Η απέλαση ομόφυλου στη Γκάμπια χωρίς να αξιολογηθούν οι κίνδυνοι που διέτρεχε λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού στη χώρα αυτή συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

B. και C. κατά Ελβετίας της 17.11.2020 (αρ. προσφ.43987/16 και 889/19)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ομόφυλο ζευγάρι. Ένας από τους δύο συντρόφους κινδύνευε να επιστρέψει στη Γκάμπια μετά την απόρριψη της αίτησης του συντρόφου του από τις ελβετικές αρχές για οικογενειακή επανένωση. Ισχυρίστηκε ότι διατρέχει κίνδυνο κακομεταχείρισης εάν επέστρεφε.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινικοποίηση των ομοφυλικών πράξεων δεν ήταν αρκετή για να καταστήσει την επιστροφή αντίθετη με τη Σύμβαση. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ελβετικές αρχές δεν είχαν αξιολογήσει επαρκώς τον κίνδυνο κακομεταχείρισης για τον πρώτο προσφεύγοντα ως ομόφυλο στη Γκάμπια και τη διαθεσιμότητα κρατικής προστασίας έναντι κακομεταχείρισης από μη κρατικούς φορείς. Αρκετές  ανεξάρτητες αρχές σημείωσαν ότι οι αρχές της Γκάμπια δεν ήταν πρόθυμες να παράσχουν προστασία σε άτομα ΛΟΑΤΚΙ.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι θα υπήρχε παραβίαση του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ, εάν ο πρώτος προσφεύγων απελαύνονταν στη Γκάμπια και επιδίκασε ποσό 14.500 ευρώ.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η υπόδειξη στην Κυβέρνηση από προσωρινά μέτρα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ έως ότου η παρούσα απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες B. και C. είναι υπήκοοι της Γκάμπια και Ελβετίας οι οποίοι γεννήθηκαν το 1974 και το 1948 αντίστοιχα και ζούσαν μαζί στο St. Gall (Ελβετία) μέχρι το θάνατο του δεύτερου προσφεύγοντος στις 15 Δεκεμβρίου 2019.

Ο πρώτος προσφεύγων βρισκόταν στην Ελβετία από το 2008. Η αίτησή του για άσυλο απορρίφθηκε, καθώς οι αρχές θεώρησαν ότι οι ισχυρισμοί του για προηγούμενη κακομεταχείριση δεν ήταν αξιόπιστοι. Το 2014 οι προσφεύγοντες επισημοποίησαν τη σχέση τους. Ο δεύτερος προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για οικογενειακή  επανένωση με τον πρώτο προσφεύγοντα. Η αίτηση απορρίφθηκε. Κατόπιν έφεσης, το Γραφείο για την Ασφάλεια και δικαιοσύνη του Καντονιού του St. Gall («OSJ») αρνήθηκε στον B. το δικαίωμα να παραμείνει στην Ελβετία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης. Η απόφαση αυτή τελικά επικυρώθηκε από το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επίσης σημείωσε την ύπαρξη ποινικού μητρώου στο Καντόνι της Λουκέρνης και τον χρόνο που εξέτισε στη φυλακή. Ο Β. παρέμεινε στην Ελβετία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης, μετά την έκδοση προσωρινού μέτρου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Στη συνέχεια, η απόφαση του OSJ έγινε δεκτή σχετικά με την οικογενειακή επανένωση. Το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο δήλωσε ότι ο πρώτος προσφεύγων είχε οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μπορούσε να βασιστεί στη Γκάμπια, όπου η κατάσταση για τους ομόφυλους είχε βελτιωθεί. Δεν έκρινε ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του προσφεύγοντος θα τραβούσε τη προσοχή των αρχών ή του πληθυσμού της Γκάμπια. Επιπλέον, σημείωσε ότι δεν είχε ενσωματωθεί στην Ελβετία και αναφέρθηκε στο ποινικό του μητρώο. Έκρινε ότι υπήρχε «μείζον δημόσιο συμφέρον» στην επιστροφή του προσφεύγοντος και ότι η παρέμβαση στα δικαιώματά του ήταν δικαιολογημένη.

Στηριζόμενος στα άρθρα 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) ο πρώτος προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η επιστροφή του στη Γκάμπια θα τον εκθέσει σε κίνδυνο κακομεταχείρισης. Βασιζόμενοι στο άρθρο 8 (σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) ο πρώτος και ο δεύτερος προσφεύγων παραπονέθηκαν ότι η απέλαση θα παρέμβει στην οικογενειακή τους ζωή.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο συνένωσε τις προσφυγές. Αποφάσισε ότι δεν υπήρχαν ειδικές περιστάσεις που να απαιτούν την εξέταση της προσφυγής του δεύτερου προσφεύγοντος μετά το θάνατό του.

Άρθρο 3

Ο πρώτος προσφεύγων ανέφερε ότι είχε εγκαταλείψει τη Γκάμπια λόγω της ενεργού δίωξης της ομοφυλίας στην χώρα. Οι ομοφυλικές πράξεις παρέμειναν παράνομες.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η νομοθεσία που απαγορεύει τις ομοφυλικές πράξεις δεν καθιστούσε την απέλαση στην εν λόγω χώρα αντίθετη με τη Σύμβαση. Σημείωσε ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι ήταν ομόφυλος, αλλά συμφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια ότι οι ισχυρισμοί του για κακομεταχείριση κατά το παρελθόν δεν ήταν αξιόπιστοι.

Σημείωσε ότι ο πρώτος προσφεύγων βρίσκονταν ακόμη στην Ελβετία, και έτσι η σημερινή κατάσταση στη Γκάμπια έπρεπε να εξεταστεί. Θεώρησε ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός ατόμου αποτελούσε θεμελιώδες κομμάτι της ταυτότητάς του και ότι κανείς δεν πρέπει να υποχρεωθεί να αποκρύψει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό προκειμένου να αποφευχθεί η δίωξή του. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός του πρώτου προσφεύγοντος θα μπορούσε να αποκαλυφθεί εάν επέστρεφε στη Γκάμπια. Οι εγχώριες αρχές είχαν ισχυριστεί το αντίθετο και επιπλέον δεν είχαν αξιολογήσει εάν οι αρχές της Γκάμπια θα ήταν σε θέση και πρόθυμες να του παράσχουν την απαραίτητη προστασία από κακομεταχείριση η οποία προέρχεται από τον σεξουαλικό προσανατολισμό του από μη Κρατικούς φορείς. Το Υπουργείο Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου και τρίτοι παρεμβαίνοντες, μεταξύ άλλων, δήλωσαν ότι οι αρχές της Γκάμπια δεν ήταν προς το παρόν πρόθυμες να παρέχουν προστασία σε άτομα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ στο εν λόγω κράτος. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ελβετικά δικαστήρια δεν είχαν εκτιμήσει επαρκώς τους κινδύνους και τη κρατική  προστασία από κακομεταχείριση από μη κρατικούς φορείς, με αποτέλεσμα την παραβίαση της Σύμβασης.

Άρθρο 8

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η απέλαση του πρώτου προσφεύγοντες θα διατάρασσε το προστατευόμενο δικαίωμά τους στην οικογενειακή ζωή και ότι η απόκρυψη της ομοφυλίας του θα παραβίαζε το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή.

Ο πρώτος προσφεύγων αναγνώρισε ότι ο θάνατος του δεύτερου άλλαξε τις εν λόγω συνθήκες, αλλά ωστόσο ισχυρίστηκε ότι ήθελε να συνεχίσει να ζει και να επισκέπτεται το περιβάλλον που είχε μοιραστεί με τον πρώην σύντροφό του.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου, ιδίως, ότι το ζήτημα του φυσικού διαχωρισμού των δύο προσφευγόντων δεν ήταν πλέον δυνατό, δεν υπήρχε ανάγκη να εκδοθεί χωριστή απόφαση βάσει του εν λόγω άρθρου.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελβετία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 14.500 ευρώ  για έξοδα και δαπάνες.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες