Σύγχυση νομικών εννοιών από αντιφατική νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου! Παραβίαση της δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Société Anonyme Ahmet Nihat ihatzsan κατά Τουρκίας της 09.02.2021 (αρ. προσφ.62318/09)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αντιφατική νομολογία ακυρωτικού δικαστηρίου. Θετική υποχρέωση του κράτους για άρση συγκρούσεων που προκύπτει από αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις. Δίκαιη δίκη.

Το Ανώτατο Ακυρωτικό της Τουρκίας  εξέδωσε αντιφατικές αποφάσεις σχετικά με τον  τρόπο καθορισμό της ζημίας ιδίως, όσον αφορά τον ορισμό του διαφυγόντος κέρδους  και το βάρος της απόδειξης σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών.

Κατά το Στρασβούργο η ύπαρξη «ουσιαστικών» διαφορών στην εγχώρια νομολογία δεν αρκεί από μόνη της για να χαρακτηριστεί ως παραβίαση της δίκαιης δίκης. Πλέον αυτού είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει μηχανισμούς για την εξάλειψη αυτών των νομολογιακών αντιφάσεων.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια απέτυχαν να θέσουν τέρμα στην απόκλιση και αντιφατικότητα της νομολογίας η οποία δεν οφείλονταν σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά αλλά σε διαφορετική ερμηνεία νομικών εννοιών. Έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές  αθέτησαν  βασική τους θεσμική υποχρέωση.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 §1 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Ahmet Nihat Özsan A.Ş. είναι ανώνυμη εταιρεία που δραστηριοποιείται στον κατασκευαστικό τομέα, με έδρα την Κωνσταντινούπολη.

Η υπόθεση αφορούσε μια φερόμενη ασυνέπεια και αντιφατικότητα στη νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου σχετικά με το θέμα του διαφυγόντος κέρδους που διέπεται από το άρθρο 105 του εγχώριου Αστικού κώδικα .

Στηριζόμενη στο άρθρο 6 παρ. 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία περιουσίας), η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίστηκε  ότι δεν υπήρχε συνέπεια στην πρακτική των δικαστηρίων και στη νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε σχέση με τους όρους εφαρμογής του άρθρου 105 του τουρκικού Αστικού Κώδικα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η σχετική νομολογία στην παρούσα υπόθεση συνοψίζεται σε αυτούς τους όρους στην απόφαση Nejdet Şahin και Perihan Şahin κατά  Τουρκίας. Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι η διαφορετική μεταχείριση που δίδεται σε δύο διαφορές δεν μπορεί να νοηθεί ως διαφορά στη νομολογία όταν δικαιολογείται από τη διαφορά στα πραγματικά περιστατικά. Εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προέκυψε ότι η αντίφαση για την οποία η προσφεύγουσα εταιρεία παραπονέθηκε δεν έγκειται στις πραγματικές καταστάσεις που εξετάστηκαν από τα διάφορα εθνικά δικαστήρια – οι καταστάσεις αυτές ήταν  συγκρίσιμες – αλλά στην ερμηνεία του νόμου, ιδίως όσον αφορά τον ορισμό του διαφυγόντος κέρδους  και το βάρος της απόδειξης σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι οι δικαστικές αποφάσεις που περιλαμβάνονται στη δικογραφία δείχνουν ρητά την ύπαρξη δύο διακριτών αντιφατικών νομολογιακών κρίσεων.

Η πρώτη προσέγγιση της νομολογίας ήταν ότι το απλό γεγονός ότι το ποσοστό του πληθωρισμού είναι υψηλότερο από το επιτόκιο υπερημερίας κατά την περίοδο κατά την οποία το χρέος δεν πληρώθηκε αρκεί για να τεκμηριωθεί το τεκμήριο ζημίας και να αντιστραφεί το βάρος της απόδειξης. Αυτή η προσέγγιση αντιστοιχούσε  σε αυτήν πολλών τμημάτων του Ακυρωτικού Δικαστηρίου και είχε επίσης υιοθετηθεί σε πολλές αποφάσεις. Η δεύτερη προσέγγιση συνίστατο στην άρνηση να θεωρηθεί ότι η διαφορά μεταξύ του πληθωρισμού και του επιτοκίου αποδεικνύει την ύπαρξη πρόσθετης ζημίας κατά την έννοια του άρθρου 105 Αστικού Κώδικα. Απαιτούσε από τον θιγόμενο πιστωτή να αποδείξει μέσω συγκεκριμένων πραγματικών στοιχείων, πλην των οικονομικών δεδομένων, ότι υπέστη συγκεκριμένη οικονομική ζημία ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης πληρωμής και ότι η ζημία αυτή  υπερβαίνει τη ζημία που καλύπτεται από τους καταβληθέντες τόκους. Αυτή η απόδειξη μπορεί να αναφερθεί για παράδειγμα όταν ο πιστωτής υποχρεώθηκε, λόγω της καθυστέρησης, να συνάψει δάνειο με επιτόκιο υψηλότερο από εκείνο του τόκου υπερημερίας.

Πράγματι, η πηγή της απόκλισης είναι η απάντηση σε ένα ζήτημα αρχής που συνίσταται στη γνώση του κατά πόσον η ζημία που συνδέεται με την απόσβεση της αξίας ενός χρέους υπό την επίδραση του πληθωρισμού λόγω καθυστερημένων πληρωμών αποτελεί από μόνη της  αποζημίωση στο πλαίσιο του άρθρου 105 του Αστικού Κώδικα. Για το Δικαστήριο, η απάντηση που δόθηκε σε αυτό το ερώτημα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις των αποφάσεων ήταν ανεξάρτητη από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.

Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι η ύπαρξη αυτών των «ουσιαστικών» διαφορών δεν αρκεί από μόνη της για να χαρακτηριστεί παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Εξακολουθεί να είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει μηχανισμούς για την εξάλειψη αυτών των ασυνεπειών και νομολογιακών αντιφάσεων, εάν αυτοί οι μηχανισμοί έχουν εφαρμοστεί και ποια είναι, εάν υπάρχουν, τα αποτελέσματα της εφαρμογής τους. Πράγματι, μόλις εντοπιστούν, οι «ουσιαστικές» αποκλίσεις στη νομολογία πρέπει κατ΄ αρχήν να επιλυθούν καθορίζοντας την ερμηνεία που πρέπει να ακολουθηθεί και τυποποιώντας τη νομολογία μέσω μηχανισμών που έχουν τη δύναμη να το πράξουν.

Επί του σημείου αυτού, το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι οι διαφορές στη σχετική νομολογία αφορούσαν τόσο τα πρωτοβάθμια δικαστήρια όσο και το Ακυρωτικό δικαστήριο.

Σημείωσε  ότι η εθνική νομοθεσία προσέφερε  έναν μηχανισμό που αποσκοπούσε  στον τερματισμό αυτού του είδους ασυμφωνίας, όπως η παραπομπή στο Ακυρωτικό Δικαστήριο.

Σημείωσε ότι αυτός ο ανώτατος σχηματισμός του Ακυρωτικού Δικαστηρίου δεν επέλυσε  τη διχογνωμία στην νομολογία, δεδομένου ότι οι καταγγελθείσες διαφορές προέκυψαν από συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε υπόθεσης και ότι δεν υπήρχε ανάγκη περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας του δικαστή με την υιοθέτηση μιας ενιαίας μεθόδου απόδειξης του διαφυγόντος κέρδους  κατά την έννοια του άρθρου 105 του Αστικού Κώδικα.

Κατά το ΕΔΔΑ, ο μηχανισμός που προέβλεπε  η εθνική νομοθεσία απέτυχε να θέσει τέρμα στην εν λόγω αντίφαση της νομολογίας και διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).

Η καταγγελία της προσφεύγουσας εταιρείας, η οποία βασίστηκε  ιδίως στην έλλειψη συνοχής στην εθνική νομολογία, αφορούσε  επομένως τις θετικές υποχρεώσεις του κράτους. Ωστόσο, ενόψει των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε δυνάμει του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεώρησε  ότι δεν ήταν  απαραίτητο να αποφανθεί σχετικά με το παραδεκτό ή το βάσιμο της καταγγελίας δυνάμει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ απέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας εταιρείας για αποζημίωση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες