Ερήμην καταδίκη. Μη παραβίαση δίκαιης δίκης γιατί η απουσία από το δικαστήριο ήταν επιλογή του καταδικασθέντος. Η κράτηση του εν όψει έκδοσης χωρίς δικαστική απόφαση παραβίασε το δικαίωμα του στην ελευθερία και ασφάλεια.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Kislov κατά Ρωσίας της 09.07.2019 (αριθ. προσφ. 3598/10)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παθητική δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου. Ερήμην καταδικαστική απόφαση σε βάρος του για παθητική δωροδοκία και πλαστογραφία.  Προσωρινή κράτηση στη Ρωσία ενόψει εκδόσεως στη Λευκορωσία χωρίς δικαστική απόφαση.

Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε  για παθητική δωροδοκία υπαλλήλου  και καταδικάστηκε ερήμην από δικαστήριο της Λευκορωσίας σε επτά έτη κάθειρξη. Εγκατέλειψε τη Λευκορωσία και εγκαταστάθηκε στη Ρωσία. Η Λευκορωσία ζήτησε τη έκδοσή του. Συνελήφθη στη Ρωσία, και κρατήθηκε για 4 μήνες,  εν αναμονή  εκδόσεως της απόφασης του Εφετείου που αφορούσε την έκδοσή του.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι:

α) δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου  3 γιατί ο προσφεύγων  δεν προσκόμισε καμία απόδειξη που να τεκμηριώνει τους φόβους του για εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία αντίθετη με το άρθρο 3 αν εκδοθεί στη Λευκορωσία, ο δε ισχυρισμός του για την κατασκευή της κατηγορίας λόγω αντιποίνων δεν αποδείχθηκε,

β) δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 γιατί  η ερήμην καταδίκη του δεν ισοδυναμούσε με «κατάφωρη άρνηση δικαιοσύνης», αφού ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι η απουσία του στην δίκη ήταν για κάποιο λόγο δικαιολογημένη και

γ) υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία και στην ασφάλεια γιατί κρατήθηκε παράνομα χωρίς δικαστική απόφαση και, στερήθηκε του δικαιώματος να προσφύγει σε δίκη για την παράνομη κράτηση του και του δικαιώματος αποζημίωσης λόγω της παράνομης κράτησης του.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 5&1, 4, και 5

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Vladimir Kislov είναι Λευκορώσος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1974. Επί του παρόντος δεν γνωρίζει κανείς που μένει αλλά προφανώς κατοικεί στη Ρωσία.

Η υπόθεση αφορά την καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με διαδικασίες στη Ρωσία για την έκδοση του στη Λευκορωσία.

Ένα δικαστήριο της Λευκορωσίας καταδίκασε τον προσφεύγοντα τον Δεκέμβριο του 2005 για δωροδοκία (έκδοση ευνοϊκής απόφασης λόγω της θέσης του ως υπάλληλος στο περιφερειακό γραφείο του Μινσκ,  σε παράρτημα κρατικής επιχείρησης) και καταδικάστηκε σε επτά χρόνια κάθειρξη. Ισχυρίζεται ότι οι διαδικασίες ενώπιον του δικαστηρίου εναντίον του ήταν αντίποινα για τη καταγγελία που είχε κάνει κατά του προϊσταμένου του  στην εταιρεία κατηγορώντας τον για διάφορες διεφθαρμένες δραστηριότητες και ότι η κατηγορία σε βάρος του  κατασκευάστηκε.

Ο προσφεύγων έφτασε στη Ρωσία τον Μάρτιο του 2005. Ισχυρίζεται ότι εγκατέλειψε τη Λευκορωσία λόγω διώξεων και παρενοχλήσεων από τις εγχώριες αρχές. Συνελήφθη στη Ρωσία τον Ιούλιο του 2009 και τον Οκτώβριο του 2009 το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα επικύρωσε την έκδοσή του στη Λευκορωσία. Άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι οι ρωσικές αρχές δεν είχαν εξετάσει κατά πόσον η έκδοση έπρεπε να απορριφθεί ως έχοντας βάση την εκτέλεση ποινής που είχε επιβληθεί χωρίς τις ελάχιστες εγγυήσεις της δίκαιης δίκης.

Ο δικηγόρος του ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να έρθει αντιμέτωπος με το είδος κακομεταχείρισης που απαγορεύεται από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Τα ρωσικά δικαστήρια επικύρωσαν τη διαταγή έκδοσης. Ο προσφεύγων κρυβόταν αλλά από τον Μάρτιο του 2016 ήταν προφανές ότι βρίσκονταν ακόμα στη Ρωσία.

Τα δικαστήρια της Λευκορωσίας μείωσαν την ποινή του τον Ιούλιο του 2010 σε τέσσερα χρόνια μετά από νομοθετικές αλλαγές που είχαν λάβει στη χώρα. Οι αιτήσεις προς το ανώτατο δικαστήριο της Λευκορωσίας για περαιτέρω αναθεωρήσεις απορρίφθηκαν.

Επικαλούμενος το άρθρο 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων διαμαρτύρεται για τον κίνδυνο κακομεταχείρισης, εάν εκδοθεί στη Λευκορωσία.

Αναφέρει επίσης διάφορες καταγγελίες σύμφωνα με το άρθρο 5 (δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια) σχετικά με την κράτηση του στη Ρωσία εν αναμονή έκδοσης από τις 16 Αυγούστου έως τις 13 Νοεμβρίου 2009. Ισχυρίζεται επίσης ότι η καταδίκη του στη Λευκορωσία ήρθε μετά από διαδικασίες στις οποίες υπήρξε καταφανής άρνηση της δικαιοσύνης και έτσι η έκδοσή του στη χώρα αυτή θα παραβίαζε το άρθρο 6 (δικαίωμα δίκαιης δίκης). Τέλος επικαλείται παράβαση του άρθρου 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) σε σχέση με τις άλλες καταγγελίες του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3

Το Δικαστήριο  επισημαίνει ότι ορισμένες διεθνείς εκθέσεις που εκπονήθηκαν μεταξύ του 2007 και του 2018 εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία.

Κατά κανόνα, η αναφορά σε ένα γενικό πρόβλημα σχετικά με την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια συγκεκριμένη χώρα δεν μπορεί από μόνη της να χρησιμεύσει ως βάση για άρνηση έκδοσης. Αφού εξέτασε το διαθέσιμο υλικό και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν είχε τεκμηριωθεί ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λευκορωσία μπορεί να απαιτήσει πλήρη απαγόρευση της έκδοσης στη χώρα αυτή π.χ. λόγω κινδύνου ότι οι κρατούμενοι θα υποστούν κακή μεταχείριση.

Το  βάσιμο επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η εισαγγελική αρχή  είχε «κατασκευάσει» ποινικές κατηγορίες εναντίον του ως εκδίκηση για τις καταγγελίες του προς τις αρχές, ουσιαστικά προέβαλε ισχυρισμό ότι οι αρχές διερεύνησης και δίωξης είχαν ενεργήσει κακόπιστα χρησιμοποιώντας τις ποινικές διαδικασίες, τουλάχιστον κατά κύριο λόγο, για έναν επικριτέο  σκοπό.

Ο προσφεύγων δεν διευκρίνισε ποιες ήταν οι «κατασκευασμένες» επιβαρύνσεις. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ήταν παγιδευμένος ή υποκινούμενος να διαπράξει ποινικό αδίκημα. Εντούτοις ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι δεν είχε διαπράξει τα αδικήματα. Συναφώς, αρκεί το Δικαστήριο να επισημάνει, όσον αφορά την εκτίμηση της αίτησης έκδοσης, ότι το υλικό ενώπιον των ρωσικών αρχών και ενώπιον του Δικαστηρίου,  απέδειξε  ότι υπήρχε επαρκής βάση για εύλογη υποψία εναντίον του προσφεύγοντος  σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι είχε λάβει δωροδοκία και πλαστογράφησε ένα έγγραφο, εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της ενοχοποιητικής δήλωσης του προσώπου που είχε δωροδοκήσει. Υπάρχει αρκετό υλικό για να επιβεβαιωθεί ότι αυτή η υποψία υποστηρίχθηκε από μια σειρά αποδεικτικών εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων.

Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι πεπεισμένο ότι ο προσφεύγων  διατρέχει από  το 2010 και παραμένει έως τώρα, πάνω από δεκατρία χρόνια μετά τη δίκη στη Λευκορωσία, σε πραγματικό κίνδυνο κακής μεταχείρισης.

Όσον αφορά τις παραπομπές του προσφεύγοντος σε διάφορες διαδικαστικές παραβιάσεις κατά τη διάρκεια της δίκης του στη Λευκορωσία, αυτός ο τύπος ισχυρισμού που εγείρει ένας φυγόδικος που καταδικάστηκε σε μια χώρα μπορεί να εγείρει ζητήματα βάσει του άρθρου 5 της Σύμβασης, εφόσον αυτός εκτίθεται σε κίνδυνο σε περίπτωση φυλάκισης μετά από καταφανή άρνηση δίκης ή, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, βάσει του άρθρου 6 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο δεν διακρίνει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των προβαλλομένων διαδικαστικών παρατυπιών και του κινδύνου σωματικής κακομεταχείρισης λόγω αυτών σε περίπτωση έκδοσής του προκειμένου να εκτίσει την ποινή κάθειρξης . Εν πάση περιπτώσει, η καταγγελία της «απάνθρωπης τιμωρίας» δεν απεδείχθη καθόσον η ένσταση του προσφεύγοντος  περί διαδικαστικών πλημμελειών απορρίπτεται ως αβάσιμη. Τα μέτρα που στερούν στα πρόσωπα την ελευθερία τους, συνεπάγονται αναπόφευκτα ένα στοιχείο ταλαιπωρίας και ταπείνωσης. Ο προσφεύγων δεν προέβαλε επιχειρήματα για να αποδείξει ότι, στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσής του, κινδυνεύει να τιμωρηθεί, κάτι που θα υπερέβαινε τον αναπόφευκτο πόνο που ενέχει η στέρηση της ελευθερίας.

Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων  δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο γεγονός που να τεκμηριώνει τους φόβους του για μεταχείριση ή τιμωρία αντίθετη με το άρθρο 3 στην αιτούσα την έκδοσή του χώρα.

Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έκδοσή του στη Λευκορωσία δεν θα παραβίαζε το άρθρο 3 της Σύμβασης.

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αυτή είναι προδήλως αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 3 (α) και 4 της Σύμβασης.

Ενόψει του ανωτέρω συμπεράσματος, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η σχετική ένσταση βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης είναι επίσης απαράδεκτη.

Άρθρο 6

Τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 6 της Σύμβασης, σε σχέση με τις διαδικασίες στη Λευκορωσία και με σκοπό την αποτροπή της έκδοσής του για να εκτίσει  την ποινή εκεί, είναι διττές. Πρώτον, ισχυρίστηκε ότι η ποινή κάθειρξης προήλθε από διαδικασίες που είχαν προκύψει από «κατασκευασμένες» κατηγορίες  και σοβαρές διαδικαστικές παρατυπίες. Δεύτερον, ισχυρίστηκε ότι αφού καταδικάστηκε ερήμην, θα παραβιαζόταν το άρθρο 6 της Σύμβασης επειδή, μετά την έκδοσή του, θα έπρεπε να εκτίσει την ποινή καθείρξεως  που επιβλήθηκε υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να εκδοθεί νέα απόφαση για τις κατηγορίες, αυτή τη φορά με την παρουσία του στο δικαστήριο.

Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι είναι πρωταρχικής σημασίας να είναι παρών ο κατηγορούμενος στην ποινική δίκη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ωστόσο, η ποινική διαδικασία που διεξάγεται ερήμην του κατηγορουμένου δεν είναι απαραιτήτως ασυμβίβαστη με τη Σύμβαση, αν ο ενδιαφερόμενος μπορεί στη συνέχεια να επιτύχει νέα δικάσιμο. Ωστόσο, η έλλειψη αυτού του νέου προσδιορισμού της δίκης δεν είναι προβληματική σύμφωνα με το άρθρο 6 της Σύμβασης, αν δεν έχει αποδειχθεί κατηγορηματικά ότι ο κατηγορούμενος παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να εμφανιστεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή ότι σκόπευε να αποφύγει τη δίκη.

Στην παρούσα υπόθεση, κατά τη διάρκεια ενός μέρους της δίκης, ο προσφεύγων  άσκησε το δικαίωμά του βάσει του δικαίου της Λευκορωσίας να είναι παρών στη δίκη του στη χώρα αυτή και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Όσον αφορά την επακόλουθη απουσία του από το υπόλοιπο της δίκης, τίποτα δεν υποδηλώνει ότι στη συνέχεια εγκατέλειψε τη Λευκορωσία λόγω οποιασδήποτε μεταχείρισης κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, σημαντικούς λόγους που σχετίζονται με πραγματικό κίνδυνο τέτοιας κακομεταχείρισης ή οποιασδήποτε έγκυρη ανησυχία των πολιτικών διώξεων εκεί. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων  δεν απέδειξε ότι η Σύμβαση θα απαιτούσε την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας στη Λευκορωσία στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, όταν ο προσφεύγων  είχε εγκαταλείψει τη χώρα πριν από τη λήξη της διαδικασίας και μπορούσε να επιστρέψει εκεί για να εκτελέσει την ποινή του. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταδίκη του προσφεύγοντα  παρά την απουσία του, δεν ισοδυναμεί με «κατάφωρη άρνηση δικαιοσύνης» κατά παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

Ως εκ τούτου, η καταγγελία βάσει του άρθρου 6 της Σύμβασης είναι προδήλως αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ. 3 (α) και 4 της Σύμβασης

Άρθρο 5 & 1

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η κράτησή του από τις 16 Αυγούστου έως τις 13 Νοεμβρίου 2009 ήταν παράνομη και ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα αποζημίωσης λόγω της παράνομης κράτησής του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο δικαστικός έλεγχος της απόφασης της 10ης Αυγούστου 2009 δεν ήταν ούτε γρήγορος ούτε αποτελεσματικός. Επιπλέον, δεν υπήρξε διαδικασία με την οποία το δικαστήριο θα μπορούσε να διατάξει την αποφυλάκιση του  του μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου 2009.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των καταγγελιών του προσφεύγοντος, τις ανωτέρω σκέψεις και, κυρίως, τις διαπιστώσεις των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης όσον αφορά την κράτηση του προσφεύγοντος από τις 16 Αυγούστου έως τις 13 Νοεμβρίου 2009.

Άρθρο 5 & 4

Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 της Σύμβασης λόγω του δικαιώματος του προσφεύγοντος να «προσφύγει σε δίκη» έτσι ώστε  να μπορούσε να κριθεί η  νομιμότητα της κράτησής του από δικαστήριο και να διατάξει την αποφυλάκισή του αν η κράτηση δεν ήταν νόμιμη, όσον αφορά την περίοδο μεταξύ Αυγούστου και αρχών Νοεμβρίου 2009.

Άρθρο 5 & 5

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα αποζημίωσης βάσει του άρθρου 5 § 5 της Σύμβασης ανακύπτει αν διαπιστωθεί, άμεσα ή κατ’ ουσία, είτε από το Δικαστήριο είτε από τα εθνικά δικαστήρια, παράβαση μιας από τις άλλες τέσσερις παραγράφους.

Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου το 2016, η Κυβέρνηση δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ούτε προσκόμισε κανένα στοιχείο το οποίο θα οδηγούσε το Δικαστήριο να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα στην παρούσα υπόθεση σε σχέση με το ίδιο νομοθετικό πλαίσιο.

Συνεπώς, η αντίρρηση της κυβέρνησης πρέπει να απορριφθεί και διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 5 § 5 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το Άρθρο 5 § 1 αυτής.

Το ΕΔΔΑ απέρριψε το αίτημα προσφεύγων.

Δίκαιη ικανοποίηση: 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες