Παρακολούθηση επικοινωνιών και αναζητήσεων οργανώσεων και δημοσιογράφων από μυστικές υπηρεσίες. Παραβίαση ιδιωτικής ζωής και ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Big Brother Watch κ.α. εναντίον Ηνωμένου Βασίλειου της 25.05.2021 (αρ. 58170/13, 62322/14 και 24969/15)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παρακολούθηση προσωπικών δεδομένων δημοσιογράφων και οργανώσεων από κρατικές μυστικές υπηρεσίες.

Δημοσιογράφοι και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατήγγειλαν α) μαζική παρακολούθηση επικοινωνιών,  β) συλλογή στοιχείων που υποκλάπηκαν από ξένες κυβερνήσεις και μυστικές υπηρεσίες και γ) απόκτηση δεδομένων επικοινωνίας από παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας.

Κατά το ΕΔΔΑ λόγω του πλήθους των απειλών που αντιμετωπίζουν τα κράτη στη σύγχρονη κοινωνία, η λειτουργία ενός καθεστώτος μαζικής παρακολούθησης δεν παραβίαζε από μόνη της τη Σύμβαση αρκεί να γίνονταν με τις απαραίτητες διασφαλίσεις που θα έπρεπε να είχαν προβλεφθεί στο εσωτερικό δίκαιο κάθε κράτους, βασιζόμενες κυρίως στην αξιολόγηση, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, στην αναγκαιότητα και στην αναλογικότητα της παρέμβασης.

Εν προκειμένω το Στρασβούργο διαπίστωσε στο καθεστώς μαζικής παρακολούθησης του καθ’ ού  κράτους, απουσία ανεξάρτητης εξουσιοδότησης για εντάλματα μαζικής παρακολούθησης, μη συμπερίληψη των κατηγοριών των όρων αναζήτησης στην αίτηση για ένταλμα και αποτυχία να διασφαλιστεί ότι αυτή η αναζήτηση  που συνδέεται με ένα άτομο υπόκειται σε προηγούμενη εσωτερική έγκριση. Έκρινε ότι αυτά τα ελαττώματα καθιστούσαν την παρακολούθηση υπέρμετρη  παρέμβαση σε μία δημοκρατική κοινωνία. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).

Αντιστοίχως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το καθεστώς για την απόκτηση/συλλογή  δεδομένων επικοινωνιών των οργανώσεων ήταν ασυμβίβαστο με τα δικαιώματά τους βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης,

Επίσης διαπίστωσε ότι η νομοθεσία που διέπει τη μαζική παρακολούθηση των επικοινωνιών δεν περιείχε καμία απαίτηση ότι η χρήση επιλογών ή όρων αναζήτησης που συνδέονται με ένα δημοσιογράφο εξουσιοδοτείται από δικαστή ή άλλο ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο λήψης αποφάσεων, οπότε τη θεώρησε αυθαίρετη και  κατά συνεπεία έκρινε ότι με τον τρόπο που γίνονταν παραβίαζε την ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

Αντιθέτως όσον αφορά τη νομοθεσία του καθ’ού κράτους σχετικά με την λήψη πληροφοριών από ξένες υπηρεσίες, διαπίστωσε ότι αυτά τα αιτήματα  υπόκειντο σε επαρκή εποπτεία και υπήρχαν επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία από καταχρηστικές πράξεις. Έτσι το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8. Επίσης έκρινε ότι ούτε το  καθεστώς λήψης υλικού παρακολούθησης από ξένες κυβερνήσεις ή / και μυστικές υπηρεσίες  παραβίασε το άρθρο 10 της σύμβασης.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε ποσό 91.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8,

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι οργανώσεις και άτομα που υπερασπίζονται θέματα που σχετίζονται με τις πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των δημοσιογράφων.

Οι τρεις προσφυγές (οι οποίες εξετάστηκαν  μαζί) υποβλήθηκαν όταν ο Edward Snowden, πρώην εργολάβος της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA), αποκάλυψε την ύπαρξη προγραμμάτων παρακολούθησης και πληροφοριών που λειτουργούσαν από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι προσφεύγοντες πίστευαν ότι η φύση των δραστηριοτήτων τους σήμαινε ότι τα ηλεκτρονικά δεδομένα επικοινωνιών ήταν πιθανό να είχαν υποκλαπεί από τις υπηρεσίες πληροφοριών του Ηνωμένου Βασίλειου ή αποκτήθηκαν από αυτές είτε από παρόχους υπηρεσιών επικοινωνιών είτε από ξένες  μυστικές υπηρεσίες όπως η NSA.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και αλληλογραφίας), οι προσφεύγoντες παραπονέθηκαν για την  τακτική  μαζικής παρακολούθησης των επικοινωνιών, για την συλλογή πληροφοριών από ξένες κυβερνήσεις ή/και μυστικές υπηρεσίες και για την απόκτηση δεδομένων από παρόχους υπηρεσιών επικοινωνιών. Ορισμένοι από τους προσφεύγοντες διατύπωσαν επίσης καταγγελίες βάσει του άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης) που σχετίζονται με το έργο τους ως δημοσιογράφοι και ειδησεογραφικοί οργανισμοί.

Οι τρεις προσφυγές Big Brother Watch κ.α. υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα δικαιώματα στις 04.09.2013, 11.09.2014 και 20.05.2015. Σε απόφαση με ημερομηνία 13.09.2018, το Τμήμα διαπίστωσε ότι το καθεστώς μαζικής παρακολούθησης παραβίασε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και αλληλογραφίας) και άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης). Διαπίστωσε επίσης ότι το καθεστώς απόκτησης δεδομένων από παρόχους υπηρεσιών επικοινωνιών είχε παραβιάσει τα άρθρα 8 και 10, αλλά αντίθετα θεώρησε ότι το καθεστώς απόκτησης υλικού παρακολούθησης από ξένες κυβερνήσεις ή / και υπηρεσίες πληροφοριών είχε  συμμορφωθεί με τη Σύμβαση. Στις 12.12.2018 οι προσφεύγοντες ζήτησαν να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης σύμφωνα με το άρθρο 43. Στις 04.02.2019 η Επιτροπή του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης αποδέχθηκε το αίτημα αυτό. H συζήτηση έγινε  στις 10 Ιουλίου 2019.

Στην πρώτη υπόθεση, παραχωρήθηκε άδεια παρέμβασης ως τρίτων στους Human Rights Watch, Access Now, Dutch Against Plasterk, Κέντρο Δημοκρατίας & Τεχνολογίας, Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ευρωπαϊκού Θεσμού για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Επιτροπή Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Ίδρυμα του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα δικαιώματα, τη Διεθνή Επιτροπή Νομικών, Πρωτοβουλία για τη Δικαιοσύνη της Ανοικτής Κοινωνίας και Project Moore. Στη δεύτερη υπόθεση, χορηγήθηκε άδεια παρέμβασης στο Κέντρο για τη Δημοκρατία και την Τεχνολογία, το Ίδρυμα του Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τη Διεθνή Επιτροπή Νομικών, την Εθνική Ένωση Δημοσιογράφων. Στην τρίτη υπόθεση, χορηγήθηκε άδεια παρέμβασης δυνάμει του άρθρου 19, στο ηλεκτρονικό Κέντρο Πληροφόρησης και στην Επιτροπή Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

Καθεστώς μαζικής παρακολούθησης

Το Δικαστήριο εξέτασε το καθεστώς μαζικής παρακολούθησης των επικοινωνιών που διέπεται από το άρθρο 8 § 4 του κανονισμού περί του νόμου περί διερευνητικών Εξουσιών(RIPA) του 2000.

Λόγω του πολλαπλασιασμού των απειλών που αντιμετωπίζουν τα κράτη από δίκτυα διεθνών παραγόντων, τα οποία χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για επικοινωνία και που συχνά απέφευγαν τον εντοπισμό μέσω της χρήσης εξελιγμένης τεχνολογίας, το Δικαστήριο θεώρησε ότι είχαν ευρεία διακριτική ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης ») για να αποφασίσουν τι είδους σύστημα επιτήρησης ήταν απαραίτητο για την προστασία της εθνικής τους ασφάλειας. Επομένως, η απόφαση για τη λειτουργία ενός καθεστώτος μαζικής παρακολούθησης από μόνη της δεν παραβίαζε το άρθρο 8.

Ωστόσο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, λόγω της μεταβαλλόμενης φύσης των σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας, η συνηθισμένη προσέγγισή της σε στοχευμένα καθεστώτα επιτήρησης έπρεπε να προσαρμοστεί και να αντικατοπτρίζει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ενός καθεστώτος μαζικής παρακολούθησης με το οποίο υπήρχε και ο εγγενής κίνδυνος κατάχρησης και η νόμιμη ανάγκη μυστικότητας. Συγκεκριμένα, ένα τέτοιο καθεστώς έπρεπε να υπόκειται σε «διασφαλίσεις από άκρη σε άκρη» που σημαίνει ότι, σε εθνικό επίπεδο, πρέπει να γίνεται αξιολόγηση σε κάθε στάδιο της διαδικασίας της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των μέτρων που λαμβάνονται, η μαζική παρακολούθηση πρέπει να υπόκειται σε ανεξάρτητη εξουσιοδότηση από την αρχή, όταν το αντικείμενο και το περιεχόμενο της παρακολούθησης καθορίζονταν και ότι η επιχείρηση πρέπει να υπόκειται σε επίβλεψη και σε ανεξάρτητη εκ των υστέρων αναθεώρηση. Συνεπώς, το Δικαστήριο προσδιόρισε διάφορα βασικά κριτήρια τα οποία έπρεπε να οριστούν με σαφήνεια στο εσωτερικό δίκαιο προτού ένα τέτοιο καθεστώς θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται με τα πρότυπα σύμβασης.

Εφαρμόζοντας αυτά τα πρόσφατα καθορισμένα κριτήρια στο καθεστώς μαζικής παρακολούθησης του Ηνωμένου Βασιλείου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς του ΗΒ είχε τρία ελαττώματα, συγκεκριμένα: την απουσία ανεξάρτητης εξουσιοδότησης για εντάλματα μαζικής παρακολούθησης, τη μη συμπερίληψη των κατηγοριών των όρων αναζήτησης (“επιλογείς”) στην αίτηση για ένταλμα και αποτυχία να διασφαλιστεί ότι αυτή η αναζήτηση  που συνδέονται με ένα άτομο (δηλαδή συγκεκριμένα αναγνωριστικά όπως μια διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) υπόκειται σε προηγούμενη εσωτερική έγκριση.

Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο αναγνώρισε την πολύτιμη εποπτεία και το ισχυρό ένδικο μέσο που παρασχέθηκε από τον (τότε) Επίτροπο Παρακολούθησης Επικοινωνιών, αξιωματούχο που του είχε ανατεθεί η ανεξάρτητη εποπτεία των δραστηριοτήτων της υπηρεσίας πληροφοριών και το Δικαστήριο Ερευνητικών Εξουσιών, ένα δικαστικό όργανο που ιδρύθηκε για να εξετάζει ισχυρισμούς από πολίτες ότι οι επικοινωνίες τους υποκλάπηκαν εσφαλμένα. Ωστόσο, αυτές οι διασφαλίσεις δεν ήταν αρκετές για να αντισταθμίσουν τις ελλείψεις στο καθεστώς.

Αυτά τα μειονεκτήματα σήμαιναν ότι το καθεστώς μαζικής παρακολούθησης ήταν ανίκανο να διατηρήσει την «παρέμβαση» στα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής των πολιτών σε ένα επίπεδο που ήταν «απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.

Συλλογή πληροφοριών από ξένες κυβερνήσεις ή/και υπηρεσίες πληροφοριών/μυστικές υπηρεσίες

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου προέβλεπε σαφείς, λεπτομερείς κανόνες που διέπουν το πνεύμα των υπηρεσιών πληροφοριών που είχαν εξουσιοδοτηθεί να ζητήσουν υλικό παρακολούθησης από ξένες υπηρεσίες πληροφοριών και πώς, αφού παραληφθεί, το ζητούμενο υλικό έπρεπε να εξεταστεί, να χρησιμοποιηθεί και να αποθηκευτεί. Εξέτασε επίσης τον ρόλο που διαδραμάτισε ο Επίτροπος Επικοινωνιών και το Δικαστήριο Ερευνητικών Εξουσιών. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ήταν ικανοποιημένο ότι το καθεστώς αναζήτησης και λήψης  πληροφοριών υπόκειτο σε επαρκή εποπτεία και ότι μια αποτελεσματική εκ των υστέρων αναθεώρηση των δραστηριοτήτων που διεξήχθησαν υπό αυτό το καθεστώς ήταν διαθέσιμη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, υπήρχαν επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία από καταχρηστικές πράξεις που διασφάλιζαν  ότι οι αρχές του ΗΒ δεν είχαν χρησιμοποιήσει αιτήματα για υποκλοπές υλικού από ξένες μυστικές υπηρεσίες  ως μέσο παράκαμψης των καθηκόντων τους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τη Σύμβαση.

Κατά συνέπεια, δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 σχετικά με το καθεστώς συλλογής των πληροφοριών από ξένες μυστικές υπηρεσίες.

Απόκτηση δεδομένων από παρόχους υπηρεσιών επικοινωνιών

Το δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες στη δεύτερη από τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις είχαν καταγγείλει ότι το καθεστώς για την συλλογή  δεδομένων επικοινωνιών βάσει του κεφαλαίου II της RIPA ήταν ασυμβίβαστο με τα δικαιώματά τους βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης

Το Δικαστήριο συμφώνησε με τα πορίσματα του Τμήματος, τα οποία η κυβέρνηση δεν είχε αντικρούσει, ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 8 της Σύμβασης λόγω του γεγονότος ότι η λειτουργία του καθεστώς δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο».

Άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης)

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η προστασία των πηγών ενός δημοσιογράφου ήταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της ελευθερία του Τύπου. Η υπονόμευση αυτής της προστασίας θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο ζωτικό ρόλο των δημοσιογράφων ως θεματοφύλακες και στην υποχρέωση τους να παρέχουν ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες.

Το ΕΔΔΑ για το γεγονός ότι η νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου που διέπει τη μαζική παρακολούθηση των επικοινωνιών δεν περιείχε καμία απαίτηση ότι η χρήση επιλογών ή όρων αναζήτησης που συνδέονται με ένα δημοσιογράφο απαιτεί εντολή από δικαστή ή άλλο ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο λήψης αποφάσεων, διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της Σύμβασης).

Όσον αφορά τα αιτήματα για δεδομένα από παρόχους υπηρεσιών επικοινωνιών σύμφωνα με το Κεφάλαιο II, το Δικαστήριο συμφώνησε με το τμήμα ότι το σχετικό καθεστώς παραβίασε επίσης το άρθρο 10 της Σύμβασης επειδή «δεν [ήταν] σύμφωνα με το νόμο». Ωστόσο, διαπίστωσε ότι το καθεστώς λήψης υλικού παρακολούθησης από ξένες κυβερνήσεις ή / και μυστικές υπηρεσίες  δεν παραβίασε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Οι προσφεύγοντες δεν ζήτησαν κανένα ποσό για αποζημίωση ή για ηθική βλάβη και το δικαστήριο δεν είδε κανένα λόγο να τους χορηγήσει. Ωστόσο, χορήγησε στους προσφεύγοντες στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις  ποσά σχετικά με τα έξοδα και τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης ύψους 91.000 ευρώ.

Ξεχωριστές απόψεις

Οι δικαστές Lemmens, Vehabović και Bošnjak εξέφρασαν μια κοινή εν μέρει σύμφωνη γνώμη. Ο δικαστής  Pinto de  Albuquerque εξέφρασε μια εν μέρει σύμφωνη και εν μέρει διαφορετική γνώμη. Οι δικαστές Lemmens, Vehabović, Ranzoni και Bošnjak εξέφρασαν κοινή  εν μέρει αντίθετη γνώμη. Αυτές οι απόψεις προσαρτώνται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες