Η αλλαγή του φύλου στα ηλεκτρονικά μητρώα δεν έγινε δεκτή από τα δικαστήρια. Παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

P.H. κατά Βουλγαρίας της 27.09.2022 (αρ. προσφ. 46509/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφεύγουσα, που από μικρή ηλικία ένιωθε πως το ανδρικό της φύλο και τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του δεν ανταποκρίνονταν στο πώς ένιωθε μέσα της, το 2015 ξεκίνησε ορμονικές θεραπείες για να μπορέσει να επιτύχει την αλλαγή φύλου.

Το 2018 κατέθεσε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο ζητώντας να αλλάξει το όνομα, το επώνυμο και το μητρώνυμό της, καθώς και να αναγράφεται στα ηλεκτρονικά μητρώα το φύλο της και ο αριθμός αστυνομικής της ταυτότητας, ώστε τα στοιχεία αυτά να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και στο νέο της φύλο. Το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας, κρίνοντας ότι εναπόκειτο στα δικαστήρια να εφαρμόσουν το άρθρο 8 της Σύμβασης. Ωστόσο, το Περιφερειακό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση αυτή. Ισχυρίστηκε ότι ακόμη κι αν αποδεικνύεται ότι η προσφεύγουσα είχε επιδείξει ψυχολογική αυτοδιάθεση στο πλαίσιο της οποίας όριζε τον εαυτό της με σιγουριά ως γυναίκα, η ισχύουσα νομοθεσία δεν επέτρεπε την αλλαγή στο μητρώο, επειδή η έννοια του «φύλου» δεν μπορούσε να αλλάξει στην πορεία της ζωής ενός ατόμου. Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση αλλά το Ακυρωτικό Δικαστήριο την απέρριψε.

Επικαλούμενη το άρθρο 8 της Σύμβασης, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για το νομικό πλαίσιο που διέπει την αλλαγή φύλου στη Βουλγαρία και την άρνηση των δικαστηρίων να αναγνωρίσουν νομικά το φύλο στο οποίο θεωρούσε ότι ανήκει.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι, όταν το Περιφερειακό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου και απέρριψε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, δεν έδωσε σημασία στους λόγους της, απλώς έκρινε ότι δεν μπορούσε νομικά να θεωρηθεί ότι ένα άτομο ανήκε στο αντίθετο φύλο από αυτό που προέκυπτε από τα γεννητικά χαρακτηριστικά που φάνηκαν κατά τη γέννησή του. Το Περιφερειακό Δικαστήριο δε στάθμισε πραγματικά το δημόσιο συμφέρον αφενός και το δικαίωμα της προσφεύγουσας στην αναγνώριση της σεξουαλικής της ταυτότητας αφετέρου. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι παρατηρήσεις του Ακυρωτικού Δικαστηρίου δεν παρείχαν ανάλυση της ατομικής κατάστασης της προσφεύγουσας και, εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι υπερέβαιναν τις εξουσίες του στη αναιρετική διαδικασία, η οποία δεν αποσκοπεί στην εξέταση των πραγματικών περιστάσεων ή των συγκεκριμένων στοιχείων της υπόθεσης.

Έτσι, το Περιφερειακό Δικαστήριο αρνούμενο να αναγνωρίσει νομικά το ισχυριζόμενο φύλο της προσφεύγουσας, παραβίασε στο δικαίωμά της σε σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, κατέθεσε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει των άρθρων 19, 45, 73 και 27 του Νόμου για τα Δημόσια Μητρώα. Ειδικότερα, ζήτησε να αλλάξει το όνομα, το επώνυμο και το μητρώνυμό της, καθώς και να αναγράφεται στα ηλεκτρονικά μητρώα το φύλο της και ο αριθμός αστυνομικής της ταυτότητας, ώστε τα στοιχεία αυτά να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και στο νέο της φύλο. Στο αίτημά της επισύναψε ιατρικές εκθέσεις που αναφέρουν τη θεραπεία και την ψυχολογική της κατάσταση. Με απόφαση της 21ης ​​Φεβρουαρίου 2019, το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημά της. Σημείωσε ειδικότερα ότι ενώ η βουλγαρική νομοθεσία δεν επέτρεπε τη νόμιμη αλλαγή φύλου, εναπόκειτο στα δικαστήρια να εφαρμόσουν το άρθρο 8 της Σύμβασης, το οποίο επέτρεπε μια τέτοια αλλαγή όταν πληρούνταν ορισμένες προϋποθέσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών ιατρικών εκθέσεων, σημείωσε ότι η προσφεύγουσα αυτοπροσδιορίστηκε με σοβαρό και μόνιμο τρόπο ως άτομο που ανήκει στο γυναικείο φύλο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν σκόπιμο να γίνει δεκτή η τροποποίηση των προσωπικών της δεδομένων.

Κατόπιν έφεσης της εισαγγελίας, στις 12 Ιουλίου 2019, το Περιφερειακό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση αυτή. Ισχυρίστηκε ότι ακόμη κι αν αποδεικνύεται ότι η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι είχε επιδείξει ψυχολογική αυτοδιάθεση στο πλαίσιο της οποίας όριζε τον εαυτό της με σιγουριά ως γυναίκα από την εφηβεία και ότι είχε κινήσει ιατρικές διαδικασίες, η ισχύουσα νομοθεσία δεν επέτρεπε την αλλαγή στο μητρώο, επειδή η έννοια του «φύλου» βασίστηκε σε μια βιολογική κατάσταση που παρατηρήθηκε κατά τη γέννηση και δεν ήταν επιρρεπής σε τροποποίηση κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Παρατηρώντας ότι στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώθηκε κατά τη γέννηση ότι η προσφεύγουσα είχε φυσιολογικά ανδρικά γεννητικά χαρακτηριστικά, το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι δεν μπορούσε νομικά να θεωρηθεί ότι ήταν θηλυκό πρόσωπο, δεδομένου, αφενός, ότι η έννοια «του φύλου» ήταν γενετικά καθορισμένη και δεν μπορούσε να αλλάξει μεταξύ της γέννησης και του θανάτου ενός ατόμου και, από την άλλη πλευρά, ότι η κοινωνικο-ψυχολογική φιλοδοξία ενός ατόμου δεν μπορούσε από μόνη της να δικαιολογήσει την τροποποίηση της προσωπικής κατάστασης. Επεσήμανε ότι ήταν αδύνατο στο βουλγαρικό δίκαιο να ερμηνευθεί η έννοια του φύλου εκτός από την έννοια που του αποδίδεται από το Σύνταγμα και τη νομοθεσία, δηλαδή μια βιολογική κατάσταση που σημειώνεται κατά τη γέννηση, και έκρινε ότι αυτή η αδυναμία δεν αντίκειται στο άρθρο 8 της Σύμβασης. Σύμφωνα με το δικαστήριο, αυτή η ερμηνεία δικαιολογούνταν από τη συγκεκριμένη ταυτότητα του έθνους, η οποία ήταν αγκυροβολημένη σε αξίες βασισμένες στη χριστιανική θρησκεία που «χτίστηκαν» στο πέρας των αιώνων.

Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση. Με απόφαση της 13 Απριλίου 2020, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την αναίρεσή της, καθιστώντας έτσι αμετάκλητη την απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου. Το SCC διευκρίνισε ότι, αντίθετα με ό,τι υποστήριξε η προσφεύγουσα, η απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου ήταν σύμφωνη με τη νομολογία του SCC, στην οποία είχε αποφανθεί, σε απόφαση της 14 Φεβρουαρίου 2019, ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, το φύλο που καθορίζεται κατά τη γέννηση από τα βιολογικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου δεν μπορούσε να υποστεί αλλαγή κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Το SCC πρόσθεσε ότι η προηγούμενη νομολογία που παραδέχεται νομική αλλαγή φύλου στα μητρώα προσωπικής κατάστασης έχει πλέον καταργηθεί. Έχοντας καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, το SCC σημείωσε ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν παραδεχόταν ότι ήταν δυνατό να αναγνωριστεί η νομική αλλαγή του φύλου και ότι η αναίρεση έπρεπε να γίνει δεκτή, η φυσιολογική αλλαγή που επιθυμούσε η προσφεύγουσα δεν είχε γίνει ακόμη οριστική και αντικειμενική, και ως εκ τούτου η αναγνώρισή της δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Από την άλλη πλευρά, η προσφεύγουσα θα μπορούσε να υποβάλει νέο αίτημα όταν αποκτηθεί η μόνιμη τροποποίηση του βιολογικού της φύλου.

Με επιστολή της 17 Ιουνίου 2022, η προσφεύγουσα ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αλλαγής φύλου στην Ελλάδα, η οποία συνίστατο στο να αλλάξει τα ανδρικά εξωτερικά γεννητικά της όργανα σε γυναικεία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα της προσφεύγουσας μετά από ανάλυση της ατομικής της κατάστασης και των λόγων που ισχυρίζεται, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο υπό το φως του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο φαίνεται να αντιστοιχεί σε μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική μεταξύ των δικαστηρίων πρώτου και δεύτερου βαθμού (Y.T. κατά Βουλγαρίας). Σημειώνει, ωστόσο, ότι, όταν το Περιφερειακό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση αυτή και απέρριψε τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, δεν έδωσε σημασία στους λόγους της, απλώς έκρινε ότι δεν μπορούσε νομικά να θεωρηθεί ότι ένα άτομο ήταν του αντίθετου φύλου από αυτό που προέκυπτε από τα γεννητικά χαρακτηριστικά που φάνηκαν κατά τη γέννησή του, ότι η κοινωνικο-ψυχολογική φιλοδοξία ενός ατόμου δεν μπορούσε από μόνη της να δικαιολογήσει μια αλλαγή στην προσωπική κατάσταση και ότι το εσωτερικό δίκαιο δεν επέτρεπε να ερμηνευτεί η έννοια του φύλου ως κάτι άλλο πέρα από μια βιολογική κατάσταση που σημειώθηκε κατά τη γέννηση. Έτσι, ενώ σημείωσε, βάσει των ιατρικών βεβαιώσεων, ότι η προσφεύγουσα είχε ξεκινήσει μια διαδικασία σεξουαλικής μετάβασης αλλοιώνοντας τη φυσική της εμφάνιση και ότι προσδιόριζε τον εαυτό της ως γυναίκα για αρκετά χρόνια, θεώρησε επί της ουσίας ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να μην επιτρέπεται η νόμιμη αλλαγή φύλου. Δεν ανέπτυξε την αιτιολογία του ως προς την ακριβή φύση αυτού του δημοσίου συμφέροντος, αλλά περιορίστηκε στην επίκληση της υπάρχουσας νομικής βάσης και των βουλγαρικών χριστιανικών παραδόσεων. Δεν στάθμισε πραγματικά, σεβόμενο το περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνουν οι εθνικές αρχές, το δημόσιο συμφέρον αφενός και το δικαίωμα της προσφεύγουσας στην αναγνώριση της σεξουαλικής της ταυτότητας αφετέρου. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμπεράνει ότι το εθνικό δικαστήριο αιτιολόγησε με σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος την άρνησή του να τροποποιήσει τα σχετικά δεδομένα από τα μητρώα.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την αναίρεση της προσφεύγουσας θεωρώντας ότι η άρνηση του Περιφερειακού Δικαστηρίου ήταν σύμφωνη με την πρόσφατη νομολογία του, βασιζόμενο ιδίως σε μια απόφαση που εκδόθηκε το 2019 και επιβεβαιώνει την αδυναμία νομικής τροποποίησης του φύλου ενός ατόμου. Ωστόσο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε εκδώσει τουλάχιστον πέντε αποφάσεις υπέρ της νομικής αναγνώρισης της αλλαγής φύλου, τρεις από τις οποίες είναι μεταγενέστερες αυτής που αναφέρει. Το ΕΔΔΑ τόνισε έτσι ότι το Περιφερειακό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του όσον αφορά την προσφεύγουσα σε ένα κλίμα αποκλίνουσας νομολογίας και ότι η προσφεύγουσα μπορεί νομίμως να ισχυριστεί ότι υποφέρει από αυτή την κατάσταση. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι, διατυπώνοντας ένα obiter dicta που φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με το δικό του συμπέρασμα ότι η έφεση της προσφεύγουσας δεν έπρεπε να γίνει δεκτή, το Ακυρωτικό Δικαστήριο ανέφερε ότι ακόμη και αν εξεταζόταν, η φυσιολογική τροποποίηση των σεξουαλικών χαρακτηριστικών της δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί και ότι η νομική αναγνώριση της αλλαγής φύλου ήταν επομένως πρόωρη. Ωστόσο, αυτή η παρατήρηση δεν παρέχει ανάλυση της ατομικής κατάστασης της προσφεύγουσας και, εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι υπερβαίνει τις εξουσίες του στη διαδικασία αποδοχής της αναίρεσης, η οποία δεν αποσκοπεί στην εξέταση των πραγματικών περιστάσεων ή των συγκεκριμένων στοιχείων της υπόθεσης. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι αυτή η παρατήρηση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου δεν ήταν καθοριστική στην παρούσα υπόθεση και δεν απέτρεψε την ακυρωτική εξέταση της υπόθεσης, δεν αλλάζει σε καμία περίπτωση τα προαναφερθέντα και το Δικαστήριο δεν το θεωρεί απαραίτητο να το εξετάσει περαιτέρω.

Η μη εξισορρόπηση των ατομικών συμφερόντων της προσφεύγουσας με το δημόσιο συμφέρον, σε ένα πλαίσιο αποκλίνουσας πρακτικής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βουλγαρίας, καταδεικνύει, όπως στην υπόθεση Υ.Τ. κατά Βουλγαρίας, που προαναφέρθηκε, την ύπαρξη ενός άκαμπτου σκεπτικού σχετικά με την αναγνώριση της σεξουαλικής ταυτότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτή η ακαμψία έθεσε την προσφεύγουσα, για μια παράλογη και συνεχή περίοδο, σε μια ανησυχητική κατάσταση που της προκάλεσε αναίτια αισθήματα ευαλωτότητας, ταπείνωσης και άγχους (βλ. mutatis mutandis, Christine Goodwin v. United 28957/95, § § 77-78, ECHR 2002-VI, και Y.T. κατά Βουλγαρίας).

Το Δικαστήριο υπογράμμισε περαιτέρω ότι εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου έκδοσης απόφασης που αφορά την αλλαγή φύλου. Υπενθύμισε σχετικά την ανάγκη αναφοράς στις συστάσεις διεθνών φορέων, ιδίως της Επιτροπής Υπουργών και της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, σχετικά με μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου, μεταξύ των οποίων είναι η σύσταση προς τα κράτη να επιτρέψουν την αλλαγή ονόματος και φύλου σε επίσημα έγγραφα με γρήγορο, διαφανή και προσβάσιμο τρόπο (Y.T. κατά Βουλγαρίας).

Αυτά τα στοιχεία είναι επαρκή για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αρνούμενο να αναγνωρίσει νομικά το ισχυριζόμενο φύλο της προσφεύγουσας χωρίς να δώσει επαρκή και σχετική αιτιολογία, το Περιφερειακό Δικαστήριο παρενέβη αδικαιολόγητα στο δικαίωμα της σε σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Στρασβούργο επιδίκασε 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες