Φύλακας ασπασθείς θρησκεία που το κράτος θεωρεί ως απειλή για τη χώρα. Γνωμοδότηση ΕΔΔΑ για χορήγηση αδείας να εργαστεί ως υπάλληλος ασφαλείας

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΕΔΔΑ  της 14.12.2023

ΕΠΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ  ΒΕΛΓΙΚΟΥ CONSEIL D’ÉTAT (αριθ. P16-2023-001)

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέδωσε, ομόφωνα, τη  Γνωμοδότησή του σε απάντηση αιτήματος (αριθ. P16-2023-001) του Βελγικού Conseil d’État (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) σχετικά με διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

Το Βελγικό Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο  υπέβαλε το ακόλουθο ερώτημα:

«Το γεγονός και μόνο ότι κάποιος βρίσκεται κοντά ή ανήκει σε θρησκευτικό κίνημα το οποίο, ενόψει των χαρακτηριστικών του, θεωρείται από την αρμόδια διοικητική αρχή ότι συνιστά απειλή για την χώρα μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, συνιστά επαρκή λόγο, υπό το πρίσμα του άρθρου 9 § 2 (δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, για τη λήψη δυσμενούς μέτρου σε βάρος ενός ατόμου, όπως η απαγόρευση απασχόλησης ως φύλακας ασφαλείας;».

Η γνωμοδότηση του ΕΔΔΑ περιληπτικά  έχει ως εξής:

Το διαπιστωμένο γεγονός ότι ένα άτομο ανήκει σε θρησκευτικό κίνημα το οποίο, ενόψει των χαρακτηριστικών του, θεωρείται από την αρμόδια διοικητική αρχή ότι συνιστά απειλή για το κράτος μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση να επιτραπεί στο πρόσωπο αυτό να εργαστεί ως φύλακας ή υπάλληλος ασφαλείας, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω μέτρο:

(α) έχει προσιτή και προβλέψιμη νομική βάση,

(β) θεσπίζεται υπό το πρίσμα της συμπεριφοράς ή των πράξεων του εν λόγω ατόμου,

(γ) ισχύει, λαμβανομένης υπόψη της επαγγελματικής δραστηριότητας του ατόμου, με σκοπό την αποτροπή πραγματικού και σοβαρού κινδύνου για τη δημοκρατική κοινωνία, και επιδιώκει έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους σκοπούς του άρθρου 9 § 2 της Σύμβασης,

(δ) είναι ανάλογο προς τον κίνδυνο που επιδιώκει να αποτρέψει και προς τον νόμιμο σκοπό ή τους νόμιμους σκοπούς που επιδιώκει, και

(ε) μπορεί να παραπεμφθεί σε δικαστική αρχή για επανεξέταση που είναι ανεξάρτητη, αποτελεσματική και περιβάλλεται από κατάλληλες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως η διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που απαριθμούνται ανωτέρω.

Το 16ο Πρωτόκολλο επιτρέπει στα ανώτατα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών να ζητούν από το Δικαστήριο συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις επί ζητημάτων αρχής σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που ορίζονται στη Σύμβαση ή στα πρωτόκολλά της. Οι συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις δεν είναι δεσμευτικές

Από την έναρξη ισχύος του Πρωτοκόλλου αριθ. 16 την 1η Αυγούστου 2018, το Δικαστήριο έχει λάβει οκτώ αιτήματα για συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις. Έχει κάνει δεκτά επτά και έχει απορρίψει ένα. Αυτή είναι η έβδομη συμβουλευτική γνώμη που έχει εκδοθεί από το Δικαστήριο. Επί του παρόντος 22 Υψηλά συμβαλλόμενα μέρη έχουν υπογράψει και επικυρώσει το 16ο Πρωτόκολλο της Σύμβασης.

Το ιστορικό της υπόθεσης και η εσωτερική διαδικασία

Για να μπορεί κανείς να εργαστεί ως φύλακας ή αξιωματικός ασφαλείας στο Βέλγιο, είναι απαραίτητο να αποκτήσει δελτίο ταυτότητας που εκδίδεται από τον Υπουργό Εσωτερικών ή από τον εκπρόσωπό του. Από το 2010 και μετά, ο S.B., Βέλγος υπήκοος, απασχολήθηκε από την G4S, ιδιωτική εταιρεία που ειδικεύεται σε υπηρεσίες ασφαλείας. Μεταξύ άλλων καθηκόντων του ανατέθηκε η φύλαξη κτιρίων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα οποία είχε λάβει ειδική άδεια. Υπό την ιδιότητά του αυτή εκτελούσε καθήκοντα υποδοχής και περιπολίας.

Ο S.B. υπέβαλε αίτηση στα τέλη του 2018 στην εταιρεία Securail, η οποία ήταν υπεύθυνη για την ασφάλεια της βελγικής σιδηροδρομικής υποδομής και των χρηστών της. Απασχολήθηκε ως υπάλληλος ασφαλείας σε φορέα εκμετάλλευσης σε θέση χειριστή στην αίθουσα ελέγχου που βρίσκεται στον σιδηροδρομικό σταθμό Bruxelles-Midi.

Για την εκτέλεση των διαφόρων καθηκόντων του, ο S.B. ήταν κάτοχος δελτίου ταυτότητας που του είχε χορηγηθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών και ισχύει έως τις 18 Ιουνίου 2024.

Το 2019 ο πρώην εργοδότης του (G4S) του προσέφερε μια παράλληλη εργασία στην ασφάλεια μεγάλων εκδηλώσεων. Η εν λόγω θέση απαιτούσε από την G4S να αποκτήσει γι’ αυτόν ένα δεύτερο δελτίο ταυτότητας το οποίο ήταν ειδικό για το σχετικό είδος εργασίας, οπότε η εταιρεία ζήτησε μία τέτοια από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο στη συνέχεια ζήτησε πληροφορίες για τον S.B. από την Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας (Βελγική υπηρεσία πληροφοριών).

Το 2020 η Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας ενημέρωσε το Υπουργείο Εσωτερικών ότι ο S.B. ήταν γνωστός στις υπηρεσίες πληροφοριών λόγω των επαφών του με διάφορα άτομα που συνδέονται με το επιστημονικό σκέλος του σαλαφισμού.

Το 2021 η Επιτροπή Διερεύνησης των Όρων Ασφαλείας διαπίστωσε ότι ο S.B. δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την απασχόληση ως φύλακας ασφαλείας και πρότεινε στο Υπουργείο Εσωτερικών να κινήσει διαδικασία με σκοπό την άρνηση χορήγησης δεύτερου δελτίου ταυτότητας.

Τον επόμενο μήνα, το Υπουργείο Εσωτερικών ενημέρωσε τον S.B. για τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Ερευνών. Λίγες εβδομάδες αργότερα υπέβαλε παρατηρήσεις προς υπεράσπισή του στο Υπουργείο Εσωτερικών. Στις 15 Οκτωβρίου 2021 το Υπουργείο Εσωτερικών αποφάσισε να ανακαλέσει το δελτίο ταυτότητας που είχε εκδοθεί στη Securail και αρνήθηκε να εκδώσει τη νέα κάρτα που ζήτησε η G4S.

Στις 25 Οκτωβρίου 2021 ο S.B. κατέθεσε αίτηση στο Βελγικό Conseil d’État με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί η απόφαση του υπουργού.

Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Το Conseil d’État είχε αναφερθεί στο ερώτημά του σε έννοιες όπως «να βρίσκεται κοντά» ή «να ανήκει» σε ένα θρησκευτικό κίνημα, χωρίς να διευκρινίσει αν αφορούσαν την εγγύτητα ή την προσκόλληση στη σκέψη ή μάλλον σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση της προσκόλλησης αυτής με τη μορφή πράξεων.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, αναφερόμενο στο άρθρο 9 § 2 της ΕΣΔΑ, το αιτούν δικαστήριο είχε θέσει το ζήτημα αποκλειστικά από την άποψη του δικαιώματος εκδήλωσης των πεποιθήσεων και της θρησκείας, το οποίο στις συγκεκριμένες περιστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες που περιβάλλουν την έννοια του «να είναι κοντά σε», αφορούσε κυρίως το γεγονός του «ανήκειν» σε ένα θρησκευτικό κίνημα. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο επέλεξε να εστιάσει στην πτυχή αυτή και συμπέρανε από το ερώτημα που έθεσε το Conseil d’État ότι θεωρούσε ότι η άρνηση να επιτραπεί στον S.B. να εργαστεί ως φύλακας ασφαλείας συνιστούσε επέμβαση στα δικαιώματά του βάσει του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ.

Για να είναι συμβατή με τη διάταξη αυτή της Σύμβασης, η επέμβαση θα έπρεπε «να προβλέπεται από το νόμο», να επιδιώκει έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους σκοπούς που απαριθμούνται στο άρθρο 9 § 2, και να είναι «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη του σχετικού στόχου. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της παρούσας συμβουλευτικής διαδικασίας, να εξετάσει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Τέτοια αξιολόγηση θα έπρεπε να εναπόκειται στο Conseil d’État, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που απορρέουν από τη Σύμβαση που φαίνονταν συναφή για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εκτίμηση του κατά πόσον ο κίνδυνος ήταν πραγματικός και πιθανόν να υλοποιηθεί θα ήταν θέμα των αρμόδιων εθνικών αρχών και θα έπρεπε να διενεργηθεί, ιδίως, υπό το πρίσμα της ουσίας των εν λόγω πεποιθήσεων ή ιδεολογιών, λαμβανομένου επίσης υπόψη του χαρακτήρα του ενδιαφερομένου προσώπου και των ενεργειών του, του ρόλου του και του βαθμού προσήλωσης στο θρησκευτικό κίνημα. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες εθνικές αρχές διέθεταν ευρύ περιθώριο εκτίμησης, διότι ήταν οι πλέον κατάλληλες για να προβούν σε μια τέτοια εκτίμηση, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου από μια ανεξάρτητη δικαστική αρχή.

Όσον αφορά την εν λόγω ιδεολογία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο συγκεκριμένος κίνδυνος που προσδιόρισε η Βελγική Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας ήταν ένας κίνδυνος για τη δημοκρατική και συνταγματική τάξη, μαζί με σοβαρή απειλή για τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Εναπόκειται στο Conseil d’État να βεβαιωθεί, αν χρειαστεί συμβουλευόμενο το διαβαθμισμένο και άλλο υλικό που συγκέντρωσε η Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας, ότι ο κίνδυνος που προέβλεπε η υπηρεσία αυτή, σε σχέση με τη συγκεκριμένη σαλαφιστική ιδεολογία, ήταν επαρκώς συγκεκριμένος και τεκμηριωμένος όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τη διαδικασία μέσω της οποίας ο κίνδυνος θα μπορούσε τελικά να υλοποιηθεί.

Όσον αφορά την ανάλυση του χαρακτήρα, αυτή θα έπρεπε να βασίζεται σε κάθε στοιχείο ικανό να αποκαλύψει αν υπήρχε ή όχι κίνδυνος πράξεων ή συμπεριφοράς εκ μέρους του ατόμου που θα ήταν επιβλαβής για πρόσωπα ή θεσμούς και να υποκινείται από τη σαλαφιστική ιδεολογία.

Η ανάλυση αυτή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων παραγόντων, κατά πόσον το άτομο είχε ή όχι ποινικό μητρώο, το επαγγελματικό του υπόβαθρο και τυχόν άλλα διοικητικά μέτρα δημόσιας τάξης, αλλά και ο ρόλος του στο θρησκευτικό κίνημα και η συμπεριφορά του στην κοινωνία γενικότερα, όπως στο διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα.

Ο κίνδυνος αυτός θα πρέπει επομένως να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής και λεπτομερούς αξιολόγησης, υπό το πρίσμα της προσωπικής κατάστασης του ατόμου και της θρησκευτικής πεποίησής του οποίας θεωρείται ότι ανήκει, αποφεύγοντας παράλληλα κάθε μορφή διάκρισης που απαγορεύεται από το άρθρο 14 της Σύμβασης όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, ιδίως διακρίσεις λόγω θρησκείας, υπό το πρόσχημα της προστασίας των αξιών μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

Κατά συνέπεια, εάν γινόταν δεκτό ότι ένα θρησκευτικό κίνημα αποτελούσε από μόνο του σημαντικό κίνδυνο για την κοινωνία, θα ετίθετο το ερώτημα αν ήταν δυνατόν οι οπαδοί του, μεμονωμένα, να αντιπροσωπεύουν έναν τέτοιο κίνδυνο. Αυτό θα εξαρτιόταν ιδίως από τον βαθμό στον οποίο «ανήκαν» στο θρησκευτικό κίνημα, με άλλα λόγια από το βαθμό υποταγής που επέδειξαν προς αυτό, το οποίο και πάλι θα ήταν θέμα των εθνικών αρχών να εκτιμήσουν.

Έπρεπε να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος, άρα ένας κίνδυνος που να είναι επαρκώς τεκμηριωμένος. Ο περιορισμός ενός απλού κερδοσκοπικού κινδύνου, που παρουσιάζεται ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημοκρατίας και των αξιών της, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται σε μια επιτακτική κοινωνική ανάγκη. Για τη λήψη προληπτικών μέτρων που πρέπει να νομιμοποιηθεί, οι αρχές θα έπρεπε ενδεχομένως να προβούν σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις της δυνητικής κλίμακας των συνεπειών που θα επέφερε ο κίνδυνος εάν δεν εξαλείφονταν εγκαίρως.

Επιπλέον, ο κίνδυνος έπρεπε να είναι σοβαρός και μάλιστα να φέρει μια ορισμένη βαρύτητα, χωρίς την οποία οι όποιοι περιορισμοί των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων δεν θα μπορούσαν να είναι νόμιμοι. Επιπλέον θα έπρεπε το αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν το θρησκευτικό κίνημα είχε αρχίσει να παίρνει συγκεκριμένα μέτρα για την εφαρμογή μιας πολιτικής που ήταν ασυμβίβαστη με τις αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

Εάν ναι, το επόμενο ερώτημα θα ήταν εάν, ως οπαδός του κινήματος και της ιδεολογίας του, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν πιθανό, εάν απασχολούνταν ως φύλακας ή αξιωματικός ασφαλείας, να ενεργήσει ή να συμπεριφερθεί με τρόπο που ήταν ασυμβίβαστο με τις αξίες αυτές ή με τα καθήκοντα του επαγγέλματος.

Η ανάλυση αυτή θα πρέπει να βασίζεται στο ιστορικό του προσώπου, αλλά και στο βαθμό στον οποίο αυτός ανήκε στο εν λόγω θρησκευτικό κίνημα, από το οποίο προκύπτει δεσμός πίστης ή υποταγής – δεσμός ο οποίος, αν εδραιωθεί, θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για τον περίγυρό του, ιδίως τους συναδέλφους του, δεδομένου ότι μπορεί να λαμβάνει οδηγίες από την οργάνωση και να ενεργεί σύμφωνα με αυτές.

Ο έλεγχος των μέτρων αυτών από ανεξάρτητη δικαστική αρχή, που έχει πρόσβαση στο σύνολο του φακέλου που καταρτίζεται από το αρμόδιο όργανο σε θέματα εθνικής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε απόρρητου εγγράφου, θα αποτελούσε μια πολύ σημαντική εγγύηση όσον αφορά τη διασφάλιση ότι τα μέτρα που λαμβάνονται για την αποτροπή του κινδύνου συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της Σύμβασης.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο σχετικά με το βελγικό δίκαιο, το Conseil d’État/ Σύμβούλιο του Κράτους θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στα απόρρητα έγγραφα του φακέλου που συνέταξε η Υπηρεσία Κρατικής Ασφαλείας. Η εν λόγω πρόσβαση θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί ως μέσο που θα επέτρεπε στο δικαστήριο αυτό να προβεί σε αποτελεσματικό έλεγχο του επίμαχου μέτρου, και ο έλεγχος αυτός, προκειμένου να πληροί τις απαιτήσεις της Σύμβασης, θα πρέπει να αφορά την πραγματικότητα του εντοπισθέντος κινδύνου, την κλίμακα, τη φύση και την αμεσότητά του.

Το προληπτικό μέτρο που ελήφθη για την αποτροπή του κινδύνου που εντοπίστηκε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει επίσης να είναι ανάλογο προς τον νόμιμο σκοπό ή τους νόμιμους σκοπούς που επιδιώκει. Για να είναι αναλογικό, το μέτρο έπρεπε πρώτα να θεωρείται ότι δεν περιορίζει τα δικαιώματα του ατόμου σύμφωνα µε το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του νόμιμου σκοπού ή των νόμιμων σκοπών, πράγμα που σήμαινε ότι θα έπρεπε να διασφαλίζεται ότι δεν μπορούσαν να επιτευχθούν με λιγότερο παρεμβατικά ή ριζικά μέσα. Περαιτέρω, το μέτρο έπρεπε να περιβάλλεται από κατάλληλες διαδικαστικές εγγυήσεις, ώστε να αποτρέπεται κάθε αυθαιρεσία. Ειδικότερα, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να συμμετέχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε επαρκή βαθμό ώστε να διασφαλίζεται η απαιτούμενη προστασία των συμφερόντων του (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες