Καταδίκη για ηθική αυτουργία σε υπεξαίρεση από δημόσιο υπάλληλο με επιβαρυντική περίσταση παρά την κατάργηση της τελευταίας από μεταγενέστερο νόμο! Παραβίαση άρθρου 7 της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Sinan Çetinkaya και Ağyar Çetinkaya κατά Τουρκίας της 25.05.2022  (αρ. προσφ. 74536/10 και 75462/10).

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου. Εφαρμογή της αρχής και σε ότι αφορά την επιβαρυντική περίσταση.

Οι προσφεύγοντες  το έτος 1999 φέρεται ότι έλαβαν δάνεια από κρατική τράπεζα χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα για λογαριασμό 76 δανειοληπτών. Η απάτη αυτή έγινε σε συνεργασία με το διευθυντή της τράπεζας. Καταδικάστηκαν για ηθική αυτουργία σε υπεξαίρεση με την επιβαρυντική περίπτωση της τέλεσης από δημόσιο υπάλληλο (διευθυντή τράπεζας) παρά την ισχύ ευμενέστερης ποινικής διάταξης που προέβλεπε την επιβαρυντική περίπτωση μόνο για τον φυσικό αυτουργό. Άσκησαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ.

Το Στρασβούργο επανέλαβε την αρχή της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου,   τονίζοντας ότι  τα δικαστήρια πρέπει να εφαρμόζουν το δίκαιο του οποίου οι διατάξεις είναι πιο ευνοϊκές.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν διωχθεί και καταδικαστεί  ως ηθικοί αυτουργοί σε υπεξαίρεση τελεσθείσα από δημόσιο υπάλληλο παρά το γεγονός ότι αυτή η μορφή συμμετοχής στο έγκλημα είχε καταργηθεί και σύμφωνα με τον νέο ποινικό κώδικα με την επιβαρυντική περίσταση τιμωρούνταν μόνο ο φυσικός αυτουργός. Έκρινε ότι η καταδίκη  για ηθική αυτουργία σε υπεξαίρεση που τελέστηκε από δημόσιο υπάλληλο, με την παράλειψη εφαρμογής του επιεικέστερου νέου ποινικού κώδικα  παραβίασε το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 7

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Sinan Çetinkaya και Ağyar Çetinkaya, είναι Τούρκοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1966 και 1964 αντίστοιχα και ζουν στην Κωνσταντινούπολη.

Είχαν την θέση το Γενικού Διευθυντή και του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου μιας εταιρείας αυτοκινήτων και, το 1999, κατηγορήθηκαν ότι φέρεται ότι έλαβαν τραπεζικά δάνεια από την Ziraat Bank για λογαριασμό  76 πελατών με χρήση πλαστών εγγράφων και για χρήση αυτών των δανείων για προσωπικούς σκοπούς σε συνεργασία με το Διευθυντή της τράπεζας Β.Ε.. Στο μεταξύ, λόγω της εισαγωγής ενός νέου νόμου, το νομικό καθεστώς της Ziraat Bank άλλαξε από δημόσια τράπεζα σε ανώνυμη εταιρεία, με αποτέλεσμα να μην υπάγονται πλέον οι υπάλληλοί της  στο καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων όσον αφορά τις ποινικές διώξεις. Οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν (μετά την εφαρμογή του νέου ποινικού κώδικα)  για ηθική αυτουργία σε  υπεξαίρεση με την επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης από δημόσιο υπάλληλο (δηλαδή το διευθυντή της τράπεζας Β.Ε.)  βάσει του νέου Ποινικού Κώδικα παρά του ότι η  υπεξαίρεση ήταν ειδικό αδίκημα που θα μπορούσε να διαπραχθεί μόνο από δημόσιο υπάλληλο και η τράπεζα είχε πάψει πλέον να είναι κρατική και οι υπάλληλοι της και ο διευθυντής  δεν θεωρούνταν δημόσιοι υπάλληλοι. Επιπλέον δυνάμει του νέου ποινικού νόμου δεν προβλέπονταν αυτή η μορφή της συμμετοχής  δηλαδή  ηθική αυτουργία σε  υπεξαίρεση τελεσθείσα από δημόσιο υπάλληλο παρά μόνο για τον φυσικό αυτουργό.

Οι προσφεύγοντες άσκησαν καταγγελία  ότι η καταδίκη τους για ηθική βλάβη σε  υπεξαίρεση τελεσθείσα από δημόσιο υπάλληλο, στερούνταν νομικής βάσης στο εσωτερικό δίκαιο και οδήγησε σε παραβίαση του άρθρου 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι το άρθρο 7 § 1 της Σύμβασης εγγυάται όχι μόνο την αρχή της μη αναδρομικότητας του επαχθέστερου ποινικού νόμου, αλλά επίσης, σιωπηρά, την αρχή της αναδρομικότητας της επιεικέστερης  διάταξης. Η αρχή αυτή ενσωματώνεται στον κανόνα ότι όταν υπάρχουν διαφορές μεταξύ του ποινικού δικαίου που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης  και των μεταγενέστερων ποινικών νόμων που θεσπίστηκαν πριν από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, τα δικαστήρια πρέπει να εφαρμόζουν το δίκαιο του οποίου οι διατάξεις είναι πιο ευνοϊκές.

Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου ισχύει και στο πλαίσιο τροπολογίας που σχετίζεται με τον χαρακτηρισμό του αδικήματος .

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι ο χρόνος τέλεσης του αδικήματος που αποδόθηκε στους προσφεύγοντες ήταν η 14 Μαΐου 1999 και τελικά τους καταδίκασαν για το αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε  υπεξαίρεση που τελέστηκε από δημόσιο υπάλληλο, βάσει του άρθρου 247 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο τέθηκε σε ισχύ  τον Ιούνιο του 2005, δηλαδή περίπου έξι χρόνια μετά την ημερομηνία των επίμαχων πράξεων. Οι πράξεις αυτές τιμωρούνταν κατά τον χρόνο τέλεσης τους (στις 14 Μαΐου 1999) βάσει του άρθρου 202 του προγενέστερου  Ποινικού Κώδικα. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή ίσχυε μόνο μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 2000, ημερομηνία κατά την οποία ο Ν. 4603 αφαίρεσε την ιδιότητα του Β.Ε. ως δημόσιου υπαλλήλου, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον δυνατή η καταδίκη του για υπεξαίρεση δημοσίου υπαλλήλου,  που είναι ειδικό αδίκημα το οποίο μπορούσε να διαπράξει μόνο δημόσιος υπάλληλος. Επιπλέον, ακόμη και αν οι πράξεις αυτές θα μπορούσαν ενδεχομένως να τιμωρηθούν σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3 του Ν. 4389, όπως ανέφεραν τα εθνικά δικαστήρια, η διάταξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μόλις στις 23 Ιουνίου 1999.

Όπως και να έχει, οι παραπάνω εκτιμήσεις ενδέχεται να μην έχουν άμεση εφαρμογή  στους προσφεύγοντες επειδή ενδέχεται να είχαν ποινική ευθύνη για το αδίκημα της υπεξαίρεσης ως ηθικοί αυτουργοί.

Το Δικαστήριο επιδίωξε επομένως να εξακριβώσει τις διατάξεις που αφορούσαν  την ποινική τους ευθύνη, προκειμένου να καθορίσει εάν η καταδίκη των προσφευγόντων παρέμεινε συμβατή με τις απαιτήσεις του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ (βλ. Huhtamäki κατά Φινλανδίας, αρ. 54468/09 , § 46, 6 Μαρτίου 2012).

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι όταν ίσχυε ο προηγούμενος Ποινικός Κώδικας, δηλαδή μέχρι την 1η Ιουνίου 2005, πρόσωπα που δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι κρατικής τράπεζας μπορούσαν να έχουν υποκειμενική ευθύνη διάπραξης ειδικών αδικημάτων (υπεξαίρεση και τραπεζική υπεξαίρεση στην παρούσα υπόθεση), όπως επιβεβαιώνεται από την απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της 15 Ιουνίου 2006. Ωστόσο, ο ισχύων Ποινικός Κώδικας περιόριζε το πεδίο της ποινικής ευθύνης σε τέτοιες περιπτώσεις εξαιρώντας τους  ηθικούς αυτουργούς στο έγκλημα (άρθρα 38 και 39 του Ποινικού Κώδικα), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι μόνον οι φυσικοί αυτουργοί  σε περίπτωση ειδικών αδικημάτων μπορούσαν να πληρούν την υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων αυτών υπό την ιδιότητα αυτή (άρθρο 40 § 2 του νέου Ποινικού Κώδικα).

Εκ πρώτης όψεως, το άρθρο 40 § 2 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα μπορεί να φαίνεται ότι εμπίπτει στην έννοια του «ευνοϊκότερου ποινικού δικαίου», επειδή εξάλειψε την ποινική ευθύνη των προσφευγόντων σε σχέση με τα ειδικά αυτά  αδικήματα. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες  θα μπορούσαν να καταδικαστούν ως ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί  βάσει αυτής της διάταξης.

Ως εκ τούτου, η εξέταση του Δικαστηρίου επικεντρώθηκε  στην αξιολόγηση των εθνικών δικαστηρίων με σκοπό να εξακριβωθεί με ποια ιδιότητα καταδίκασαν τους προσφεύγοντες για το αδίκημα της υπεξαίρεσης.

Συναφώς, το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι στην απόφασή του,  τον Αύγουστο  2006 (δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα), το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το άρθρο 40§2, καθώς έκρινε ότι οι προσφεύγοντες «είχαν  κοινή εγκληματική πρόθεση και ενήργησαν σε συνεννόηση με τον B.E. (διευθυντή Τράπεζας)» και συνεπώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως άτομα που είχαν διαπράξει το αδίκημα («συμμετοχή» – asli maddi iştirak). Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υιοθέτησε σχεδόν την ίδια λογική που περιέχονταν  σε εκείνη την απόφαση και τελικά έκρινε τους προσφεύγοντες ένοχους για υπεξαίρεση, θεωρώντας ότι «οι προσφεύγοντες είχαν κοινή εγκληματική πρόθεση και ενήργησαν σε συνεννόηση με τον B.E.».

Το Δικαστήριο απέδωσε  αποφασιστική σημασία στο γεγονός ότι το πρωτοβάθμιο εγχώριο δικαστήριο δεν ανέφερε ότι οι προσφεύγοντες είχαν διωχθεί ως συνεργοί και ηθικοί αυτουργοί, παρά το γεγονός ότι αυτές ήταν οι μοναδικές ιδιότητες σύμφωνα με το άρθρο 40 § 2 του Ποινικού Κώδικα για τις οποίες θα μπορούσαν να είχαν καταδικαστεί για ειδικό αδίκημα από την 1η Ιουνίου 2005 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα) και μετά. Ούτε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο εξέτασε αυτό το κρίσιμο σημείο. Ως εκ τούτου, η παράλειψη εφαρμογής του άρθρου 40§2 του Ποινικού Κώδικα από τα εθνικά δικαστήρια σήμαινε ουσιαστικά ότι η ποινική ευθύνη των προσφευγόντων για «ειδικό αδίκημα», δηλαδή ηθική αυτουργία σε  υπεξαίρεση που τελέστηκε από δημόσιο υπάλληλο, δεν στηρίζετο σε ισχύουσα ποινική διάταξη, καθώς δεν ήταν πλέον δυνατό να καταδικαστούν αυτοί  ως ηθικοί αυτουργοί αυτού του αδικήματος.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση: οι προσφεύγοντες δεν υπέβαλαν εμπροθέσμως αξιώσεις για δίκαιη ικανοποίηση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες