Χρηματική ποινή σε φοιτητή γιατί αποκάλεσε τον πρωθυπουργό «λυσσασμένο σκυλί»! Παραβίαση ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ömür Çağdaş Ersoy κατά Τουρκίας της 15.06.2021  (αρ. προσφ. 19165/19)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Eλευθερία έκφρασης, δημόσια προσβολή Πρωθυπουργού και εξισορρόπηση δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης και σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.

Ο προσφεύγων, φοιτητής,   καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή ποσού 2.524 ευρώ γιατί δημόσια χαρακτήρισε τον πρωθυπουργό με την  προσβλητική έκφραση «σαν ένα λυσσασμένο σκυλί», επικρίνοντας την απόφαση του για αστυνομική κράτηση φοιτητών μετά από βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία που διαδραματίστηκαν όταν ο πρωθυπουργός επισκέφτηκε το Πανεπιστήμιο. Ο στόχος του βέβαια ήταν να ασκήσει κριτική για την γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.

Κατά το Στρασβούργο τα όρια της αποδεκτής κριτικής είναι ευρύτερα σε σχέση με έναν πολιτικό παρά με έναν ιδιώτη. Οι πολιτικοί αναπόφευκτα και εν γνώσει τους,  είναι ανοιχτοί σε κριτική σχετικά με τις ομιλίες και τις πράξεις τους τόσο από δημοσιογράφους όσο και από το ευρύ κοινό, και πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερο βαθμό ανοχής.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντα δεν στερούνταν πραγματικής βάσης γιατί είχαν προκύψει  από τα βίαια περιστατικά που σημειώθηκαν κατά τη φοιτητική διαδήλωση που οδήγησαν στον τραυματισμό και συλλήψεις φοιτητών. Έτσι κατέληξε στο ότι, ενώ ήταν απολύτως νόμιμο για τα πρόσωπα που εκπροσωπούν κρατικούς θεσμούς να προστατεύονται από τις αρμόδιες αρχές,  ωστόσο η δεσπόζουσα θέση που κατέχουν αυτά απαιτούσε από τις αρχές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση στην προσφυγή σε ποινικές διαδικασίες. Κατά συνέπεια έκρινε ότι η ποινική διαδικασία και καταδίκη του προσφεύγοντα φοιτητή είχε καταστροφικές συνέπειες για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και οι αρχές δεν κατάφεραν να επιτύχουν μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ  του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης και του δικαιώματος του Πρωθυπουργού σε σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διεπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 για δικαστικά έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Ömür Çağdaş Ersoy είναι Τούρκος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1990 και ζει στην Άγκυρα. Την εν λόγω περίοδο το 2012, ο προσφεύγων ήταν φοιτητής στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Μέσης Ανατολής (Ortadoğu Teknik Üniversitesi – ODTÜ).

Τον Φεβρουάριο του 2013 ο Πρωθυπουργός υπέβαλε μήνυση εναντίον του προσφεύγοντος λόγω δηλώσεων που έκανε σε ομιλία του μπροστά στα δικαστήρια της Άγκυρας στις 22.12.2012. Την ημερομηνία αυτή, μια ομάδα περίπου 250 μαθητών, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, ήρθε να εκφράσει την υποστήριξή τους στους μαθητές ODTÜ που είχαν τεθεί υπό αστυνομική κράτηση μετά από βίαιες συγκρούσεις στις 18.12.2012 μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και φοιτητών κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του πρωθυπουργού στην πανεπιστημιούπολη για μια τελετή.

Τον Απρίλιο του 2016 το  δικαστήριο απεφάνθη ότι ο προσφεύγων έπρεπε καταβάλει χρηματική ποινή περίπου 2.524 ευρώ, διαπιστώνοντας ότι είχε προσβάλει τον μηνυτή πρωθυπουργό. Το δικαστήριο σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι δηλώσεις του προσφεύγοντος ήταν επιζήμιες και εξευτελιστικές, και ότι χρησιμοποίησε προσβλητική γλώσσα όπως «σαν ένα λυσσασμένο σκυλί»» για τον πρωθυπουργό. Ωστόσο το Δικαστήριο αποφάσισε αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης και υπέβαλε ατομική προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά απορρίφθηκαν και οι δύο.

Βασιζόμενος στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), ο προσφεύγων παραπονέθηκε για την ποινική διαδικασία εναντίον του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης)

Ο ρόλος του Δικαστηρίου ήταν να εξετάσει εάν, στις αποφάσεις τους, τα εθνικά δικαστήρια είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει, μεταξύ του δικαιώματος του του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης και του δικαιώματος του πρωθυπουργού σε σεβασμό της ιδιωτικής του ζωή.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ομιλία του προσφεύγοντος αφορούσε κυρίως την αστυνομική παρέμβαση στη διαδήλωση της 18.12.2012 και για τις δηλώσεις που έγιναν στη συνέχεια από τον πρωθυπουργό στις 21.12.2012, καταδικάζοντας τους διαδηλωτές – φοιτητές. Ο προσφεύγων είχε επικρίνει τις αρχές γενικά και ειδικότερα τον πρωθυπουργό και ενθάρρυνε όσους παρευρέθηκαν στο συλλαλητήριο να συνεχίσουν τον αγώνα της αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης. Στο πλαίσιο στο οποίο εκφράστηκαν, οι παρατηρήσεις εξέφρασαν ουσιαστικά πολιτική κριτική, που απευθύνονταν ειδικά στον Τούρκο πρωθυπουργό, λόγω των δηλώσεών του σχετικά με τους φοιτητές που είχαν διαδηλώσει στις 18.12.2012 σε διαμαρτυρία για την επίσκεψή του στην πανεπιστημιούπολη και τη θέση του ως απόλυτο ιεραρχικό ανώτερο των δυνάμεων ασφαλείας που παρενέβησαν σε αυτήν την επίδειξη.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος συνδέονταν αναμφισβήτητα με μια συζήτηση δημοσίου ενδιαφέροντος σχετικά με την αστυνομική παρέμβαση στη φοιτητική διαδήλωση της 18.12.2012 και τη στάση και πολιτικές των κρατικών αρχών και του πρωθυπουργού όσον αφορά τους φοιτητές του ODTÜ. Υπό τον ανωτέρω συσχετισμό, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι υπήρχε ελάχιστο πεδίο εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 10 της Σύμβασης για περιορισμούς στην πολιτική ομιλία ή σε συζητήσεις για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος. Τόνισε επίσης ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής ήταν ευρύτερα σε σχέση με έναν πολιτικό, υπό αυτήν την ιδιότητα, παρά έναν ιδιώτη. Οι πολιτικοί αναπόφευκτα και εν γνώσει τους ήταν ανοιχτοί σε κριτική σχετικά με τις ομιλίες τους και τις πράξεις τους τόσο από δημοσιογράφους όσο και από το ευρύ κοινό, και έπρεπε επομένως να επιδείξουν μεγαλύτερο βαθμό ανοχής.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι παρατηρήσεις του κ. Ersoy συνίσταντο σε σκληρή κριτική του τότε Πρωθυπουργού, μέσω σκληρών  και μεταφορικών εκφράσεων. Ο προσφεύγων περιέγραψε τη διαδήλωση των φοιτητών στην πανεπιστημιούπολη ODTÜ, διαμαρτυρόμενοι για την επίσκεψη του πρωθυπουργού, ως χαστούκι στο πρόσωπο του τελευταίου και την ανταπόκριση της αστυνομίας στη διαδήλωσή τους ως επίθεση προερχόμενη από τον πρωθυπουργό, ενεργώντας «σαν ένα λυσσασμένο σκυλί». Αυτά τα σχόλια είχαν δείξει κάποια περιφρόνηση και εχθρότητα εναντίον του πρωθυπουργού, στο βαθμό που καταδίκασαν τη στάση του τελευταίου έναντι του ιδρύματος ODTÜ και των φοιτητών, στάση την οποία   ο προσφεύγων θεώρησε εξωφρενική και υπερβολική, και περιέγραψε τη μέθοδο διακυβέρνησής του πρωθυπουργού, ως δικτατορία.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος είχαν όλα τα κύρια χαρακτηριστικά των αξιολογικών κρίσεων στον τομέα της πολιτικής κριτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, σημείωσε ότι οι παρατηρήσεις φαίνεται να είχαν προκύψει  από τα βίαια περιστατικά που σημειώθηκαν κατά τη φοιτητική διαδήλωση της 18.12.2012, οδηγώντας στο τραυματισμό και σε συλλήψεις μεταξύ των διαδηλωτών, καθώς και στις δηλώσεις του πρωθυπουργού της 21.12.2012 επικρίνοντας τους φοιτητές που συμμετείχαν στη διαμαρτυρία. Κατά συνέπεια, διαπίστωσε ότι η αξιολογική εκτίμηση που περιείχαν αυτές οι παρατηρήσεις δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στερείτο επαρκούς πραγματικής βάσης.

Έκρινε ότι, λαμβάνοντας υπόψη το θέμα της ομιλίας του προσφεύγοντος, το πλαίσιο στο οποίο έγινε και η  πραγματική της βάση, το προκλητικό και κάπως προσβλητικό ύφος και το περιεχόμενο αυτών των παρατηρήσεων δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσβλητική ομιλία στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης.

Κατά την καταδίκη του προσφεύγοντος, τα εγχώρια δικαστήρια επικαλέστηκαν το άρθρο 125 § 3 (α) του Ποινικού Κώδικα, που παρείχε στους κρατικούς υπαλλήλους μεγαλύτερο βαθμό προστασίας από άλλα πρόσωπα έναντι της ανακοίνωσης πληροφοριών ή απόψεων που τους αφορούν. Αυτό το άρθρο εφαρμόζεται επίσης όταν εκφέρονται δυσφημιστικά σχόλια εναντίον εκλεγμένων πολιτικών που κατέχουν θέσεις ευθύνης, όπως ο πρωθυπουργός, που θεωρούνται από αυτές τις αρχές ως κρατικοί υπάλληλοι κατά την έννοια της εν λόγω πρόβλεψης. Αυτή η πρακτική δεν φαίνεται να είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία ανέφερε ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής είναι ευρύτερα για έναν πολιτικό, παρά για έναν ιδιώτη. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε το προηγούμενο συμπέρασμα ότι η παροχή αυξημένης προστασίας μέσω ειδικού νόμου για προσβολές δεν ήταν, κατά κανόνα, συμβατή με το πνεύμα της Σύμβασης. Τόνισε επίσης ότι, ενώ ήταν απολύτως νόμιμο για τα πρόσωπα που εκπροσωπούν τους κρατικούς θεσμούς, ως εγγυητές της θεσμικής δημόσιας τάξης, να προστατεύονται από τις αρμόδιες αρχές, και η δεσπόζουσα θέση που κατέχουν αυτοί απαιτούσε από τις αρχές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση στην προσφυγή σε ποινικές διαδικασίες.

Επιπλέον, η φύση και η σοβαρότητα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν ήταν περαιτέρω παράγοντες που έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας μιας παρέμβασης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε τίποτα σε αυτήν την περίπτωση που να δικαιολογήσει επιβολή ποινικής κύρωσης, ακόμα κι αν αφορούσε χρηματική ποινή. Μια τέτοια κύρωση, από τη φύση της, θα είχε αναπόφευκτα ένα δυσμενές αποτέλεσμα, παρά το σχετικά μικρό ποσό, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τα αποτελέσματα μιας καταδίκης. Επιπλέον, αν και η εκτέλεση της απόφασης είχε ανασταλεί και παρόλο που η απόφαση αυτή επρόκειτο να μην εφαρμοστεί, μαζί με όλες τις συνέπειές της, μετά την πενταετή περίοδο αναστολής, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η διατήρηση ποινικών διαδικασιών για μεγάλο χρονικό διάστημα, βάσει σοβαρών ποινικών κατηγοριών που επιφέρουν ποινή φυλάκισης, είχαν καταστροφικές συνέπειες για την δυνατότητα και επιθυμία του προσφεύγοντος να εκφράσει τις απόψεις του για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος.

Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν μπορούσε να εγκρίνει τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα των εγχώριων δικαστηρίων, τα οποία είχαν κρίνει ότι οι παρατηρήσεις του προσφεύγοντος ισοδυναμούσαν με το αδίκημα της προσβολής κρατικού υπαλλήλου βάση των καθηκόντων του, ιδίως όσον αφορά την αναλογικότητα της ποινικής κύρωσης που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα και ότι η εν λόγω κύρωση μπορούσε  ενδεχομένως να αποθαρρύνει την ελευθερία της έκφρασης.

Κατά συνέπεια, οι εθνικές αρχές δεν είχαν πραγματοποιήσει επαρκή εξισορρόπηση, συμβατή με τις αρχές που ορίζονται στη νομολογία του, μεταξύ του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης και του δικαιώματος του μηνυτή Πρωθυπουργού στο σεβασμό της ιδιωτικής του ζωή. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχε καμία λογική σχέση αναλογικότητας μεταξύ της παρέμβασης στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία έκφρασης και στο θεμιτό στόχο της προστασίας της φήμης του μηνυτή.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε ποσό 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες