Η δημοσιοποίηση απόρρητης τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ πρωθυπουργού και δημάρχου δεν έπληξε τη φήμη του πρώτου! Μη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Algirdas Butkevičius κατά Λιθουανίας της 14.06.2022  (αρ. προσφ. 70489/17)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων, Λιθουανός υπήκοος, ήταν πρωθυπουργός της Λιθουανίας. Η υπόθεση αφορούσε μια τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του προσφεύγοντος και ενός δημάρχου η οποία καταγράφηκε κρυφά κατά τη διάρκεια προανάκρισης για πιθανή διαφθορά σε σχέση με το χωροταξικό σχεδιασμό και δημοσιοποιήθηκε σε ακρόαση της Επιτροπής Καταπολέμησης της Διαφθοράς του Seimas (Κοινοβούλιο της Λιθουανίας). Ο προσφεύγων άσκησε έγκληση, ισχυριζόμενος ότι το υλικό αποκτήθηκε παράνομα και ότι υπέκρυπτε πολιτικούς σκοπούς. Ωστόσο οι καταγγελίες του απορρίφθηκαν με το σκεπτικό ότι τα εμπλεκόμενα πρόσωπα ήταν πολιτικά/δημόσια πρόσωπα και οι δραστηριότητές τους αφορούσαν το ευρύ κοινό.

Επικαλούμενος το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι οι  κρατικές αρχές είχαν παραβιάσει το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή.

Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η δημοσίευση της τηλεφωνικής συνομιλίας είχε αντίκτυπο στη φήμη του. Είναι αυτονόητο ότι η υστεροφημία παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός πολιτικού. Διαπίστωσε όμως  ότι, ακόμη και αν η φήμη του προσφεύγοντος είχε επηρεαστεί από την αποκάλυψη της τηλεφωνικής συνομιλίας, δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι είχε επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δυσανάλογη παρέμβαση στα δικαιώματά του που προστατεύονται από το άρθρο 8 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση της ιδιωτικής ζωής.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Algirdas Butkevičius, είναι Λιθουανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1958 και ζει στο Βίλνιους.

Το 2015 ένας περιφερειακός Εισαγγελέας και η Ειδική Ανακριτική Υπηρεσία ερευνούσαν καταγγελίες για διαφθορά που σχετίζονται με τη διαδικασία κατά την οποία ορισμένα εδάφη του κράτους έπρεπε να έχουν δικό τους καθεστώς ως θέρετρα – και επομένως καθεστώς προστατευόμενων περιοχών – το οποίο ανακλήθηκε με κυβερνητικό ψήφισμα. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, το δικαστήριο ενέκρινε την ηχογράφηση των τηλεφωνικών συνομιλιών του δημάρχου μιας από τις πόλεις – θέρετρα. Μία από τις υποκλαπείσες συνομιλίες έλαβε χώρα τον Αύγουστο με τον προσφεύγοντα, τότε πρωθυπουργό της Λιθουανίας, όπου συζητούσε εν συντομία την προγραμματισμένη έγκριση του κυβερνητικού ψηφίσματος. Άλλες υποκλοπές αφορούσαν υπουργούς και άλλους κρατικούς αξιωματούχους. Το Κυβερνητικό ψήφισμα με αριθμό 1025 εγκρίθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2015.

Επτά εβδομάδες αργότερα, το Κοινοβούλιο της Λιθουανίας (Seimas), θεωρώντας ότι δεν ακολουθήθηκαν οι σωστές διαδικασίες, ανέθεσε στην Επιτροπή Καταπολέμησης της Διαφθοράς τη διεξαγωγή κοινοβουλευτικής έρευνας για τις συνθήκες υπό τις οποίες το ψήφισμα αριθ. 1025 είχε υιοθετηθεί. Τον Φεβρουάριο του 2016, η προανάκριση για πιθανή πολιτική διαφθορά διεκόπη με την αιτιολογία ότι δεν είχε διαπραχθεί κανένα έγκλημα. Ο εισαγγελέας ενημέρωσε την επιτροπή και έστειλε το ερευνητικό υλικό, αλλά δεν διευκρίνισε ότι δεν θα έπρεπε να δημοσιευτεί περαιτέρω. Την 1η Μαρτίου 2016 η Επιτροπή Καταπολέμησης της Διαφθοράς πραγματοποίησε ακρόαση η οποία ήταν ανοιχτή στο κοινό, κατά την οποία η Επιτροπή συζήτησε το προανακριτικό υλικό. Ήταν παρόντες 20 δημοσιογράφοι. Εκείνο το βράδυ ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε από έναν από αυτούς περιείχε αποσπάσματα από την απομαγνητοφώνηση της τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ του προσφεύγοντος και του δημάρχου ενός από τα θέρετρα. Το άρθρο ανέφερε ότι «σχεδόν η μισή κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, χόρευαν στη μουσική που έπαιζε ο δήμαρχος». Η πληροφορία αυτή αναδημοσιεύτηκε από τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά sites στη χώρα, καθώς επίσης μεταδόθηκε και από τηλεοπτικά κανάλια.

Την επόμενη μέρα, ο προσφεύγων υπέβαλε έγκληση στον Γενικό Εισαγγελέα και ακολούθησε ο Υπουργός Περιβάλλοντος αργότερα την ίδια εβδομάδα. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, σύμφωνα με τη λιθουανική νομοθεσία, υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί για τη χρήση προανακριτικού υλικού, και η αποκάλυψη τέτοιου υλικού ήταν παράνομη. Πληροφορίες οι οποίες συλλέγονται μέσω ποινικών-απόρρητων μέτρων έπρεπε να καταστρέφονται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της έρευνας. Θεώρησε ότι οι τηλεφωνικές συνομιλίες είχαν δημοσιοποιηθεί για πολιτικό σκοπό και συγκεκριμένα για να τον βλάψουν ως άτομο, να βλάψουν το Κοινωνικό Δημοκρατικό Κόμμα και τη Κυβέρνηση.

Ο εισαγγελέας απέρριψε τις καταγγελίες, στηριζόμενος στο γεγονός ότι όλα τα πρόσωπα – ο Πρωθυπουργός, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και ο δήμαρχος του παραθεριστικού κέντρου –ήταν δημόσια πρόσωπα και ότι οι επαγγελματικές δραστηριότητες των κρατικών και δημοτικών λειτουργών θεωρούνταν πάντα δημόσιες από τη φύση τους.

Επιπλέον, με την αποστολή αντιγράφου της απόφασης στην Επιτροπή Καταπολέμησης της Διαφθοράς και τη μη ενημέρωση ότι τα στοιχεία από τον προανακριτικό φάκελο δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθούν, ο εισαγγελέας δεν έχει παραβιάσει τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις ποινικές διαδικασίες και δεν έχει διαπραχθεί κανένα έγκλημα.

Η έφεση που κατέθεσε ο προσφεύγων απορρίφθηκε από τα περιφερειακά δικαστήρια με το σκεπτικό ότι, καθώς δεν είχε συζητηθεί τίποτα σχετικό με την ιδιωτική του ζωή κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, η δημοσίευση της απομαγνητοφώνησης δεν θα μπορούσε να έχει παραβιάσει το δικαίωμά του στο σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής. Λόγω της θέσης του ως Πρωθυπουργού, της επαγγελματικής του δραστηριότητας και της συμμετοχής του στη δημόσια ζωή, ήταν εξέχον δημόσιο πρόσωπο, και η προανάκριση και η τηλεφωνική συνομιλία  αφορούσε ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος – καταγγελίες για διαφθορά σε σχέση με το χωροταξικό σχεδιασμό. Τα περιφερειακά δικαστήρια διαπίστωσαν επίσης ότι τα μέλη της Επιτροπής Καταπολέμησης της Διαφθοράς του Seimas ούτε είχαν προειδοποιηθεί να μην δημοσιεύσουν το υλικό από τον φάκελο της προανακριτικής έρευνας, ούτε είχαν ενημερωθεί σχετικά με την πιθανή ποινική τους ευθύνη.

Επικαλούμενος το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι οι  κρατικές αρχές είχαν παραβιάσει το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή και την αλληλογραφία αποκαλύπτοντας και δημοσιοποιώντας την τηλεφωνική του συνομιλία στα ΜΜΕ. Υποστήριξε ότι οι κρατικές αρχές – ο εισαγγελέας και η Επιτροπή Καταπολέμησης της Διαφθοράς – δεν είχαν προστατεύσει σωστά αυτές τις πληροφορίες όπως απαιτείται από το νόμο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Κατά το ΕΔΔΑ η επαγγελματική ζωή, ακόμη και σε δημόσιο πλαίσιο, θα μπορούσε μερικές φορές να εμπίπτει στο εύρος της ιδιωτικής ζωής. Ωστόσο, έδωσε βάρος στο γεγονός ότι, κατά την εξέταση της καταγγελίας του προσφεύγοντος, το εθνικό δικαστήριο είχε αναφερθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, και είχε εξισορροπήσει προσεκτικά τα συγκρουόμενα συμφέροντα, δηλαδή τη φήμη και την τιμή του προσφεύγοντος από τη μια και το δικαίωμα του Τύπου να δημοσιεύει θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος από την άλλη. Έλαβε επίσης υπόψιν ότι ο εισαγγελέας, θεωρώντας ότι το υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την προανάκριση περιλάμβανε στοιχεία που αποδεικνύουν πιθανές παραβιάσεις άλλων νόμων, είχε στείλει αντίγραφο της απόφασής του στον Πρόεδρο της Επιτροπής Δεοντολογίας.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε το συμπέρασμα των λιθουανικών αρχών ότι κατά τη μεταφορά του υλικού στην Επιτροπή Καταπολέμησης της Διαφθοράς και μη έχοντας λάβει ενημέρωση ότι το υλικό δεν πρέπει να αποκαλυφθεί, ο εισαγγελέας δεν είχε παραβιάσει τους κανόνες της ποινικής δίκης. Το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα λόγο να αποκλίνει από αυτό το συμπέρασμα. Συμπερασματικά, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της προανάκρισης δεν είχαν προστατευθεί από τον εισαγγελέα, και σημείωσε την πρακτική του Συνταγματικού  Δικαστηρίου να θεωρεί ότι οι δραστηριότητες κρατικών και δημοτικών υπαλλήλων που συνδέονται με τις αρμοδιότητές τους είχαν πάντα δημόσιο χαρακτήρα.

Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η δημοσίευση της τηλεφωνικής συνομιλίας είχε αντίκτυπο στη φήμη του. Είναι αυτονόητο ότι η υστεροφημία παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός πολιτικού. Όπως και να έχει, δεν είχε επισημάνει τυχόν συγκεκριμένες και απτές επιπτώσεις της αποκάλυψης της τηλεφωνικής συνομιλίας από τα ΜΜΕ στην ιδιωτική του ζωή, πολύ περισσότερο που δεν είχε καταδικαστεί για τίποτα και ο Πρόεδρος της Επιτροπής  Δεοντολογίας δεν είχε διαπιστώσει τίποτα μεμπτό στη συνομιλία.

Το Δικαστήριο έχει ήδη αναφερθεί στη σημασία του δημόσιου ελέγχου σε περιπτώσεις πιθανής πολιτικής διαφθοράς. Διαπίστωσε ότι ακόμη και αν η φήμη του προσφεύγοντος μεταξύ των συναδέλφων του είχε καταστραφεί με την αποκάλυψη της τηλεφωνικής του συνομιλίας, δεν υπήρχαν πραγματικοί λόγοι, πόσο μάλλον αποδεικτικά στοιχεία, που να αποδεικνύουν ότι είχε επηρεαστεί σε δυσανάλογο βαθμό.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του προσφεύγοντος, που προστατεύεται από το άρθρο 8  της ΕΣΔΑ (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες