Η απαγόρευση απεργιών εκπαιδευτικών δημοσίων υπαλλήλων δεν στέρησε τον πυρήνα της συνδικαλιστικής τους ελευθερίας και δεν παραβίασε το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Humpert κ.α. κατά Γερμανίας της 14.12.2023 (αρ. προσφ. 59433/18 και 3 άλλες)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πειθαρχικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες εκπαιδευτικούς δημοσίους υπαλλήλους, επειδή συμμετείχαν, κατά τις ώρες εργασίας τους, σε απεργίες που οργάνωσε το συνδικάτο τους προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας τους.

Οι προσφεύγουσες διαμαρτυρήθηκαν βάσει των άρθρων 11 (ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), ισχυριζόμενες ότι η απαγόρευση των εκπαιδευτικών – με καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου – να απεργούν δεν προβλεπόταν από το νόμο, ήταν δυσανάλογη και, σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς που απασχολούνταν με σύμβαση, συνιστούσε διάκριση. Επιπλέον, κατήγγειλαν, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις διεθνείς συνθήκες επί του θέματος.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απαγόρευση απεργιών σε εκπαιδευτικούς δημοσίους υπαλλήλους – που υπήρχε για να διασφαλίσει την εκπλήρωση των κρατικών λειτουργιών μέσω αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εκπαίδευσης – δεν στέρησε την ουσία της συνδικαλιστικής τους ελευθερίας, καθώς η ποικιλία των διαφορετικών θεσμικών διασφαλίσεων που είχαν τεθεί σε εφαρμογή έδωσε τη δυνατότητα στους δημόσιους υπαλλήλους και στα συνδικάτα τους να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τα επαγγελματικά τους συμφέροντα.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου όσον αφορά την καταγγελία βάσει του άρθρου 11, έκρινε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν κατά των προσφευγουσών δεν υπερέβησαν την διακριτική ευχέρεια του κράτους και ήταν αναλογικά προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς. Επομένως, δεν διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι. Όσον αφορά την καταγγελία βάσει του άρθρου 6, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη του το διεθνές εργατικό δίκαιο κατά την εξέταση του βασικού πυρήνα της υπόθεσης.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγουσες, Karin Humpert, Kerstin Wienrank, Eberhard Grabs και Monika Dahl, είναι Γερμανίδες υπήκοοι, που γεννήθηκαν το 1961, το 1960, το 1951 και το 1965 αντίστοιχα. Ζουν στο Rantrum, Bremerhaven, Neuenhaus και Diemelstadt, αντίστοιχα. Εργάζονταν σε διαφορετικά ομόσπονδα κρατίδια ως εκπαιδευτικοί με καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου σε δημόσια σχολεία.

Το 2009 και το 2010 οι προσφεύγουσες – όλοι μέλη του Συνδικάτου για την Εκπαίδευση και την Επιστήμη – δεν παρουσιάστηκαν στη εργασία τους για διάρκεια από μία ώρα έως τρεις ημέρες, απαιτώντας βελτίωση των μαθησιακών και εργασιακών συνθηκών. Τους επιβλήθηκαν πειθαρχικές κυρώσεις επειδή συμμετείχαν σε απεργία. Τα μέτρα βασίστηκαν στην απαγόρευση των απεργιών των δημοσίων υπαλλήλων.

Για την πρώτη προσφεύγουσα το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού του Schleswig-Holstein διαπίστωσε ότι δεν δίδαξε σε δύο τάξεις και επιπλήχθηκε.

Η Σχολική Αρχή της Κάτω Σαξονίας αποφάνθηκε  κατά της δεύτερης και τρίτης προσφεύγουσας, επιβάλλοντάς τους πρόστιμο 100 ευρώ σε κάθε μία για τη μη πραγματοποίηση πέντε μαθημάτων. Η τέταρτη προσφεύγουσα καταδικάσθηκε  πειθαρχικά από την Κυβέρνηση της Περιφέρειας της Κολωνίας σε πρόστιμο 300  ευρώ για απουσία από 12 μαθήματα. Αφού οι προσφεύγουσες είχαν προσβάλει ανεπιτυχώς τις αποφάσεις εναντίον τους σε διαφορετικά διοικητικά δικαστήρια, υπέβαλαν συνταγματικές καταγγελίες στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο.

Τον Ιούνιο του 2018 το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι το άρθρο 9 § 3 (ελευθερία συνάθροισης) ισχύει για κάθε πρόσωπο συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων υπαλλήλων και ότι υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμά τους μέσω πειθαρχικών διαδικασιών.

Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η παρέμβαση δικαιολογείται από άλλα συνταγματικά συμφέροντα, συγκεκριμένα τις παραδοσιακές αρχές της δημόσιας υπηρεσίας σταδιοδρομίας σύμφωνα με το άρθρο 33 § 5 του Συντάγματος, μεταξύ των οποίων ήταν και η απαγόρευση της απεργίας. Εξυπηρετούσε το σκοπό της διατήρησης μιας σταθερής διοίκησης, της διασφάλισης της εκπλήρωσης των κρατικών καθηκόντων και, ως εκ τούτου, της λειτουργίας του κράτους και των θεσμών του. Το δικαίωμα απεργίας, ακόμη και αν ίσχυε μόνο για ορισμένους δημόσιους υπαλλήλους, θα έθετε σε αμφισβήτηση ολόκληρη τη δομή του γερμανικού συστήματος σταδιοδρομίας-δημόσιας διοίκησης και θα απαιτούσε θεμελιώδεις αλλαγές στην «αρχή της διατροφής», το καθήκον πίστης, την αρχή της ισόβιας απασχόλησης, καθώς και της αρχής ότι τα υλικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών, οι οποίες θα έπρεπε να ρυθμιστούν από τον νομοθέτη. Συνεπώς, θα παραβίαζε τις εγγυήσεις που ορίζονται στο άρθρο 33 § 5 του Συντάγματος. Συνολικά, ο περιορισμός των δικαιωμάτων των προσφευγουσών δεν ήταν παράλογος και δεν καθιστούσε αναποτελεσματική την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Ειδικότερα, ο νομοθέτης είχε αντισταθμίσει επαρκώς την απαγόρευση των απεργιών, δίνοντας στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσίων υπαλλήλων το δικαίωμα να συμμετέχουν στη σύνταξη νέων νομικών διατάξεων για το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων και τη δυνατότητά τους να προσφεύγουν στα δικαστήρια.

Όσον αφορά το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απαγόρευση της απεργίας είναι συμβατή με τη διάταξη αυτή, δηλώνοντας ότι δικαιολογείται βάσει του άρθρου 11 § 2. Το ανωτέρω δικαστήριο αντιμετώπισε επιπλέον τις προσφεύγουσες ως «μέλη της διοίκησης του κράτους», στα οποία μπορούσαν να επιβληθούν περιορισμοί βάσει της Σύμβασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 11

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η συνδικαλιστική ελευθερία δεν αποτελεί ανεξάρτητο δικαίωμα αλλά ειδική πτυχή του δικαιώματος της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, όπως αναγνωρίζεται από το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ. Με την πάροδο του χρόνου αυτό αναπτύχθηκε λεπτομερέστερα για να ορίσει ως ουσιώδη στοιχεία αυτής της ελευθερίας το δικαίωμα να σχηματίζουν και να εντάσσονται σε συνδικαλιστική οργάνωση, η απαγόρευση των συμφωνιών κλειστού τύπου, το δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης να επιδιώκει να πείσει τον εργοδότη να ακούσει αυτά που είχε να αναφέρει για λογαριασμό των μελών του, και το δικαίωμα σε συλλογικές διαπραγματεύσεις ως βασικά στοιχεία της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Παρέμενε μέχρι την έκδοση της απόφασης ανοικτό εάν η απαγόρευση των απεργιών επηρέαζε ουσιώδες στοιχείο της συνδικαλιστικής ελευθερίας σύμφωνα με το άρθρο 11 της Σύμβασης.

Για να απαντηθεί αν η απαγόρευση των απεργιών επηρεάζει ουσιώδες στοιχείο της συνδικαλιστικής ελευθερίας, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει το σύνολο των μέτρων που έλαβε το εναγόμενο κράτος για να διασφαλίσει την συνδικαλιστική ελευθερία, καθώς και τα εναλλακτικά μέσα και δικαιώματα που παραχωρούνται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Έλαβε υπόψη του και άλλες πτυχές των εργασιακών σχέσεων, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, ο σχετικός τομέας και οι ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας των εργαζομένων. Ακόμη και όταν η απαγόρευση των απεργιών δεν επηρέαζε ένα ουσιώδες στοιχείο της συνδικαλιστικής ελευθερίας σε ένα δεδομένο πλαίσιο, θα επηρέαζε μια βασική συνδικαλιστική δραστηριότητα εάν αφορούσε άμεσες βιομηχανικές δράσεις. Σε κάθε περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») του κράτους ήταν περιορισμένη.

Οι προσφεύγουσες καταδικάστηκαν πειθαρχικά λόγω της συμμετοχής τους σε απεργίες κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Οι πειθαρχικές καταδίκες αποτελούσαν παρέμβαση στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Τα μέτρα βασίζονταν στο άρθρο 33 § 5 του Συντάγματος και στα σχετικά μέρη των διαφόρων νόμων των ομόσπονδων κρατιδίων για το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων και των αντίστοιχων νόμων. Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε ερμηνεύσει αυστηρά το Σύνταγμα, κρίνοντας ότι κατοχυρώνει μια τέτοια απαγόρευση της απεργίας για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους.

Ο περιορισμός αυτός προβλεπόταν επομένως νομοθετικά. Το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι ο περιορισμός της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων αποσκοπούσε στη διασφάλιση της διατήρησης μιας σταθερής διοίκησης, της εκπλήρωσης των κρατικών λειτουργιών και της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και των θεσμών του, κρίθηκε ως νόμιμος σκοπός από το Δικαστήριο του Στρασβούργου.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η απαγόρευση των απεργιών των δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών, ήταν απόλυτη και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «αυστηρός» περιορισμός. Μια γενική απαγόρευση των απεργιών για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους εγείρει συγκεκριμένα ζητήματα βάσει της Σύμβασης.

Όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με το διεθνές εργατικό δίκαιο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσέγγιση της Γερμανίας να απαγορεύσει τις απεργίες όλων των δημοσίων υπαλλήλων, όπως οι προσφεύγουσες, δεν ήταν σύμφωνη με τη διεθνή τάση. Τα διεθνή όργανα παρακολούθησης που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο εξειδικευμένων διεθνών μέσων είχαν επανειλημμένα επικρίνει την εν λόγω απαγόρευση στη Γερμανία με βάση το καθεστώς εργασίας.

Χωρίς να αμφισβητεί την ανάλυση που πραγματοποίησαν τα όργανα αυτά, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι ήταν καθήκον του να διαπιστώσει αν το σχετικό εθνικό δίκαιο, όπως εφαρμόστηκε στις προσφεύγουσες, ήταν αναλογικό, όπως απαιτεί το άρθρο 11 § 2 της ΕΣΔΑ, με τη δικαιοδοσία του να περιορίζεται στη Σύμβαση.

Η απεργία αποτελούσε σημαντικό μέρος της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, αλλά δεν ήταν το μοναδικό μέσο των συνδικάτων και των μελών τους για την προστασία των σχετικών συμφερόντων. Οι Γερμανοί δημόσιοι υπάλληλοι μπορούσαν να ιδρύσουν και να συμμετέχουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγουσών, έκαναν χρήση αυτού του δικαιώματος.

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσίων υπαλλήλων είχαν καταστατικό δικαίωμα συμμετοχής όταν οι κανονισμοί περί δημοσίων υπαλλήλων συντάχθηκαν. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι κανένα από τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη δεν προέβλεπε συγκρίσιμα δικαιώματα συμμετοχής των συνδικαλιστικών οργανώσεων στη διαδικασία καθορισμού των όρων εργασίας ως αντιστάθμισμα της απαγόρευσης των απεργιών των εργαζομένων. Επιπλέον, οι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν συνταγματικό δικαίωμα να τους παρέχεται «επαρκής συντήρηση», ανάλογη με το  βαθμό και τις αρμοδιότητες του υπαλλήλου και σύμφωνα με την εξέλιξη της επικρατούσας οικονομικής κατάστασης. και οικονομικών συνθηκών και του γενικού βιοτικού επιπέδου, την οποία θα μπορούσαν να διεκδικήσουν δικαστικά.

Η ποικιλία των διαφόρων θεσμικών εγγυήσεων, στο σύνολό τους, επέτρεπε στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσίων υπαλλήλων και στους ίδιους τους δημόσιους υπαλλήλους να υπερασπίζονται αποτελεσματικά τα σχετικά συμφέροντά τους. Το υψηλό ποσοστό συνδικαλιστικής οργάνωσης μεταξύ των Γερμανών δημοσίων υπαλλήλων αποδείκνυε την αποτελεσματικότητα στην πράξη των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων όπως διασφαλίστηκαν στους δημόσιους υπαλλήλους. Η απαγόρευση των απεργιών δεν κατέστησε την συνδικαλιστική ελευθερία των δημοσίων υπαλλήλων άνευ ουσίας.

Επιπλέον, τα πειθαρχικά μέτρα που λήφθηκαν κατά των προσφευγουσών δεν ήταν αυστηρά και επιδίωκαν τον σημαντικό στόχο της διασφάλισης της προστασίας των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ μέσω της αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης (στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαίωμα των άλλων στην εκπαίδευση), και τα εθνικά δικαστήρια είχαν επικαλεστεί σχετική και επαρκή αιτιολογία για να δικαιολογήσουν τα μέτρα αυτά, σταθμίζοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα και λαμβάνοντας υπόψη την νομολογία του ΕΔΔΑ καθ’ όλη τη διάρκεια των εσωτερικών διαδικασιών. Οι πραγματικές συνθήκες απασχόλησης των εκπαιδευτικών δημοσίων υπαλλήλων στη Γερμανία συνηγορούσαν περαιτέρω υπέρ της αναλογικότητας των  μέτρων που επιβλήθηκαν στην παρούσα υπόθεση καθώς και η δυνατότητα εργασίας ως εκπαιδευτικών κρατικών σχολείων με σύμβαση δημοσίου υπαλλήλου με δικαίωμα απεργίας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν κατά των προσφευγουσών δεν υπερέβησαν την διακριτική ευχέρεια του κράτους και ήταν αναλογικά προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 11 της Σύμβασης.

Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 11

Σημειώνοντας ότι οι προσφεύγουσες είχαν εκπροσωπηθεί νομικά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων υποβάλλοντας λεπτομερείς παρατηρήσεις τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν προβάλει ισχυρισμό για διάκριση ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι έπρεπε να δοθεί στα εθνικά δικαστήρια η ευκαιρία να απαντήσουν στην καταγγελία αυτή πρώτα, το μέρος αυτό της προσφυγής κρίθηκε απαράδεκτο λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων.

Άρθρο 6 § 1

Οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα επιχειρήματά τους σχετικά με το δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων βάσει του διεθνούς εργατικού δικαίου. Το ΕΔΔΑ κήρυξε τις προσφυγές απαράδεκτες, καθώς το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη του το διεθνές εργατικό δίκαιο κατά την εξέταση του κύριου άξονα της υπόθεσής τους.

Μειοψηφούσα γνώμη του δικαστή Σεργίδη

Κατά τον μειοψηφούντα δικαστή: Το δικαίωμα στην απεργία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα επιβληθεντα μέτρα κατά των προσφευγουσών δεν θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν με βάση από το  άρθρο 11 § 2 και ότι, ως εκ τούτου, παραβίασαν το άρθρο 11 § 1 της ΕΣΔΑ.

Ειδικότερα, τα προσβαλλόμενα μέτρα δεν μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει της πρώτης φράσης του άρθρου 11 § 2, διότι βασίστηκαν σε μια απόλυτη απαγόρευση η οποία δεν έχει θέση στην εν λόγω φράση, και δεν θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν βάσει της δεύτερης φράσης του άρθρου 11 § 2, διότι δεν αφορούν μέλη καμίας από τις τρεις ομάδες που αναφέρονται σε αυτήν.

Δεδομένου ότι η εν λόγω απόλυτη απαγόρευση δεν εμπίπτει ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη πρόταση του άρθρου 11 § 2, έρχεται ευθέως αντιμέτωπη με το εν λόγω δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 11 § 1, το οποίο ισχύει για όλους και επομένως και για τους δημόσιους υπαλλήλους (βλ. επίσης άρθρο 14 της Σύμβασης για την απαγόρευση των διακρίσεων). Με άλλη διατύπωση, η εν λόγω απόλυτη απαγόρευση, η οποία δεν εμπίπτει σε καμία από τις δύο προτάσεις του άρθρου 11 § 2 και έχει άκαμπτο χαρακτήρα, κατέστησε αυτομάτως και αυτοδικαίως ανενεργό το δικαίωμα της ελευθερίας του ειρηνικού συνεταιρίζεσθαι και, ως εκ τούτου, παραβίασε το άρθρο 11 § 1 της Σύμβασης.

Κατά την γνώμη του, η μεθοδολογική προσέγγιση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο όσον αφορά το άρθρο 11, καθώς και η ερμηνεία και η εφαρμογή που ακολούθησε όσον αφορά το ίδιο άρθρο, ήταν εσφαλμένη και λανθασμένη.

Υποστήριξε ότι οι τέσσερις προσφεύγουσες δεν έλαβαν την προστασία της Σύμβασης που τους άξιζε, και μαζί τους, τουλάχιστον προς το παρόν, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι στη Γερμανία ή αλλού στην Ευρώπη που δεν είναι μέλη της διοίκησης του κράτους, οι οποίοι επιθυμούν να ασκήσουν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και ιδίως το δικαίωμά τους να απεργούν στο παρόν ή στο μέλλον. Όπως προαναφέρθηκε, η απαγόρευση που επιβλήθηκε στο δικαίωμα των προσφευγουσών στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι δεν ήταν μόνο απόλυτη και συνολική, αλλά και γενική. Εδώ δικαιολογείται η ακόλουθη παρατήρηση. Ο συνδυασμός του χαρακτήρα της απαγόρευσης ως απόλυτης και γενικής που επεκτείνεται σε όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, άρα σε όλα τα μέλη ενός τομέα εργαζομένων στην κοινωνία, δηλαδή του δημοσίου σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα, παράγει τις προβληματικές συνέπειες μιας απόλυτης απαγόρευσης για μεγάλο αριθμό προσώπων στην κοινωνία με αποτέλεσμα να παραβιάζονται ενδεχομένως τα δικαιώματά τους σύμφωνα με το άρθρο 11. Κατά συνέπεια, όσο πιο γενική είναι η εφαρμογή μιας απόλυτης απαγόρευσης, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των δυνητικών θυμάτων παραβίασης του άρθρου 11.

Το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 11, εκτός από αστικό δικαίωμα, είναι και κοινωνικό δικαίωμα, με κυρίαρχο το ηθικό στοιχείο, το οποίο απαιτεί προσεκτική και ειδική εξέταση από το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του.

Κατά τη γνώμη του μειοψηφούντος δικαστή, η παρούσα απόφαση δεν συνάδει με τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΣΔΑ περί αποτελεσματικότητας και σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο πισωγύρισμα στην εφαρμογή του δόγματος ότι η Σύμβαση είναι ένα ζωντανό όργανο που πρέπει να προσαρμόζεται στις σημερινές συνθήκες της κοινωνίας και στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου. Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει η πλειοψηφία, η προσέγγιση της απόφασης δεν υποστηρίζεται επίσης από την αρχή της επικουρικότητας, η οποία παρέχει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτίμησης σύμφωνα με τον πρωταρχικό στόχο της Σύμβασης, δηλαδή την αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το Πρωτόκολλο αριθ. 15 της Σύμβασης, με την προσθήκη της αρχής της επικουρικότητας στο προοίμιο της Σύμβασης, ενισχύει την αρχή αυτή, όχι καθιστώντας το περιθώριο εκτίμησης των κρατών μελών ευρύτερο από ό,τι προηγουμένως, αλλά, αντίθετα, υπογραμμίζοντας στο προοίμιο την πραγματική έννοια της αρχής της επικουρικότητας, δηλαδή ότι η πρωταρχική ευθύνη των κρατών μελών υπό την εποπτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι να διασφαλίζουν την αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διασφαλίζοντας έτσι ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας εφαρμόζεται όχι μόνο από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της εποπτικής του εξουσίας, αλλά και από τα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο στην υπόθεση Grzęda κατά Πολωνίας επισήμανε ότι η αρχή της επικουρικότητας επιβάλλει μια κοινή ή συλλογική ευθύνη μεταξύ των κρατών μελών και του Δικαστηρίου και ότι οι εθνικές αρχές και τα δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο που να δίνει πλήρη ισχύ στη Σύμβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εθνικές αρχές όχι μόνο υπερέβησαν το περιθώριο εκτίμησής τους, αλλά προέβησαν σε μια εντελώς εσφαλμένη μεθοδολογική ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 11, περιθωριοποιώντας το σχετικό διεθνές δίκαιο.

Εν κατακλείδι, ο μειοψηφών δικαστής διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος των προσφευγουσών στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 § 1 της Σύμβασης. Ωστόσο, δεν έκρινε απαραίτητο να εξετάσει το ζήτημα της δίκαιης ικανοποίησης (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες