Η μη χορήγηση στεγαστικού επιδόματος λόγω υπέρβασης του ηλικιακού ορίου δεν συνιστά παραβίαση της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Šaltinytė κατά Λιθουανίας της 26.10.2021 (αρ. προσφ. 32934/19)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Απαγόρευση των διακρίσεων. Προστασία της ιδιοκτησίας.

Η προσφεύγουσα έκανε ισχυρίστηκε ότι υπέστη αδικαιολόγητη διάκριση λόγω ηλικίας όταν αυτή αιτήθηκε στεγαστικό επίδομα. Τα δικαστήρια είχαν απορρίψει την αίτησή της επειδή υπερέβαινε το ανώτατο όριο της ηλικίας των 35 ετών, σύμφωνα με τη σχετική εσωτερική νομοθεσία, καθώς η ίδια ήταν τότε 37 ετών. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση είχε αιτιολογήσει επαρκώς τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για το επίμαχο επίδομα στέγασης και την εν λόγω περίπτωση διαφορετικής μεταχείρισης που κατήγγειλε η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, το επίδομα στέγασης είχε ως στόχο την οικονομική ενίσχυση των νέων και την ενθάρρυνση απόκτησης περισσοτέρων παιδιών, ενόψει του μειωμένου πληθυσμού που προκαλείται από τη μετανάστευση και την υπογεννητικότητα.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επισήμανε ότι η Λιθουανία είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει για τις κρατικές παροχές, λαμβάνοντας υπόψη τους κοινωνικούς, δημογραφικούς και οικονομικούς παράγοντες.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), καθώς και καμία παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 1

Άρθρο 14

Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Loreta Šaltinytė, είναι υπήκοος Λιθουανίας η οποία γεννήθηκε το 1979 και ζει στο Βίλνιους. Το 2016 η κα Šaltinytė, ανύπαντρη μητέρα και 37 ετών τότε, υπέβαλε αίτηση για επιδότηση που αφορούσε υποστήριξη σε «Νέες οικογένειες» με χαμηλό εισόδημα για αγορά πρώτης κατοικίας. Οι τοπικές αρχές απέρριψαν το αίτημά της επειδή η σχετική εσωτερική νομοθεσία όριζε ως «νέες οικογένειες» εκείνες στις οποίες οι γονείς δεν ήταν άνω των 35 ετών.

Η κα Šaltinytė και η κόρη της προσέφυγαν στα διοικητικά δικαστήρια. Υποστήριξαν ότι η άρνηση χορήγησης της επιδότησης στέγασης στην προσφεύγουσα βασίστηκε αποκλειστικά στην ηλικία της και ως εκ τούτου συνιστούσε διάκριση.

Τελικά, το 2018, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η άρνηση ήταν δικαιολογημένη. Έκρινε ειδικότερα ότι ο νομοθέτης είχε τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει ποιες κατηγορίες προσώπων ή οικογένειες δικαιούνταν επιδόματα πρόνοιας.

Το ανωτέρω δικαστήριο αρνήθηκε επίσης να παραπέμψει την υπόθεση στο Συνταγματικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι δεν υπήρχαν λόγοι αμφισβήτησης ότι η νομοθετική ρύθμιση δεν ήταν σύμφωνη με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος.

Επικαλούμενη το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι της είχαν αρνηθεί το επίδομα στέγασης μόνο λόγω της ηλικίας της.

Κατήγγειλε επίσης βάσει του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) ότι τα δικαστήρια είχαν αρνηθεί να παραπέμψουν το αίτημά της στο Συνταγματικό Δικαστήριο χωρίς να αιτιολογήσουν επαρκώς την απόφασή τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) και άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της ΕΣΔΑ

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι υπήρχε διαφορά ως προς τη μεταχείριση προσώπων σε σχετικά όμοιες καταστάσεις λόγω ηλικίας. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση με μια νεότερη ανύπαντρη μητέρα στην οποία, υπό τις ίδιες συνθήκες, πιθανότατα να  χορηγούνταν η επίμαχη στεγαστική επιδότηση.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου εξέτασε στη συνέχεια εάν αυτή η διαφορετική μεταχείριση ήταν δικαιολογημένη. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εν λόγω επιδότηση στέγασης είχε ως στόχο να βοηθήσει τα νέα άτομα στο εγχείρημά τους να αποκτήσουν  κατοικία και κατά συνέπεια, να ενθαρρύνει μια θετική δημογραφική αλλαγή στη Λιθουανία, της οποίας ο πληθυσμός γερνούσε με ταχείς ρυθμούς και προκαλούσε διάφορα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.

Το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι ο σκοπός αυτός ήταν θεμιτός καθώς ήταν προς το δημόσιο συμφέρον. Σημείωσε ιδίως ότι η επιδότηση στέγασης ενθάρρυνε τους νέους να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά και έτσι να πραγματοποιηθεί αντιστάθμιση της μείωσης του πληθυσμού που προκλήθηκε από τη μετανάστευση και το χαμηλό ποσοστό γεννήσεων που παρατηρήθηκε από την δεκαετία του 1990 και έπειτα.

Αν και αναγνώρισε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι όλοι οι γονείς που μεγάλωναν μικρά παιδιά θα μπορούσαν να έχουν παρόμοιες ανάγκες για κοινωνική πρόνοια, ανεξαρτήτως ηλικίας, έλαβε επίσης υπόψη του το δύσκολο έργο που αντιμετωπίζουν οι εθνικές αρχές κατά την κατανομή περιορισμένων δημοσίων πόρων. Επιπλέον, το όριο ηλικίας είχε βασιστεί σε αντικειμενικά κριτήρια. Η κυβέρνηση υπέβαλε στατιστικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, κατά μέσο όρο, οι Λιθουανοί παντρεύονται, κάνουν το πρώτο τους παιδί και λαμβάνουν στεγαστικό δάνειο μεταξύ 28 και 35 ετών. Ούτε ήταν προδήλως παράλογο να παρέχεται πρόσθετη κοινωνική βοήθεια σε οικογένειες νεότερης ηλικίας, έχοντας κατά νου ότι η οικονομική τους κατάσταση ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που επηρέασε τις αποφάσεις τους σχετικά με το αν θα μεταναστεύσουν και αν και πότε θα κάνουν παιδιά.

Πράγματι, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να λάβει κοινωνική βοήθεια μέσω διαφόρων άλλων κρατικών παροχών τα οποία διατίθενται σε γονείς και οικογένειες στη Λιθουανία, για παράδειγμα με βάση το χαμηλό εισόδημα.

Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κράτος είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό συγκεκριμένων ορίων ηλικίας αναφορικά με κρατικά επιδόματα και ότι, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, η Λιθουανία δεν είχε προχωρήσει πέρα από τη χορηγούσα διακριτική ευχέρεια.

Επομένως, έκρινε ότι η διαφορετική μεταχείριση ήταν δικαιολογημένη και δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είχε προβεί σε εκτενείς αναφορές στην σχετική νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, εξέτασε την καταγγελία της προσφεύγουσας υπό το φως των καταγεγραμμένων αρχών και παρείχε λεπτομερείς λόγους για την απόρριψή της. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί γιατί το αίτημά της για παραπομπή της υπόθεσής της στο Συνταγματικό δικαστήριο είχε απορριφθεί.

Συνεπώς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες