Μη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας σε σχέση με πρώην βουλευτή κατά τη διάρκεια διαδικασίας για την άρση της βουλευτικής ασυλίας του

ΑΠΟΦΑΣΗ

Filat κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 07.12.2021 (αρ. προσφ. 11657/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ποινική διαδικασία που οδήγησε, το 2016, στην καταδίκη του προσφεύγοντος σε εννέα χρόνια κάθειρξη για παθητική δωροδοκία και άσκηση αθέμιτης επιρροής. Ο προσφεύγων ήταν πρωθυπουργός από το 2009 έως το 2013, και ήταν αρχηγός κόμματος και βουλευτής την εποχή εκείνη.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας), ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε σχετικά με δηλώσεις πολιτικών αξιωματούχων κατά τη συνεδρίαση της Βουλής στις 15 Οκτωβρίου 2015 σχετικά με την άρση της βουλευτικής ασυλίας, δηλώσεις που θεωρούσε ότι παραβίαζαν το τεκμήριο της αθωότητας.

Επικαλούμενος το Άρθρο 5 § 4 της Σύμβασης (δικαίωμα σε ταχεία απόφαση σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησης), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι δεν μπόρεσε να επανεξετάσει τη νομιμότητα της κράτησής του, η οποία είχε διαταχθεί μετά την πρωτόδικη καταδίκη του.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ούτε οι δηλώσεις που έκανε ο εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συνεδρίασης στις 15 Οκτωβρίου 2015, ούτε το σκεπτικό που εκτίθεται στο γραπτό αίτημα του τελευταίου, το οποίο διαβάστηκε κατά τη συνεδρίαση από τον Πρόεδρο της Βουλής, είχε παραβιάσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος να τεκμαίρεται αθώος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε περαιτέρω ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, οι διασφαλίσεις που περιέχονται στο άρθρο 5 § 4 της Σύμβασης δεν είχαν εφαρμογή στην κράτηση του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια των δευτεροβάθμιων διαδικασιών. Επομένως, η προσφυγή αυτή κρίθηκε προδήλως αβάσιμη και απορρίφθηκε.

Μη παραβίαση του άρθρου 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Vladimir Filat, είναι Μολδαβός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1969 και ζει στο Κισινάου. Μεταξύ 2009 και 2013 διετέλεσε Πρωθυπουργός της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Από το 2014 ήταν βουλευτής και αρχηγός κόμματος που αποτελούσε μέρος του κυβερνώντος συνασπισμού. Στις 13 Οκτωβρίου 2015 ξεκίνησε ποινική έρευνα κατά του προσφεύγοντος μετά από καταγγελία που έκανε την προηγούμενη μέρα γνωστός επιχειρηματίας, ο οποίος υποστήριξε ότι του έκανε πρόταση δωροδοκίας μεταξύ 2010 και 2014. Δύο ημέρες αργότερα άρθηκε η βουλευτική ασυλία του ώστε να μπορεί να δικαστεί στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης. Κατά τη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου της Μολδαβίας στις 15 Οκτωβρίου του 2015, ο Εισαγγελέας της Επικρατείας και ο Πρόεδρος της Βουλής προέβησαν σε δηλώσεις, οι οποίες δημοσιεύτηκαν ευρέως στα μέσα ενημέρωσης.

Τον Νοέμβριο του 2015 ο προσφεύγων τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση. Τον Ιούνιο του 2016 το πρωτοδικείο τον καταδίκασε σε κάθειρξη εννέα ετών για δωροδοκία και για άσκηση επιρροής. Αποφάσισε επίσης να παρατείνει την προσωρινή του κράτηση έως ότου εφαρμοστεί η εκδοθείσα απόφαση. Η έφεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τις αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων.

Επικαλούμενος το Άρθρο 5 § 4 της Σύμβασης (δικαίωμα σε ταχεία απόφαση σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησης), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι δεν μπόρεσε να επανεξετάσει την νομιμότητα της προσωρινής κράτησής του που διατάχθηκε μετά την καταδίκη του σε πρώτο βαθμό.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας), διαμαρτυρήθηκε για δηλώσεις πολιτικών αξιωματούχων όταν άρθηκε η βουλευτική ασυλία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 § 4 (δικαίωμα ταχείας απόφασης σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησής του)

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι διάδικοι φαινόταν να διαφωνούν σχετικά με το εάν η κράτηση του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έφεσης ισοδυναμεί με προσωρινή κράτηση σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο.

Σημείωσε ότι μετά την καταδίκη του προσφεύγοντος σε πρώτο βαθμό, η πάλαι διατύπωση της παραγράφου 11 του άρθρου 186 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) εξακολουθούσε να ισχύει για έναν ακόμη μήνα.

Ωστόσο, η διάταξη αυτή – η οποία είχε επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας προσωρινής κράτησης μέχρι την εξέταση της υπόθεσης σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο- – δεν είχε εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση. Υπό αυτή τη βάση, το Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι το άρθρο 186 § 11 ΚΠΔ είχε αναφερθεί σε διατάξεις που είχαν ήδη εν μέρει ακυρωθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο στις 23 Φεβρουαρίου 2016, και κυρίως ότι το εν λόγω ανώτερο δικαστήριο είχε αναφέρει, ως προς τη διάταξη αυτή, ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητη η παράταση της προσωρινής κράτησης κατόπιν έφεσης. Το Δικαστήριο σημείωσε, επομένως, ότι η επίμαχη διάταξη είχε προφανώς αντικατασταθεί από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, και παρατήρησε περαιτέρω ότι οι πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του δεν υποδηλώνουν ότι υπήρχε αντίθετη εσωτερική νομολογία. Υπό τις συνθήκες αυτές, έκρινε ότι η μη εφαρμογή του άρθρου 186 § 11 του ΚΠΔ, στην προηγούμενη διατύπωσή του, δεν μπορούσε να θεωρηθεί αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων δεν είχε υποβάλει ειδική έφεση για επανεξέταση της νομιμότητας της κράτησής του ως προς την περίοδο κατά την οποία η προηγούμενη εκδοχή του εν λόγω άρθρο εξακολουθούσε να ισχύει. Επιπλέον, δεν μπόρεσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι δικαστές έπρεπε να έχουν διενεργήσει αυτόματα μια τέτοια επανεξέταση βάσει οποιασδήποτε ειδικής διάταξης του Κ.Κ.Π.

Όσον αφορά την έναρξη ισχύος κατά την επίδικη κράτηση της νέας έκδοσης του άρθρου 186 ΚΠΔ, δεν εναπόκειτο στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει την απόφαση του νομοθέτη της Μολδαβίας, στο βαθμό που το άρθρο 5 § 4 της Σύμβασης δεν επέβαλε περιορισμούς στην ελευθερία των Συμβαλλόμενων Κρατών να αποφασίζουν εάν θα θεσπιστούν ή όχι περαιτέρω διασφαλίσεις πέραν αυτών που απαιτούνται βάσει της εν λόγω διάταξης.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό δίκαιο, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, δεν παρείχε πλέον στον προσφεύγοντα τα ίδια δικονομικά δικαιώματα με εκείνα που ήταν διαθέσιμα σε πρόσωπα που είχαν τεθεί υπό κράτηση πριν από την πιθανή πρωτοβάθμια καταδίκη τους.

Με την ίδια λογική, σημείωσε ότι ακόμη και αν η κράτηση του προσφεύγοντος κατά την δευτεροβάθμια διαδικασία είχε θεωρηθεί ως προληπτικό μέτρο, το εσωτερικό δίκαιο, εκείνη τη στιγμή, δεν προέβλεπε πλέον συγκεκριμένη διαδικασία η οποία υπερβαίνει τις απαιτήσεις του άρθρου 5 § 4 της Σύμβασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, οι διασφαλίσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 5 § 4 της Σύμβασης δεν είχαν εφαρμογή στην κράτηση του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας διαδικασίας. Επομένως, η καταγγελία του προσφεύγοντος ήταν προδήλως αβάσιμη και απορρίφθηκε.

Άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας)

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι επίμαχες δηλώσεις είχαν γίνει στο πλαίσιο διαδικασίας εντός του Κοινοβουλίου της Μολδαβίας αναφορικά με το εάν τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Εισαγγελία ήταν επαρκή για την άρση της βουλευτικής ασυλίας του προσφεύγοντος.

Ως προς, πρώτον, τις προφορικές δηλώσεις του Εισαγγελέα, σε σχέση με το πλαίσιό τους και σε σχέση με όλες τις δηλώσεις στις οποίες προέβη ο Εισαγγελέας κατά τη συνεδρίαση της Βουλής, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι είχαν ως στόχο, ή είχαν ως αποτέλεσμα, τη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του προσφεύγοντος.

Σε σχέση με την ανάγνωση από τον Πρόεδρο της Βουλής του αιτήματος του Εισαγγελέα, το Δικαστήριο επεσήμανε, ειδικότερα, ότι είχαν χρησιμοποιηθεί οι ακόλουθες εκφράσεις: «[Ο προσφεύγων] εκβίασε και έλαβε από τον Ι.Ș. … πάνω από 60 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ» και «με σκοπό τη παράνομη λήψη χρημάτων, υπηρεσιών και άλλων περιουσιακών στοιχείων και οφελών…, ζήτησε [ο προσφεύγων] και έλαβε από τον I.Ș. … περισσότερα από 190 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ».

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτά τα λόγια δεν ήταν λόγια του ίδιου του Προέδρου, αλλά ήταν γραμμένα στην γραπτή αίτηση του Εισαγγελέα. Έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις υπενθυμίσεις που δόθηκαν από τον Εισαγγελέα και από τον Πρόεδρο της Βουλής αργότερα κατά τη συνεδρίαση ότι οι συζητήσεις αφορούσαν την άρση της ασυλίας του προσφεύγοντος, και αν ήταν ένοχος ή όχι. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτές οι υπενθυμίσεις ήταν τέτοιες ώστε να διαλύσουν κάθε αμφιβολία ως προς την πραγματική πηγή των επίμαχων εκφράσεων.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτές οι εκφράσεις δεν είχαν σκοπό να επιβεβαιώσουν την ενοχή του προσφεύγοντος αλλά να υποστηρίξουν το επιχείρημα της Εισαγγελίας ενώπιον των βουλευτών ότι τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας δικαιολογούσαν την άρση της ασυλίας του προσφεύγοντος. Το πόρισμα του Δικαστηρίου επικυρώθηκε από το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Συνταγματικό Δικαστήριο με την από 17 Νοεμβρίου 2015 απόφασή του, επισημαίνοντας ωστόσο, ότι ο έλεγχος που διενεργήθηκε από το ανώτερο δικαστήριο δεν αφορούσε συγκεκριμένα τα χωρία τα οποία αμφισβητούνται με την παρούσα καταγγελία. Κατά συνέπεια, ούτε οι δηλώσεις που έγιναν από τον εισαγγελέα κατά την κοινοβουλευτική συνεδρίαση της 15ης Οκτωβρίου 2015 ούτε το σκεπτικό και η συλλογιστική του γραπτού αιτήματος του Εισαγγελέα που αναγνώστηκε κατά τη συνεδρίαση από τον Πρόεδρο της Βουλής παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος να τεκμαίρεται αθώος εκτός εάν αποδειχθεί διαφορετικά. Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες