Προσφυγή στο ΕΔΔΑ για απαγόρευση συγκεντρώσεων λόγω COVID πριν την εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων. Απαράδεκτη προσφυγή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Communauté genevoise d’action syndicale (CGAS) κατά Ελβετίας της 30.11.2023  (αριθ. προσφ. 21881/20)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφεύγουσα είναι μία ένωση που υπερασπίζεται τα συμφέροντα των εργαζομένων και των οργανώσεων των μελών της, ιδίως στον τομέα των συνδικαλιστικών και δημοκρατικών ελευθεριών. Κατά την διάρκεια των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας covid 19,  οι αρχές αρνήθηκαν να της χορηγήσουν άδεια για την διενέργεια συγκέντρωσης την 1η  Μαΐου 2020.

Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ένωση κατήγγειλε ότι είχε στερηθεί το δικαίωμα διοργάνωσης δημοσίων συγκεντρώσεων και συμμετοχής σε τέτοιες συγκεντρώσεις, ως αποτέλεσμα των μέτρων που έλαβε η ελβετική κυβέρνηση στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του κορονoϊού από τις 17 Μαρτίου έως τις 30 Μαΐου 2020.

Επικαλούμενη το άρθρο 11 (ελευθερία του συνέρχεσθαι), η προσφεύγουσα ένωση ισχυρίστηκε, για πρώτη φορά ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης, ότι η απαγόρευση όλων των συγκεντρώσεων, δημόσιων ή ιδιωτικών, που επιβλήθηκε από το ανωτέρω διάταγμα είχε παραβιάσει το δικαίωμά της στη συνδικαλιστική ελευθερία. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 11, η προσφεύγουσα ένωση θεώρησε ότι οι απαγορεύσεις που εισήχθησαν με το διάταγμα COVID-19 αριθ. 2 είχαν παραβιάσει το δικαίωμά της στην ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικά.

Κατά το ΕΔΔΑ σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης (κριτήρια παραδεκτού) όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, η προσφεύγουσα ένωση ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει αυτή τη νέα προσφυγή, το αργότερο, εντός έξι μηνών από τις 30 Μαΐου 2020, ημερομηνία κατά την οποία το διάταγμα COVID-19 αριθ. 2 είχε παύσει να ισχύει, και κήρυξε την ως προς αυτό το σκέλος απαράδεκτη.

Περαιτέρω  διευκρίνισε ότι, στο άνευ προηγουμένου και εξαιρετικά ευαίσθητο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19, ήταν ακόμη πιο σημαντικό να δοθεί πρώτα στις εθνικές αρχές η ευκαιρία να επιτύχουν ισορροπία μεταξύ ανταγωνιστικών ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων ή μεταξύ διαφορετικών δικαιωμάτων που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ. Έκρινε  ότι η προσφεύγουσα ένωση δεν είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να επιτρέψει στα εθνικά δικαστήρια να εκπληρώσουν τον θεμελιώδη ρόλο τους στο σύστημα προστασίας της Σύμβασης και απέρριψε κατά πλειοψηφία την προσφυγή ως απαράδεκτη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11,

Άρθρο 35

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Παραδεκτό της καταγγελίας σχετικά με τη συνδικαλιστική ελευθερία

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα στοιχεία σχετικά με τη συνδικαλιστική ελευθερία που η προσφεύγουσα ένωση είχε προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Τμήματος Μείζονος Σύνθεσης αποτελούσαν νέα καταγγελία σχετικά με τις διακριτές απαιτήσεις του άρθρου 11. Επομένως, τα στοιχεία αυτά δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της υπόθεσης, όπως παραπέμφθηκε στο Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης. Το Δικαστήριο ανέφερε επίσης ότι σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1 (κριτήρια παραδεκτού) όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, η προσφεύγουσα ένωση ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει αυτή τη νέα καταγγελία, το αργότερο, εντός έξι μηνών από τις 30 Μαΐου 2020, ημερομηνία κατά την οποία το διάταγμα COVID-19 αριθ. 2 είχε παύσει να ισχύει. Επομένως, η αιτίαση που προέβαλε η προσφεύγουσα σχετικά με τη συνδικαλιστική ελευθερία ήταν, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτη λόγω μη τήτρησης του κανόνα των έξι μηνών που προβλέπεται από το άρθρο 35, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο.

Επί του παραδεκτού της καταγγελίας σχετικά με την ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς. Το καθεστώς θύματος της προσφεύγουσας ένωσης.

Η προσφεύγουσα ένωση υποστήριξε ότι η απαγόρευση δημόσιων εκδηλώσεων που θεσπίστηκε με το διάταγμα αριθ. 2 για τον COVID19 ισοδυναμούσε με γενικό μέτρο. Υποστήριξε ότι, στην έκδοση του διατάγματος που ίσχυε από τις 17 Μαρτίου 2020, είχε αφαιρεθεί η δυνατότητα αίτησης εξαιρέσεων για την «άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων», γεγονός που, κατά την άποψή της, καθιστούσε μάταιη κάθε προσπάθεια διοργάνωσης συγκεντρώσεων για την επιδίωξη του καταστατικού σκοπού της. Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι η χορήγηση εξαιρέσεων παρέμεινε δυνατή «εάν δικαιολογούταν από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον» και εάν ο διοργανωτής υπέβαλε σχέδιο προστασίας που θεωρήθηκε επαρκές. Κατά συνέπεια, η επίμαχη απαγόρευση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «γενικό μέτρο» κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, επισήμανε ότι η προσφεύγουσα ένωση είχε σκοπίμως επιλέξει να μην συνεχίσει τη διαδικασία έγκρισης που κίνησε με σκοπό τη διοργάνωση εκδηλώσεως την 1η Μαΐου 2020, ακόμη και πριν λάβει επίσημη απόφαση από την αρμόδια διοικητική αρχή, η οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να προσβληθεί ενώπιον των δικαστηρίων. Επιπλέον, η προσφεύγουσα απέφυγε στη συνέχεια να υποβάλει οποιαδήποτε άλλη αίτηση αδειοδότησης. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, μια τέτοια συμπεριφορά, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, είχε αντίκτυπο στο καθεστώς θύματος της προσφεύγουσας ένωσης. Όσον αφορά τον φόβο ποινικών κυρώσεων, τον οποίο είχε επικαλεστεί η προσφεύγουσα ένωση για να δικαιολογήσει την απόφασή της να μην συνεχίσει τη διαδικασία έγκρισης για την συγκέντρωση της 1ης Μαΐου, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, υπό την ιδιότητά της ως ένωσης μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η προσφεύγουσα ένωση δεν υπόκειτο σε τέτοιες κυρώσεις. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας ήταν όχι μόνο να της στερήσει το καθεστώς της ως «άμεσο» θύμα, κατά την έννοια του άρθρου 34 (δικαίωμα ατομικής αίτησης), αλλά και να της στερήσει την ευκαιρία να προσφύγει στα δικαστήρια και να διαμαρτυρηθεί, σε εθνικό επίπεδο, για παραβίαση της Σύμβασης. Δεδομένου ότι το ζήτημα της συμμόρφωσης με τον κανόνα της εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων συνδέεται στενά με το ζήτημα της ιδιότητας του θύματος, ιδίως όσον αφορά μέτρο γενικής ισχύος όπως ο νόμος, το Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης έκρινε επίσης αναγκαίο να εξετάσει και αυτό το ζήτημα.

Εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι καθήκον του ήταν να καθορίσει εάν, υπό το πρίσμα των ισχυρισμών των μερών και όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της κατά τον κρίσιμο χρόνο ένα εσωτερικό ένδικο μέσο που θα της επέτρεπε να επιτύχει επανεξέταση του κατά πόσον το εν λόγω διάταγμα ήταν συμβατό με τη Σύμβαση. Επισήμανε ότι, σύμφωνα με το ελβετικό δίκαιο, ήταν δυνατόν να ελεγχθεί αν οι κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση και το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο ήταν συμβατές με διατάξεις ανώτερης νομικής ισχύος, μέσω προδικαστικής απόφασης, στο πλαίσιο της τακτικής εξέτασης συγκεκριμένης υπόθεσης από τα δικαστικά όργανα σε όλα τα επίπεδα. Η δυνατότητα αυτή προέκυπτε σαφώς από την πάγια νομολογία του Ομοσπονδιακού Ανωτάτου Δικαστηρίου, διάφορα παραδείγματα της οποίας είχε προσκομίσει η κυβέρνηση, μεταξύ άλλων στον συγκεκριμένο τομέα της καταπολέμησης της πανδημίας COVID-19. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη περίσταση που θα απάλλασσε την προσφεύγουσα ένωση, κατά τον κρίσιμο χρόνο, από την υποχρέωση εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. Επέστησε την προσοχή στον θεμελιωδώς επικουρικό ρόλο του και σημείωσε ότι είναι σκόπιμο τα εθνικά δικαστήρια να έχουν αρχικά την ευκαιρία να αποφαίνονται επί ζητημάτων που αφορούν τη συμβατότητα του εσωτερικού δικαίου με την ΕΣΔΑ. Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν μπορούσε να αγνοήσει τον εξαιρετικό χαρακτήρα του πλαισίου που υφίστατο κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η εμφάνιση της πανδημίας COVID-19 έφερε τα κράτη αντιμέτωπα με την πρόκληση της προστασίας της δημόσιας υγείας, διασφαλίζοντας παράλληλα τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων κάθε ατόμου. Έτσι, όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισαν να περιορίσουν ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του συνέρχεσθαι σε δημόσιους χώρους. Κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, μεγάλος αριθμός διεθνών οργανισμών και φορέων είχε υπογραμμίσει την ανάγκη λήψης επειγόντων μέτρων με σκοπό τον μετριασμό των επιπτώσεων της πανδημίας και την αντιστάθμιση της έλλειψης εμβολίου και φαρμάκων. Τα ίδια αυτά όργανα είχαν καλέσει τα κράτη να διασφαλίσουν τη διατήρηση του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε αυτό το άνευ προηγουμένου και εξαιρετικά ευαίσθητο πλαίσιο, ήταν ακόμη πιο σημαντικό να δοθεί πρώτα στις εθνικές αρχές η ευκαιρία να επιτύχουν ισορροπία μεταξύ ανταγωνιστικών ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων ή μεταξύ διαφορετικών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τη Σύμβαση, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές ανάγκες και συνθήκες και την κατάσταση της δημόσιας υγείας ως είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα ένωση δεν είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να επιτρέψει στα εθνικά δικαστήρια να εκπληρώσουν τον θεμελιώδη ρόλο τους στο σύστημα προστασίας της ΕΣΔΑ, δηλαδή να αποτρέψουν ή να διορθώσουν ενδεχόμενες παραβιάσεις της Σύμβασης μέσω του δικού τους νομικού συστήματος. Ως εκ τούτου, η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη (άρθρο 35) και απορρίφθηκε.

Χωριστές γνώμες. Οι δικαστές Bošnjak, Wojtyczek, Mourou-Vikström, Κτιστάκης και Zünd εξέφρασαν κοινή μειοψηφούσα γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες