Κατάσχεση και πώληση προϊόντων λόγω μη νόμιμης απογραφής. Δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Aktiva DOO κατά Σερβίας της 19.01.2021 (αρ. προσφ. 23079/11)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κατάσχεση και πώληση εμπορευμάτων. Δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας και υπερβολική επιβάρυνση.

Κατόπιν ελέγχου στις αποθήκες της προσφεύγουσας εταιρείας τα κρατικά όργανα κατάσχεσαν εμπορεύματα λόγω μη απογραφής τους. Τα εμπορεύματα πωλήθηκαν σε άλλες εταιρείες Οι  ποινικές διαδικασίες εναντίον του διευθύνοντα συμβούλου της εταιρείας, τερματίστηκαν λόγω παραγραφής.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε ένδειξη ότι το εν λόγω μέτρο κατάσχεσης προοριζόταν ως αποζημίωση για τυχόν χρηματική ζημία που προκλήθηκε από τη μη συμμόρφωση της προσφεύγουσας εταιρείας με τους κανόνες απογραφής. Δεν αποδείχθηκε  ότι η επιβολή απλά ενός προστίμου δεν θα ήταν αρκετή  για την αποτροπή μελλοντικών παραβιάσεων της απαίτησης απογραφής.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η επίμαχη κατάσχεση ήταν, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δυσανάλογη, διότι επέβαλε υπερβολική επιβάρυνση στην προσφεύγουσα  εταιρεία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα εταιρεία «Activa DOO», εδρεύει στο Βελιγράδι. Στα τέλη του 2004 εισήγαγε νόμιμα περίπου 650 τόνους λείων ράβδων σιδήρου και 252 τόνους κυματοειδών ράβδων σιδήρου για χρήση σε οπλισμένο σκυρόδεμα. Αποθηκεύτηκαν σε αποθήκες άλλων εταιρειών.

Τον Ιανουάριο του 2005 επιθεωρήθηκαν οι αποθήκες. Οι αρχές διαπίστωσαν παραβιάσεις στην απογραφή  των εμπορευμάτων σε σχέση με την ποσότητα,  κάτι που συνιστά αδίκημα.  Η κατάσχεση των εμπορευμάτων της προσφεύγουσας εταιρείας διατάχθηκε με διαφορετικές αποφάσεις στις 28 και 31 Ιανουαρίου 2005.

Η απόφαση της 28ης Ιανουαρίου έγινε δεκτή από το αρμόδιο Υπουργείο. Η προσφεύγουσα εταιρεία ζήτησε δικαστικό έλεγχο ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο ακύρωσε τις αρχικές αποφάσεις. Μια νέα κατάσχεση των εμπορευμάτων διατάχθηκε και έγινε δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η προσφεύγουσα  εταιρεία άσκησε προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο ζήτησε από την εταιρεία να δηλώσει «σαφείς νομικούς λόγους βάσει του Συντάγματος για την καταγγελία της». Η προσφυγή απορρίφθηκε, με το Συνταγματικό Δικαστήριο να διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα εταιρεία απλώς επανέλαβε τους αρχικούς λόγους προσφυγής.

Η απόφαση της 31ης Ιανουαρίου είχε την ίδια αιτιολογία. Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο στις 15 Μαΐου 2014 ακύρωσε τις προηγούμενες αποφάσεις και διέταξε νέα εξέταση. Το Διοικητικό Δικαστήριο διέταξε την επιστροφή των εμπορευμάτων της προσφεύγουσας εταιρείας στις 31 Ιανουαρίου 2015, με την επιστροφή της αξίας στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης. Οι αρχές άσκησαν αναίρεση, που οδήγησε σε επανεκκίνηση διαδικασιών, οι οποίες εκκρεμούν ακόμη.

Ξεκίνησαν  ποινικές διαδικασίες εναντίον της προσφεύγουσας εταιρείας και του διευθύνοντος συμβούλου της για παραβιάσεις τήρησης βιβλίων. Πριν εκδικαστεί η υπόθεση, το φερόμενο αδίκημα είχε παραγραφεί.

Στηριζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία ειρηινικής απόλαυσης της περιουσίας), η εταιρεία παραπονέθηκε ότι η κατάσχεση και η πώληση των αγαθών της παραβίασε τα δικαιώματά της.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας εταιρείας για την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της.

Όσον αφορά τη νομιμότητα του μέτρου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην αρχική του απόφαση κατάσχεσης, η Επιθεώρηση επικαλέστηκε το άρθρο 45 §1εδ. 7 του νόμου, το οποίο προέβλεπε υποχρεωτική κατάσχεση εμπορευμάτων όταν δεν έχουν απογραφεί και το άρθρο 44 § 1 εδ. 6, που προέβλεπε την προσωρινή κατάσχεση εμπορευμάτων στο πλαίσιο διαδικασιών παράβασης και ότι η Επιθεώρηση είχε επίσης εκδώσει πράξη σχετικά με την προσωρινή κατάσχεση των εμπορευμάτων. Συνήθως, η διαφορά στη νομική βάση για την απόφαση κατάσχεσης συνίστατο στο σημείο κατά το οποίο τα κατασχεθέντα εμπορεύματα θα μπορούσαν να πωληθούν νόμιμα. Δεδομένου ότι η πώληση των αγαθών στην παρούσα υπόθεση πραγματοποιήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2005, έγινε πριν από το τέλος των δικαστικών διαδικασιών.

Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε επίσης ότι η κατάσχεση των αγαθών επιδίωκε θεμιτό σκοπό  δηλαδή την προστασία από την παράνομη και μη δασμολογημένη  πώληση αγαθών, η οποία θα μπορούσε να έχει σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τον κρατικό προϋπολογισμό. Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε αυτόν τον νόμιμο στόχο ως αβάσιμο, δεδομένου ότι δεν είχε προσδιοριστεί καμία πιθανή ζημία από τις ενέργειες της σε κανένα στάδιο.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η νέα διάταξη που αντικατέστησε το Νόμο δεν προβλέπει πλέον την κατάσχεση αγαθών απλά και μόνο επειδή δεν είχαν απογραφεί νόμιμα, γεγονός που εγείρει αμφιβολίες ως προς τις φερόμενες σοβαρές οικονομικές συνέπειες .

Παρά τις αμφιβολίες του ως προς τη νομιμότητα της παρέμβασης και τον δηλωμένο νόμιμο στόχο του μέτρου, το Δικαστήριο άφησε αυτά τα ερωτήματα ανοιχτά, καθώς στην παρούσα υπόθεση το κεντρικό ζήτημα ήταν η αναλογικότητα της εν λόγω παρέμβασης.

Συνεπώς, το ερώτημα που όφειλε να αποφανθεί το Δικαστήριο είναι αν υπήρξε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποίησαν οι αρχές για την επίτευξη του καθορισμένου νόμιμου στόχου και της προστασίας του δικαιώματος της προσφεύγουσας εταιρείας για την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας  της. Το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει ιδίως εάν η παρέμβαση έπληξε την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινού και των απαιτήσεων της προστασίας του δικαιώματος της προσφεύγουσας εταιρείας για την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας  της. Η απαιτούμενη ισορροπία δεν επιτεύχθηκε εάν η προσφεύγουσα εταιρεία υφίστατο ατομικό και υπερβολικό βάρος.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ποινικές διαδικασίες κατά της προσφεύγουσας  εταιρείας περατώθηκαν  χωρίς να έχει κριθεί ένοχη για παραβίαση. Ωστόσο, τα εμπορεύματα που ήταν αποθηκευμένα στην αποθήκη Pančevo είχαν κατασχεθεί και λίγο αργότερα πωλήθηκαν σε άλλη εταιρεία, όπως διαπιστώθηκε κατά την παράλληλη διοικητική διαδικασία. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα επίμαχα προϊόντα στην παρούσα υπόθεση είχαν εισαχθεί νόμιμα. Το γεγονός αυτό διακρίνει την παρούσα υπόθεση από ορισμένες άλλες περιπτώσεις στις οποίες το μέτρο δήμευσης που εφαρμόζεται σε προϊόντα των οποίων απαγορεύτηκε η εισαγωγή που θεωρήθηκε παράνομη απόκτηση ή προορίζονταν για παράνομη χρήση ή όπου είχαν ληφθεί εντολές δήμευσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σχετικά με κατηγορίες σοβαρού ή οργανωμένου εγκλήματος και όπου υπήρχε έντονη υποψία ή βεβαιότητα που επιβεβαιώθηκε με δικαστική απόφαση ότι τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία ήταν προϊόν αδικήματος.

Το Δικαστήριο  σημείωσε ότι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε αποθηκεύσει τα εμπορεύματά της στις αποθήκες της, δεν ελήφθη υπόψη κατά τη διοικητική διαδικασία κατά την κρίση του εάν ο νόμιμος στόχος του εναγόμενου κράτους θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέσα. Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να επιβληθεί πρόστιμο στην προσφεύγουσα εταιρεία και στον διευθύνοντα σύμβουλό της ως εναλλακτική λύση αντί της  κατάσχεσης των εμπορευμάτων, καθώς η κατάσχεση  αποτελούσε υποχρεωτικό μέτρο βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου κατά τον κρίσιμο χρόνο. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, προκειμένου να είναι αναλογική, η παρέμβαση πρέπει να αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παράβασης και στην επιβολή κυρώσεων ανάλογα με τη  σοβαρότητα του αδικήματος που έχει θεσμοθετηθεί  για να τιμωρήσει – στην παρούσα περίπτωση η μη συμμόρφωση με την απαίτηση απογραφής – αντί για τη σοβαρότητα τυχόν υποτιθέμενης παράβασης που δεν έχει αποδειχθεί στην πραγματικότητα, όπως ένα αδίκημα που θα μπορούσε να είχε «σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τον κρατικό προϋπολογισμό».

Στην παρούσα υπόθεση, δεν υπήρξε ένδειξη ότι το εν λόγω μέτρο κατάσχεσης προοριζόταν ως αποζημίωση για τυχόν χρηματική ζημία που προκλήθηκε από τη μη συμμόρφωση της προσφεύγουσας εταιρείας με τους κανονισμούς. φαίνεται μάλλον να ήταν αποτρεπτικό και τιμωρητικό για το σκοπό του. Δεν αποδείχθηκε πειστικά ούτε υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση ότι το πρόστιμο από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό για την επίτευξη του επιθυμητού αποτρεπτικού και τιμωρητικού αποτελέσματος και για την αποτροπή μελλοντικών παραβιάσεων της απαίτησης απογραφής. Πράγματι, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι επόμενοι νόμοι δεν προβλέπουν  την κατάσχεση εμπορευμάτων για αυτήν την παράβαση των κανονισμών.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η επίμαχη δήμευση ήταν, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δυσανάλογη, διότι επέβαλε υπερβολική επιβάρυνση στην προσφεύγουσα  εταιρεία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε  παραβίαση του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας  (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου  Πρωτοκόλλου).

Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  διαπίστωση παραβίασης αποτελεί από μόνη της επαρκή ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η προσφεύγουσα εταιρεία και  επιδίκασε ποσό 1.200 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες