Έλεγχος ταυτότητας σε τρένο λόγω του χρώματος του επιβάτη. Ελλιπής έλεγχος από τα δικαστήρια για ρατσιστικά κίνητρα. Παραβίαση για αναποτελεσματική έρευνα

ΑΠΟΦΑΣΗ

Basu κατά Γερμανίας της 18.10.2022 (αρ. προσφ. 215/19)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Έλεγχος ταυτότητας ατόμου που ανήκει σε εθνική μειονότητα από αστυνομικούς. Απαραίτητο όριο σοβαρότητας.

Ο προσφεύγων είναι Γερμανός υπήκοος αλλά ινδικής καταγωγής. Ταξιδεύοντας με τρένο με την κόρη του,  διενεργήθηκε έλεγχος ταυτότητας από αστυνομικούς. Ισχυρίστηκε ότι έγινε   μόνο λόγω του μελαψού χρώματος του δέρματός του και, ως εκ τούτου, για φυλετικούς λόγους. Τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό αυτό με την παρατήρησή του ότι, ο ίδιος και η κόρη του ήταν τα μόνα πρόσωπα με σκούρο χρώμα δέρματος και τα μόνα πρόσωπα που είχαν υποβληθεί σε έλεγχο. Ισχυρίστηκε ότι αισθάνθηκε εξευτελισμό και ταπεινωμένος. Τα εγχώρια δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή του για αποζημίωση. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και απαγορευμένη διάκριση.

Το Δικαστήριο υπενθύμισε  ότι οι φυλετικές διακρίσεις αποτελούν ιδιαίτερα κατάφωρο είδος δυσμενούς διάκρισης και, λαμβανομένων υπόψη των επικίνδυνων συνεπειών τους, απαιτούν από τις αρχές ιδιαίτερη επαγρύπνηση και σθεναρή αντίδραση.

Κατά το ΕΔΔΑ η χρήση των εξουσιών καταναγκασμού που παρέχει ο νόμος για να απαιτήσει από ένα άτομο να υποβληθεί σε έλεγχο ταυτότητας συνιστά παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή όταν αγγίζει ένα όριο αυστηρότητας, δηλαδή όταν έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική του ζωή.

Στην παρούσα υπόθεση παρατήρησε ότι ο προσφεύγων είχε υποβληθεί σε έλεγχο ταυτότητας από την αστυνομία δημοσίως. Οι κρατικές αρχές έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για να εντοπίζουν εάν υπάρχουν ρατσιστικά κίνητρα και να διαπιστώνουν την ύπαρξη εθνοτικού μίσους. Διαπίστωσε ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έλαβαν  τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και, ειδικότερα, παρέλειψαν  να εξετάσουν  τους μάρτυρες που ήταν παρόντες κατά τον έλεγχο της ταυτότητας. Ως εκ τούτου έκρινε ότι οι κρατικές αρχές παρέβησαν την υποχρέωσή τους να λάβουν όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να εξακριβώσουν, μέσω ανεξάρτητης αρχής, αν η εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις συμπεριφορά διαδραμάτισε ή όχι ρόλο στον έλεγχο ταυτότητας και, ως εκ τούτου, παρέλειψαν να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα συναφώς υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14.

Ακολούθως έκρινε ότι δεχόμενο αυτή την παραβίαση, δεν υπήρχε λόγος να εξετάσει χωριστά τις υπόλοιπες καταγγελίες του προσφεύγοντος.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8,

Άρθρο 13,

Άρθρο 14,

Άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Biplab Basu, είναι Γερμανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1955 και ζει στο Βερολίνο.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία διενήργησε έλεγχο ταυτότητας μόνο σε αυτόν λόγω του χρώματος του δέρματός του. Το 2012 ταξίδεψε με την κόρη του, με τρένο το οποίο μόλις είχε περάσει τα σύνορα από την Τσεχία. Είναι Γερμανός υπήκοος Ινδικής καταγωγής. Όταν ζητήθηκαν εξηγήσεις, η αστυνομία απάντησε ότι ήταν τυχαίος έλεγχος. Άσκησε αγωγή αποζημίωσης στα εγχώρια δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι αυτός και η κόρη του ελέγχθηκαν καθώς ήταν οι μόνοι επιβάτες με σκούρο χρώμα δέρματος στο βαγόνι του τρένου. Η αγωγή του  απορρίφθηκε.

Επικαλούμενος το άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής) και το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική ένδικη προστασία) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων  κατήγγειλε  ότι ο έλεγχος ταυτότητας ισοδυναμούσε με φυλετική διάκριση, και  ότι τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν να ερευνήσουν ή να εξετάσουν επί της ουσίας τους ισχυρισμούς του. Βασιζόμενος επίσης στο άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου(ελευθερία κυκλοφορίας) κατήγγειλε  ότι δεν υπήρχε νομική βάση για τον έλεγχο ταυτότητας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14

Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι το άρθρο 8 προστατεύει το δικαίωμα στην ταυτότητα και την προσωπική ανάπτυξη, καθώς και το δικαίωμα σύναψης σχέσεων με άλλα ανθρώπινα όντα και τον έξω κόσμο. Επομένως, υπάρχει μια ζώνη αλληλεπίδρασης ενός προσώπου με άλλους, ακόμη και σε δημόσιο πλαίσιο, η οποία μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο της «ιδιωτικής ζωής».

Όσον αφορά το ζήτημα αν ο έλεγχος ταυτότητας από την αστυνομία εμπίπτει στην ιδιωτική ζωή του προσώπου που υποβλήθηκε στον έλεγχο αυτό, η πρώτη Επιτροπή έκρινε ότι η υποχρέωση κατοχής δελτίου ταυτότητας και επίδειξής του στην αστυνομία σε τυχόν έλεγχο  δεν ενέπιπτε αυτή καθαυτή, ελλείψει ειδικών περιστάσεων, στην ιδιωτική ζωή ενός προσώπου. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η χρήση των εξουσιών καταναγκασμού που παρέχει ο νόμος για να απαιτήσει από ένα άτομο να υποβληθεί σε έλεγχο ταυτότητας και λεπτομερή έρευνα του προσώπου και των χαρακτηριστικών του, των ενδυμάτων του και των προσωπικών του αντικειμένων συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Ο δημόσιος χαρακτήρας της έρευνας μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να επιδεινώσει τη σοβαρότητα της επέμβασης λόγω ενός στοιχείου ταπείνωσης και αμηχανίας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να εξετάσει συγκεκριμένα αν τα αποτελέσματα της επίμαχης πράξης έφθασαν σε ένα όριο αυστηρότητας – δηλαδή αν είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική ζωή του ατόμου – προκειμένου να έχει εφαρμογή το άρθρο 8 .

Επιπλέον, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι φυλετικές διακρίσεις αποτελούν ιδιαίτερα κατάφωρο είδος δυσμενούς διάκρισης και, λαμβανομένων υπόψη των επικίνδυνων συνεπειών τους, απαιτούν από τις αρχές ιδιαίτερη επαγρύπνηση και σθεναρή αντίδραση .

Λαμβανομένων υπόψη των αρχών αυτών, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι κάθε έλεγχος ταυτότητας προσώπου που ανήκει σε εθνοτική μειονότητα δεν πληροί το αναγκαίο όριο αυστηρότητας ώστε να εμπίπτει στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του προσώπου αυτού. Το όριο αυτό επιτυγχάνεται μόνον εάν ο ενδιαφερόμενος έχει βάσιμο ισχυρισμό ότι ενδέχεται να έχει στοχοποιηθεί λόγω ειδικών φυσικών ή εθνοτικών χαρακτηριστικών. Τέτοιος αμφισβητήσιμος ισχυρισμός μπορεί να υφίσταται ιδίως όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ισχυρίστηκε ότι (ή πρόσωπα με τα ίδια χαρακτηριστικά) ήταν το μόνο πρόσωπο ή πρόσωπα που υποβλήθηκαν σε έλεγχο και όταν δεν ήταν εμφανείς άλλοι λόγοι για τον έλεγχο ή όταν τυχόν εξηγήσεις των υπαλλήλων που διενήργησαν τον έλεγχο αποκαλύπτουν συγκεκριμένα σωματικά ή εθνοτικά κίνητρα για τον έλεγχο. Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανε συναφώς ότι ο δημόσιος χαρακτήρας του ελέγχου μπορεί να επηρεάσει τη φήμη ενός προσώπου και τον αυτοσεβασμό του.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων είχε υποβληθεί σε έλεγχο ταυτότητας από την αστυνομία δημοσίως, σε τρένο. Κατά τον προσφεύγοντα, ο έλεγχος αυτός διενεργήθηκε μόνο λόγω του μελαψού χρώματος του δέρματός του και, ως εκ τούτου, για φυλετικούς λόγους. Τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό αυτό με την παρατήρησή του ότι, μεταξύ των προσώπων που βρίσκονταν σε διάφορα μέρη του βαγονιού της αμαξοστοιχίας, ο ίδιος και η κόρη του ήταν τα μόνα πρόσωπα με σκούρο χρώμα δέρματος και τα μόνα πρόσωπα που είχαν υποβληθεί στον έλεγχο. Επιπλέον, οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον αστυνομικό που διενήργησε τον έλεγχο δεν αποκάλυψαν άλλους αντικειμενικούς λόγους για τη στόχευση του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι ο έλεγχος ταυτότητας υπό αυτές τις συνθήκες είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιωτική του ζωή, καθώς είχε αισθανθεί τόσο στιγματισμένος και ταπεινωμένος που είχε σταματήσει να ταξιδεύει με τρένο για αρκετούς μήνες.

Όσον αφορά το ζήτημα αν τα κράτη υποχρεούνται να διερευνούν πιθανά ρατσιστικά κίνητρα της πράξης κρατικού υπαλλήλου στο πλαίσιο εικαζόμενης παράβασης του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, το Δικαστήριο παρατήρησε εκ προοιμίου ότι η υποχρέωση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από την Κυβέρνηση.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι έχει αναγνωρίσει ότι το καθήκον των αρχών να διερευνούν πιθανές ρατσιστικές συμπεριφορές μπορεί να υπονοείται στις ευθύνες τους βάσει του άρθρου 14 σε ορισμένες περιπτώσεις. Ειδικότερα, διαπίστωσε, στο πλαίσιο των εικαζόμενων παραβιάσεων του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, ότι οι κρατικές αρχές έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για να εντοπίζουν εάν υπήρχαν ρατσιστικά κίνητρα και να διαπιστώνουν εάν το εθνοτικό μίσος ή η προκατάληψη μπορεί να διαδραμάτισαν ρόλο στα γεγονότα. Οι αρχές έπρεπε να κάνουν ό,τι ήταν  εύλογο υπό τις περιστάσεις για να συλλέξουν και να διασφαλίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία, να διερευνήσουν όλα τα πρακτικά μέσα για την ανακάλυψη της αλήθειας και να λάβουν πλήρως αιτιολογημένες, αμερόληπτες και αντικειμενικές αποφάσεις, χωρίς να παραλείπουν ύποπτα γεγονότα που μπορεί να είναι ενδεικτικά φυλετικής βίας. Για να είναι αποτελεσματική μια έρευνα, τα θεσμικά όργανα και τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διενέργειά της πρέπει να είναι ανεξάρτητα από εκείνα στα οποία στοχεύει. Αυτό σημαίνει όχι μόνο η έλλειψη ιεραρχικής ή θεσμικής σύνδεσης, αλλά και πρακτική ανεξαρτησία. Οι ευθύνες των αρχών βάσει του άρθρου 14 για τη διασφάλιση του σεβασμού χωρίς διακρίσεις μιας θεμελιώδους αξίας μπορούν επίσης να τεθούν υπό αμφισβήτηση όταν στο πλαίσιο του άρθρου 8 τίθενται υπό αμφισβήτηση πιθανές ρατσιστικές συμπεριφορές που οδηγούν στον στιγματισμό του ενδιαφερομένου.

Στο πλαίσιο ενός ισχυρισμού για φυλετική διάκριση, το Δικαστήριο υπενθύμισε περαιτέρω ότι οι φυλετικές διακρίσεις, όπως απαγορεύονται από το άρθρο 14, συνιστούν ιδιαιτέρως κατάφωρη διάκριση και, λαμβανομένων υπόψη των επικίνδυνων συνεπειών τους, απαιτούν από τις αρχές ιδιαίτερη επαγρύπνηση και σθεναρή αντίδραση το πλαίσιο αυτό, παραπέμπει επίσης στη διαπίστωση της ECRI (Ευρωπαϊκή Επιτροπή  κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας) ότι η διαμόρφωση της γενικής εικόνας προσώπου ως προς τη φυλετική του ταυτότητα συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, τον στιγματισμό και την αποξένωση των προσώπων τα οποία αφορά. Ως εκ τούτου, η ECRI υπογράμμισε ότι είναι σημαντικό τα κράτη να διασφαλίζουν την αποτελεσματική διερεύνηση των εικαζόμενων περιπτώσεων φυλετικών διακρίσεων από την αστυνομία. Επιπλέον, όπως αποκάλυψε η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, η στόχευση, στο πλαίσιο ελέγχων ταυτότητας, μόνο ατόμων με ειδικά φυσικά ή εθνοτικά χαρακτηριστικά, θίγει αρνητικά την αξιοπρέπεια των ενδιαφερομένων και συμβάλλει επίσης στη διάδοση ξενοφοβικών συμπεριφορών.

Προκειμένου να κριθεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, οι κρατικές αρχές τήρησαν την υποχρέωσή τους να λάβουν όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να διαπιστώσουν αν υπήρχαν ρατσιστικά κίνητρα για τον έλεγχο ταυτότητας, το Δικαστήριο επισήμανε ότι,  οι σχετικές έρευνες δεν μπορούν να θεωρηθούν ανεξάρτητες .

Όσον αφορά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο επισήμανε  ότι τα δικαστήρια αυτά αρνήθηκαν να εξετάσουν το βάσιμο της αιτιάσεως του προσφεύγοντος ότι εξαιτίας του ελέγχου της ταυτότητας αντιμετώπισε δυσμενείς διακρίσεις. Παρά τον βάσιμο ισχυρισμό ότι ο προσφεύγων ενδέχεται να υπήρξε θύμα διαμόρφωσης της γενικής εικόνας προσώπου βάσει φυλετικών χαρακτηριστικών, δεν έλαβε τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και, ειδικότερα, παρέλειψε να εξετάσει τους αυτόπτες μάρτυρες κατά τον έλεγχο της ταυτότητας. Απέρριψαν την προσφυγή του προσφεύγοντος για τυπικούς λόγους, θεωρώντας ότι ο προσφεύγων δεν είχε έννομο συμφέρον να αποφανθεί επί της νομιμότητας του ελέγχου ταυτότητάς του.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε  στο συμπέρασμα ότι οι κρατικές αρχές παρέβησαν την υποχρέωσή τους να λάβουν όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να εξακριβώσουν, μέσω ανεξάρτητης αρχής, αν η εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις συμπεριφορά διαδραμάτισε ή όχι ρόλο στον έλεγχο ταυτότητας και, ως εκ τούτου, παρέλειψαν να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει εάν ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε έλεγχο ταυτότητας λόγω της εθνοτικής καταγωγής του.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 8.

Άρθρο 13

Ο προσφεύγων κατήγγειλε περαιτέρω, βάσει του άρθρου 13 της Συμβάσεως, ότι τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν να αποφανθούν επί της ουσίας της καταγγελίας του σχετικά με τον έλεγχο ταυτότητας, τον οποίο θεωρούσε ότι εισήγαγε διακρίσεις και παραβίασε το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία.

Το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, κατ’ ουσίαν, διότι τα διοικητικά δικαστήρια αρνήθηκαν να εξετάσουν το βάσιμο της καταγγελίας του προσφεύγοντος ότι υπέστη δυσμενή μεταχείριση από τον έλεγχο ταυτότητας, ο οποίος αποτελεί επίσης την ουσία της καταγγελίας του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 13. Ως εκ τούτου, φρονεί ότι η τελευταία αυτή αιτίαση δεν εγείρει χωριστό ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί πέραν των διαπιστώσεών της βάσει του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

Άρθρο 2 του 4ου Πρωτοκόλλου

Τέλος, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας βάσει του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου 4 της ΕΣΔΑ, καθόσον δεν υπήρχε επαρκής νομική βάση για τον έλεγχο ταυτότητας.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που έχει στην κατοχή του και στο μέτρο που το καταγγελλόμενο ζήτημα εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει καμία εμφάνιση παραβίασης του άρθρου 2 του Πρωτοκόλλου 4 που απορρέει από την καταγγελία αυτή. Επομένως, έκρινε το σκέλος αυτό της προσφυγής προδήλως αβάσιμο και το απέρριψε  σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 3 στοιχείο α και παρ.ς 4 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα για αποζημίωση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες