Επιβολή σε πολιτικό πρόσωπο προστίμου για παράλειψη διαγραφής από το λογαριασμό του στο Facebook σχολίων με ρατσιστικό περιεχόμενο. Μη παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Sanchez κατά Γαλλίας της 02.0.2021 (αρ. προσφ. 45581/15)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ποινική καταδίκη του τότε τοπικού συμβούλου που είχε θέσει υποψηφιότητα για εκλογή στο Κοινοβούλιο, για υποκίνηση μίσους ή βίας κατά ομάδας ανθρώπων ή ενός ατόμου λόγω της ιδιότητας μέλους του σε μια συγκεκριμένη θρησκεία, μετά την αποτυχία του να διαγράψει άμεσα, σχόλια που δημοσιεύτηκαν από άλλους στον τοίχο του λογαριασμού του στο Facebook.

Ένα από τα σχόλια είχε το παρακάτω περιεχόμενο: «Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος έχει μετατρέψει τη Νιμ σε Αλγέρι, δεν υπάρχει δρόμος χωρίς κεμπάπ και τζαμί. Οι έμποροι ναρκωτικών και οι ιερόδουλες κυριαρχούν, δεν αποτελεί έκπληξη ότι επέλεξε τις Βρυξέλλες, την πρωτεύουσα της νέας παγκόσμιας τάξης της Σαρία …. [..].Ευχαριστώ Ένωση για το  Λαϊκό Κίνημα [αμάλγαμα UMP και Σοσιαλιστικό Κόμμα], τουλάχιστον δεν χρεωνόμαστε τις πτήσεις και το ξενοδοχείο … Μου αρέσει αυτή η δωρεάν έκδοση του Club Med … Ευχαριστώ [F.] και φιλιά στη Leila ([L.]) … Επιτέλους, ένα ιστολόγιο που αλλάζει τη ζωή μας …».

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων συνιστούν τα θεμέλια μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε κατ’ αρχήν να εξεταστεί  η τιμωρία ή ακόμη και η αποτροπή όλων των μορφών έκφρασης που υποκινούσαν, προωθούσαν ή δικαιολογούσαν το μίσος που βασιζόταν  στη μισαλλοδοξία.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι αποδίδει μέγιστη σημασία στην ελευθερία της έκφρασης στο πλαίσιο πολιτικής συζήτησης και θεωρεί ότι απαιτούνταν πολύ ισχυροί λόγοι για να δικαιολογηθεί οποιοσδήποτε περιορισμός στην πολιτική ομιλία και σε προεκλογική περίοδο. Οι γνώμες και πληροφορίες όλων πρέπει να επιτρέπονται να κυκλοφορούν και να διαδίδονται ελεύθερα. Στις συγκεκριμένες συνθήκες της υπόθεσης, ωστόσο, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση των εγχώριων δικαστηρίων να καταδικάσει τον προσφεύγοντα λόγω παράλειψης του να λάβει άμεσα μέτρα για τη διαγραφή των σαφώς παράνομων σχολίων που δημοσιεύτηκαν από άλλους στον τοίχο του λογαριασμού του, στο Facebook, σχετικά με την προεκλογική του εκστρατεία, βασίστηκε σε σχετικούς και επαρκείς λόγους που συνδέονται με την έλλειψη επαγρύπνησης και ανταπόκρισης. Η εν λόγω παρέμβαση θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί ως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» και δεν υπήρξε καμία παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.

Μη παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης της ΕΣΔΑ.

 ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Julien Sanchez, είναι Γάλλος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1983 και ζει στο Beaucaire (Γαλλία). Κατά τη διάρκεια των γεγονότων, ο προσφεύγων – επί του παρόντος δήμαρχος της πόλης Beaucaire και πρόεδρος της Ομάδας Rassemblement National (National Rally) στο Περιφερειακό Συμβούλιο της Occitanie – έθεσε υποψηφιότητα στο Κοινοβούλιο με το Εθνικό Μέτωπο (FN) στην εκλογική περιφέρεια της Νιμ. Ο F.P., εκείνη την εποχή  ήταν μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ευρωβουλευτής) και πρώτος αναπληρωτής του δημάρχου της Νιμ, ήταν ένας από τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Στις 24 Οκτωβρίου 2011 ο προσφεύγων ανήρτησε μια δημοσίευση σχετικά με τον F.P. στον τοίχο του ο οποίος ήταν δημόσια προσβάσιμος λογαριασμός στο Facebook, τον οποίο διαχειριζόταν προσωπικά: «Ενώ το Εθνικό Μέτωπο έχει εγκαινιάσει τον νέο του εθνικό ιστότοπο σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμά του, πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στον ιστότοπο του Ευρωβουλευτή της Ένωσης για Λαϊκό Κίνημα στη Νιμ (F.P.), ο οποίος έπρεπε να λειτουργήσει σήμερα, αλλά εμφανίζει σφάλμα στην αρχική του σελίδα με ένα τριπλό μηδέν…».

Ένας άλλος χρήστης, ο S.B., έγραψε το ακόλουθο σχόλιο: «Αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος έχει μετατρέψει τη Νιμ σε Αλγέρι, δεν υπάρχει δρόμος χωρίς κεμπάπ και τζαμί. Οι έμποροι ναρκωτικών και οι ιερόδουλες κυριαρχούν, δεν αποτελεί έκπληξη ότι επέλεξε τις Βρυξέλλες, την πρωτεύουσα της νέας παγκόσμιας τάξης της Σαρία …. Ευχαριστώ Ένωση για Λαϊκό Κίνημα [αμάλγαμα UMP και Σοσιαλιστικό Κόμμα], τουλάχιστον δεν χρεωνόμαστε τις πτήσεις και το ξενοδοχείο … Μου αρέσει αυτή η δωρεάν έκδοση του Club Med … Ευχαριστώ [F.] και φιλιά στη Leila ([L.]) … Επιτέλους, ένα ιστολόγιο που αλλάζει τη ζωή μας …». Ένας άλλος χρήστης, ο L.R., πρόσθεσε άλλα τρία σχόλια τα οποία απευθύνονταν σε μουσουλμάνους.

Στις 25 Οκτωβρίου 2011, η L.T., ο συνεργάτης του F.P., έλαβε γνώση των σχολίων. Νιώθοντας άμεσα και προσωπικά προσβεβλημένη από τις «ρατσιστικές» δηλώσεις, πήγε αμέσως στο κομμωτήριο που διαχειριζόταν ο S.B., τον οποίο γνώριζε προσωπικά. Ο S.B. διέγραψε το σχόλιό του αμέσως.

Στις 26 Οκτωβρίου 2011 η  L.T. έγραψε στον εισαγγελέα της Νιμ για να υποβάλει ποινική καταγγελία εναντίον του προσφεύγοντος, του S.B. και του L.R. λόγω των προσβλητικών σχολίων που δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα του προσφεύγοντος. Στις 27 Οκτωβρίου 2011 ο προσφεύγων δημοσίευσε ένα μήνυμα στον τοίχο του στο Facebook, το οποίο καλούσε άλλους χρήστες να «παρακολουθούν το περιεχόμενο των σχολίων [τους]», αλλά δεν παρενέβη σε σχέση με τα ήδη δημοσιευμένα σχόλια. Ο προσφεύγων, ο S.B. και ο L.R. κλήθηκαν να εμφανιστούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου της Νιμ σε σχέση με αυτή τη δημοσίευση των εν λόγω σχολίων στον τοίχο του Facebook του προσφεύγοντος, για να απαντήσουν σχετικά με κατηγορίες για υποκίνηση μίσους ή βίας εναντίον μιας ομάδας ανθρώπων, ιδίως της L.Τ., βάση της καταγωγής τους ή της ιδιότητας μέλους ή της μη ιδιότητας μέλους μιας συγκεκριμένης εθνότητας, φυλής ή θρησκείας.

Στις 28 Φεβρουαρίου 2013 το Ποινικό Δικαστήριο έκρινε τον προσφεύγοντα, τον S.B. και τον L.R. ένοχους και διέταξε καθένας από αυτούς να πληρώσει πρόστιμο 4.000 ευρώ (EUR). Ο κ. S.B. και ο προσφεύγων διατάχθηκαν, από κοινού και εις ολόκληρον, να καταβάλουν το ποσό των 1.000 ευρώ στην L.T., πολιτική ενάγουσα, ως αποζημίωση για ηθική βλάβη. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, έχοντας δημιουργήσει μια κοινή υπηρεσία επικοινωνίας με ηλεκτρονικά μέσα με δική του πρωτοβουλία με σκοπό την ανταλλαγή απόψεων, και έχοντας αφήσει τα προσβλητικά σχόλια, τα οποία ήταν ακόμη ορατά από τις 6 Δεκεμβρίου 2011, ο προσφεύγων είχε αποτύχει να ενεργήσει αμέσως για να σταματήσει τη διάδοσή τους και ως εκ τούτου ήταν ένοχος ως «δημιουργός» ενός διαδικτυακού τόπου δημόσιας επικοινωνίας, και ως εκ τούτου  ο κύριος δράστης.

Ο προσφεύγων και ο S.B. άσκησαν έφεση. Ο S.B. στη συνέχεια απέσυρε την έφεσή του. Το Εφετείο της Νιμ επικύρωσε την απόφαση εναντίον του προσφεύγοντος, μειώνοντας το πρόστιμο σε 3.000 ευρώ. Τον διέταξε επίσης να πληρώσει στην L.T. 1.000 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Ποινικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι τα σχόλια καθόριζαν σαφώς την ομάδα των ανθρώπων που ενστερνίζονταν την Μουσουλμανική πίστη και τη συσχέτιση της Μουσουλμανικής κοινότητας με το έγκλημα και την ανασφάλεια στην πόλη της Νιμ και ότι ήταν πιθανό να προκαλέσει ένα έντονο συναίσθημα απόρριψης ή εχθρότητας προς αυτήν την ομάδα. Επιπλέον, έκρινε ότι δημοσιοποιώντας εν γνώσει του τον τοίχο του στο Facebook, ο προσφεύγων είχε αναλάβει την ευθύνη για το περιεχόμενο των δημοσιευμένων σχολίων – το οποίο, σύμφωνα με τις δηλώσεις που είχε κάνει για να δικαιολογήσει τη θέση του το θεώρησε συμβατό με την ελευθερία της έκφρασης – και ότι η ιδιότητά του ως πολιτικού προσώπου απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερη επαγρύπνηση από την πλευρά του.

Ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο με απόφαση της 17ης Μαρτίου  2015 απέρριψε την αναίρεσή του.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η καταδίκη του λόγω σχολίων που δημοσιεύτηκαν από άλλους στον τοίχο του στο Facebook παραβίαζε το άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης) της Σύμβασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Ποινικό Δικαστήριο της Νιμ είχε διαπιστώσει ότι ο προσφεύγων, ο οποίος με δική του πρωτοβουλία είχε δημιουργήσει μια υπηρεσία επικοινωνίας ανοιχτή στο κοινό, είχε αφήσει τα προσβλητικά σχόλια ορατά για περίπου έξι εβδομάδες αφότου είχαν δημοσιευτεί, χωρίς να ληφθούν άμεσα μέτρα για να σταματήσει την διάδοσή και δημοσίευσή τους. Το Εφετείο της Νιμ, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, είχε επισημάνει ότι, υπό την ιδιότητά του ως αιρετού εκπροσώπου και δημόσιου προσώπου, ο προσφεύγων είχε εν γνώσει του δημοσιεύσει στον τοίχο του λογαριασμού του στο Facebook, επιτρέποντας έτσι στους φίλους του να αναρτήσουν τα σχόλιά τους, και πράττοντας έτσι , είχε αναλάβει την ευθύνη για το περιεχόμενο των δημοσιευμένων σχολίων. Είχε κρίνει ότι ο προσφεύγων δεν είχε ενεργήσει αμέσως για να σταματήσει τη διάδοση των εν λόγω σχολίων και ότι είχε επίσης αιτιολογήσει τη θέση του λέγοντας ότι κατά τη γνώμη του, τέτοια σχόλια ήταν συμβατά με την ελευθερία της έκφρασης και, ως εκ τούτου, τα είχε αφήσει σκόπιμα στη σελίδα του στο Facebook.

Όσον αφορά στη φύση των σχολίων, το Δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι ήταν προφανώς παράνομα. Και το Ποινικό Δικαστήριο και το Εφετείο είχαν διαπιστώσει, αφενός, ότι τα σχόλια καθόριζαν και υπογράμμιζαν με σαφήνεια την ομάδα των ενδιαφερομένων, δηλαδή τους μουσουλμάνους. Επίσης, η συσχέτιση της μουσουλμανικής κοινότητας με το έγκλημα και την ανασφάλεια στην πόλη της Νιμ, εξισώνοντας την εν λόγω ομάδα με «εμπόρους ναρκωτικών και ιερόδουλες» που «βασιλεύουν», «αποβράσματα που πουλάνε ναρκωτικά όλη μέρα» ή εκείνους που ήταν υπεύθυνοι για «ρίψη πετρών στα αυτοκίνητα λευκών ανθρώπων», ήταν πιθανό να ξεσηκώσει και να δημιουργήσει έναν ισχυρό αίσθημα απόρριψης ή εχθρότητας προς την ομάδα ανθρώπων μουσουλμανικής πίστης · και από την άλλη πλευρά,  η έκφραση “Φιλιά στην [L.]”, που αναφέρεται στην L.T., η οποία συσχετίζονταν με τον F.P., τον αντιδήμαρχο της Νιμ που είχε παρουσιαστεί ως κατευθυνόμενος, καθώς είχε παραχωρήσει την πόλη στους μουσουλμάνους και, συνεπώς, συνέβαλε στην γενικότερη ανασφάλεια της πόλης, που  ήταν τέτοια που συνέδεε την L.T., λόγω της συμμετοχής της στη μουσουλμανική κοινότητα  με την αλλοίωση της πόλης, και έτσι προκαλούσε μίσος και βία εναντίον της.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων συνιστούν τα θεμέλια μιας δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας. Θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί απαραίτητο να τιμωρούνται ή ακόμη και  να αποτρέπονται όλες οι μορφές έκφρασης που διαδίδουν, υποκινούν, προωθούν ή δικαιολογούν μίσος με βάση τη μισαλλοδοξία, υπό την προϋπόθεση ότι τυχόν «διατυπώσεις», «όροι», «περιορισμοί» ή «κυρώσεις» ήταν αναλογικά με τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο.

Σε εκλογικό πλαίσιο, ενώ τα πολιτικά κόμματα απολάμβαναν ευρεία ελευθερία έκφρασης, ρατσιστικά ή ξενοφοβικά σχόλια και απόψεις συνέβαλαν στην ανάδευση του μίσους και της μισαλλοδοξίας. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η ιδιαίτερη ευθύνη των πολιτικών στην καταπολέμηση της «ρητορικής μίσους», είχε τονιστεί από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στη σύσταση R (97) 20 σχετικά με την «ρητορική μίσους» και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας.

Αφού εξέτασε τα προσβλητικά σχόλια που δημοσίευσαν οι S.B. και L.R., το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα εθνικά δικαστήρια ήταν απολύτως δικαιολογημένα. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε είχε προκαλέσει σαφώς μίσος και βία. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι προσωπικές επιθέσεις μέσω προσβολών, χλευασμού ή δυσφήμισης που απευθύνονταν σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού ή  η υποκίνηση μίσους και βίας κατά ενός προσώπου λόγω ιδιότητας μέλους μιας συγκεκριμένης θρησκείας, ήταν επαρκείς για τις αρχές ώστε να θέσουν ως προτεραιότητα την καταπολέμηση αυτής της συμπεριφοράς, όταν αντιμετωπίζουν ανεύθυνη χρήση της ελευθερίας της έκφρασης που υπονόμευε την αξιοπρέπεια, ή ακόμα και την ασφάλεια, των πληθυσμιακών ομάδων.

Όσον αφορά στην ευθύνη του προσφεύγοντος για δηλώσεις που δημοσιεύτηκαν από τρίτους, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα σχόλια έπρεπε να εξεταστούν στο πλαίσιο της τοπικής πολιτικής συζήτησης, σχετικά με την προεκλογική εκστρατεία για τις βουλευτικές εκλογές. Ενώ ήταν αλήθεια ότι το Δικαστήριο υπογραμμίζει την ύψιστη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης στο πλαίσιο της πολιτικής συζήτησης και θεωρεί ότι απαιτούνταν πολύ ισχυροί λόγοι για να δικαιολογηθούν οι περιορισμοί στην πολιτική ομιλία, και αυτό εν όψει των εκλογών. Γνώμες και πληροφορίες κάθε είδους θα πρέπει να επιτρέπονται και  να κυκλοφορούν ελεύθερα. Εντούτοις, αναφέρθηκε στη διαπίστωσή του ότι τα σχόλια που έγιναν στην παρούσα υπόθεση ήταν σαφώς παράνομα. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων δεν είχε επικριθεί για χρήση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης, ιδίως στο πλαίσιο της πολιτικής συζήτησης, αλλά κατηγορείτο για έλλειψη επαγρύπνησης και ανταπόκρισης σε σχέση με τα σχόλια που αναρτώνται στον τοίχο του, στο Facebook. Έτσι, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσο και το Εφετείο βασίστηκαν  στην ευθύνη του προσφεύγοντος σε επαρκείς και σχετικούς λόγους σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 10 της Σύμβασης.

Όσον αφορά στα μέτρα που έλαβε ο προσφεύγων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν θεσπίσει την ευθύνη εκ μέρους του με βάση διάφορους παράγοντες. Ο προσφεύγων είχε  εν γνώσει του κάνει δημόσια την σελίδα του στο Facebook, επιτρέποντας έτσι στους φίλους του να δημοσιεύουν σχόλια εκεί. Είχε έτσι καθήκον να παρακολουθεί το περιεχόμενο των δημοσιευμένων δηλώσεων. Επιπλέον, το Ποινικό Δικαστήριο είχε τονίσει ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να αγνοήσει ότι ο λογαριασμός του ήταν πιθανό να προσελκύει  σχόλια πολιτικής φύσης, τα οποία εξ ορισμού ήταν εχθρικά και ως εκ τούτου θα έπρεπε να τα παρακολουθεί ακόμα πιο στενά. Το Εφετείο είχε κρίνει, κατά παρόμοιο τρόπο, ότι η ιδιότητά του ως πολιτικού προσώπου απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερη επαγρύπνηση από την πλευρά του. Το Ποινικό Δικαστήριο είχε σημειώσει συγκεκριμένα ότι τα σχόλια του L.R. ήταν ακόμα ορατά έξι εβδομάδες μετά την ανάρτησή τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι λόγοι που αναφέρθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και το Εφετείο σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ο προσφεύγων ήταν σχετικά και επαρκή για τους σκοπούς του άρθρου 10 της Σύμβασης.

Όσον αφορά στην ευθύνη των συντακτών των σχολίων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι είχαν ταυτοποιηθεί. Ο προσφεύγων  είχε θεωρηθεί υπεύθυνος, σύμφωνα με το άρθρο 93-3 του νόμου της 29ης Ιουλίου 1982, ως δημιουργός διαδικτυακής ιστοσελίδας δημόσιας επικοινωνίας. Τα σχόλια στην παρούσα υπόθεση ήταν σαφώς παράνομα και παραβίαζαν τους όρους χρήσης του Facebook. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν ως εκ τούτου βασίσει τις αποφάσεις τους σε σχετικούς και επαρκείς λόγους.

Όσον αφορά τις συνέπειες των εθνικών διαδικασιών για τον προσφεύγοντα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι είχε καταδικαστεί να πληρώσει πρόστιμο 3.000 ευρώ. Έκρινε ότι, έχοντας κατά νου την ποινή που μπορούσε να του επιβληθεί και την έλλειψη τυχόν άλλων συνεπειών, η παρέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης του προσφεύγοντος δεν ήταν δυσανάλογη.

Στις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να καταδικάσουν τον προσφεύγοντα  λόγω της αδυναμίας του να λάβει άμεσα μέτρα για τη διαγραφή των παράνομων σχολίων που δημοσιεύτηκαν από άλλους στον τοίχο του στο Facebook, σε σχέση με την προεκλογική του εκστρατεία, βασίστηκε σε σχετικούς και επαρκείς λόγους, έχοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στο εναγόμενο κράτος. Κατά συνέπεια, η παρέμβαση  θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία». Συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση Άρθρου 10 της Σύμβασης.

 Μειοψηφούσες απόψεις

Ο δικαστής Mourou-Vikström εξέφρασε ξεχωριστή γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες