Δυσανάλογη ποινική κύρωση σε συνδικαλιστικό εκπρόσωπο για προσβολή της εθνικής σημαίας με δηλώσεις στη διάρκεια απεργίας. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Fragoso Dacosta κατά Ισπανίας της 08.06.2023 (αρ. προσφ. 27926/21)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ελευθερία της έκφρασης και ύβρεις κατά της εθνικής σημαίας.

Ο προσφεύγων ήταν συνδικαλιστικός εκπρόσωπος εργαζομένων. Κατά τη διάρκεια πολύμηνης απεργίας για απλήρωτους μισθούς σε βάση του Ισπανικού ναυτικού υπό την ιδιότητα του συνδικαλιστή φώναξε συνθήματα κατά τη διάρκεια έπαρσης της σημαίας, όπως «η σημαία δεν πληρώνει τους λογαριασμούς», «εδώ έχετε τη σιωπή της γαμημένης σημαίας», «η γαμημένη σημαία πρέπει να πάρει φωτιά». Ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του και τα ποινικά δικαστήρια τον καταδίκασαν σε  χρηματική ποινή 1.260 ευρώ, η  οποία μπορούσε να αντικατασταθεί με φυλάκιση, σε περίπτωση μη καταβολής της.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι επίμαχες δηλώσεις έγιναν προφορικά από συνδικαλιστικό εκπρόσωπο, ενώπιον περιορισμένου ακροατηρίου, στο πλαίσιο διαμαρτυρίας που διήρκεσε αρκετούς μήνες και αφορούσε απλήρωτους μισθούς και ότι δεν οδήγησαν σε αναταραχές. Κατά το Δικαστήριο η επιβληθείσα ποινή ήταν σοβαρή και ιδίως γιατί αυτή διέθετε και το σκέλος της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας σε περίπτωση μη πληρωμής της χρηματικής ποινής. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Στρασβούργοθεώρησε ότι η αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής υπερέβαινε τη σοβαρότητα του αδικήματος. Οι ανωτέρω σκέψεις επέτρεψαν στο Δικαστήριο να συμπεράνει ότι η ποινική κύρωση που επιβλήθηκε, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεδομένου μάλιστα ότι δεν τέθηκε ζήτημα ρητορικής μίσους ή υποκίνησης σε βία, ούτε προέκυψαν επεισόδια ή αναταραχές.Ήταν μια συζήτηση επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.Έτσι δεν επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10) και επιδίκασε 1.260 ευρώ για αποζημίωση και 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1986 και ζει στην Vedra. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, το στρατιωτικό οπλοστάσιο Ferrol, στρατιωτική βάση υπό την ευθύνη του Υπουργείου Άμυνας, βρισκόταν σε διαμάχη για απλήρωτους μισθούς με τους υπαλλήλους της εταιρείας που ήταν επιφορτισμένοι με τον καθαρισμό του κτιρίου του οπλοστασίου. Ως απάντηση στους απλήρωτους μισθούς, οι εργαζόμενοι της εταιρείας καθαρισμού προχώρησαν σε απεργία από τον Οκτώβριο του 2014 έως τον Μάρτιο του 2015. Κατά τη διάρκεια αυτής, οι εργαζόμενοι, μαζί με ορισμένους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, πραγματοποιούσαν καθημερινές συγκεντρώσεις μπροστά από το οπλοστάσιο (δηλαδή στον τόπο εργασίας τους), φωνάζοντας συνθήματα σχετικά με τις διαμαρτυρίες τους (όπως «η σημαία δεν πληρώνει τους λογαριασμούς»), σφυρίζοντας και δημιουργώντας γενικά θόρυβο. Οι διαμαρτυρίες αυτές συνέπιπταν με την καθημερινή πανηγυρική έπαρση της εθνικής σημαίας παρουσία του στρατού.

Στις 28 Οκτωβρίου 2014 ο Αρχιναύαρχος του οπλοστασίου απέστειλε επιστολή στον γραμματέα της ConfederaciónIntersindicalGalega, μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης της Γαλικίας, με την οποία διαμαρτυρόταν για την έλλειψη σεβασμού εκ μέρους των διαδηλωτών προς την εθνική σημαία. Στις 29 Οκτωβρίου ο προσφεύγων, ο οποίος ήταν εκπρόσωπος του προαναφερθέντος συνδικάτου, συμμετείχε σε συνάντηση με τον Ναύαρχο, ο οποίος του ζήτησε να «χαμηλώσει τους τόνους» της διαμαρτυρίας κατά την έπαρση της εθνικής σημαίας.

Στις 8 π.μ. της 30 Οκτωβρίου 2014 ο προσφεύγων, μαζί με περίπου τριάντα διαδηλωτές, βρισκόταν μπροστά από το οπλοστάσιο τη στιγμή της πανηγυρικής έπαρσης της εθνικής σημαίας. Φώναξε μέσω μεγαφώνου: «Εδώ έχετε τη σιωπή της γαμημένης σημαίας» (“aquítedes o silenciodaputabandeira”) και «Η γαμημένη σημαία πρέπει να πάρει φωτιά» (“haiqueprenderllelume á putabandeira”). Δεν σημειώθηκε κανένα άλλο σχετικό περιστατικό.

Στις 6 Φεβρουαρίου 2015 ο προσφεύγων κατηγορήθηκε βάσει του άρθρου 543 του ποινικού κώδικα για το αδίκημα της προσβολής της Ισπανίας.

Στις 22 Μαρτίου 2017 το ποινικό δικαστήριο του Ferrol καταδίκασε τον προσφεύγοντα, όπως κατηγορήθηκε. Δήλωσε ότι οι εκφράσεις του είχαν γίνει δημοσίως ενώπιον στρατιωτικού προσωπικού με σκοπό να επιδείξει περιφρόνηση ή να προκαλέσει προσβολή και σημείωσε ότι, σε δύο συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν τις προηγούμενες ημέρες, οι στρατιωτικές αρχές είχαν ζητήσει ρητά από τον προσφεύγοντα να «μετριάσει» τη διαμαρτυρία του κατά τη διάρκεια της επίσημης τελετής. Πρόσθεσε ότι, παρόλο που οι νομικοί ήταν υπέρ της αποποινικοποίησης του εν λόγω αδικήματος, οι δικαστές ήταν υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν το ποινικό δίκαιο όταν πληρούνται τα στοιχεία ενός αδικήματος. Καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε χρηματική ποινή ύψους 1.260 ευρώ, η  οποία μπορούσε να αντικατασταθεί με στέρηση της ελευθερίας σε περίπτωση μη καταβολής της.

Ο προσφεύγων άσκησε έφεση, ισχυριζόμενος ότι υπέστη δυσανάλογη επέμβαση στο δικαίωμα της ιδεολογικής ελευθερίας και της ελευθερίας της έκφρασης.

Στις 8 Φεβρουαρίου 2018 το εφετείοτην απέρριψε και επικύρωσε την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, αναφέροντας, ειδικότερα, ότι οι στρατιωτικοί είχαν βιώσει «έντονο αίσθημα ταπείνωσης» λόγω των δηλώσεων του προσφεύγοντος.

Την 1η Μαρτίου 2019 το ποινικό δικαστήριο του Ferrol κήρυξε την άρση της ποινικής ευθύνης του προσφεύγοντος μετά την καταβολή του προστίμου.

Στις 27 Μαρτίου 2018 ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή amparo ενώπιον του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, επικαλούμενος παραβίαση των δικαιωμάτων του στην ελευθερία της ιδεολογίας και της έκφρασης.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή amparo προς εξέταση με διάταξη της 25ης Φεβρουαρίου 2019, λόγω της «ιδιαίτερης συνταγματικής σημασίας» της υπόθεσης.

Στις 7 Μαΐου 2019 ο εισαγγελέας ζήτησε από το Συνταγματικό Δικαστήριο να κάνει δεκτή την amparo προσφυγή του προσφεύγοντος, υποστηρίζοντας ότι η ποινική κύρωση ήταν δυσανάλογη και ότι τα δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού δεν είχαν εξετάσει δεόντως τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης, όπως το πλαίσιο και τους στόχους του μηνύματος.

Στις 15 Δεκεμβρίου 2020 το Συνταγματικό Δικαστήριο, με έξι ψήφους έναντι πέντε, απέρριψε την προσφυγή amparo. Εξήγησε εξαρχής ότι η αποστολή του ήταν να διαπιστώσει αν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είχαν σταθμίσει το δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ελευθερία της έκφρασης έναντι της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος που συνεπάγεται η υπεράσπιση των συμβόλων του κράτους. Παρατήρησε ότι οι δηλώσεις του προσφεύγοντος δεν αφορούσαν τους απλήρωτους μισθούς που βρίσκονταν στο επίκεντρο των διαδηλώσεων, ότι οι δηλώσεις αυτές είχαν γίνει στο πλαίσιο μιας επίσημης τελετής και ότι ορισμένοι από τους διαδηλωτές τις είχαν απορρίψει, λέγοντας «όχι, όχι αυτό» (“no, esono”). Το Συνταγματικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις μετέδιδαν αίσθημα μισαλλοδοξίας και, ως εκ τούτου, δεν προστατεύονταν από την ελευθερία της έκφρασης και ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ήταν ανάλογη.

Επικαλούμενος το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η ποινική κύρωση που του επιβλήθηκε παραβίασε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.

Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, ακόμη και αν η γλώσσα που χρησιμοποίησε ήταν επιθετική, τα εθνικά δικαστήρια θα έπρεπε να λάβουν υπόψη το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι επίμαχες εκφράσεις. Τόνισε ότι οι δηλώσεις του απευθύνονταν σε ένα σύμβολο και δεν είχαν υποκινήσει τη βία ούτε προκάλεσανδημόσιες αναταραχές. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η επέμβαση δεν είχε επιδιώξει «νόμιμο σκοπό» κατά την έννοια του άρθρου 10 § 2. Τέλος, επεσήμανε ότι οι δηλώσεις έπρεπε να θεωρηθούν ως συμβολική έκφραση ενός συναισθήματος απογοήτευσης.

Η Κυβέρνηση δέχθηκε ότι η ποινική κύρωση που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης. Υποστήριξαν ότι η παρέμβαση αυτή «είχε προβλεφθεί από το νόμο» και είχε επιδιωχθεί ένας νόμιμος στόχος, δηλαδή «η προστασία ενός συμβόλου κοινού για όλα τα μέλη του έθνους, δηλαδή της σημαίας ή του εθνικού του σήματος, παρά τη συνύπαρξη πολλών άλλων σημαιών εθνών ή περιοχών εντός του εν λόγω κράτους». Ισχυρίστηκαν ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν εξετάσει δεόντως τις περιστάσεις της υπόθεσης και είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση ήταν ανάλογη και, ως εκ τούτου, «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Υπέβαλαν έκθεση σχετικά με την ύπαρξη παρόμοιων αδικημάτων στα εθνικά νομικά συστήματα των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Επιπλέον, παρατήρησαν ότι το ενδεχόμενο να αντικατασταθεί το πρόστιμο από στέρηση της ελευθερίας ήταν εξαιρετικά απίθανο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η ποινική κύρωση που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης. Μια τέτοια παρέμβαση συνιστά παραβίαση του άρθρου 10, εκτός εάν «προβλέπεται από το νόμο», επιδιώκει έναν ή περισσότερους νόμιμους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο αυτό και είναι«αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη των σκοπών αυτών.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η καταγγελλόμενη επέμβαση «προβλέπεται από τον νόμο», ήτοι από το άρθρο 543 του ποινικού κώδικα, το οποίο προβλέπει, δυνάμει επιλογής του ισπανικού Κοινοβουλίου, την ποινικοποίηση ορισμένων ειδών συμπεριφοράς που είναι ικανές να προσβάλουν τα σύμβολα της Ισπανίας και θεωρούνται επιζήμιες για τα αισθήματα της ισπανικής κοινωνίας. Όσον αφορά τον θεμιτό σκοπό, η Κυβέρνηση αναφέρθηκε στην προστασία «ενός συμβόλου κοινού για όλα τα μέλη του έθνους». Δεδομένης της σημασίας της προώθησης της κοινωνικής συνοχής, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι αυτό αντιστοιχεί στον θεμιτό σκοπό της προστασίας των «δικαιωμάτων των άλλων», στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 10 δεύτερο εδάφιο (βλ. MuratVural κατά Τουρκίας της 21.10.2014, αρ. προσφ. 9540/07, § 60, – AnimalDefenders International κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αρ. προσφ. 48876/08, § 78).

Συνεπώς, η ανάλυση του Δικαστηρίου επικεντρώθηκε στον προσδιορισμό του κατά πόσον η ποινική κύρωση που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Οι σχετικές γενικές αρχές έχουν καθιερωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου.

Εξετάζοντας τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων, συνδικαλιστής ο οποίος είχε προβεί σε δύο υβριστικές εκφράσεις μέσω μεγαφώνου κατά τη διάρκεια ειρηνικής διαμαρτυρίας για τους απλήρωτους μισθούς, κρίθηκε ένοχος για προσβολή της ισπανικής σημαίας και του επιβλήθηκε ποινική κύρωση για τον λόγο αυτό. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι προσβαλλόμενες δηλώσεις δεν απευθύνονταν σε πρόσωπο αλλά σε σύμβολο (αντιπαραβολή μεOtegiMondragon κατά Ισπανίας, αρ. προσφ. 2034/07νκαι SternTaulats και RouraCapellera κατά Ισπανίας, αρ. προσφ. 51168/15 και 51186/15 της 13.03.2018, όπου οι προσφεύγοντες είχαν υποστεί ποινικές κυρώσεις επειδή προσέβαλαν τον βασιλιά της Ισπανίας, στην πρώτη περίπτωση, και επειδή έβαλαν φωτιά σε φωτογραφία του βασιλικού ζεύγους, στη δεύτερη περίπτωση).

Το ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι εκφράσεις του προσφεύγοντος δεν απολάμβαναν την προστασία του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης σύμφωνα με το άρθρο 20 του ισπανικού Συντάγματος, διότι ήταν αντικειμενικά προσβλητικές για ένα εθνικό σύμβολο, έδειχναν εχθρότητα και ασέβεια σε αυτό σε ένα πλαίσιο εντελώς άσχετο με τις αξίες που αυτό εκπροσωπούσε, και ήταν περιττές και άσχετες με τις αξιώσεις μη καταβληθέντων μισθών. Το Δικαστήριο επανέλαβε εν προκειμένω ότι έχει υπόψη του τον θεμελιωδώς επικουρικό του ρόλο στον μηχανισμό που θεσπίζει η ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τον οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται στη Σύμβαση και τα πρωτόκολλά της. Κατ’ αρχήν, οι εθνικές αρχές είναι σε καλύτερη θέση από το διεθνή δικαστή να εκτιμήσουν τη σημασία και τον αντίκτυπο των προσβλητικών λέξεων, ιδίως όταν αυτές στρέφονται κατά ενός εθνικού συμβόλου. Σημείωσε, ωστόσο, ότι η αρχή της επικουρικότητας επιβάλλει κοινή ευθύνη μεταξύ των κρατών μελών και του Δικαστηρίου και ότι οι εθνικές αρχές και τα δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο που να δίνει πλήρη ισχύ στη Σύμβαση (βλ.GuðmundurAndriÁstráðsson κατά Ισλανδίας [GC] της 01.12.2020, αρ. προσφ. 26374/18 § 250). Επομένως, προκύπτει ότι, ενώ η ερμηνεία και η εφαρμογή του εθνικού δικαίου εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, ιδίως στα δικαστήρια, είναι τελικά στην ευχέρεια του Δικαστηρίου να καθορίσει αν ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύεται και εφαρμόζεται το εν λόγω δίκαιο παράγει συνέπειες συμβατές με τη Σύμβαση.

Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης το Δικαστήριο παρέπεμψε στην πάγια θέση του ότι η ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται όχι μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που γίνονται ευνοϊκά δεκτές ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες, αλλά και σε εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν το κράτος ή οποιοδήποτε τμήμα του πληθυσμού. Το Δικαστήριο έχει δηλώσει, ωστόσο, ότι πρέπει να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ κριτικής και προσβολής και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εάν η μόνη πρόθεση οποιασδήποτε μορφής έκφρασης είναι να προσβάλει ένα θεσμό ή ένα πρόσωπο, μια κατάλληλη τιμωρία δεν θα συνιστούσε, κατ’ αρχήν, παραβίαση του άρθρου 10 § 2 (βλ.Skałka κατά Πολωνίας της 27.05.2003, αρ. προσφ. 43425/98, § 34). Ωστόσο, ακόμη και σε περιπτώσεις αυτού του είδους, το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της εποπτικής του δικαιοδοσίας, πρέπει να εξετάσει την επίμαχη επέμβαση υπό το πρίσμα της υπόθεσης στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν σε βάρος του προσφεύγοντος και του πλαισίου στο οποίο έγιναν, και να καθορίσει αν η εν λόγω επέμβαση ήταν «ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς» και αν οι λόγοι που προέβαλαν οι εθνικές αρχές για να τη δικαιολογήσουν ήταν «σχετικοί και επαρκείς».

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η γλώσσα που χρησιμοποίησε ο προσφεύγων θα μπορούσε να θεωρηθεί προκλητική και η χρήση βρισιώνπεριττή. Ωστόσο, παρατήρησε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις αναταραχών μετά τις δηλώσεις του προσφεύγοντος. Ούτε το AudienciaProvincial ούτε η Κυβέρνηση προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την καταδίκη του προσφεύγοντος με αναφορά σε υποκίνηση βίας ή ρητορική μίσους. Μολονότι το Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρθηκε σε ένα «αίσθημα μισαλλοδοξίας» που μεταδόθηκε από τον προσφεύγοντα, δεν εξέτασε αν υπήρχαν επαρκείς λόγοι για να διαπιστωθεί ότι οι δηλώσεις του συνιστούσαν ρητορική μίσους, όπως η ύπαρξη ενός τεταμένου πολιτικού ή κοινωνικού υπόβαθρου ή η ικανότητα των δηλώσεων να οδηγήσουν σε επιβλαβείς συνέπειες. Το Δικαστήριο έλαβε περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι οι παρατηρήσεις έγιναν προφορικά κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας, οπότε ο προσφεύγων δεν είχε τη δυνατότητα να τις αναδιατυπώσει, να τις βελτιώσει ή να τις ανακαλέσεικαι παρατήρησε ότι η Κυβέρνηση δεν υποστήριξε ότι οι δηλώσεις είχαν ευρεία δημόσια απήχηση.

Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από εκείνες στις οποίες το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης σταθμίστηκε έναντι του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής ενός προσώπου. Αν και το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι προκλητικές δηλώσεις που στρέφονται κατά ενός εθνικού συμβόλου μπορεί να πλήξουν τα συναισθήματα των ανθρώπων, η ζημία που προκαλείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν υπάρχει, είναι διαφορετικής φύσης σε σύγκριση με εκείνη που προκαλείται από την προσβολή της φήμης ενός κατονομαζόμενου προσώπου. Στην προκειμένη περίπτωση, ενώ το AudienciaProvincial δήλωσε ότι το στρατιωτικό προσωπικό είχε βιώσει «έντονο αίσθημα ταπείνωσης», γεγονός παραμένει ότι οι δηλώσεις του προσφεύγοντος δεν απευθύνονταν σε κανένα πρόσωπο ή ομάδα προσώπων. Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι οι δηλώσεις του δεν είχαν ως αποτέλεσμα καμία προσωπική ή υλική ζημία, ότι η ποινική διαδικασία κινήθηκε αποκλειστικά με πρωτοβουλία του εισαγγελέα – ενός οργάνου το οποίο, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση amparo – και ότι δεν υποβλήθηκαν αστικές αξιώσεις σε σχέση με τις δηλώσεις του προσφεύγοντος.

Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης και του Συνταγματικού Δικαστηρίου ότι οι δηλώσεις του προσφεύγοντος ήταν εντελώς άσχετες με τις διαμαρτυρίες. Σημείωσε ότι οι στρατιωτικές αρχές είχαν ζητήσει ρητά από τον προσφεύγοντα να «μετριάσει» τις διαμαρτυρίες του κατά τη διάρκεια της επίσημης τελετής. Οι αναφορές του προσφεύγοντος στη σιωπή της σημαίας θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν ότι συνδέονται με το αίτημα αυτό, όπως σημειώνεται στην απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, και ότι αποτελούν έκφραση απογοήτευσης κατά του αιτήματος αυτού. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορεί να υποθέσει τις προθέσεις του προσφεύγοντος, αλλά σημείωσε ότι οι δηλώσεις του θα μπορούσαν εύλογα να θεωρηθούν όχι ως απλή προσβολή αλλά ως κριτική και έκφραση διαμαρτυρίας και δυσαρέσκειας προς το στρατιωτικό προσωπικό ως εργοδοτών των υπαλλήλων της εταιρείας καθαρισμού (βλ.FuentesBobo, ό.π., § 48, σχετικά με προσβλητικές δηλώσεις κατά των εργοδοτών, SternTaulats και RouraCapellera § 38, και Genov και Sarbinska κατά Βουλγαρίας της 30.11.2021, αρ. προσφ. 52358/15 § 82).

Το ΕΔΔΑδιαπίστωσε περαιτέρω ότι ο προσφεύγων ήταν συνδικαλιστικός εκπρόσωπος, ο οποίος προέβη στις δηλώσεις αυτές κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας για απλήρωτους μισθούς. Επομένως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπήρξε συζήτηση για ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος για τους εργαζόμενους της εταιρείας καθαρισμού (βλ. mutatismutandis, PalomoSánchezκ.α. κατά Ισπανίας [GC], αρ. προσφ. 28955/06 και 3 άλλες, § 72). Το Δικαστήριο επανέλαβε, εν προκειμένω, ότι τα μέλη μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν στον εργοδότη τους τα αιτήματα με τα οποία επιδιώκουν να βελτιώσουν την κατάσταση των εργαζομένων στην επιχείρησή τους (βλ. mutatismutandis, Straume κατά Λετονίας της 02.06.2022, αρ. προσφ. 59402/14 § 103). Επιπλέον, ενώ κάθε άτομο που συμμετέχει σε μια δημόσια συζήτηση δημοσίου ενδιαφέροντος – όπως ο προσφεύγων στην παρούσα υπόθεση – δεν πρέπει να υπερβαίνει ορισμένα όρια, ιδίως όσον αφορά τον σεβασμό της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων, επιτρέπεται ένας βαθμός υπερβολής ή ακόμη και πρόκλησης- με άλλα λόγια, επιτρέπεται ένας βαθμός αμετροέπειας.

Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε πρόστιμο 1.260 ευρώ, το οποίο μπορούσε να αντικατασταθεί με στέρηση της ελευθερίας σε περίπτωση μη καταβολής του. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα ήταν σημαντικό και το γεγονός ότι η στέρηση της ελευθερίας μπορούσε να επιβληθεί ως εναλλακτική ποινή εξίσου σημαντικό. Ακόμα και αν ο καθορισμός της ποινήςεναπόκειται καταρχήν στα εθνικά δικαστήρια, ενόψει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης υπάρχουν κοινά πρότυπα τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να διασφαλίσει σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Τα πρότυπα αυτά είναι ο βαθμός ενοχής του ενδιαφερομένου, η σοβαρότητα του αδικήματος και το κατά πόσον αυτό επαναλήφθηκε. Το Δικαστήριο διαπίστωσε εν προκειμένω ότι οι επίμαχες στην παρούσα υπόθεση δηλώσεις έγιναν προφορικά από συνδικαλιστικό εκπρόσωπο σε μία μόνο περίπτωση, ενώπιον περιορισμένου ακροατηρίου, στο πλαίσιο διαμαρτυρίας που διήρκεσε αρκετούς μήνες και αφορούσε απλήρωτους μισθούς και ότι δεν οδήγησαν σε αναταραχές. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής υπερέβαινε τη σοβαρότητα του αδικήματος. Οι ανωτέρω σκέψεις επέτρεψαν στο Δικαστήριο να συμπεράνει ότι η ποινική κύρωση που επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ήταν δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι οι εγχώριες αρχές προέβησαν σε  δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων όταν καταδίκασαν τον προσφεύγοντα και του επέβαλαν μια τόσο υπερβολική κύρωση.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση  της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της Σύμβασης).

Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 1.260 ευρώ ως αποζημίωση και 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες