Σύλληψη ανώτατου δικαστή για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, άρση ασυλίας και προσωρινή κράτηση για 2 έτη και 8 μήνες! Παραβίαση δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία

ΑΠΟΦΑΣΗ

Tercan κατά Τουρκίας της 29.06.2021 (αρ. προσφ. 6158/18)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα στην προσωρινή ελευθερία και ασφάλεια. Ασυλία δικαστών και καταδίκη χωρίς επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

Ο προσφεύγων είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής και Ανώτατος Δικαστής του  τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Συνελήφθη μετά το πραξικόπημα της 15 Ιουλίου 2016 στην Τουρκία,  με την κατηγορία της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Θεωρήθηκε ότι συνελήφθη επ’ αυτοφώρω και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση χωρίς να υπάρχει κανένα  αποδεικτικό στοιχείο ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη που να αποδείκνυε ύπαρξη ενοχοποιητικών  στοιχείων. Λόγω της αυτόφωρης διαδικασίας στερήθηκε τη δικαστική προστασία που παρείχε ο  τουρκικός νόμος στα μέλη του δικαστικού σώματος. Έγινε έρευνα στην κατοικία του και κατασχέθηκαν υπολογιστές. Απορρίφθηκε χωρίς αιτιολογία το αίτημα μου για άρση της προσωρινής κράτησης.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι η σύλληψη του προσφεύγοντα με την αυτόφωρη διαδικασία για την συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση ήταν προβληματική για την αρχή της ασφάλειας δικαίου, γιατί όχι μόνο οι διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται στο δικαστικό σώμα δεν εφαρμόστηκαν, αλλά επίσης οι νομικές συνέπειες υπερέβαιναν  σε μεγάλο βαθμό το θεσμικό πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η σύλληψη και κράτηση του  σε συνθήκες που στερούνταν τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονταν στα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν ήταν νόμιμες. Έτσι  διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης.

Όσον αφορά την καταδίκη του για την συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, οι ασαφείς και γενικές αναφορές στο υλικό της δικογραφίας δεν θα μπορούσαν να θεωρούνται επαρκείς για να δικαιολογήσουν  την «λογικότητα» των υπονοιών. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν  συγκεκριμένα γεγονότα ή πληροφορίες τέτοιας φύσης που να δικαιολογούσαν  την κράτηση του προσφεύγοντα. Έτσι  διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 λόγω έλλειψης εύλογων λόγων, ότι διέπραξε το εν λόγω αδίκημα.

Ακολούθως το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι βάσει του άρθρου 5 § 3, τα εθνικά δικαστήρια, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, θα έπρεπε να είχαν προβάλει σχετική και επαρκή αιτιολογία για την στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του, αλλά σαφώς δεν το έκαναν και κατά συνέπεια παραβιάστηκε το άρθρο 5§3 της ΕΣΔΑ.

Τέλος το ΕΔΔΑ έκρινε ότι επειδή ο προσφεύγων  δεν είχε απολαύσει το βαθμό προστασίας που απαιτείται από το κράτος δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία, η κατ’οίκον έρευνα δεν ήταν νόμιμη και κατά συνέπεια διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Όσον αφορά τις λοιπές καταγγελίες, κήρυξε απαράδεκτη την καταγγελία για έλλειψη  αμεροληψίας των δικαστών και έκρινε ότι, δεχόμενο τις λοιπές παραβιάσεις , δεν υπήρχε λόγος να εξετάσει το θέμα της ισότητας των όπλων.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5§1

Άρθρο 5§3

Άρθρο 6

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Erdal Tercan, είναι Τούρκος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1961. Κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης κρατείται στις φυλακές. Ενώ εργάζονταν ως καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Akdenizan  διορίστηκε δικαστής του τουρκικού Συνταγματικού Δικαστηρίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στις 7 Ιανουαρίου 2011, για να υπηρετήσει μέχρι την ηλικία των 65 ετών.

Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016 στην Τουρκία, ο προσφεύγων συνελήφθη και τέθηκε υπό προσωρινή  κράτηση λόγω υπόνοιας ότι είναι μέλος του FETÖ / PDY («Φετουχαλιστική Τρομοκρατική Οργάνωση / Δομή Παράλληλης Κατάστασης»). Την ίδια ημέρα, η αστυνομία διενέργησε κατ’οίκον  έρευνα και κατέσχεσε υπολογιστές και άλλο πληροφοριακό εξοπλισμό. Στη συνέχεια, ένας δικαστής αποφάσισε να περιορίσει την πρόσβαση αυτού και του δικηγόρου του στη δικογραφία.

Στις 20 Ιουλίου 2016, βάσει του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο δικαστής ενώπιον του οποίου ο προσφεύγων εμφανίστηκε, τον έθεσε υπό κράτηση, θεωρώντας ότι υπήρχαν συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούσαν ισχυρές υπόνοιες ότι διέπραξε  το αδίκημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και ότι υπήρχε ένας σαφής και επικείμενος κίνδυνος που σχετίζονταν με την απόπειρα πραξικοπήματος.

Στις 4 Αυγούστου 2016, το Συνταγματικό Δικαστήριο, που συνήλθε σε ολομέλεια, απέλυσε τον προσφεύγοντα βάσει του άρθρου 3 του ΝΔ. 667, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 23 Ιουλίου 2016.

Στις 4 Απριλίου 2019, το 9ο Ποινικό Τμήμα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, δικάζοντας ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης 10 ετών, 7 μηνών και 15 ημερών σύμφωνα με το άρθρο 314 του Ποινικού Κώδικα και άρθρο 5 του Ν. 3713 σχετικά με την Αντιτρομοκρατία, για συμμετοχή σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης και εκκρεμούσαν οι διαδικασίες ενώπιον της Ολομέλειας του Ποινικού Τμήματος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Εν τω μεταξύ, στις 7 Σεπτεμβρίου 2016 και στις 9 Οκτωβρίου 2017, ο προσφεύγων υπέβαλε δύο ατομικές αιτήσεις στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Στην απόφασή του της 12ης Απριλίου 2018, το δικαστήριο απέρριψε τις καταγγελίες του σχετικά με την κράτησή του, ελλείψει εύλογων λόγων, την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και την έλλειψη ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαστών που διέταξαν το μέτρο κράτησης. Διαπίστωσε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων λόγω της αδυναμίας ακρόασης κατά την επανεξέταση της κράτησής του, αλλά καμία παραβίαση σχετικά με την καταγγελία του για τη διάρκεια της κράτησης.

Βασιζόμενος στο άρθρο 5 § 1 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση αυθαίρετα, κατά παράβαση του Ν. 6216 σχετικά με την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τη διαδικασία ενώπιον του.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν υπήρχαν συγκεκριμένες αποδείξεις τυχόν εύλογης υπόνοιας ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα που να δικαιολογούσε την κράτησή του.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 3, παραπονέθηκε περαιτέρω για τη διάρκεια της κράτησης και την έλλειψη αιτιολογίας των αποφάσεων παράτασης της κράτησης. Παραπονέθηκε επίσης ότι δεν εξετάστηκαν τυχόν αντικατάσταση της κράτησης με περιοριστικούς όρους.

Βασιζόμενος στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του σπιτιού), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η κατ’ οίκον έρευνα  ήταν παράνομη, καθώς είχε εκδοθεί το ένταλμα έρευνας χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, σε αντίθεση με τις ειδικές διατάξεις σχετικά με τους δικαστές αυτού του δικαστηρίου. Παραπονέθηκε επίσης για έλλειψη αποτελεσματικής αναθεώρησης αυτού του μέτρου.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ο κ. Tercan παραπονέθηκε για έλλειψη αμεροληψίας και ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, καθώς και παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων λόγω περιορισμού της πρόσβασής του στον φάκελο της δικογραφίας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 § 1: εάν η σύλληψη και η κράτηση ήταν νόμιμη

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 100 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρά τις εγγυήσεις που παρέχονται στα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου με το άρθρο 17 του Ν. 6216, ιδίως τις παρ. 1 και 3, που προβλέπου συγκεκριμένη διαδικασία όταν προληπτικά μέτρα – όπως προσωρινή  κράτηση – έπρεπε να εκδοθούν εναντίον δικαστών.

Ο προσφεύγων δεν είχε συλληφθεί και τεθεί υπό κράτηση κατά τη διάπραξη αδικήματος που σχετίζεται με την απόπειρα πραξικοπήματος της 15.07.2016. Είχε τεθεί υπό κράτηση επειδή υπήρχαν υποψίες ότι ανήκε στον οργανισμό FETÖ / PDY.

Η παρούσα υπόθεση και η απόφαση Alparslan Altan  αποκάλυψαν μια συστημική έλλειψη νομικής σαφήνειας και προβλεψιμότητας σχετικά με τα ζητήματα σύλληψης και κράτησης δικαστών που ήταν μέλη των Ανωτέρω Δικαστηρίων την εν λόγω περίοδο.

Στις αποφάσεις του 2017 και του 2019, το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τη στιγμή της σύλληψης των δικαστών που είναι ύποπτοι για το αδίκημα ότι ανήκουν σε ένοπλη οργάνωση, το αδίκημα θεωρείται ότι είχε πραγματοποιηθεί επ’ αυτοφώρω,   “flagrante delicto”.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, οποιαδήποτε υπόνοια – κατά την έννοια του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Διαδικασίας – συμμετοχής σε εγκληματική ή ένοπλη οργάνωση αρκεί για να χαρακτηριστεί ένα αδίκημα επ’αυτοφώρω χωρίς να χρειάζεται να προσδιοριστεί παράλληλα κανένα  αποδεικτικό στοιχείο ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη που να αποδεικνύει ην ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό ήταν σαφώς μια ευρεία ερμηνεία της έννοιας «flagrante delicto».

Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή ήταν παράλογη, δεδομένου ότι ισοδυναμούσε με την παραδοχή ότι οι αρχές θα μπορούσαν να στερήσουν έναν δικαστή ο οποίος συμμετέρχει στο Συνταγματικό Δικαστήριο και επομένως απολαμβάνει προστασίας βάσει του Ν. 6216, της δικαστικής προστασίας που παρέχει η νομοθεσία στα μέλη του δικαστικού σώματος, μόνο βάσει των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους και χωρίς να πρέπει να εντοπιστούν τυχόν συνακόλουθα πραγματικά στοιχεία ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη που να αποδεικνύει την ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων. Κατά συνέπεια, σε παρόμοιες περιστάσεις με αυτές της παρούσας υπόθεσης, η ερμηνεία αναιρεί τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται στο δικαστικό σώμα για την προστασία των δικαστών από την εκάστοτε παρέμβαση των εκτελεστικών οργάνων από αυθαίρετη ή αδικαιολόγητη στέρηση της ελευθερίας. Η ερμηνεία ήταν επίσης προβληματική για την αρχή της ασφάλειας δικαίου, διότι όχι μόνο οι διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται στο δικαστικό σώμα δεν εφαρμόζονται, αλλά επίσης οι νομικές συνέπειες υπερβαίνουν σε μεγάλο βαθμό το θεσμικό πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.

Το πιο σημαντικό ήταν  ότι η ευρεία ερμηνεία της έννοιας επ’αυτοφώρω η οποία δεν βασίστηκε σε οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη, δεν επηρέασε μόνο τη δικαστική ασυλία που χορηγήθηκε στα μέλη των ανώτατων δικαστηρίων και τα εκλεγμένα μέλη του Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων ή ακόμη και σε άλλους δικαστές και εισαγγελείς. Θα μπορούσε επίσης να αφορά οποιοδήποτε άτομο απολαμβάνει ασυλία, για παράδειγμα μέλη του Κοινοβουλίου (άρθρο 83 του Συντάγματος). Ως εκ τούτου, όσον αφορά το αδίκημα της συμμετοχής σε ένοπλη οργάνωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 314 του Ποινικού Κώδικα, υπό το φως της απόφασης που εκδόθηκε στις 02.07.2019 από την Ποινική Ολομέλεια του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, οι ανακριτικές αρχές θα μπορούσαν να στερήσουν αυτά τα άτομα από την ασυλία, υπό την προϋπόθεση ότι ένα αδίκημα διαπράχθηκε επ’αυτοφώρω, όταν είχαν – ή, όπως στην περίπτωση αυτή, κακώς πίστευαν ότι είχαν – αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούσαν την εν λόγω υποψία, χωρίς να χρειάζεται να εντοπιστεί οποιαδήποτε ταυτόχρονη πραγματική απόδειξη ή άλλη ένδειξη που να αποδεικνύει  την ύπαρξη τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων.

Αυτή η ερμηνεία ήταν ζωτικής σημασίας για το δικαστικό σύστημα γενικά, δεδομένου ότι οι εγγυήσεις του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια θα χαρακτηρίζονται άνευ αξίας αν γίνει αποδεκτό ότι, παρά την προστασία που παρέχει το εθνικό δίκαιο, τα μέλη του δικαστικού σώματος, και ιδίως του Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα μπορούσαν να τεθούν  υπό κράτηση χωρίς να υπάρχει εγκληματική πράξη ή σοβαρή υπόνοια  ότι διέπραξαν ή υπήρχε απόπειρα διάπραξης  του αδικήματος συμμετοχής σε ένοπλη οργάνωση κατά την έννοια του άρθρου 314 του ΠΚ. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, θα ήταν απατηλό να γίνει δεκτό  ότι το δικαστικό σώμα θα μπορούσε να τηρήσει τον κανόνα δικαίου και να εφαρμόσει την αρχή του κράτους δικαίου εάν στερούνται της προστασίας της Σύμβασης που απορρέει από το δικαίωμά τους στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια.

Κατά συνέπεια, η κράτηση του προσφεύγοντος, η οποία είχε διαταχθεί βάσει του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε συνθήκες που στερούνταν του οφέλους από τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχεται στα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν ήταν νόμιμη κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης. Το επίμαχο μέτρο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι δικαιολογούνταν αυστηρά από την  κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Υπήρξε επομένως παραβίαση του Άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης σχετικά με την παράνομη σύλληψη και κράτηση του κ. Tercan.

Άρθρο 5 § 1: καταγγελία σχετικά με φερόμενη έλλειψη εύλογων λόγων υπόνοιας ότι ο  κ. Tercan είχε διαπράξει το αδίκημα.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν ύποπτος ότι συμμετείχε στα γεγονότα της 15.07.2016. Ήταν αλήθεια ότι στις 16.07.2016, δηλαδή την επομένη της απόπειρας πραξικοπήματος, ο εισαγγελέας της Άγκυρας είχε εκδώσει διάταξη που περιέγραψε τον προσφεύγοντα ως μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης FETÖ / PDY και ζήτησε να τεθεί υπό κράτηση. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν είχε αναφερθεί σε «γεγονότα» ή «πληροφορίες» που θα μπορούσαν να παρέχουν μια πιθανή πραγματική βάση για την εν λόγω διάταξη του εισαγγελέα. Το γεγονός ότι ο κ. Tercan είχε ανακριθεί από την αστυνομία στις 20 Ιουλίου 2016, πριν τεθεί υπό κράτηση, με την κατηγορία της συμμετοχής σε παράνομη  οργάνωση, δεν μπορούσε, από μόνη της, να πείσει έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι μπορεί να είχε διαπράξει το  αδίκημα.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, παρόλο που αναφέρεται σε «συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία στη δικογραφία», η απόφαση του δικαστή της 20ής Ιουλίου 2016 σχετικά με τη κράτηση δεν περιείχε τίποτα ώστε να πείσει έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι υποψίας ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει το αδίκημα. Ο δικαστής απλώς ανέφερε το άρθρο 100 του ΚΠΔ  και είχε απαριθμήσει τα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να παρέχει συγκεκριμένα και εξατομικευμένα στοιχεία, παρόλο που τα στοιχεία αφορούσαν όχι μόνο τον προσφεύγοντα αλλά και άλλους 13 ύποπτους.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι ασαφείς και γενικές αναφορές στο υλικό της δικογραφίας δεν θα μπορούσαν να θεωρούνται επαρκείς για να δικαιολογήσουν  την «λογικότητα» των υποψιών που διέπουν την απόφαση για την έκδοση απόφασης προσωρινής κράτησης  ελλείψει, πρώτον, μιας εξατομικευμένης και συγκεκριμένης αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων  και, δεύτερον, πληροφοριών ικανών να δικαιολογήσουν τις υποψίες εναντίον του προσφεύγοντος ή άλλες περιπτώσεις εξακριβωμένων αποδεικτικών στοιχείων. Επιπλέον, η επακόλουθη επανεξέταση από άλλο δικαστή δεν είχε διορθώσει αυτήν την κατάσταση, καθώς ο δικαστής είχε απορρίψει την ένσταση του προσφεύγοντος σχετικά με την απόφαση της κράτησης χωρίς να εξετάσει τα επιχειρήματά του.

Επομένως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν  συγκεκριμένα γεγονότα ή πληροφορίες τέτοιας φύσης που να δικαιολογούσαν  την κράτηση, τα οποία να είχαν  αναφερθεί ή παρουσιαστεί στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας, παρόλο που είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη αυτού του μέτρου εναντίον του.

Όσον αφορά την έννοια του εύλογου των υπονοιών  για τη σύλληψη ή την κράτηση κατά τη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε θεωρήσει ότι οι εγγυήσεις του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια θα καταστούν άνευ σημασίας εάν δεχτεί ότι τα άτομα θα μπορούσαν να τεθούν υπό κράτηση χωρίς να υπάρχει σοβαρή ένδειξη ότι είχαν διαπράξει έγκλημα. Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και για την εξέταση του ΕΔΔΑ. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό το σημείο ήταν ζωτικής σημασίας στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι αφορούσε το θέμα κράτηση μέλους ανώτατου δικαστηρίου, δηλαδή του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο διαδραμάτισε βασικό ρόλο σε εθνικό επίπεδο για την προστασία του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια.

Επομένως, οι υποψίες εναντίον του προσφεύγοντος κατά τη στιγμή της σύλληψης και κράτησής του δεν πληρούσαν το ελάχιστο απαιτούμενο επίπεδο αληθοφάνειας. Αν και το εν λόγω μέτρο επιβλήθηκε υπό την εποπτεία του δικαστικού συστήματος, η κράτηση βασίστηκε σε μια απλή υπόνοια ένταξης σε ένοπλη οργάνωση. Ένα τέτοιο επίπεδο υποψίας δεν ήταν αρκετό για να δικαιολογήσει μια απόφαση για την κράτηση ενός ατόμου. Υπό αυτές τις συνθήκες, το επίμαχο μέτρο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν αυστηρά απαιτούμενο από τις ανάγκες της κατάστασης. Το αντίθετο συμπέρασμα θα αναιρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 5 § 1 (γ) ως προς το επίπεδο εύλογου  των υποψιών που δικαιολογούν τα μέτρα κράτησης και θα έρχονταν σε αντίθεση με το άρθρο 5 της Σύμβασης. Υπήρξε επομένως παραβίαση του άρθρου 5 § 1 λόγω έλλειψης εύλογων λόγων, κατά τη σύλληψη και κράτηση του κ. Tercan ότι διέπραξε το εν λόγω αδίκημα.

Άρθρο 5 § 3: καταγγελία για εικαζόμενη έλλειψη αιτιολογίας των αποφάσεων σχετικά με την προσωρινή κράτηση και τη διάρκειά της.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη εύλογων λόγων για να δικαιολογήσουν τις υποψίες εναντίον του προσφεύγοντος ότανυ τέθηκε υπό κράτηση, θα ήταν περιττό να εξεταστεί εάν οι αρχές είχαν εκπληρώσει την υποχρέωσή τους να προβάλουν σχετικούς και επαρκείς λόγους στις 20.07.2016, την ημερομηνία κατά την οποία ο δικαστής είχε εκδώσει τη σχετική απόφαση.

Όσον αφορά τις μεταγενέστερες αποφάσεις σχετικά με την παράταση της προσωρινής κράτησης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, μέχρι την σύνταξη του κατηγορητηρίου στις 16.01.2018, τα αποδεικτικά στοιχεία που υποδεικνύονται από τις αποφάσεις της Κυβέρνησης ή του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αναφέρθηκαν ποτέ στην  παράταση της κράτησης ή εν γνώση του προσφεύγοντος. Κατά τη διάρκεια αυτής της αρχικής κράτησης, ο προσφεύγων είχε στερηθεί της πρόσβασης στη δικογραφία της υπόθεσης.

Όσον αφορά τους «λόγους» για την παράταση της κράτησης κατά τη διάρκεια αυτής της αρχικής φάσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι λόγοι που δόθηκαν στις σχετικές αποφάσεις ήταν αρκετά γενικοί και αφηρημένοι. Η συντριπτική πλειονότητα των αποφάσεων αφορούσε περισσότερους από 100 υπόπτους και απλώς περιλήφθηκαν αναφορές σχετικά με την «κατάσταση των αποδεικτικών στοιχείων», την σοβαρότητα του αδικήματος με το οποίο κατηγορήθηκε και την ύπαρξη κινδύνου ότι ο ύποπτος μπορεί να εμπλακεί σε δραστηριότητες που διαστρεβλώνουν την πορεία της δικαιοσύνης. Επομένως, δεν διενεργήθηκε ατομική εξέταση από τα εθνικά δικαστήρια.

Όσον αφορά τον κίνδυνο ότι ο ύποπτος μπορούσε να παραβιάσει τα αποδεικτικά στοιχεία ή να αλλοιώσει την πορεία της ανάκρισης, οι αποφάσεις δεν αποκάλυψαν στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν αυτούς τους κινδύνους, ούτε είχαν αποδείξει την πραγματικότητα αυτών των κινδύνων. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν στοιχεία που να τέθηκαν στη διάθεση του προσφεύγοντος έως ότου ασκήθηκε ποινική δίωξη.  Για να δικαιολογηθεί η προσωρινή κράτηση  – η οποία διήρκεσε περισσότερο από 18 μήνες έως ότου ασκήθηκε η δίωξη – βάσει του  άρθρου 5 § 3, τα εθνικά δικαστήρια, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, θα έπρεπε να είχαν προβάλει σχετική και επαρκή αιτιολογία για τη στέρηση της ελευθερίας του, αλλά σαφώς δεν το είχαν κάνει.

Όσον αφορά την περίοδο μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, οι λόγοι που δόθηκαν από το Ακυρωτικό Δικαστήριο για την παράταση της κράτησης ήταν επίσης τυπικοί και αόριστοι. Συγκεκριμένα, δεν είχε εξηγηθεί πώς ένα πρώην μέλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο βρίσκονταν υπό κράτηση για περισσότερο από 18 μήνες πριν από την άσκηση της δίωξης, θα μπορούσε να είχε  αλλοιώσει  στοιχεία που προφανώς είχαν ήδη συλλεχθεί κατά την ποινική έρευνα. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν είχε επίσης παρουσιάσει πειστικά επιχειρήματα για να τεκμηριώσει τον κίνδυνο διαφυγής του.

Οι εγχώριες δικαστικές αρχές δεν είχαν λάβει υπόψη τη δυνατότητα εναλλακτικών μέτρων. Ούτε εξήγησαν γιατί αυτά τα μέτρα δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στη παρούσα υπόθεση ή δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν τον κίνδυνο διαστρέβλωσης της πορείας της δικαιοσύνης, εξηγήσεις που θα αποδείκνυαν ότι η κράτηση είχε αποφασιστεί ως έσχατη λύση.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν επαρκείς λόγοι για να τεθεί ο  προσφεύγων σε προσωρινή κράτηση για περισσότερα από δύο χρόνια και οκτώ μήνες. Επιπλέον, δεν διαπιστώθηκε ότι η μη συμμόρφωση με τις εγγυήσεις που περιγράφονται παραπάνω θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από τη παρέκκλιση που κοινοποιήθηκε από την Τουρκία. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 3 της Σύμβασης.

Άρθρο 8: Η έρευνα στην οικίας του προσφεύγοντος.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα του κ. Tercan στο άσυλο κατοικίας.

Η κατ’οίκον έρευνα είχε γίνει χωρίς το Συνταγματικό Δικαστήριο να έχει εκδώσει  απόφαση για το μέτρο. Ωστόσο, το άρθρο 17 (3) του Ν. 6216 επέτρεπε την κατ’οίκον έρευνα ενός δικαστή αυτού του δικαστηρίου μόνο σε περιπτώσεις αδικημάτων που πραγματοποιήθηκαν επ’αυτοφώρω. Υπό αυτή τη σύνδεση, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη διαπίστωσή του σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 της Σύμβασης όσον αφορά τη νομική βάση για τη σύλληψη και την κράτηση του. Αυτή η διαπίστωση – ότι η νομολογιακή επέκταση του πεδίου εφαρμογής της έννοιας του επ’αυτοφώρω και της εφαρμογής του εσωτερικού δικαίου από τα εθνικά δικαστήρια εν προκειμένω έθεσαν ζήτημα ασφάλειας δικαίου. Θα μπορούσε καταλλήλως να ενσωματωθεί στην καταγγελία ότι η κατ’οίκον έρευνα ήταν παράνομη.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν και το πνεύμα και το γράμμα της εγχώριας διάταξης, συγκεκριμένα το άρθρο 17 (3) του Ν. 6216, ήταν αρκετά ακριβείς, οι εθνικές αρχές είχαν υποβάλει αίτηση με τρόπο που ήταν προφανώς παράλογος και επομένως δεν ήταν προβλέψιμος για τους σκοπούς του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Επομένως, η επίμαχη παρέμβαση δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο» κατά την έννοια αυτού του άρθρου. Ακολούθησε ότι ο προσφεύγων δεν είχε απολαύσει το βαθμό προστασίας που απαιτείται από το κράτος δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Επιπλέον, δεν είχε αποδειχθεί ότι η μη τήρηση των εγγυήσεων που περιγράφονται παραπάνω θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την παρέκκλιση που κοινοποίησε η Τουρκία. Έτσι  διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Άλλα άρθρα: αμεροληψία και ανεξαρτησία των δικαστών και ισότητα των όπλων

Όσον αφορά την καταγγελία του σχετικά με έλλειψη αμεροληψίας και ανεξαρτησίας εκ μέρους των δικαστών που αποφάσισαν την κράτηση και το γεγονός ότι οι προσφυγές είχαν εξεταστεί από δικαστές και όχι από ανώτερο δικαστήριο, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία του στην υπόθεση Baş κατά Τουρκίας όπου είχε χαρακτηρίσει αυτήν την καταγγελία απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη. Δεν είδε κανένα λόγο να αποστασιοποιηθεί  από το συμπέρασμα αυτό στην προκειμένη υπόθεση.

Όσον αφορά την καταγγελία του σχετικά με την εικαζόμενη παραβίαση της αρχής της «ισότητας των όπλων» επειδή δεν μπόρεσε ο προσφεύγων να αποκτήσει πρόσβαση στη δικογραφίας σχετικά με την κράτησή του, το Δικαστήριο  έκρινε ότι έλαβε επαρκώς υπόψη τις καταγγελίες του στην ανάλυση για το άρθρο 5 § 3 της Σύμβασης. Έτσι, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ανάγκη για χωριστή εξέταση του παραδεκτού ή του βάσιμου αυτής της καταγγελίας.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε ποσό 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες