν ρητά ότι εάν ένα άτομο δεν αποδέχεται την ευθύνη για ένα πλημμέλημα, είχε το δικαίωμα να ζητήσει δικαστικό έλεγχο εντός προθεσμίας οκτώ ημερών σύμφωνα με την ισχύουσα εγχώρια νομοθεσία  . Αν και οι οδηγίες δεν ανέφεραν ρητά την ανάγκη υπογραφής στην ίδια την ειδοποίηση επιβολής της ποινής του προστίμου, ο προσφεύγων παραπέμφθηκε με τις  σχετικές νομικές διατάξεις στο πλαίσιο αυτό. Συνεπώς, ο περιορισμός που επιβλήθηκε στο δικαίωμά του να προσφύγει σε δικαστήριο ρυθμίστηκε κατά τρόπο αναμφισβήτητα προβλέψιμο, αν και έμμεσο. Ομοίως, η έλλειψη της υπογραφής του προσφεύγοντος επί της κλήσης επιβολής προστίμου μπορεί να καταλογιστεί στον προσφεύγοντα προσωπικά.

Ωστόσο, όσον αφορά το κριτήριο του υπερβολικού φορμαλισμού, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, με την από κοινού υποβολή δύο εγγράφων στην αρμόδια εθνική δικαστική αρχή, δηλαδή της ανυπόγραφης ειδοποίησης επιβολής προστίμου και της υπογεγραμμένης χωριστής αίτησης δικαστικής επανεξέτασης, ο προσφεύγων εξέφρασε απερίφραστα την πρόθεσή του να αμφισβητήσει την ποινή που του επιβλήθηκε από την αστυνομία και να ζητήσει την επανεξέτασή της ενώπιον δικαστηρίου. Πράγματι, η ίδια η Κυβέρνηση ουδέποτε προέβαλε επιχειρήματα περί του αντιθέτου, και, επιπλέον, η πρόσθετη εξέταση της χωριστής αίτησης διάρκειας μίας σελίδας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτέλεσε αδικαιολόγητη επιβάρυνση για το εν λόγω εθνικό δικαστήριο.

Τέλος, αλλά πολύ σημαντικό, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο άλλαξε πρόσφατα τη νομολογία του σε παρόμοιες περιπτώσεις, αναγνωρίζοντας ότι η προηγούμενη πρακτική ισοδυναμούσε με υπερβολικό φορμαλισμό στον περιορισμό της πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο κατά την έννοια του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της Σερβίας.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο τρόπος με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν τους σχετικούς δικονομικούς κανόνες στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί αναλογικός προς τον σκοπό που οι κανόνες αυτοί επιδίωκαν να επιτύχουν.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη, και 1.800 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες