Η έλλειψη ανεξαρτησίας του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά την απόφαση διορισμού δικαστών παραβίασε το δικαίωμα ακρόασης. Η Πολωνία οφείλει να λάβει μέτρα προς συμμόρφωση με την απόφαση του ΕΔΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας της 8.11.2021 (αρ. προσφ. 49868/19 και 57511/19)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα ακρόασης. Ανεξαρτησία δικαιοσύνης. Διορισμός δικαστών.

Οι προσφεύγοντες, δικαστές περιφερειακών δικαστηρίων, ισχυρίστηκαν ότι το Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είχε κρίνει για υποθέσεις που αφορούσαν τον διορισμό τους, δεν ήταν  «δικαστήριο που ιδρύθηκε με νόμο» και δεν ήταν αμερόληπτο και ανεξάρτητο.

Κατήγγειλαν ιδίως ότι το Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων, ένα από τα δύο νεοσύστατα τμήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είχε συγκροτηθεί από δικαστές που διορίστηκαν από τον Πρόεδρο της Πολωνίας μετά από σύσταση του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου («το NCJ»), το συνταγματικό όργανο στην Πολωνία που διασφαλίζει την ανεξαρτησία των δικαστηρίων και των δικαστών. Το γεγονός αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο διαμάχης από την έναρξη ισχύος της νέας νομοθεσίας που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα δικαστικά μέλη του συμβουλίου αυτού δεν εκλέγονται πλέον από δικαστές αλλά από το Sejm (την κατώτατη Βουλή αντιπροσώπων).

Η υπόθεση είναι μία από τις 57 προσφυγές κατά της Πολωνίας, που υποβλήθηκαν το 2018-2021, σχετικά με διάφορες πτυχές της αναδιοργάνωσης του πολωνικού δικαστικού συστήματος που ξεκίνησε το 2017. Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι ο ρόλος του δεν ήταν να αξιολογήσει τη νομιμότητα της αναδιοργάνωσης της πολωνικής δικαιοσύνης στο σύνολό της, αλλά να καθορίσει εάν, και εάν ναι, πώς, οι αλλαγές είχαν επηρεάσει τα δικαιώματα των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η διαδικασία διορισμού των δικαστών είχε επηρεαστεί αδικαιολόγητα από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Αυτό ισοδυναμούσε με μια θεμελιώδη παρατυπία που επηρέασε εις βάρος τους την όλη διαδικασία και έθετε σε κίνδυνο τη νομιμότητα του Τμήματος Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εξετάσει τις υποθέσεις των προσφευγόντων.  Το Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων δεν ήταν επομένως «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο» κατά την έννοια της ΕΣΔΑ.

Η παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων προήλθε από τις τροποποιήσεις της πολωνικής νομοθεσίας που στερούσε  από την πολωνική δικαιοσύνη το δικαίωμα να εκλέγει δικαστικά μέλη του NCJ και επέτρεπε στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία να παρεμβαίνουν άμεσα ή έμμεσα στη διαδικασία διορισμού των δικαστών, θέτοντας έτσι συστηματικά σε κίνδυνο τη νομιμότητα ενός δικαστηρίου που αποτελείται από τους διορισμένους δικαστές με τέτοιον τρόπο που να απαιτείται ταχεία επανορθωτική δράση από την πλευρά του πολωνικού κράτους.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στον καθένα 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Εφόσον το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ΕΣΔΑ, το Κράτος έχει νομική υποχρέωση βάσει του άρθρου 46 της Σύμβασης να επιλέξει, υπό την εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών, τα γενικά ή/και ατομικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν στην εσωτερική έννομη τάξη του για να τεθεί τέλος στην παραβίαση που διαπιστώθηκε και να επανορθώσει την κατάσταση. Επομένως, εναπόκειται στο κράτος της Πολωνίας να συντάξει τα απαραίτητα συμπεράσματα από την παρούσα απόφαση και να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την επίλυση των παραβιάσεων  που διαπιστώθηκαν από το ΕΔΔΑ και να αποτρέψει παρόμοιες παραβιάσεις να λάβουν χώρα στο μέλλον.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 § 1

Άρθρο 46

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι Monika Dolińska-Ficek και Artur Ozimek είναι Πολωνοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1979 και το 1966 και ζουν στο Siemianowice Śląskie και στο Lublin (Πολωνία) αντίστοιχα. Η κα Dolińska-Ficek είναι δικαστής περιφερειακού δικαστηρίου στο Mysłowice. Ο κ. Ozimek είναι δικαστής περιφερειακού δικαστηρίου στο Λούμπλιν. Και οι δύο έθεσαν υποψηφιότητα για δικαστικές θέσεις στα τέλη του 2017 και στις αρχές του 2018 αντίστοιχα, αλλά δεν προτάθηκαν για αυτές τις θέσεις από το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (το «NCJ»). Στη συνέχεια προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο το 2018. Οι προσφυγές τους εξετάστηκαν από το νεοσυσταθέν Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ένα από τα δύο νέα τμήματα που δημιουργήθηκαν μετά τις αλλαγές στο δικαστικό σώμα και αποτελούνται αποκλειστικά από δικαστές οι οποίοι διορίστηκαν  μέσω της διαδικασίας που περιλαμβάνει το νέο NCJ. Οι υποθέσεις τους απορρίφθηκαν το 2019.

Επικαλούμενοι το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι το Τμήμα  Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είχε εξετάσει τις προσφυγές τους ενάντια στα ψηφίσματα του NCJ, δεν ήταν ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο «δικαστήριο βάσει νόμου» γιατί απαρτιζόταν από δικαστές που προτάθηκαν από το NCJ. Αναφέρθηκαν ειδικότερα στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία κατέληξε σε απόφαση της 19 Νοεμβρίου 2019 και σε μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας που διαπίστωσαν ότι οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου που διορίστηκαν στη διαδικασία που αφορά το NCJ δεν ήταν δικαστήριο που συστάθηκε σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο.

Διαμαρτυρήθηκαν επίσης ότι ο Πρόεδρος της Πολωνίας είχε διορίσει τους δικαστές που πρότεινε το NCJ παρά τις εκκρεμείς προσφυγές που αμφισβητούν τη νομιμότητα του ψηφίσματος του NCJ και την αναστολή της εφαρμογής του ψηφίσματος, ενόσω διαρκεί ο δικαστικός έλεγχος.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ

Το ΕΔΔΑ εξέτασε την υπόθεση υπό το φως των κριτηρίων που όρισε το τμήμα μείζονος συνθέσεως στην υπόθεση Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (αρ. προσφ. 26374/18) του Δεκεμβρίου 2020 και επίσης εφαρμόστηκε στην υπόθεση Reczkowicz κατά Πολωνίας (αρ. προσφ. 43447/19) του Ιουλίου 2021.

Πρώτον, το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι υπήρξε κατάφωρη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου, η οποία επηρέασε τους θεμελιώδεις κανόνες διαδικασίας για το διορισμό των δικαστών στο Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτό συνέβη επειδή το NCJ, όπως συστάθηκε βάσει του Τροποποιητικού Νόμου για το NCJ της 8ης Δεκεμβρίου 2017, δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας από τη νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία.

Στη συνέχεια, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο διορισμός όλων των δικαστών από τον Πρόεδρο της Πολωνίας στο Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων με ψήφισμα του NCJ αριθ. 331/2018, παρά την απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2018 για αναστολή του ψηφίσματος, ισοδυναμούσε με πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου. Η σκόπιμη παράβλεψη δεσμευτικής δικαστικής απόφασης και παρέμβαση στην απονομή της δικαιοσύνης προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η εγκυρότητα μιας εκκρεμούς δικαστικής επανεξέτασης του διορισμού των δικαστών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κραυγαλέα  παραβίαση του κράτους δικαίου. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ δεν έκρινε απαραίτητο να καθορίσει αν υπήρξε και χωριστή παραβίαση του εσωτερικού δικαίου που απορρέει από το γεγονός ότι η προκήρυξη κενών θέσεων εκ μέρους του Προέδρου στο Ανώτατο Δικαστήριο είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την υπογραφή του πρωθυπουργού.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η διαδικασία για τον διορισμό δικαστών η οποία επηρεαζόταν  αδικαιολόγητα από την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία ήταν από μόνη της ασυμβίβαστη με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης και ως εκ τούτου, έθεσε σε κίνδυνο τη νομιμότητα του Τμήματος Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το δικαίωμα των προσφευγόντων σε «δικαστήριο που ιδρύθηκε από το νόμο» άρα κατ’ επέκταση σε χρηστή απονομή της δικαιοσύνης είχε προσβληθεί.

Καταλήγοντας σε αυτό το συμπέρασμα, το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε ιδίως σε αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας οι οποίες διαπίστωναν ότι οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου που διορίστηκαν στη διαδικασία που αφορά το NCJ δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για τη σύσταση δικαστηρίου που έχει συσταθεί σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι αυτές οι αποφάσεις βασίζονται  σε πειστικά επιχειρήματα, συμπεριλαμβανομένης μιας ενδελεχούς και προσεκτικής αξιολόγησης του σχετικού πολωνικού δικαίου από τη σκοπιά των θεμελιωδών προτύπων της ΕΣΔΑ και του δικαίου της ΕΕ. Έλαβε επίσης υπόψιν  αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και πολλαπλές εκθέσεις και αξιολογήσεις από ευρωπαϊκούς και διεθνείς φορείς.

Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Τμήμα Έκτακτης Αναθεώρησης και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο εξέτασε τις υποθέσεις των προσφευγόντων, δεν ήταν «δικαστήριο το οποίο ιδρύθηκε από το νόμο». Υπήρξε επομένως  παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Όσον αφορά το ερώτημα εάν οι ίδιες παρατυπίες έθεσαν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και αμεροληψία του Τμήματος Έκτακτων Αναθεωρήσεων και Δημοσίων Υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το ζήτημα συσχετίζονταν με το ίδιο υποκείμενο πρόβλημα της εγγενώς ελλιπούς διαδικασίας των δικαστικών διορισμών και ότι είχε ήδη απαντηθεί κατά την εξέταση της καταγγελίας ισχυριζόμενο ότι το εν λόγω τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν διέθετε τα χαρακτηριστικά ενός «δικαστηρίου που ιδρύθηκε από το νόμο». Επομένως, έκρινε ότι δεν απαιτείται  περαιτέρω εξέταση.

Τέλος, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να αποφανθεί χωριστά για τις πρόσθετες καταγγελίες των προσφευγόντων για παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στη διαδικασία ενώπιον του NCJ.

Άρθρο 46 της ΕΣΔΑ (Υποχρεωτική ισχύς και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων)

Όταν το ΕΔΔΑ διαπιστώνει παραβίαση της Σύμβασης, το κράτος έχει νομική υποχρέωση να επιλέξει,  υπό την εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών, του γενικού ή/και, κατά περίπτωση, των ατομικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν στην εσωτερική έννομη τάξη του για να τεθεί τέλος στην παραβίαση που διαπίστωσε το Δικαστήριο του Στρασβούργου και να διορθώσει την κατάσταση.

Η παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων προήλθε από τις τροποποιήσεις της πολωνικής νομοθεσίας που αποστερούσε από την πολωνική δικαιοσύνη το δικαίωμα να εκλέγει τα δικαστικά μέλη του NCJ και επέτρεψε στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία να παρέμβει άμεσα ή έμμεσα στη διαδικασία διορισμού των δικαστών, θέτοντας έτσι συστηματικά σε κίνδυνο τη νομιμότητα ενός δικαστηρίου που αποτελείται από διορισμένους δικαστές. Σε αυτήν την κατάσταση και προς το συμφέρον του κράτους δικαίου, της αρχής διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, απαιτείται μια ταχεία επανορθωτική δράση από την πλευρά των Πολωνικών αρχών.

Το ΕΔΔΑ απέφυγε να δώσει οποιεσδήποτε συγκεκριμένες ενδείξεις ως προς τον τύπο των ατομικών ή/και γενικών μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν για να διορθωθεί η κατάσταση και περιόρισε τις εκτιμήσεις του σε μια γενική καθοδήγηση. Επομένως, εναπόκειται στο κράτος της Πολωνίας να συναγάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα από την εν λόγω απόφαση  και να λάβει τυχόν ατομικά ή γενικά μέτρα όπως ενδείκνυται για την επίλυση των παραβιάσεων που διαπιστώθηκαν από το Δικαστήριο του Στρασβούργου και να αποτρέψει παρόμοιες παραβιάσεις στο μέλλον.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε σε καθέναν από τους προσφεύγοντες 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες