Καταναγκαστική εργασία. Αναποτελεσματική έρευνα για εμπορία ανθρώπων!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Zoletic κ.λπ. κατά Αζερμπαϊτζάν της 07.10.2021 (αρ. προσφ. 20116/12)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Εμπορία ανθρώπων, ορισμός, υποχρεώσεις του κράτους σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις. Αναποτελεσματική έρευνα. Διαδικαστικό σκέλος άρθρου 4 παρ. 2 ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η έννοια της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 § 2 της Σύμβασης,  μόνο εάν υπάρχουν όλα τα συστατικά στοιχεία (δράση, μέσα, σκοπός) του διεθνούς ορισμού της εμπορίας ανθρώπων. Εμπορία  ανθρώπων, υφίσταται όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται ως προϊόντα που αγοράζονται και πωλούνται και τίθενται σε καταναγκαστική εργασία, συχνά με μικρή ή καθόλου αμοιβή, συνήθως στη βιομηχανία του σεξ αλλά και αλλού, υπόκεινται σε στενή παρακολούθηση  και οι κινήσεις  τους συχνά περιορίζονται. Περιλαμβάνει επίσης τη χρήση βίας και απειλών κατά των θυμάτων, τα οποία ζουν και εργάζονται κάτω από άσχημες συνθήκες.

Εν προκειμένω το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες οδηγήθηκαν στο Αζερμπαϊτζάν ως αλλοδαποί οικοδόμοι για μια κατασκευαστική εταιρεία σε μία χρονική περίοδο για την οποία είχαν γενικώς διατυπωθεί πολλά παράπονα σχετικά με την συγκεκριμένη κατασκευαστική εταιρεία.  Ισχυρίστηκαν ότι κατά  τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχαν πέσει θύματα καταναγκαστικής εργασίας και εμπορίας ανθρώπων, είχαν εργαστεί χωρίς συμβάσεις και άδειες εργασίας, είχαν αφαιρεθεί τα έγγραφά τους και περιοριζόταν η ελευθερία κινήσεών τους από τον εργοδότη τους και ότι δεν είχαν πληρωθεί τους μισθούς τους και εργάζονταν υπό την απειλή «τιμωρίας» και επιβολής ποινικών κυρώσεων.

Διαπίστωσε ότι εγχώριες αρχές απέτυχαν να αποδείξουν ότι είχε διεξαχθεί οποιαδήποτε αποτελεσματική έρευνα για τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων παραβιάζοντας  έτσι το κράτος την θετική του υποχρέωση να διερευνήσει περαιτέρω αυτούς τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων. Έκρινε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 4§2 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε σε κάθε έναν από τους προσφεύγοντες το ποσό των 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 4§2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι 33 υπήκοοι της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1952 και 1990 και ζουν σε διάφορα μέρη της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.

Οι προσφεύγοντες στρατολογήθηκαν από τη Βοσνία -Ερζεγοβίνη ως προσωρινοί εργάτες σε οικοδομικές εργασίες στο Αζερμπαϊτζάν. Η υπόθεση αφορούσε  τη μεταχείρισή τους εκεί από την Serbaz Design and Construction LLC και τη μεταγενέστερη μεταχείριση τους από τις αρχές και τη φερόμενη αποτυχία των τελευταίων να τους προστατεύσουν.

Οι προσφεύγοντες, 33 υπήκοοι της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, στρατολογήθηκαν και οδηγήθηκαν στο Αζερμπαϊτζάν ως αλλοδαποί οικοδόμοι για μια κατασκευαστική εταιρεία, την Serbaz Design and Construction LLC («Serbaz», εταιρεία με έδρα το Αζερμπαϊτζάν). Διέμεναν στο Αζερμπαϊτζάν για περιόδους έξι μηνών ή και περισσότερο. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχαν πέσει θύματα καταναγκαστικής εργασίας και εμπορίας ανθρώπων, είχαν εργαστεί χωρίς συμβάσεις και άδειες εργασίας, είχαν αφαιρεθεί τα έγγραφά τους και περιοριζόταν η ελευθερία κινήσεών τους από τον εργοδότη τους και ότι δεν είχαν πληρωθεί τους μισθούς τους από τον Μάιο του 2009 και μέχρι την αποχώρησή τους από το Αζερμπαϊτζάν. Η αστική αγωγή που άσκησαν εναντίον της Serbaz ενώπιον των εγχώριων αρμόδιων δικαστηρίων του Αζερμπαϊτζάν μετά την επιστροφή τους στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη ζητώντας απλήρωτους μισθούς και ηθική βλάβη για φερόμενες «παραβιάσεις των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους» απορρίφθηκε. Η έφεση και η αναίρεσή τους απορρίφθηκαν επίσης.

Μετά από ποινική έρευνα για καταγγελίες για καταναγκαστική εργασία και εμπορία ανθρώπων από τη διοίκηση και τους υπαλλήλους του Serbaz, κινήθηκε ποινική διαδικασία από την Εισαγγελία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης εναντίον δεκατριών υπηκόων της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, υποβλήθηκαν τρεις αιτήσεις νομικής συνδρομής από τις αρχές της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης προς τις αρχές του Αζερμπαϊτζάν, αναφερόμενες στους ισχυρισμούς σχετικά με την κατάσταση στη Serbaz.

Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι το εναγόμενο κράτος δεν τήρησε τη διαδικαστική του υποχρέωση να διερευνήσει τους ισχυρισμούς τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η έννοια της «καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας» σύμφωνα με το άρθρο 4 της Σύμβασης αποσκοπεί στην προστασία από περιπτώσεις σοβαρής εκμετάλλευσης, ανεξάρτητα από το εάν, στις ιδιαίτερες περιστάσεις μιας υπόθεσης, σχετίζονται με το συγκεκριμένο πλαίσιο εμπορίας.  Στην υπόθεση Chowdury κ.α. το Δικαστήριο ανέπτυξε την έννοια της «συγκατάθεσης» τονίζοντας ότι «όταν ένας εργοδότης κάνει κατάχρηση της εξουσίας του ή εκμεταλλεύεται την ευπάθεια των εργαζομένων του προκειμένου να τους εκμεταλλευτεί, αυτό αποδεικνύει ότι δεν προσφέρουν την εργασία τους εθελοντικά». Περαιτέρω  Δικαστήριο τόνισε περαιτέρω ότι «[η] προηγούμενη συγκατάθεση του θύματος δεν αρκεί για να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό της εργασίας ως καταναγκαστικής» και ότι «εάν ένα άτομο προσφέρεται οικειοθελώς για εργασία είναι πραγματικό ερώτημα που πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων μιας υπόθεσης». Προκειμένου να αποσαφηνιστεί η έννοια της «καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 4 § 2 της Σύμβασης, το Δικαστήριο επισήμανε  ότι κάθε εργασία που ζητείται από ένα άτομο υπό την απειλή «τιμωρίας» δεν αποτελεί  «καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία» που απαγορεύεται από τη διάταξη αυτή. Είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη, ιδίως, η φύση και ο όγκος της εν λόγω δραστηριότητας. Αυτές οι συνθήκες καθιστούν δυνατή τη διάκριση της «καταναγκαστικής εργασίας» από την εργασία, η οποία εύλογα μπορεί να απαιτηθεί βάσει οικογενειακής βοήθειας ή συμβίωσης.

Η έννοια της «τιμωρίας» πρέπει να γίνει κατανοητή με την ευρεία έννοια, όπως επιβεβαιώνεται από τη χρήση του όρου «οποιαδήποτε ποινή». Η «τιμωρία» μπορεί να φτάσει ως τη σωματική βία ή τον περιορισμό, αλλά μπορεί επίσης να λάβει πιο λεπτές μορφές, ψυχολογικού χαρακτήρα, όπως απειλές για καταγγελία των θυμάτων στην αστυνομία ή τις μεταναστευτικές αρχές όταν η διαμονή τους στην χώρα  είναι παράνομη.

Το Δικαστήριο θεώρησε  ότι η εμπορία ανθρώπων, λόγω της ίδιας της φύσης και του σκοπού της εκμετάλλευσης, βασίζεται στην άσκηση εξουσιών που συνδέονται με το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα όντα ως προϊόντα που αγοράζονται και πωλούνται και τίθενται σε καταναγκαστική εργασία, συχνά με μικρή ή καθόλου αμοιβή, συνήθως στη βιομηχανία του σεξ αλλά και αλλού. Αυτό συνεπάγεται στενή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των θυμάτων, των οποίων οι κινήσεις συχνά περιορίζονται. Περιλαμβάνει τη χρήση βίας και απειλών κατά των θυμάτων, τα οποία ζουν και εργάζονται κάτω από άσχημες συνθήκες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εμπορία ανθρώπων απειλεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των θυμάτων της και δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με μια δημοκρατική κοινωνία και τις αξίες που εκτίθενται στη Σύμβαση. Δεδομένων των ειδικών χαρακτηριστικών της Σύμβασης ως συνθήκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και του γεγονότος ότι είναι ένα ζωντανό μέσο που πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των σημερινών συνθηκών, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να αποδεχτεί το Δικαστήριο  ότι το παγκόσμιο φαινόμενο της εμπορίας ανθρώπων έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα και το σκοπό  του άρθρου 4 και έτσι εμπίπτει στο πεδίο των εγγυήσεων που προσφέρει η εν λόγω διάταξη.

Συνεπώς, η έννοια της εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 § 2 της Σύμβασης.

Η προσβαλλόμενη συμπεριφορά μπορεί να δημιουργήσει ζήτημα εμπορίας ανθρώπων σύμφωνα με το άρθρο 4 της Σύμβασης μόνο εάν υπάρχουν όλα τα συστατικά στοιχεία (δράση, μέσα, σκοπός) του διεθνούς ορισμού της εμπορίας ανθρώπων. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την αρχή της αρμονικής ερμηνείας της Σύμβασης και άλλων μέσων διεθνούς δικαίου, και δεδομένου ότι η ίδια η Σύμβαση δεν ορίζει την έννοια της εμπορίας ανθρώπων, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά ή κατάσταση ως θέμα της εμπορίας ανθρώπων, εκτός εάν πληροί τα κριτήρια που έχουν καθοριστεί για το φαινόμενο αυτό στο διεθνές δίκαιο. Από την άποψη του άρθρου 4 της ΕΣΔΑ, η έννοια της εμπορίας ανθρώπων καλύπτει την εμπορία ανθρώπων, εθνική ή διακρατική, ανεξαρτήτως του οργανωμένου εγκλήματος ή όχι, στο μέτρο που αποτελούν τα συστατικά στοιχεία του διεθνούς ορισμού της εμπορίας ανθρώπων, σύμφωνα με τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων και το πρωτόκολλο για την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της εμπορίας ανθρώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών που συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος. Μια τέτοια συμπεριφορά ή μια τέτοια κατάσταση εμπορίας ανθρώπων εμπίπτει στη συνέχεια στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 της Σύμβασης .

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το σύνολο των επιχειρημάτων και των ισχυρισμών των προσφευγόντων που υποβλήθηκαν τόσο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων στην αστική τους αγωγή όσο και στο Δικαστήριο, αποτελούσε «μαχητό τεκμήριο» ότι είχαν υποβληθεί σε διασυνοριακή διακίνηση ανθρώπων και σε αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία στο έδαφος του Αζερμπαϊτζάν, μεταξύ άλλων, από ορισμένους φερόμενους ως δράστες που διέμεναν στο Αζερμπαϊτζάν. Συγκεκριμένα:

Πρώτον, προέκυψε από τη δικογραφία ότι η περίοδος κατά την οποία οι προσφεύγοντες είχαν εργαστεί στο Αζερμπαϊτζάν συνέπεσε, είτε πλήρως είτε τουλάχιστον εν μέρει, με την περίοδο για την οποία είχαν γενικώς διατυπωθεί τα παράπονα σχετικά με την κατάσταση στο Serbaz, συγκεκριμένα από το Μάιο έως Νοέμβριο 2009. Δεύτερον, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη γενική περιγραφή των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης που περιγράφονταν  στην αστική αγωγή των προσφευγόντων καθώς και το πρόσθετο υλικό που είχαν επικαλεστεί τόσο ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων όσο και του Δικαστηρίου. Πιο συγκεκριμένα, είχαν αναφερθεί σε έκθεση (έκθεση «ASTRA») της 27ης Νοεμβρίου 2009 που εκπονήθηκε από τρεις ΜΚΟ από τη Σερβία, τη Βοσνία -Ερζεγοβίνη και την Κροατία σε συνεργασία με το Κέντρο Μετανάστευσης του Αζερμπαϊτζάν («AMC»). Αυτή η έκθεση παρείχε μια πιο λεπτομερή περιγραφή των ισχυρισμών που έγιναν σχετικά με τη μεταχείριση των εργαζομένων από την Serbaz και περιείχε πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την πιθανή κατάσταση της καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας και της εμπορίας ανθρώπων. Η ύπαρξη και το περιεχόμενο αυτής της έκθεσης είχαν τεθεί επαρκώς υπόψη των εθνικών δικαστηρίων. Παρόλο που μια έκθεση ΜΚΟ δεν θα είχε, από μόνη της, σημαντική αποδεικτική αξία χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, δεδομένου του τομέα εμπειρίας των εμπλεκόμενων ΜΚΟ, δηλαδή της συνδρομής σε διακινούμενους εργαζόμενους και της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων, οι εκ πρώτης όψεως πληροφορίες που περιέχονταν  σε αυτήν αποτελούσαν υλικό που επιβεβαίωνε  τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων. Επιπλέον, υπήρχαν άλλες πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τους εργαζόμενους που φέρονται να βρίσκονταν στην ίδια ή παρόμοια κατάσταση με εκείνη των προσφευγόντων κατά την ίδια χρονική περίοδο, οι οποίες είχαν αναφερθεί από τους προσφεύγοντες ή είχαν τεθεί άλλως υπόψη των εθνικών δικαστηρίων και άλλων αρχών.

Οι ισχυρισμοί που αφορούσαν σωματικές και άλλες μορφές τιμωριών, κατάσχεση εγγράφων και περιορισμό στις μετακινήσεις τους μέσω των απειλών πιθανών συλλήψεων των προσφευγόντων από την τοπική αστυνομία λόγω της παράτυπης διαμονής τους στο Αζερμπαϊτζάν ήταν ενδεικτικοί πιθανών σωματικών και ψυχικών καταναγκασμών και εργασιών που εξήχθησαν υπό την απειλή επιβολής ποινικών κυρώσεων. Οι ισχυρισμοί για μη καταβολή μισθών και τα «πρόστιμα» με τη μορφή έκπτωσης από τους μισθούς, σε συνδυασμό με την απουσία αδειών εργασίας και διαμονής, αποκάλυψαν την πιθανώς ιδιαίτερη κατάσταση ευπάθειας των προσφευγόντων ως παράτυπων μεταναστών χωρίς πόρους. Αυτοί οι ισχυρισμοί υποδήλωσαν ότι ακόμη και αν υποτεθεί ότι κατά την πρόσληψή τους οι προσφεύγοντες είχαν προσφερθεί εθελοντικά να εργαστούν και πίστευαν ότι θα έπαιρναν τους μισθούς τους, η κατάσταση θα άλλαζε στη συνέχεια ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του εργοδότη τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ισχυρισμοί για αναγκαστικές υπερβολικά μεγάλες βάρδιες εργασίας, έλλειψη σωστής διατροφής και ιατρικής περίθαλψης, καθώς και η γενική εικόνα της καταναγκαστικής και εκφοβιστικής ατμόσφαιρας στη Serbaz ήταν επίσης σχετικές. Το Δικαστήριο έκρινε ότι όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί, από κοινού, συνιστούσαν έναν αμφισβητήσιμο ισχυρισμό ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποβληθεί σε εργασία ή υπηρεσία που τους είχε ζητηθεί υπό την απειλή της επιβολής ποινικών κυρώσεων και για την οποία δεν είχαν προσφερθεί εθελοντικά.

Επιπλέον, υπήρχαν επίσης τα τρία συστατικά στοιχεία για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων: το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν στρατολογηθεί στη Βοσνία -Ερζεγοβίνη, είχαν μεταφερθεί ομαδικά στο Αζερμπαϊτζάν από ιδιωτική εταιρεία και εγκαταστάθηκαν συλλογικά σε καθορισμένα καταλύματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να αφήσουν χωρίς άδεια από τον εργοδότη, θα μπορούσε να αποτελέσει  «πρόσληψη, μεταφορά, φιλοξενία ή παραλαβή ατόμων» («δράση»). Οι πληροφορίες της έκθεσης ASTRA σχετικά με τις συνθήκες πρόσληψης αποκάλυψαν μια φερόμενη κατάσταση η οποία μπορεί να ισοδυναμούσε με πρόσληψη μέσω απάτης («μέσα»). Το συμπέρασμα όσον αφορά την επιχειρηματολογία του ισχυρισμού τους για «καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία» αποκάλυψε επίσης τον πιθανό σκοπό της εκμετάλλευσης με τη μορφή καταναγκαστικής εργασίας («σκοπός»).

Συμμόρφωση με υποχρεώσεις

(i) Κατά πόσον προέκυψε υποχρέωση διερεύνησης στην παρούσα υπόθεση

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εν λόγω υποχρέωση υφίστατο, παρόλο που οι ίδιοι οι προσφεύγοντες δεν είχαν υποβάλει επίσημη ποινική καταγγελία, καθώς θεώρησε ότι η «αμφισβητούμενη απαίτησή» τους είχε δεχθεί επαρκώς και επανειλημμένα την προσοχή των αρμόδιων εθνικών αρχών με διάφορους τρόπους, όπως επιστολές καταγγελίας της AMC προς τα αρμόδια όργανα και αμφισβήτηση της αδράνειας των αρχών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, κατάθεση αστικής αγωγής των προσφευγόντων και αιτήματα νομικής συνδρομής. Σε σχέση με το τελευταίο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στο πλαίσιο θετικών υποχρεώσεων δυνάμει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, που ήταν παρόμοιες με εκείνες του άρθρου 4, λεπτομερείς πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε διακρατική αίτηση νομικής συνδρομής σχετικά με σοβαρά ποινικά αδικήματα που ενδέχεται να έχουν διαπραχθεί στο έδαφος του κράτους που λαμβάνει το αίτημα μπορεί να ισοδυναμούν με «αμφισβητήσιμη απαίτηση» που τέθηκε ενώπιον των αρχών του κράτους αυτού, εγείροντας το καθήκον του να διερευνήσει περαιτέρω αυτούς τους ισχυρισμούς.

Οι αρχές του Αζερμπαϊτζάν γνώριζαν επίσης την έκθεση του 2011 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας («ECRI») για την χώρα αυτή, σύμφωνα με την οποία πολλοί εργοδότες που απασχολούσαν μετανάστες εργαζόμενους στο Αζερμπαϊτζάν, συμπεριλαμβανομένου του κατασκευαστικού τομέα, είχαν χρησιμοποιήσει παράνομες πρακτικές απασχόλησης και, ως εκ τούτου, οι μετανάστες που εργάζονταν παράνομα βρίσκονταν συχνά ευάλωτοι και υπόκειντο σε σοβαρές μορφές κακοποίησης. Τα ευρήματα αυτής της έκθεσης αναπτύχθηκαν αργότερα στην Έκθεση 2014 της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για τη Δράση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων του Συμβουλίου της Ευρώπης («GRETA») σχετικά με την εφαρμογή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων από το Αζερμπαϊτζάν. Αυτή η έκθεση παρατήρησε ότι τα όργανα επιβολής του νόμου στο Αζερμπαϊτζάν φέρονται να βλέπουν πιθανές περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων για εργασιακή εκμετάλλευση ως απλές εργασιακές διαμάχες μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη και φάνηκε να υπάρχει σύγχυση μεταξύ των περιπτώσεων εμπορίας ανθρώπων για εργασιακή εκμετάλλευση και διαφορές σχετικά με τους μισθούς και άλλες πτυχές των συνθηκών εργασίας. Αν και δεν ήταν οριστικό, το γενικό πλαίσιο που περιγράφεται και στις δύο αυτές εκθέσεις ήταν σημαντικό για την εκτίμηση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, οι αρχές είχαν την υποχρέωση να ενεργήσουν ξεκινώντας και διεξάγοντας μια αποτελεσματική έρευνα.

(ii) Αν υπήρξε αποτελεσματική έρευνα

Η κυβέρνηση δεν είχε υποβάλει πληροφορίες ή σχόλια σχετικά με οποιαδήποτε έρευνα που διεξήχθη από τις εγχώριες αρχές, αποτυγχάνοντας έτσι να αποδείξει ότι είχε διεξαχθεί οποιαδήποτε αποτελεσματική έρευνα για τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων. Ούτε προέκυψε από τη δικογραφία, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που υπέβαλαν τρίτα μέρη, ότι είχε πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε έρευνα. Μεταξύ άλλων, αυτά τα έγγραφα δεν περιείχαν πληροφορίες σχετικά με τυχόν προσπάθειες εντοπισμού και αμφισβήτησης τυχόν φερόμενων ή ήδη αναγνωρισμένων φερόμενων θυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων. Στο βαθμό που το Τμήμα Καταπολέμησης της Εμπορίας Ανθρώπων του Υπουργείου Εσωτερικών γνώριζε ότι πολλά φερόμενα θύματα είχαν σταλεί πίσω στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και είχαν ενημερωθεί για τις ποινικές διαδικασίες εκεί, θα μπορούσε να είχε στείλει επίσημο αίτημα νομικής βοήθειας στις αρχές της χώρας αυτής στο πλαίσιο της Σύμβασης Αμοιβαίας Βοήθειας, ζητώντας από τις τελευταίες να εντοπίσουν και να ανακρίνουν τέτοια πιθανά θύματα και να παράσχουν αντίγραφα των καταθέσεών τους στις αρμόδιες αρχές  του Αζερμπαϊτζάν. Επιπλέον, δεν είχε αποδειχθεί ότι είχαν γίνει προσπάθειες για τον εντοπισμό και την αμφισβήτηση οποιουδήποτε από τους φερόμενους ως εμπλεκόμενους υπηκόους ή κατοίκους του Αζερμπαϊτζάν.

Συνεπώς, το εναγόμενο κράτος παρέλειψε να συμμορφωθεί με τη διαδικαστική του υποχρέωση να κινήσει και να διεξάγει αποτελεσματική έρευνα για τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων σχετικά με την υποτιθέμενη καταναγκαστική εργασία και εμπορία ανθρώπων.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 4 § 2 στο πλαίσιο του διαδικαστικού σκέλους του (ομόφωνα).

Δίκαιη ικανοποίηση:  Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ σε καθένα από τους προσφεύγοντες για ηθική βλάβη και απέρριψε την αξίωση για αποζημίωση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες