Παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης η επιβολή προστίμου σε πολιτικό που μίλησε στην Τουρκική γλώσσα στην Βουλγαρία κατά παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Mestan κατά Βουλγαρίας της 02.05.2023 (αρ. προσφ. 24108/15)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων, τουρκικής καταγωγής,  διαμένει στην Βουλγαρία όπου και πολιτεύτηκε. Σε συγκέντρωση του κόμματος του,  με κοινό κατά πλειοψηφία  της τουρκικής μειονότητας στην Βουλγαρία, μίλησε για μερικά λεπτά στην τουρκική γλώσσα κατά παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας. Επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους 1.000 ευρώ το οποίο μειώθηκε στο ποσό των 500 ευρώ μετά την άσκηση ένστασης. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.

Το  Στρασβούργο  παρατήρησε ότι η ο απόλυτος χαρακτήρας της εν λόγω απαγόρευσης  στην εκλογική νομοθεσία είχε στερήσει από τα εθνικά δικαστήρια την εξουσία τους να ασκούν τον κατάλληλο δικαστικό έλεγχο. Ωστόσο το ΕΔΔΑ έκρινε ότι μία τέτοια απόλυτη απαγόρευση δεν είναι συμβατή με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι το δικαίωμα να μεταδίδει κανείς τις πολιτικές του απόψεις και τις  ιδέες και το δικαίωμα των άλλων να τις λαμβάνουν δεν θα είχε νόημα εάν η δυνατότητα χρήσης άλλης γλώσσας που μπορούσε να αποδώσει σωστά αυτές τις απόψεις και ιδέες μειώνονταν λόγω της επιβολής κυρώσεων.

Το ΕΔΔΑ τόνισε την σημασία του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της προστασίας των μειονοτήτων σε μία δημοκρατική κοινωνία και έκρινε ότι η επίμαχη απαγόρευση δεν ανταποκρίνονταν σε μια πιεστική κοινωνική ανάγκη και δεν ήταν ανάλογη προς τους θεμιτούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 10.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) καιεπιδίκασε στον προσφεύγοντα 1.200 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.200 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, LyutviAhmedMestan, είναι Βούλγαρος υπήκοος που γεννήθηκε το 1960 και ζει στη Σόφια.

Την επίμαχη περίοδο ο κ. Μεστάν, πολιτικός τουρκικής καταγωγής, ήταν πρόεδρος του Κινήματος για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες, ένα κόμμα που είχε τότε 36 έδρες στη Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση και παραδοσιακά υποστηρίχθηκε από ψηφοφόρους της τουρκικής μειονότητας στη Βουλγαρία.

Τον Μάιο του 2013 ο Περιφερειάρχης του Σλίβεν διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε παραβιάσει την εκλογικήνομοθεσία μιλώντας τουρκικά σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαΐου 2013 στο πλαίσιο της εκστρατείας του για τις βουλευτικές εκλογές.

Η εν λόγω εκδήλωση ήταν μια υπαίθρια συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε κοντά στο χωριό Yablanovo. Σύμφωνα με τη δικογραφία, ο προσφεύγων μίλησε στη συγκέντρωση στα τουρκικά για επτά λεπτά.

Ο Περιφερειάρχης, παρατηρώντας ότι η εν λόγω παράβαση αποτελούσε σημαντική απειλή για τη δημόσια τάξηδεδομένου ότι ο προσφεύγων ήταν Πρόεδρος πολιτικού κόμματος, του επέβαλε διοικητικήκύρωση με τη μορφή προστίμου, το οποίο καθόρισε στο ανώτατο ποσό που προβλέπειη σχετική νομοθεσία, δηλαδή 2.000 λέβα Βουλγαρίας (BGR περίπου 1.000 ευρώ). Ο προσφεύγων άσκησε ένσταση  κατά της διοικητικής πράξης της επιβολής του προστίμου στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Kotel, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ηεν λόγω απαγόρευση ήταν αντίθετη με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

Τον Ιούλιο του 2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο παρατήρησε ότι στις 5 Μαΐου 2013 ο προσφεύγων είχε πραγματοποιήσει ομιλία στα τουρκικάχωρίς καμία ερμηνεία στα βουλγαρικά, κατά παράβαση της εκλογικής νομοθεσίας. Λαμβάνοντας υπόψη το δεδομένο  ότι επρόκειτο για πρώτη παράβαση, το δικαστήριο μείωσε το ποσό του προστίμου. Το δικαστήριο διευκρίνισε ότι το πρόστιμο προοριζόταν ως υπενθύμιση και προειδοποίησηστον ενδιαφερόμενο και σε άλλους που ενδέχεται να βρεθούν σε παρόμοια κατάσταση.

Ο προσφεύγων άσκησε έφεση στο διοικητικό δικαστήριο του Sliven, το οποίο επικύρωσε την απόφαση του διοικητικού περιφερειακού δικαστηρίου

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διοικητική κύρωση που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα με τη μορφή προστίμουσυνιστούσε παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης. Η παρέμβασηείχε προβλεφθεί  από την εκλογική νομοθεσία και είχε δυνητικά επιδιώξει τον στόχο της αποτροπής της διαταραχής και την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων.

Όσον αφορά το εάν η παρέμβαση ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ηεκλογική νομοθεσία επέβαλε την απόλυτη απαγόρευση της χρήσης οποιασδήποτε άλλης γλώσσας εκτός από τηνεπίσημη (βουλγαρικά) σε προεκλογικές εκστρατείες, και ότι οποιαδήποτε παράβαση της σχετικής διάταξης είχε ως συνέπεια την επιβολή διοικητικής κύρωσης με τη μορφή προστίμου. Σε σχέση με αυτό, παρατήρησε ότι ηο απόλυτος χαρακτήρας της εν λόγω απαγόρευσης είχε στερήσει από τα εθνικά δικαστήρια την εξουσία τους ναασκούν τον κατάλληλο δικαστικό έλεγχο. Αυτό κατέστη σαφές από το γεγονός ότι κατά την εξέταση της υπόθεσης το επαρχιακό δικαστήριο είχε περιοριστεί να διαπιστώσει, με βάση ιδίως μια βιντεοσκόπηση καιορισμένα γραπτά έγγραφα και καταθέσεις μαρτύρων, αν ο προσφεύγων είχε μιλήσει στη συγκέντρωση σε γλώσσα άλλη από τη βουλγαρική κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας.

Η απόλυτη φύση της απαγόρευσηςεπιβεβαιώθηκε περαιτέρω από τα παραδείγματα προηγούμενων αποφάσεων που περιλαμβάνονταν στον φάκελο.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα κράτη δικαιούνται καταρχήν να ρυθμίζουν τη χρήση των γλωσσώνσε ορισμένες μορφές ή ενόψει των συνθηκών που σχετίζονται με την επικοινωνία με το κοινό και υποψηφίων και άλλων προσώπων κατά τις προεκλογικές εκστρατείες και, αν χρειαστεί, να επιβάλουν ορισμένουςπεριορισμούς που αντιστοιχούν σε μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη».

Ωστόσο, ένα ρυθμιστικόπλαίσιο που απαγορεύειπλήρως την χρήση μη επίσημων γλωσσώνσε συνδυασμό με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό με τις βασικές αξίες μίας δημοκρατικής  κοινωνίας, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία της έκφρασης όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 10.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο τόνισε ότι η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο προσφεύγων στην παρούσα περίπτωση, δηλαδή η τουρκική, ήταν τόσο η μητρική του γλώσσα όσο και αυτή του μειονοτικού πληθυσμού που απευθυνόταν. Στις παρατηρήσεις του στα εθνικά δικαστήρια, ο προσφεύγων είχε αναφερθεί στο γεγονόςότι ένα μεγάλο πλήθος είχε παρακολουθήσει τη συγκέντρωση, συμπεριλαμβανομένων ηλικιωμένων που κατανοούσαν καλύτερα την Τουρκική παρά την Βουλγαρική γλώσσα γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την Κυβέρνηση.

Ενόψει του ειδικού πλαισίου των εκλογών και το γεγονός ότι οι ελεύθερες εκλογές ήταν αδιανόητες χωρίς την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτικών απόψεων και πληροφοριών το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα να μεταδίδει κανείς τις πολιτικές του απόψεις καιοι ιδέες και το δικαίωμα των άλλων να τις λαμβάνουν δεν θα είχε νόημα εάν η δυνατότητα χρήσης άλλης γλώσσας που μπορούσε να αποδώσει σωστά αυτές τις απόψεις και ιδέες μειώνονταν  λόγω της απειλής κυρώσεων ακόμη και αν είχαν διοικητικό χαρακτήρα. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η σχετική διάταξη της βουλγαρικής εκλογικής νομοθεσίας είχε και στο παρελθόν επικριθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή της Σύμβασης Πλαίσιο για την Προστασία των ΕθνικώνΜειονοτήτων, η οποία είχε διαπιστώσει ότι στέρησε από τις μειονότητες μία αποτελεσματική συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις μέσω εκλογών.

Το Δικαστήριοπεραιτέρω αναφέρθηκε στις συστάσεις και στις γνώμες των αρμόδιων διεθνών φορέων, οι οποίεςτόνισαν  την σημασία του να επιτρέπεται σε υποψηφίους από μειονοτικές ομάδες να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα σε προεκλογικές εκστρατείες προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση ατόμων που ανήκουν σε τέτοιες ομάδες στις εκλογές με ισότιμη θέση με τους άλλους πολίτες.

Αυτές οι εκτιμήσεις ήταν συνεπείς με τις αρχές για μία «δημοκρατική κοινωνία» που προωθείται από το Δικαστήριο.Το Δικαστήριο τόνισε επίσης τη σημασία του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της προστασίας των μειονοτήτων σε μία δημοκρατική κοινωνία και παρατήρησε ότι ο σεβασμός των μειονοτήτων, όχι μόνο αποδυνάμωνε τις δημοκρατίες,  αλλά μπορούσεμόνο να τους κάνει πιο δυνατές.

Κατά συνέπεια, και παρά το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στις εθνικές αρχές, το Δικαστήριοθεώρησε ότι η επίμαχη απαγόρευση δεν ανταποκρίνεται σε μια πιεστική κοινωνική ανάγκη και δεν ήτανανάλογο προς τους θεμιτούς στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 10. Αντίστοιχα, η παρέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος του προσφεύγοντος  στην ελευθερία της έκφρασης – που προκύπτει από την απαγόρευση του άρθρου 133 της εκλογικής νομοθεσίας, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση  της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 1.200 ευρώ για ηθική βλάβη και  3.200 ευρώ για έξοδα και δαπάνες(επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες