Εσφαλμένη εφαρμογή απόφασης του ΕΔΔΑ σε επανάληψη διαδικασίας για παραβίαση δίκαιης δίκης! Νέα παραβίαση της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Serrano Contreras κατά Ισπανίας της 26.10.2021 (αρ. 2) (αρ. προσφ.  2236/19)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Υποχρεωτική ισχύς των αποφάσεων του ΕΔΔΑ σύμφωνα με το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ.

Με αφορμή τη διαστρέβλωση απόφασης  του ΕΔΔΑ από το καθ’ ού κράτος,  το Στρασβούργο επανέλαβε ότι οι αποφάσεις του έχουν δεσμευτική ισχύ. Τα κράτη παραμένουν ελεύθερα να επιλέξουν τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για να συμμορφωθούν με αυτές όμως ο στόχος πρέπει να επιτευχθεί, δηλαδή η επαναφορά του προσφεύγοντα στη θέση που είχε πριν διαπιστωθεί η παραβίαση.

Στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για τρία αδικήματα (πλαστογραφία εμπορικών εγγράφων, πλαστογραφία σε βάρος του δημοσίου και απάτη). Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω καταδίκης του χωρίς ακροαματική διαδικασία, ωστόσο το καθ’ ού κράτος κατά την επανάληψη της διαδικασίας, εφάρμοσε την απόφαση του ΕΔΔΑ μόνο ως προς το ένα αδίκημα παρά του ότι η συνολική διαδικασία του εγχώριου δικαστηρίου που είχε οδηγήσει στην καταδικαστική απόφαση δεν ήταν δίκαιη.

Ο προσφεύγων άσκησε εκ νέου προσφυγή για παραβίαση της δίκαιης δίκης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι όλως αυθαίρετα το εγχώριο Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφασή του  αφορούσε ένα από τα τρία αδικήματα που είχε καταδικαστεί ο προσφεύγων παρά του ότι το Δικαστήριο στην απόφαση του δεν άφηνε καμία αμφιβολία ως προς το εύρος της διαπίστωσης παραβίασης . Έκρινε ότι το καθ’ ού κράτος υπερέβη το περιθώριο εκτίμησης και παραμόρφωσε τα συμπεράσματα της απόφασης του, κατά συνέπεια παραβίασε εκ νέου το άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ.

Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη  και ποσό 6.452 ευρώ για έξοδα για δαπάνες.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Bernardo Serrano Contreras, είναι Ισπανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1953 και ζει στην Fernán Núñez (Κόρδοβα, Ισπανία).

Η υπόθεση αφορούσε  επανάληψη διαδικασίας για ακύρωση ποινικής καταδίκης του προσφεύγοντος, μετά από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου λόγω διαπίστωσης παραβίασης του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) στην απόφασή του της 20ης Μαρτίου 2012.

Ο προσφεύγων  κατηγορήθηκε για απάτη και πλαστογραφία εγγράφων και πλαστογραφία σε βάρος του δημοσίου. Πρωτόδικα αθωώθηκε, αλλά κρίθηκε ένοχος μετά από αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο δεν διεξήγαγε ακροαματική διαδικασία.

Σε απόφαση της 20 Μαρτίου 2012, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 όσον αφορά τη εφαρμογή του νόμου  και τη διάρκεια της διαδικασίας. Κατά την εκδίκαση της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας  το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη του προσφεύγοντος σε σχέση με ένα από τα αδικήματα, αλλά απέρριψε την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας σε σχέση με την καταδίκη του για τα άλλα δύο αδικήματα.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε ερμηνεύσει νομότυπα την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και ότι, ως εκ τούτου, το διατακτικό  στο οποίο κατέληξε  η νέα απόφαση δεν συμφωνούσε με τα πορίσματα του Δικαστηρίου, παραβιάζοντας τα δικαιώματά του για δίκαιη δίκη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι αποφάσεις του έχουν δεσμευτική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ. Ομολογουμένως, τα κράτη παραμένουν ελεύθερα να επιλέξουν τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για να συμμορφωθούν με αυτές. Επιπλέον, ο στόχος είναι να τεθεί ο προσφεύγων, στο μέτρο του δυνατού, στη θέση στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχαν αγνοηθεί οι απαιτήσεις της Σύμβασης.

Η διαπίστωση από το Δικαστήριο για παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης δεν απαιτεί αυτόματα την επανάληψη της εγχώριας ποινικής διαδικασίας. Ωστόσο, αυτός είναι, κατ’ αρχήν, ο ενδεδειγμένος και συχνά ο καταλληλότερος τρόπος για να τεθεί τέρμα στην εν λόγω παραβίαση και να αποκατασταθούν τα αποτελέσματά της. Στα περισσότερα από τα συμβαλλόμενα κράτη η επανάληψη της διαδικασίας δεν γίνεται οίκοθεν και υπόκειται σε κριτήρια παραδεκτού, η τήρηση των οποίων εποπτεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία έχουν ευρύτερο περιθώριο εκτίμησης σε αυτόν τον τομέα.

Ομοίως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να ασχοληθεί με εικαζόμενα νομικά ή πραγματικά σφάλματα που διαπράχθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια εκτός εάν και στο βαθμό που μπορεί να έχουν παραβιάσει δικαιώματα και ελευθερίες που προστατεύονται από τη Σύμβαση – για παράδειγμα όταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τέτοια σφάλματα μπορεί να ειπωθεί ότι συνιστούν «αδικία» ασυμβίβαστη με το άρθρο 6 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ενεργεί ως τέταρτος βαθμός δικαιοδοσίας και, ως εκ τούτου, δεν θα αμφισβητήσει την αξιολόγηση των εθνικών δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1, εκτός εάν τα ευρήματά τους μπορούν να θεωρηθούν αυθαίρετα ή προδήλως αβάσιμα.

(α) Εφαρμογή των προαναφερθέντων αρχών στην παρούσα υπόθεση.

Στην παρούσα υπόθεση,  το «νέο ζήτημα» που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου είναι η ερμηνεία που δόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της απόφασης του Δικαστηρίου της 20 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο του αιτήματος του προσφεύγοντος για επανάληψη  της διαδικασίας. Το ζήτημα της καταδίκης του προσφεύγοντος βάσει αποδεικτικών στοιχείων που δεν εξετάστηκαν άμεσα από το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το αντικείμενο της προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο εμποδίζεται από το άρθρο 46 της Σύμβασης να προβεί σε νέα εξέταση του ίδιου ζητήματος. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 19 Μαΐου 2015 δεν καταδίκασε εκ νέου  τον προσφεύγοντα· Αντίθετα, επικύρωσε την προηγούμενη καταδίκη για δύο από τα αδικήματα, με βάση την ερμηνεία της απόφασης του Δικαστηρίου του 2012 από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Όσον αφορά τη συλλογιστική του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ορθώς έκρινε  ότι η διαπίστωση παραβίασης από το Δικαστήριο δεν γεννά κανένα δικαίωμα για την επανάληψη  της διαδικασίας και μπορεί ακόμη και να επανορθωθεί μια παραβίαση που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο μέσω μερικής επανάληψης της διαδικασίας, όπως προέβλεπε το Ανώτατο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση. Ωστόσο, όταν, κατά την εξέταση ενός έκτακτου ένδικου μέσου, το εθνικό δικαστήριο κρίνει ποινική κατηγορία και αιτιολογεί την απόφασή του, οι λόγοι αυτοί πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας   του προσφεύγοντος, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε εκτενώς τους λόγους της καταδίκης του που περιέχονταν  στην απόφασή του της 14 Οκτωβρίου 2005. Σε αυτή τη βάση, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταδίκη  του προσφεύγοντος για απάτη και πλαστογραφία εμπορικών εγγράφων δεν συνεπάγονταν οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και ότι, για το λόγο αυτό, τα πορίσματα του Δικαστηρίου στην απόφαση της 20 Μαρτίου 2012 ίσχυαν  μόνο για την καταδίκη του για πλαστογραφία εις βάρος του δημοσίου. Ωστόσο, το ερώτημα εάν οι καταδίκες του προσφεύγοντος ήταν σύμφωνες με το άρθρο 6 § 1 ήταν πράγματι αντικείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου του 2012. Αυτό το ζήτημα είχε διευθετηθεί –κατά την άποψη του Δικαστηρίου με αρκετή σαφήνεια – για τους λόγους που εκτίθενται παρακάτω. Ως εκ τούτου, παρά το περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνουν οι εθνικές αρχές όταν αποφασίζουν για την επανάληψη της διαδικασίας, τα πορίσματα του Δικαστηρίου στην προηγούμενη απόφασή του θα έπρεπε να είχαν γίνει σεβαστά.

Στην απόφασή του της 20 Μαρτίου 2012, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω της καταδίκης του προσφεύγοντος από το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει στοιχείων  που προέκυψαν  από τα έγγραφα της δικογραφίας,  χωρίς το Ανώτατο Δικαστήριο να έχει εξετάσει  αυτοπροσώπως τον κατηγορούμενο.   Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο σύνολό της και δεν έκανε διάκριση ως προς το αν τα πορίσματα αφορούσαν μόνο ορισμένες από τις καταδίκες και όχι τις άλλες. Ωστόσο,  το Δικαστήριο ανέφερε συγκεκριμένα στοιχεία που αφορούσαν σαφώς είτε την καταδίκη του προσφεύγοντα  για πλαστογραφία σε βάρος του δημοσίου, την καταδίκη του για απάτη ή την καταδίκη του για πλαστογραφία εμπορικών εγγράφων. Οι κρίσεις  σε αυτές τις παραγράφους δεν άφηναν καμία αμφιβολία ως προς το εύρος της διαπίστωσης παραβίασης του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε  ότι η ερμηνεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δηλαδή ότι η παραβίαση του άρθρου 6 § 1 που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο αφορούσε μόνο το αδίκημα της πλαστογραφίας σε βάρος του δημοσίου έρχονταν σε αντίθεση με τα πορίσματα του Δικαστηρίου στην προηγούμενη απόφασή του στην υπόθεση του προσφεύγοντα.

Έτσι, το Ανώτατο Δικαστήριο, όταν έκανε τη δική του ερμηνεία ως προς το εύρος και το νόημα των πορισμάτων του Δικαστηρίου στην απόφαση της 20 Μαρτίου 2012, υπερέβη το περιθώριο εκτίμησης των εθνικών αρχών και παραμόρφωσε τα συμπεράσματα της απόφασης του ΕΔΔΑ. Συνεπώς, η επίδικη διαδικασία δεν πληρούσε την απαίτηση για «δίκαιη δίκη» σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση:  Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη  και ποσό 6.452 ευρώ για έξοδα για δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες