Περιοριστικά μέτρα της απαγόρευσης κυκλοφορίας και του κατ’οίκον περιορισμού σε φερόμενο ως εμπλεκόμενο σε τρομοκρατία. Καμία παραβίαση της ελεύθερης κυκλοφορίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Fanouni κατά Γαλλίας της 15/06/2023 (αριθ.προσφ. 31185/18)

 βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων συνελήφθη για κατοχή όπλων και πυρομαχικών. Παρά την έκδοση δικαστικής απόφασης που του απαγόρευε την  συνέχιση κατοχής όπλων, αυτός εξακολούθησε να κατέχει όπλα στο σπίτι του. Είχε εμπλακεί σε προσηλυτισμό, είχε συγκρίνει τους τζιχαντιστές με μαχητές της αντίστασης, και γενικότερα οι μυστικές υπηρεσίες της Γαλλίας είχαν πληροφορίες ότι εμπλέκονταν σε τρομοκρατικές ενέργειες.Του επιβλήθηκε διοικητικά το περιοριστικό μέτρο της απαγόρευσης κυκλοφορίας από τις 20.00 έως το πρωί τις 06.00 και ο κατ’οικον περιορισμός του. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι σκοποί που επιδιώκονται με την καταγγελλόμενη παρέμβαση, δηλαδή η διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας και η διατήρηση της δημόσιας τάξης, ήταν νόμιμοι. Περαιτέρω σημείωσε ότι αμφότερες οι αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά του προσφεύγοντος είχαν αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου κατά τη διάρκεια του οποίου ήταν σε θέση να προβάλει αποτελεσματικά τα επιχειρήματά του. Όσον αφορά την αιτιολόγηση του μέτρου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εγχώριες αρχές είχαν βασιστεί σε πληροφορίες που έδειχναν ότι ο προσφεύγων ήταν επικίνδυνος ως εκ τούτου η πρόληψη μιας περαιτέρω τρομοκρατικής επίθεσης αποτελούσε πιεστική ανάγκη.Λαμβάνοντας υπόψη την πιεστική κοινωνική ανάγκη πρόληψης τρομοκρατικών ενεργειών, την συμπεριφορά του προσφεύγοντος και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που του παρασχέθηκαν, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας και ο κατ’οίκον περιορισμός δεν ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίασητουάρθρου 2 τουΠρωτοκόλλουαριθ. 4.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου 4

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, MistafaFanouni, είναι Γάλλος υπήκοος που γεννήθηκε το 1970.

Στις 26 Ιανουαρίου 2015, ο Νομάρχης του νομού Vald’Oise διέταξε τον M. Fanouni να του παραδώσει όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που είχε στην κατοχή του και του απαγόρευσε να αποκτήσει ή να κατέχει όπλα ή πυρομαχικά. Την νύχτα της 13 Νοέμβρη 2015 μια σειρά συντονισμένων επιθέσεων, την ευθύνη για τις οποίες ανέλαβε το Daesh, πραγματοποιήθηκαν στο Saint-Denis και στο Παρίσι. Στις 14 Νοεμβρίου 2015 κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Με δύο αποφάσεις στις 16 Νοεμβρίου και 18 Δεκεμβρίου 2015, ο Υπουργός Εσωτερικών επέβαλε περιορισμό  κατ’ οίκον στον M. Fanouni, απαγορεύοντάς του την έξοδο από τον Δήμο Champagne-sur-Oise και υποχρεώνοντάς τον να εμφανίζεται τέσσερις φορές την ημέρα στο αστυνομικό τμήμα και υποχρεωτική κατ’οίκον παραμονή μεταξύ των ωρών 20.00 και 06.00 Με δύο αποφάσεις της 18ς Φεβρουαρίου 2016, το διοικητικό δικαστήριο του Cergy-Pontoise ακύρωσε τις εν λόγω αποφάσεις για κατάχρηση εξουσίας.

Κατόπιν έφεσης του Υπουργού Εσωτερικών, το διοικητικό εφετείο των Βερσαλλιών στις 21 Ιουνίου 2016, ακύρωσε τις αποφάσεις του κατώτερου δικαστηρίου. Ο Μ.Fanouniάσκησε αναίρεση κατά της απόφασης αυτής. Με απόφαση της 28Δεκεμβρίου 2017, το Conseild’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αναίρεσε την απόφαση λόγω παραβίασης της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης. Στη συνέχεια, αποφαινόμενο επί της ουσίας, αναίρεσε τις δύο αποφάσεις της 18 Φεβρουαρίου 2016.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία. Αμφισβήτησε την προβλεψιμότητα του άρθρου 6 του νόμου περί κατάστασης έκτακτης ανάγκης της 3ης Απριλίου 1955 και την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που διενεργήθηκε από τα εθνικά δικαστήρια βάσει ενός «noteblanche» (εμπιστευτικού εγγράφου που συνέταξαν οι υπηρεσίες πληροφοριών) που υποβλήθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών. Υποστήριξε επίσης ότι ο δικαστικός έλεγχος της απαγόρευσης κυκλοφορίας στο σπίτι ήταν ελλιπής.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα βασίστηκε σε δύο διαδοχικές υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στις 16 Νοεμβρίου και 18 Δεκεμβρίου 2015, οι οποίες είχαν επιβληθεί έως ότου ακυρώθηκαν από το Διοικητικό Δικαστήριο Cergy-Pontoise στις 18 Φεβρουαρίου 2016. Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα και τον τρόπο επιβολής της απαγόρευσης κυκλοφορίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι ισοδυναμούσε με απλό περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το άρθρο 6 του νόμου της 3 Απριλίου 1955, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο της 20 Νοεμβρίου 2015, πληρούσε τις απαιτήσεις προβλεψιμότητας, όπως είχε κρίνει στην υπόθεση Pagerie κατά Γαλλίας. Το προγενέστερο κείμενο προέβλεπε αυστηρότερους όρους εφαρμογής. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε, κατά μείζονα λόγο, ότι οι διατάξεις ήταν προβλέψιμες και είχαν καθορίσει με επαρκή σαφήνεια το εύρος και τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στον Υπουργό Εσωτερικών. Όσον αφορά τη νομιμότητα των επιδιωκόμενων σκοπών, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι σκοποί που επιδιώκονται με την καταγγελλόμενη παρέμβαση, δηλαδή η διαφύλαξη της εθνικής και της δημόσιας ασφάλειας και η διατήρηση της δημόσιας τάξης, ήταν νόμιμοι. Όσον αφορά την αναγκαιότητα του επίμαχου περιορισμού, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, επιβάλλοντας την απαγόρευση κυκλοφορίας και τον κατ’οικον περιορισμό στον προσφεύγοντα, είχε βασιστεί στη σοβαρότητα της τρομοκρατικής απειλής και σε διάφορες εκθέσεις που τέθηκαν υπόψη του από τις υπηρεσίες πληροφοριών.

Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι το Εφετείο και το Συμβούλιο της Επικρατείας είχαν επίσης θεωρήσει ότι το μέτρο δικαιολογούνταν  από το γεγονός ότι όπλα και μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών είχαν βρεθεί στο σπίτι του προσφεύγοντος στις 16 Νοεμβρίου 2015, μολονότι του είχε απαγορευτεί η κατοχή όπλων με απόφαση της 26 Ιανουαρίου 2015. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο τόνισε, πρώτον, ότι οι εν λόγω αποφάσειςτης απαγόρευσης κυκλοφορίας και του κατ’ οίκον περιορισμού βασίστηκαν σε ένα σύνολο συγκεκριμένων παραγόντων που αφορούσαν ειδικά τον προσφεύγοντα.

Δεύτερον,το Δικαστήριο σημείωσε ότι αμφότερες οι διαταγές που εκδόθηκαν κατά του προσφεύγοντος είχαν αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου κατά τη διάρκεια του οποίου ήταν σε θέση να προβάλει αποτελεσματικά τα επιχειρήματά του. Παρατήρησε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε θεραπεύσει την παραβίαση του κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της διαδικασίας που επικαλέστηκε ο προσφεύγων, ακυρώνοντας την απόφαση του Εφετείου των Βερσαλλιών της 21 Ιουνίου 2016 και αποφαινόμενο επί της ουσίας. Κατά τη διάρκεια του δικαστικού τους ελέγχου, τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν την ουσία και την αναλογικότητα των περιοριστικών μέτρων της απαγόρευσης κυκλοφορίας και του κατ’οίκον περιορισμού. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποβολή της «σημείωσης εξουσιοδότησης» συνοδεύτηκε από επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις και ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούσε να θεωρηθεί ούτε αυθαίρετο ούτε προδήλως παράλογο.

Όσον αφορά την αιτιολόγηση του μέτρου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εγχώριες αρχές είχαν βασιστεί σε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο προσφεύγων είχε εμπλακεί σε προσηλυτισμό, είχε συγκρίνει τους τζιχαντιστές με μαχητές της αντίστασης, είχε κάνει παρατηρήσεις και επέδειξε συμπεριφορά που προκάλεσε ανησυχίες στο πεδίο βολής που σύχναζε – ζητώντας επανειλημμένα να χρησιμοποιηθεί ένα ομοίωμα κεφαλής αντί του στόχου, ώστε να μπορεί να «βάλει μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια του» – και είχε τοποθετήσει το όπλο του με σιγαστήρα και καυχιόταν ότι το μετέφερε τακτικά έξω από το πεδίο βολής. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το μέτρο ήταν επίσης δικαιολογημένο από το γεγονός ότι μεγάλη ποσότητα όπλων και πυρομαχικών είχαν βρεθεί στο σπίτι του προσφεύγοντος στις 16 Νοεμβρίου 2015, παρόλο που του είχε απαγορευτεί στις 26 Ιανουαρίου 2015 να κατέχει όπλα. Το Δικαστήριο τόνισε ότι το μέτρο είχε διαταχθεί λίγες ημέρες μετά τις επιθέσεις στις 13 Νοεμβρίου 2015, σε μια εποχή που η προστασία του πληθυσμού και η πρόληψη μιας περαιτέρω τρομοκρατικής επίθεσης αποτελούσε πιεστική ανάγκη. Επανέλαβε ότι η αποτελεσματικότητα ενός προληπτικού μέτρου εξαρτάται συχνά από την ταχύτητα εφαρμογής του. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που επικαλέστηκαν οι εγχώριες αρχές για να δικαιολογήσουν το μέτρο ήταν σχετικοί και επαρκείς. Επιπλέον, ενώ τα μέσα εφαρμογής του μέτρου ήταν αυστηρά, ήταν κατάλληλα για τον σκοπό του. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων δεν είχε υποβάλει κανένα αίτημα στις αρχές να προσαρμόσει τις ρυθμίσεις ή να του επιτραπεί να εγκαταλείψει προσωρινά την περιοχή που καλύπτεται από την απαγόρευση κυκλοφορίας για οικογενειακούς ή επαγγελματικούς λόγους. Τέλος, ο δικαστικός έλεγχος του μέτρου περιελάμβανε όχι μόνο την αρχή του κατ’ οίκον περιορισμού και της απαγόρευσης κυκλοφορίας, αλλά και την αναλογικότητά του. Λαμβάνοντας υπόψη την πιεστική κοινωνική ανάγκη πρόληψης τρομοκρατικών ενεργειών, την συμπεριφορά του προσφεύγοντος και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που του παρασχέθηκαν, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευση κυκλοφορίας και ο κατ’οίκον περιορισμός δεν ήταν μέτρα δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4(επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες